Χρονικό 20. ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ
/ENGLISH/ Chronicle 27. AN ARCHAEOLOGIST’S WATERLOO
● Εμπόρια σ’ Αίγυπτο και Λεβάντε ● Το Βατερλώ τού Leonard Woolley ● Περιοδεύοντες Μινωίτες Καλλιτέχνες ● Δεσμοί Κρήτης κι Αιγύπτου ● Διαφορές Μινωικής και Φαραωνικής Κοινωνίας και Τέχνης
του Μιχάλη Λουκοβίκα
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ μας, ή σε ανάλογες περιπτώσεις, όποτε έχεις να παρουσιάσεις ένα θέμα και χρειάζεσαι τεκμηρίωση, ξέρεις σε γενικές γραμμές, εκ των προτέρων, τι ψάχνεις να βρεις, καθώς αναζητείς στοιχεία. Κάποιες άλλες φορές, όμως, ο μίτος που έχεις ανά χείρας, έτσι ώστε να μην χαθείς στον λαβύρινθο της Ιστορίας, σε οδηγεί σε απροσδόκητες διεξόδους, και “σε λιμένας πρωτοειδωμένους”· και τότε γεννιέται η διακαής επιθυμία “να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά… | σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, | να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους”, όπως μας συμβουλεύει ο Αλεξανδρινός στην Ιθάκη του. Πρόκειται για τις ευτυχέστερες στιγμές μιας έρευνας…
… Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις…
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Ακριβώς αυτό συνέβη όταν, από τα αιγαιακά εμπόρια (ή εμπορεία), στον ιστορικό χώρο τής Μεσογείου, βρέθηκα ν’ ακολουθώ περιοδεύοντες Μινωίτες καλλιτέχνες σε τόπους μακρινούς! Είχα νιώσει την ανάγκη να παραθέσω περισσότερα στοιχεία περί των εμπορίων, όταν μίλησα στο προηγούμενο Χρονικό για τη Ναύκρατι, συνειδητοποιώντας πως έχω ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο αρκετές φορές, σε συνδυασμό με αποικίες κι εμπορικούς σταθμούς. Όμως, ένα εμπόριο, ούτε ακριβώς αποικία ήταν, ούτε κι εμπορικός σταθμός, παρά τις ομοιότητες. Γράφοντας στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Κόσμου περί Εμπορίων και εμπορικών σταθμών, ο Ηλίας Πετρόπουλος επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα:
-
Ο όρος εμπόριον ως είδος εγκατάστασης ή οικισμού εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία σχετικά αργά, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών, ως εμπόριον νοείται ο τόπος δράσης τού εμπόρου, δηλαδή του ταξιδευτή με τα εμπορεύματα. Η λέξη έμπορος ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση εν και τη λέξη πόρος, που σημαίνει δρόμος και μάλιστα διά θαλάσσης. Η λέξη αυτή εμφανίζεται στην Οδύσσεια του Ομήρου δύο φορές. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο επικός ποιητής εννοεί προφανώς έναν ταξιδευτή ιδιώτη για επαγγελματικούς λόγους. Ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η λέξη εμπόριον προέκυψε από τη λέξη έμπορος. Η λέξη αυτή είναι δυστυχώς άγνωστη στις πινακίδες τής [μυκηναϊκής] Γραμμικής Β και αυτό προκαλεί μεγάλη εντύπωση, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί και στο εύλογο συμπέρασμα ότι πρόκειται για επινόηση μεταγενέστερων χρόνων. Από την σχετική έρευνα έχει προκύψει το πόρισμα ότι τελικά η λέξη ή ο όρος εμπόριον (με την έννοια της εγκατάστασης ή του οικισμού και όχι της απλής εμπορικής συναλλαγής ή ανταλλαγής προϊόντων) για πρώτη φορά, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, εμφανίζεται στο έργο τού Ηροδότου, στα μέσα δηλαδή του 5ου αιώνα π.Χ. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη αυτή απαντά αναγεγραμμένη σε μία επιγραφή (γνωστή ως επιγραφή τής Πιστύρου) που ήρθε στο φως σχετικά πρόσφατα σε έναν οικισμό τής σύγχρονης βουλγαρικής (αρχαίας θρακικής) ενδοχώρας, πλησίον τής Φιλιππούπολης…
Εμπόριον < Έμπορος < εν + πόρος =
ο ευρισκόμενος σε δρόμο διά θαλάσσης

Η βαβυλωνιακή γαμήλια αγορά (1875), του Edwin Long, πίνακας βασισμένος σε περιγραφή τού Ηροδότου
-
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το τέταρτο βιβλίο [των Ιστοριών] τού Ηροδότου, τη Μελπομένη, στον Εύξεινο Πόντο υπήρχαν αρκετά εμπόρια, όπως ακριβώς τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο αρχαίος ιστορικός… Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες αναφορές διασκορπισμένες στα υπόλοιπα οκτώ βιβλία τού Ηροδότου. Πρόκειται για εμπόρια που βρίσκονται εκτός παρευξείνιου χώρου, και συγκεκριμένα εντοπίζονται στη Μεσόγειο. Εξ όλων αυτών σοβαρό προβληματισμό προκαλεί η περίπτωση της Ναύκρατης, την οποία ο αρχαίος ιστορικός μνημονεύει και ως πόλη και ως εμπόριον. Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί πολλές επιστημονικές μελέτες, δίχως ωστόσο να μπορούμε μέχρι σήμερα να προσδιορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα το χαρακτήρα τού οικισμού αυτού κατά τη διάρκεια της πρώιμης ιστορίας του. Ο όρος που συνήθως λαμβάνεται ως αντίθετος του εμπορίου είναι η αποικία, η οποία θεωρείται ότι αποτελούσε μια ολοκληρωμένη μορφή εγκατάστασης κατά τα πρότυπα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, δηλαδή με σαφή πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση. Η αποικία προφανώς είχε χτιστεί με προσχεδιασμένο πλάνο δράσης και με την ευλογία τού θεού (ή των θεών) μέσω χρησμού, καθώς και με κάθε επισημότητα από την πλευρά τής μητρόπολης, διέθετε αγροτική χώρα και νόμισμα… Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόριον ήταν και ένας οικισμός με αρκετά οργανωμένη πολιτεία και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωτο-πόλις ή πρωτο-οικισμός, με την έννοια ότι μπορούσε να αποτελέσει το προστάδιο της ίδρυσης μιας αποικίας ή μιας πόλης.

Ζωφόρος που απεικονίζει ποτάμι στην Θήρα/Σαντορίνη…

Αίγυπτος: Αλεξάνδρεια, Ναύκρατις, Αύαρις, Σάις, Πηλούσιον, Μέμφις και Θήβες, που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό.
Τα εμπόρια, κατά τη Wikipedia, ήταν περιοχές, που οι έμποροι μιας χώρας είχαν στη διάθεσή τους στο έδαφος μιας άλλης χώρας, για την προώθηση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων. Περίφημα εμπόρια στην Αίγυπτο, εκτός της Ναυκράτεως, ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, η Αὔαρις και η Σάϊς, όπου πήγε ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλων το 590 ΠΚΧ, για ν’ αποκτήσει τις γνώσεις των Αιγυπτίων, ώστε “να μάθει απ’ τους σπουδαγμένους”. Αντίστοιχα εμπόρια υπήρχαν και στο Λεβάντε, σαν τον Λιμένα (Al-Mina) και το Ποσείδιον (Bassit) στη Συρία. Η Σάις (Sais, ή Zau στ’ αρχαία αιγυπτιακά) βρισκόταν στο δυτικό Δέλτα τού Νείλου, και πολιούχος της ήταν η θεά Νηίθ. Οι Έλληνες, όπως λ.χ. οι Ηρόδοτος, Πλάτων, και Διόδωρος Σικελιώτης, την ταύτιζαν με την Αθηνά, και ως εκ τούτου, θεωρούσαν δεδομένη την αρχέγονη σχέση της με την Αθήνα. Κατά τον Διόδωρο, η Σάις χτίστηκε από την Αθηνά πριν από τον κατακλυσμό, που υποτίθεται πως κατέστρεψε την Αθήνα και την Ατλαντίδα. Εκείνη την εποχή αφανίστηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις, ενώ αντίθετα οι αιγυπτιακές επέζησαν. Στον Τίμαιο και τον Κριτία τού Πλάτωνα (γύρω στο 395 ΠΚΧ), ένας ιερέας εμπιστεύεται στον Σόλωνα την ιστορία για την στρατιωτική επιδρομή τής Ατλαντίδας εναντίον τής Ελλάδας και της Αιγύπτου, αλλά και τη συντριβή και τον όλεθρό της, ως επακόλουθο φυσικής καταστροφής.(α)
- (α) Η ιστορία τής Ατλαντίδας ίσως να συνδέεται είτε με το λιώσιμο των πάγων, μετά από την τελευταία εποχή των πάγων (όμως τότε Ελλάδα δεν υπήρχε), ή με τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και την επακόλουθη κατάρρευση της εποχής τού μπρούντζου. Αυτός μπορεί να είναι ο “κατακλυσμός” που καταστρέφει την Ελλάδα, ενώ η Αίγυπτος μετά βίας επιβιώνει… (Βλέπε Χρονικά 13-15, κυρίως το 15ο).
Η Αύαρις, ή και Άβαρις (Avaris, η σύγχρονη Tell el-Dab’a), η πρωτεύουσα της Αιγύπτου υπό τον ζυγό των Χαναναίων Υξώς, βρισκόταν και αυτή στο Δέλτα τού Νείλου στα βορειοανατολικά. Η θέση της στην καρδιά των εμπορίων τής Αιγύπτου την είχε καταστήσει σπουδαίο διοικητικό κι εμπορικό κέντρο. Οι ανασκαφές εκεί αποκάλυψαν ένα πολυσύχναστο λιμάνι ανεφοδιασμού 300 και πλέον πλοίων στη διάρκεια μιας εμπορικής σεζόν. Τα τεχνουργήματα σ’ ένα τμήμα των ανακτόρων, ενδεχομένως ναό, περιλαμβάνουν προϊόντα απ’ όλες τις περιοχές τού Αιγαίου. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως υπήρχαν μέχρι και μινωικού τύπου τοιχογραφίες, παρόμοιες μ’ εκείνες που βρέθηκαν στην Κρήτη στο ανάκτορο της Κνωσού. Πιθανολογείται πως ήταν στενές οι επαφές με τους τότε ηγεμόνες τής Αιγύπτου, όποιοι και αν ήταν αυτοί, και το μεγάλο οικοδόμημα με τις νωπογραφίες έδινε τη δυνατότητα στους Μινωίτες να έχουν θρησκευτική ζωή, με τις τελετές τους στην Αίγυπτο. Κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Yves Duhoux, θα πρέπει να υπήρχε και μινωική αποικία σε κάποιο νησί στο δέλτα τού Νείλου.
Εκτός τού Αιγαίου, μόνον τρία μέρη διαθέτουν αδιαμφισβήτητα ίχνη μινωικού πολιτισμού: το ένα είναι η Αύαρις στην Κάτω Αίγυπτο, ενώ τ’ άλλα δυο, το Kabri και η Alalakh, βρίσκονται στο Λεβάντε. Το Κάμπρι, στην Παλαιστίνη, στα βόρεια, κοντά στα σύνορα του Λιβάνου, ξεχωρίζει για τις μινωικού τύπου νωπογραφίες του. Το καλοκαίρι τού 2009 αποκαλύφθηκαν εκεί και άλλες τοιχογραφίες αιγαιοπελαγίτικης τεχνοτροπίας. Προφανώς, για κάποιον λόγο, οι Χαναναίοι ηγεμόνες τής πόλης προτίμησαν να τη συσχετίσουν με τη μεσογειακή κουλτούρα, και να μην υιοθετήσουν συριακές, ή μεσοποτάμιες μορφές τέχνης, όπως είχαν κάνει άλλες πόλεις τής Χαναάν. Η Αλαλάχ ήταν μια πόλη-κράτος τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου, στην περιοχή όπου επρόκειτο να ιδρυθεί η Αντιόχεια των Σελευκιδών, στα τέλη τού 4ου ΠΚΧ αιώνα. Η αρχική εγκατάσταση εκεί δημιουργήθηκε πριν από το 2000 ΠΚΧ, όταν χτίστηκε το πρώτο ανάκτορο. Η Αλαλάχ καταστράφηκε μάλλον από τους Λαούς τής Θάλασσας στον 12ο αιώνα ΠΚΧ (όπως και τόσες άλλες πόλεις στα παράλια της Ανατολίας και του Λεβάντε), δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ, και την θέση της πήρε κατά την εποχή τού σιδήρου ο κοντινός Λιμήν (Al-Mina).
Αλ-Μίνα (“Το Λιμάνι”, στ’ αραβικά) είναι τ’ όνομα που έδωσε ο αρχαιολόγος Leonard Woolley σε αυτόν τον αρχαίο εμπορικό σταθμό, στις εκβολές τού Ορόντη. Κατά τον Woolley, ήταν πρώιμη ελληνική εμπορική αποικία, που ιδρύθηκε λίγο πριν από το 800 ΠΚΧ, σε άμεση αντιπαράθεση με τους Φοίνικες νοτιότερα. Οι μεγάλες ποσότητες ελληνικών αγγείων εκεί επιβεβαιώνουν τις στενές σχέσεις που είχε εξ αρχής ο Λιμήν με την Εύβοια, ενώ τα συριακά και φοινικικά κεραμικά αντανακλούν το πολιτισμικό αμάλγαμα, που ανέκαθεν ήταν χαρακτηριστικό των εμπορίων. Η διένεξη για το αν ο Λιμήν θα πρέπει να θεωρηθεί πόλη συριακή, με ντόπια αρχιτεκτονική και αγγειοπλαστική και με ελληνική παρουσία, ή αν επρόκειτο για ελληνικό εμπορικό σταθμό, δεν έχει ακόμη κατασταλάξει. Η πόλη απετέλεσε διαμετακομιστικό κόμβο εμπορίου (και των συνεπακόλουθων πολιτισμικών επιδράσεων) με την Ουραρτού και την Ασσυρία μέσω της συντομότερης διαδρομής των καραβανιών. Η κεραμική μεταγενέστερων περιόδων, μετά από το 700 ΠΚΧ, δείχνει τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας ως τον 4ο αιώνα ΠΚΧ, με αγγεία που εισάγονταν από τη Μίλητο, και μ’ επιδέξιες ντόπιες απομιμήσεις τους, προφανώς από Έλληνες αγγειοπλάστες. Ο Λιμήν είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τον ρόλο των πρώτων Ελλήνων που έφτασαν στην Εγγύς Ανατολή, κατά την έναρξη της ανατολίζουσας περιόδου στην ιστορία τής ελληνικής τέχνης. Σύμφωνα με μια υπόθεση του Robin Lane Fox, το ελληνικό όνομα του Λιμένα θα πρέπει να ήταν Ποταμοί Κάρων, που μνημονεύει ο Διόδωρος Σικελιώτης, συνδέοντάς το με τη λέξη “κάρου” (“εμπόριον”) σε ασσυριακή επιγραφή, και άρα, θα μπορούσε ν’ αποδοθεί ως “Ποταμοί Εμπορίων”.

Σουμεριακή αργυρή λύρα (2600-2400 ΠΚΧ)
Ο Woolley είχε ταυτίσει τον Λιμένα με το Ποσείδιον, το οποίον αναφέρουν οι Ηρόδοτος και Στράβων, αλλά πιο πρόσφατες μελέτες τοποθετούν το δεύτερο στο Ρας αλ-Μπασίτ, 53 χιλιόμετρα βόρεια της Λαττάκειας (ελληνιστικής Λαοδίκειας), στα παράλια της Μεσογείου. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν μικρό οικισμό τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου, όταν ήταν ενδεχομένως προπύργιο της Ουγκαρίτ που βρισκόταν νοτιότερα. Σε αντίθεση, όμως, με την Ουγκαρίτ, το Ποσείδιον επέζησε από τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και πέρασε στην εποχή τού σιδήρου. Είχε ισχυρούς δεσμούς με την Φοινίκη και την Κύπρο, ενώ η εκεί ελληνική παρουσία πιστοποιείται από τον 7ο αιώνα ΠΚΧ. Κατά την ελληνιστική περίοδο, το Ποσείδιον επεκτάθηκε και η ακρόπολή του οχυρώθηκε.

Ένα από τα δυο ειδώλια Κριός μέσα σε βάτο. Οι ανασκαφές στην Ουρ ήταν κοινοπραξία Βρετανικού Μουσείου και Πανεπιστημίου τής Πενσυλβάνιας: η λεία fifty-fifty!
Ο Woolley βρέθηκε στον Λιμένα το 1936, ύστερα από τις ανασκαφές του στην Ουρ τής Μεσοποταμίας, όπου έφερε στο φως πολυτελείς σουμεριακούς βασιλικούς τάφους. Αποφάσισε να εργαστεί στα παράλια της Μεσογείου, επειδή ενδιαφερόταν να ιχνηλατήσει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτισμών τού Αιγαίου και της Μεσοποταμίας, θέλοντας να ρίξει φως, όπως έγραψε, “στην ανάπτυξη του κρητικού πολιτισμού και τις διασυνδέσεις του με τους μεγάλους πολιτισμούς τής Εγγύτερης Ασίας”. Απογοητευμένος που δεν είχε βρει πόλη τής εποχής τού μπρούντζου στην Αλ-Μίνα, έστρεψε σύντομα το ενδιαφέρον του στην αρχαιότερη και πιο αστικοποιημένη περιοχή τής Αλαλάχ, όπου εργάστηκε πριν και μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1937-39 και 1946-49). Φαίνεται, όμως, πως η “ματιά” του κάθε άλλο παρά “αμερόληπτη” ήταν, γιατί και αυτός ήταν “διοπτροφόρος”, με “ασιατικά μυωπικά γυαλιά”. Τα στοιχεία για τις “διασυνδέσεις” που τον ενδιέφεραν ήταν φυσικά εκεί. Όμως, έχοντας ήδη στο μυαλό του ένα επεξεργασμένο σενάριο και, προφανώς, την κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Arthur Evans στην Κρήτη, οδηγήθηκε σ’ εσφαλμένα συμπεράσματα. Αν η Ουρ υπήρξε το Άουστερλίτς του, η Αλαλάχ κατέληξε να γίνει το δικό του Βατερλώ! Η αδυναμία του να ερμηνεύσει σωστά τα ευρήματά του, θα πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις Αρχαιολογικές Σχολές, και να γίνει μάθημα για κάθε κοντόφθαλμο μελετητή.(β)
- (β) Ο “Sir” Charles Leonard Woolley (1880-1960), γνωστός για τις ανασκαφές του στην Ουρ, δεν ήταν κανένας συνηθισμένος αρχαιολόγος. Θεωρείται από τους πρώτους “σύγχρονους” αρχαιολόγους, που χρίσθηκε μάλιστα “ιππότης” το 1935 για τη συμβολή του στην επιστήμη του. Άρχισε την καριέρα του το 1906, όταν ο Arthur Evans τον πρότεινε ως εθελοντή, ώστε να προχωρήσουν οι ανασκαφές σε μια ρωμαϊκή εγκατάσταση της βόρειας Αγγλίας, αν και αργότερα παραδέχθηκε: “Ποτέ δεν σπούδασα αρχαιολογικές μεθόδους, ούτε καν από βιβλία… και δεν είχα ιδέα πώς να κάνω κάποιο τοπογραφικό σχέδιο ή μια κάτοψη”. Συνεργάστηκε με τον Thomas Edward Lawrence, τον μετέπειτα διάσημο “Lawrence τής Αραβίας”, στην ανασκαφή τής χεττιτικής Καρχεμίδος (της ελληνιστικής Ευρωπού) το 1912-14. Η εργασία του στην Ουρ, που άρχισε το 1922, οδήγησε στην ανακάλυψη των βασιλικών τάφων, κι ενέπνευσε την Agatha Christie να γράψει το μυθιστόρημα Έγκλημα στη Μεσοποταμία. Η συγγραφέας μάλιστα παντρεύτηκε αργότερα τον βοηθό του, Max Mallowan. Ο Woolley ήταν ένας από τους αρχαιολόγους που πρότεινε πως ο “μέγας κατακλυσμός” τής Βίβλου δεν ήταν παρά μια τοπική πλημμύρα. Το σχετικό στρώμα που εντόπισε στην Ουρ ήταν “μήκους 400 μιλίων και πλάτους 100 – αλλά για τους κατοίκους τής κοιλάδας ήταν ο κόσμος όλος”…
Με την κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Evans στην Κρήτη, ο Woolley οδηγήθηκε σε λάθος συμπεράσματα. Αν η Ουρ υπήρξε το Άουστερλίτς του, η Αλαλάχ κατέληξε ως το Βατερλώ του!
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΝΩΙΤΕΣ ΤΕΧΝΙΤΕΣ ταξιδεύοντας στο εξωτερικό: Οι νωπογραφίες στην Αλαλάχ και η δαπεδογραφία σε κονίαμα στο Τελ Κάμπρι, ο Γερμανός αρχαιολόγος Wolf-Dietrich Niemeier εξηγεί πώς η φιλοδοξία τού Woolley ν’ ανατρέψει τον Evans, του γύρισε boomerang:
-
Η μοναδικότητα και η φαινομενικά αιφνίδια εμφάνιση του κρητικού ανακτορικού συστήματος στο Αιγαίο αποδίδεται συχνά στις διασυνδέσεις και τις επιδράσεις των αρχαιότερων προηγμένων πολιτισμών τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Στην Αλαλάχ… ο Woolley πίστεψε πως είχε βρει αυτό που έψαχνε: στο ανάκτορο του Γιαρίμ-Λιμ αναγνώρισε “αναμφίβολες διασυνδέσεις” με τη μινωική Κρήτη. Δομικές τεχνικές παρόμοιες… καθώς και νωπογραφίες “πανομοιότυπες στην χρήση των χρωμάτων, την τεχνική και την τεχνοτροπία” στην Αλαλάχ και την Κνωσό, τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι “δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και τις νωπογραφίες της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα”, και ότι “τείνουμε να πιστέψουμε πως είχαν προσκληθεί ειδικοί μάστορες, μέλη των Συντεχνιών των Αρχιτεκτόνων και των Ζωγράφων, που ταξίδεψαν δια θαλάσσης από την Ασία (πιθανόν από την Αλαλάχ) για να οικοδομήσουν και διακοσμήσουν τ’ ανάκτορα των Κρητών ηγεμόνων”.
“Η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και τις νωπογραφίες της στην Ασία. Είχαν προσκληθεί ειδικοί μάστορες, μέλη
των Συντεχνιών Αρχιτεκτόνων και Ζωγράφων, για να οικοδομήσουν και διακοσμήσουν τ’ ανάκτορα των Κρητών ηγεμόνων”. (Leonard Woolley)

Η Yamhad, με πρωτεύουσα το Halab (Χαλέπι), και διάφορα τοπωνύμια που αναφέρονται στο Χρονικό: Alalakh, Babylon, Carchemish, Hazor,
Mari, Qatna, Ugarit, Ur.
-
Το κύριο επιχείρημα του Woolley γι’ αυτήν την θεωρία, που υιοθέτησαν επιφανείς μελετητές,(γ) [!] ήταν ότι “το ανάκτορο του Γιαρίμ-Λιμ προηγείται κατά έναν και πλέον αιώνα των κρητικών δειγμάτων με την ίδια τεχνοτροπία”… Ωστόσο, μετά από μακρά δημόσια συζήτηση περί της “Χρονολόγησης της Αλαλάχ”, η χρονολογία τού Woolley [“πάνω-κάτω μεταξύ 1780 και 1730 π.Χ.”] αποδείχθηκε υπερβολικά μεγάλη. Ο Γιαρίμ-Λιμ τής Αλαλάχ δεν ήταν – όπως νόμισε ο Woolley – ο Γιαρίμ-Λιμ Α΄ τής Γιαμχάντ, σύγχρονος του μεγάλου Χαμουραμπί τής Βαβυλώνας, αλλά ένας νεότερος αδερφός τού βασιλιά Abban [Αμπά-Ελ;] τής Γιαμχάντ, που του είχε δώσει την Αλαλάχ ως πριγκιπάτο επικαρπίας…(δ) Οι χρονολογίες που πρότειναν πρόσφατα διάφοροι μελετητές κυμαίνονται πάνω-κάτω μεταξύ 1650 και 1575 π.Χ. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική… τα στοιχεία κάθε άλλο παρά τεκμηριώνουν την θεωρία τού Woolley γι’ αρχιτέκτονες από την Εγγύς Ανατολή που εργάστηκαν στην Κρήτη… Οι ορθοστάτες τής Αλαλάχ είναι κατά περίπου 300 χρόνια μεταγενέστεροι των ορθοστατών τής πρώτης φάσης τού παλαιού ανακτόρου τής Φαιστού… Σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Γιαρίμ-Λιμ παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μινωικά μοτίβα που εμφανίζονται στην ίδια εποχή ή και νωρίτερα στην Κρήτη. Επιπλέον, η αίσθηση της κίνησης, ευδιάκριτη στα σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Γιαρίμ-Λιμ, αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό κι έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της Εγγύς Ανατολής.
- (γ) Ποιος είπε πως ο… διοπτροφόρος καϋμάν κροκόδειλος είναι απειλούμενο είδος; [!]
- (δ) Η Γιαμχάντ είχε τρεις βασιλιάδες ονόματι Γιαρίμ-Λιμ· υπήρχαν, άλλωστε, πολύ περισσότεροι συνώνυμοι τοπικοί ηγεμόνες, όπως αυτός της Αλαλάχ. Ο Woolley – ειδικά αυτός! – θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεχτικός προτού να γράψει πως “η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και τις νωπογραφίες της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα”…
-
Το πιο δυνατό επιχείρημα του Woolley για άμεση σύνδεση των τοιχογραφιών τής Αλαλάχ μ’ εκείνες της Κρήτης ήταν πως και στις δυο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με γνήσιες νωπογραφίες σε υγρό ασβεστοκονίαμα. Όμως, είναι αυτό ακριβώς το γεγονός που καθιστά σαφώς αναξιόπιστη την θεωρία τού Woolley περί της καταγωγής τής κρητικής νωπογραφίας από την Εγγύς Ανατολή. Έως πολύ πρόσφατα, οι νωπογραφίες τής Αλαλάχ αποτελούσαν το μοναδικό γνωστό παράδειγμα γνήσιας νωπογραφίας στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Η γνήσια νωπογραφία είναι γνωστή στην Κρήτη τουλάχιστον από το 1900 π.Χ. περίπου. Έτσι φαίνεται πως η γνήσια νωπογραφία πρωτοεμφανίστηκε στην Κρήτη, προφανώς επειδή ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών καλλιτεχνών. Άρα, η τεχνική, η τεχνοτροπία και η εικονογραφία των σπαραγμάτων των νωπογραφιών τού ανακτόρου τού Γιαρίμ-Λιμ στην Αλαλάχ, δείχνουν πως οι ομοιότητές τους με τις κρητικές τοιχογραφίες κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που αρχικά πίστεψε ο Woolley.
“Η αίσθηση της κίνησης αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό, σε αντίθεση
με την παράδοση της Ανατολής. Όλα δείχνουν πως οι ομοιότητές τους
με τις κρητικές τοιχογραφίες κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που πίστεψε ο Woolley. Κάμπρι και Αλαλάχ παρουσιάζουν μιαν αμιγώς μινωική εικονογραφία και τεχνική. Η μόνη εξήγηση: φιλοτεχνήθηκαν από Μινωίτες τεχνίτες.” (Wolf-Dietrich Niemeier)

Τελετουργικό περιρραντήριο
από χαλαζία, Κάτω Ζάκρος
-
Υπάρχουν πολλά στοιχεία πως τα κρητικά καλλιτεχνήματα ήταν περιζήτητα στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Στις πινακίδες τής Mari μνημονεύονται εισαγωγές από Κρήτη… Η αναγνωρισμένη αξία των κρητικών προϊόντων φαίνεται στα κείμενα της Μάρι, από το γεγονός ότι δυο από αυτά επιδόθηκαν από τον βασιλιά Ζίμρι-Λιμ τής Μάρι σε άλλους Μεσοποτάμιους μονάρχες. Όπως καταδεικνύουν αγγεία από τις Καμάρες που βρέθηκαν στην Ουγκαρίτ, την Κάτνα, τη Βύβλο, και το Χάζορ, αυτή η εξαίρετη αγγειοπλαστική έχαιρε υψηλής εκτίμησης στο Λεβάντε. Έτσι, τουλάχιστον από τον 19ο π.Χ. αιώνα και μετά, η Κρήτη, στο πλαίσιο των σχέσεών της με το Λεβάντε, δεν ήταν μόνον δέκτης, αλλά είχε εξελιχθεί σε ισότιμο εταίρο, που παρήγαγε έργα τέχνης για τα οποία υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Εγγύς Ανατολή.(ε) Τα εν λόγω κρητικά καλλιτεχνήματα έφταναν με κάποιο είδος ανταλλαγών ή εμπορίου στο Λεβάντε. Όμως, όπως παρατήρησε και ο Woolley, “δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ενός ανακτόρου πάνω σε πλοίο, ούτε και η ‘μυστηριώδης τέχνη’ τής νωπογραφίας είναι εμπόρευμα”.(ς) Οφείλουμε, συνεπώς, ν’ ανασυνθέσουμε το ακριβώς αντίθετο σενάριο από αυτό που πρότεινε ο Woolley, δηλαδή Κρήτες τεχνίτες να ταξιδεύουν στην Αλαλάχ για να ζωγραφίσουν τις εκεί νωπογραφίες;
- (ε) Αγνοώ τη λεβαντίνικη συμβολή στον μινωικό πολιτισμό και, δυστυχώς, ο Niemeier δεν δίνει πληροφορίες επί του θέματος. Αυτό που ξέρω καλά είναι πόσο υπόχρεοι και ωφελημένοι ήταν οι Κρήτες μαθαίνοντας από τους Αιγύπτιους (βλέπε Χρονικό 12). Φαντάζομαι επίσης πόσο θα είχαν ωφεληθεί και οι Αιγύπτιοι, αν δεν ήταν τόσο ψηλομύτες, ώστε να επιτρέψουν στον εαυτό τους να διδαχθούν από τους Κρήτες…
- (ς) Ανάλογο ήταν το επιχείρημά μου για να δείξω την αναγκαιότητα της ελληνικής παρουσίας στην Ιβηρία: “Αυτό που τα φοινικικά πλοία ήταν αδύνατο να μεταφέρουν και, συνεπώς, καθιστούσε την ελληνική παρουσία απολύτως αναγκαία στην Ιβηρία, ήταν ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τ’ αρχιτεκτονικά πρότυπα, οι ταφικές συνήθειες των Ελλήνων, και ούτω καθεξής” (βλέπε Χρονικό 17).
-
Στην “Μεγάλη Χαναάν”…(ζ) υπάρχουν δυο τόποι που μπορούν να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία για το πρόβλημα: Κάτνα και Τελ Κάμπρι. Σπαράγματα των τοιχογραφιών των ανακτόρων στην Κάτνα παρουσιάζουν… αιγαιοπελαγίτικα χαρακτηριστικά. Το Κάμπρι βρίσκεται σ’ έναν από τους σπουδαιότερους εμπορικούς δρόμους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, [τον Δρόμο των Φιλισταίων,] που μεταγενέστερα ονομάστηκε Via Maris…(η) Στ’ ανάκτορα του ντόπιου ηγεμόνα, ένα κατώφλι φέρει κονίαμα και είναι ζωγραφισμένο με… τεχνικές και σχέδια δαπέδων παρόμοια των μινωικών ανακτόρων, αλλά όχι της αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Υπάρχουν ενδείξεις πως οι τοίχοι τού δωματίου ήταν επίσης καλυμμένοι με ζωγραφιστό κονίαμα, από το οποίο, δυστυχώς, σώζονται μόνον ελάχιστα σπαράγματα. Το δάπεδο με το κονίαμα είναι ζωγραφισμένο με την τεχνική τής γνήσιας νωπογραφίας (true fresco)… που απαντάται επίσης στην κρητική και θηραϊκή νωπογραφία, και όχι με την tempera και το fresco secco. Τα χρώματα της δαπεδογραφίας είναι… πανομοιότυπα μ’ εκείνα της κρητικής και θηραϊκής τοιχογραφίας… Αρχικά, το πάτωμα… ήταν απομίμηση πέτρινου πλακόστρωτου… Στην Κρήτη πατώματα με ζωγραφισμένο ασβεστοκονίαμα που απομιμούνται πλακόστρωτα δάπεδα είναι γνωστά από [το 2000 ΠΚΧ περίπου]. Άλλα τμήματα του δαπέδου στο Κάμπρι ήταν διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται αλυσίδες στυλιζαρισμένων γραμμικών λουλουδιών ίριδας, ενός χαρακτηριστικού μινωικού τύπου, που απαντάται αρχικά σε νωπογραφίες και την αγγειογραφία [κατά το 1700-1500 ΠΚΧ]. Αυτό το είδος διακοσμητικού μίγματος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μινωικής νωπογραφίας… Το δάπεδο στο Κάμπρι, καθώς και τα σπαράγματα των νωπογραφιών των ανακτόρων τού Γιαρίμ-Λιμ στην Αλαλάχ, δεν έχουν απλώς μεμονωμένα μινωικά μοτίβα που είναι ξένα στη “Μεγάλη Χαναάν”, και τα οποία θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως στοιχεία που διείσδυσαν, ή ενσωματώθηκαν, φτάνοντας εκεί μέσω της μεταφοράς μοτίβων, αλλά παρουσιάζουν μιαν αμιγώς μινωική εικονογραφία, καθώς και τεχνική. Η μόνη εξήγηση που υπάρχει είναι πως φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Μινωίτες τεχνίτες…

Ασερά, Χαναναία θεά γονιμότητας και μητρότητας
- (ζ) Μεγάλη Χαναάν: “η περιοχή ανάμεσα στην πεδιάδα Αμίκ [στα πέριξ τής μεταγενέστερης Αντιόχειας] προς βορρά, και τις ερήμους προς νότον και ανατολάς, κατά τη μέση και ύστερη εποχή τού μπρούντζου… φαίνεται ν’ απαρτίζει έναν εν πολλοίς ομοιόμορφο πολιτισμό με τοπικές παραλλαγές.” (Ρουθ Αμιράν).
- (η) Δυστυχώς για τους Ισραηλινούς Εβραίους, το ιστορικό όνομα της οδού ήταν Δρόμος των Φιλισταίων, επειδή διέσχιζε την φιλισταϊκή πεδιάδα, όπου βρίσκεται και η Λωρίδα τής Γάζας. Το Via Maris “αλιεύτηκε” στη λατινική μετάφραση της Καινής Διαθήκης – “via maris”, δηλαδή “παραθαλάσσια οδός” – παρόλο που δεν προσδιόριζε κάποιον δρόμο (δεν υπήρξε ποτέ καμιά ρωμαϊκή οδός με αυτό το όνομα). Η μετονομασία έγινε για να… εκδιωχθούν οι Παλαιστίνιοι από την πατρίδα τους, ακόμη και με όρους αρχαιολογίας!
-
Έχουμε στοιχεία γι’ ανταλλαγή πληροφοριών αναφορικά με τον εξοπλισμό των ανακτόρων στους κόλπους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής (στην οποία ανήκε και η μινωική Κρήτη, κατά κάποιον τρόπο, ως το δυτικότερο μέλος). Το ότι οι Κρήτες ταξίδευαν πράγματι στη λεβαντίνικη ακτή αποδεικνύεται από μια πινακίδα των αρχείων τής Μάρι, που μνημονεύει κάποιον Κρήτα αγοραστή κασσίτερου στην Ουγκαρίτ από πράκτορες των ανακτόρων τής Μάρι. Μια παράδοση μυθολογικής ποίησης της Ουγκαρίτ είναι άκρως ενδιαφέρουσα σε συνάρτηση με το θέμα μας. Η θεά Άναθ, λέει, στέλνει διά θαλάσσης τον θεϊκό αγγελιαφόρο στον θεό τής χειροτεχνίας, Kothar wa-Khasis, που μεταφέρεται από τον θρόνο του στο Kptr (που σχεδόν όλοι το διαβάζουν ως Caphtor = Κρήτη)(θ) ώστε να χτίσει ένα υπέροχο ανάκτορο για τον θεό Βάαλ και να το κοσμήσει με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Κατά τον Arvid Schou Kapelrud, ο Κόθαρ “είναι ο αρχιτέκτονας και αρχισιδηρουργός, καθώς βρίσκεται στις αυλές τής Εγγύς Ανατολής τής εποχής αυτής, ένας μάστορας με υψηλή εξειδίκευση”. Στην χαναανική μυθολογία ο θεός τής χειροτεχνίας κλήθηκε από την Κρήτη για να κοσμήσει τ’ ανάκτορα των θεών με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Στην πραγματικότητα οι ηγεμόνες τού Κάμπρι (Rehov) και της Αλαλάχ (και άλλων πόλεων, ενδεχομένως της Κάτνα) ζήτησαν από τους ηγεμόνες τής Κρήτης να τους στείλουν τεχνίτες για να διακοσμήσουν τ’ ανάκτορά τους με νωπογραφίες. Όπως έδειξε ο Carlo Zaccagnini, η αποστολή εξειδικευμένων εργατών είναι πλήρως επιβεβαιωμένη στο πλαίσιο των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των ηγεμόνων τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, με τα ταξίδια αυτά να εντάσσονται στη δυναμική και τον επίσημο μηχανισμό τής πρακτικής ανταλλαγής δώρων.
- (θ) Το “KPTR” ίσως ν’ αντιστοιχεί στο “Caphtor”. Όμως, η εξίσωση του τελευταίου με την Κρήτη αποτελεί το ελάχιστα πιθανό σενάριο. Το βιβλικό τοπωνύμιο ίσως ν’ αναφέρεται στα εξής μέρη: α) Πηλούσιον, στο δέλτα τού Νείλου, β) Κιλικία, γ) Κύπρος, και δ) Κρήτη (βλέπε Χρονικό 15). Η Αίγυπτος συγκεντρώνει και στην περίπτωσή μας τις περισσότερες πιθανότητες, επειδή σε όλες τις αναφορές στον Κόθαρ, εκτός τής παραπάνω ποιητικής παράδοσης, ο θρόνος του βρίσκεται στο “HKPT”, που διαβάζεται ενδεχομένως ως “Hikaptah”, ή “Οίκος τής ka [ψυχής] τού [θεού] Πτα”, ήτοι Μέμφις. Οι Έλληνες πρόφεραν αυτό το Hikaptah ως Αίγυπτος, εξ ου και τ’ όνομα της χώρας σε πολλές γλώσσες.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ που είχαν βρεθεί στην Αλαλάχ και το Κάμπρι, οι μινωικές τοιχογραφίες στην Αύαρι, κατά τις ανασκαφές τού Manfred Bietak, “δημιούργησαν στην στιγμή μεγάλη αίσθηση καθώς, ανάμεσα στις σκηνές που απεικονίζονται σε αυτές, περιλαμβάνονται θεαματικές αναπαραστάσεις με ταυροκαθάψια, που έχουν συνδεθεί τόσο στενά με τη μινωική λατρεία και κουλτούρα”, όπως γράφουν οι Wolf-Dietrich και Barbara Niemeier, σ’ ένα άλλο κείμενό τους περί Μινωικών Νωπογραφιών στην Ανατολική Μεσόγειο:
-
“Ήδη από το 1990, προτείναμε πως οι νωπογραφίες στο Κάμπρι και την Αλαλάχ φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες μάστορες, και το ίδιο έκαναν [λίγο αργότερα] ο Bietak και η Ναννώ Μαρινάτου, αναφορικά με τις νωπογραφίες στην Αύαρι”. Ένα μικροπρόβλημα μεταξύ των εν λόγω αρχαιολόγων αφορά την χρονολόγηση των νωπογραφιών στο δέλτα τού Νείλου. Επιθυμώντας ίσως να μη δυσαρεστήσουν κανέναν, “ο Bietak και η Μαρινάτου κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ‘μινωικές τοιχογραφίες υπήρχαν στην Αύαρι τόσο κατά την ύστερη περίοδο των Υξώς, όσο και στην πρώιμη της 18ης δυναστείας’. Ο ίδιος ο Bietak θεωρούσε πιθανό πως ‘και μετά από τη δυναστική αλλαγή, θα παρέμειναν ζωντανές οι εμπορικές… σχέσεις ανάμεσα στην Αύαρι και την Κρήτη… και θα συνεχίστηκαν και κατά τη 18η δυναστεία, ακόμη και μετά από την πτώση των Υξώς.’ Υπάρχουν όντως αρκετά ιστορικά στοιχεία πως το είδος των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων που κρύβονται προφανώς πίσω από αυτές τις νωπογραφίες επιβιώνουν των καθεστωτικών αλλαγών.
“Κατά τον Bietak, ‘ο βασιλιάς Άμασις [Άμωσις], ο ιδρυτής τής 18ης δυναστείας, ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων.’ Φαντάζεται και το ενδεχόμενο κάποιας πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στον Άμασι και τη ‘Μινωική Θαλασσοκρατορία’, στο πλαίσιο της οποίας ο μινωικός στόλος βοήθησε τον Άμασι – που δεν είχε καθόλου πλοία – απέναντι στον κίνδυνο, ο οποίος εξακολουθούσε να τον απειλεί, από τις ναυτικές βάσεις των Υξώς στη νότια Παλαιστίνη. Αρχαιολογικά ή γραπτά στοιχεία γι’ αυτήν την υπόθεση δεν υπάρχουν, φέρνοντάς μας στο μυαλό κάποια μάλλον ευφάνταστα και ξεχασμένα πλέον σενάρια σχετικά με την εκδίωξη των Υξώς, όπως εκείνα κατά τα οποία Μυκηναίοι μισθοφόροι βοήθησαν τον Άμασι να διώξει τους Υξώς, ή ότι φυγάδες πρίγκιπες των Υξώς κατέκτησαν την Αργολίδα και κατόπιν θάφτηκαν στους Ταφικούς Περιβόλους των Μυκηνών. Εκτός αυτού, ο Άμασις είχε ήδη στόλο: κατέλαβε την Αύαρι με σειρά χερσαίων, αλλά και ναυτικών επιθέσεων, [και κατόπιν] κατευθύνθηκε προς τη νότια Παλαιστίνη.”
Ακόμη κι ένας φαραώ με δικό του στόλο θα προτιμούσε σαφώς να έχει το πιο έμπειρο κρητικό ναυτικό στο πλευρό του, και όχι ενάντιά του, σε συμμαχία με τους Υξώς! Οι τοιχογραφίες στην Αύαρι δείχνουν την εμπλοκή τής Αιγύπτου στις διεθνείς σχέσεις, αλλά και στις πολιτισμικές ανταλλαγές με την ανατολική Μεσόγειο, με ανταλλαγές δώρων, ή με γάμους. Υποδηλώνουν, επιπλέον, την ανάμιξη των μινωικών αρχών στις αιγυπτιακές υποθέσεις, ενδεχομένως λόγω του ισχυρού ναυτικού που η Κρήτη μπορούσε να διαθέσει στον φαραώ, ενώ αναδεικνύουν την Αύαρι ως επίκεντρο αυτών των πολιτισμικών ανταλλαγών, που σημαίνει πως η πόλη είχε εξαιρετική σπουδαιότητα για την Αίγυπτο.

Κορίτσι από το Ακρωτήρι τής Θήρας: λεπτομέρεια της νωπογραφίας των κρίνων
Ο γάμος μιας Μινωίτισσας πριγκίπισσας με κάποιον Αιγύπτιο φαραώ είναι ένα πιθανό σενάριο. Κατά τον Bietak, οι τοιχογραφίες στην Αύαρι φιλοτεχνήθηκαν από Μινωίτες καλλιτέχνες που ήταν μέλη τής συνοδείας κάποιας πριγκίπισσας της Κνωσού, η οποία έγινε σύζυγος του φαραώ. Και ποιος ήταν ο… γαμπρός; Αρχικά τον προσδιόρισε ως κάποιον ηγεμόνα των Υξώς, μετά είπε πως ήταν ο Άμασις, και στο τέλος, ο Τούθμωσις ο Γ΄. Εν τέλει, ποιον παντρεύτηκε η Κρητικοπούλα; Η έκρηξη του ηφαιστείου τής Θήρας, περί το 1627-1600 ΠΚΧ, συνέβη κατά την περίοδο των Υξώς (1650–1550). Συνεπώς, αν ο γαμπρός ήταν κάποιος ηγεμόνας τους, οι βασιλικοί γάμοι θα έγιναν ή στην αρχή, ή στο τέλος τής κυριαρχίας τους στην Αίγυπτο. Ακολουθεί ο Άμασις, με το Νέο Βασίλειο, όταν οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το Αιγαίο ως τμήμα τής “αυτοκρατορίας” τους. Τον όρο δεν πρέπει να τον παίρνουμε τοις μετρητοίς, μια και στην χώρα τού Νείλου παρεξηγούσαν ως και τα δώρα που προσφέρονταν στον φαραώ: “Οι Αιγύπτιοι, με την χαρακτηριστική τους εγωκεντρική αίσθηση ανωτερότητας, θα είχαν παρουσιάσει αυτά τα δώρα ως φόρο υποτέλειας” (Α. Κ. Schulman). Εν πάση περιπτώσει, “ο Άμασις ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων”. Αλλά και ο Τούθμωσις θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο γαμπρός. Άλλωστε, ξέρουμε πως είχε τρεις ξένες συζύγους: τις Μενβί, Μερτί, και Μενχέτ. Υπήρξε, ωστόσο, ένα πρόβλημα: άλλη μια δυναστική αλλαγή κατά τη βασιλεία του, στα μέσα τού 15ου αιώνα ΠΚΧ, όχι στην Αίγυπτο, μα στην Κρήτη, όταν ήρθε η σειρά των Μινωιτών να τεθούν υπό τον ζυγό των δικών τους “Υξώς” (ξένων ηγεμόνων), των Μυκηναίων. Άρα, αν υπήρξε γάμος, θα έγινε στην αρχή τής βασιλείας τού Τούθμωσι, όταν πραγματικός φαραώ ήταν η μητριά του, Χατσεψούτ, ή έστω, αμέσως μετά από τον θάνατό της το 1458.
Ό,τι και αν συνέβη τελικά, οι μοναδικές αυτές τοιχογραφίες είναι μινωικές ως προς την τεχνοτροπία, την τεχνική, και το θέμα. Υπάρχει μια μακρά ζωφόρος με σκηνές από ταυροκαθάψια και το διακοσμητικό θέμα τού λαβυρίνθου στο φόντο. Η Μαρινάτου υποθέτει πως το μοτίβο τής ροζέτας, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τοιχογραφιών Taureador (ταυροκαθαψίων), αναπαράγει τις ροζέτες τής Κνωσού, και πρόκειται για ένα ξεχωριστό μινωικό σύμβολο. Απεικονίζονται, επιπλέον, γρύπες, σκηνές κυνηγιού, αιλουροειδή να κυνηγούν οπληφόρα, διάφορες μορφές σε φυσικό μέγεθος, και μια λευκή γυναίκα φορώντας φούστα. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας είναι τα εμβλήματα του μινωικού ανακτόρου, όπως η ζωφόρος με τις μισές ροζέτες, ή οι μεγάλοι γρύπες, που έχουν το ίδιο μέγεθος μ’ εκείνους της αίθουσας του θρόνου στην Κνωσό. Η τεχνική τής ζωγραφικής είναι κατεξοχήν αιγαιοπελαγίτικη, ενώ η τεχνοτροπία είναι πολύ υψηλής ποιότητας, και μπορεί να συγκριθεί με τα καλύτερα έργα ζωγραφικής τής Κρήτης. Η χρήση συγκεκριμένων μινωικών βασιλικών μοτίβων σε ανάκτορο στην Αύαρι, κατά τον Bietak, δείχνει πως “πρέπει να έλαβε χώρα κάποια συνάντηση των αυλών τής Κνωσού και της Αιγύπτου στο υψηλότερο επίπεδο,” ενώ το μέγεθος της αναπαράστασης της γυναίκας με την φούστα θα μπορούσε να υποδηλώνει έναν πολιτικό γάμο τού φαραώ με Μινωίτισσα πριγκίπισσα.
-
“Οι δυναστικές επιγαμίες ήταν προσφιλής διπλωματική τακτική στην Εγγύς Ανατολή τής εποχής τού μπρούντζου,” επισημαίνουν οι Niemeier. Η συνοδεία μιας ξένης πριγκίπισσας, εκτιμούν ορισμένοι μελετητές, “θ’ αριθμούσε αρκετές εκατοντάδες άτομα, που ως το τέλος τής ζωής τους θα παρέμεναν στο χαρέμι τού φαραώ, και θα μπορούσε κανείς άνετα να φανταστεί, πως στην Αύαρι τα ενδιαιτήματα της ξένης πριγκίπισσας και της συνοδείας της θα είχαν διακοσμηθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της. [Ωστόσο,] οι νωπογραφίες στην Αλαλάχ και το Κάμπρι είχαν μάλλον φιλοτεχνηθεί στους τοίχους των σημαντικών τελετουργικών (πιθανόν και ιεροτελεστικών) αιθουσών των ανακτόρων, και όχι στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βασιλισσών ή πριγκιπισσών.”
Η τεχνική τής χρήσης τού ασβεστοκονιάματος σε δύο στρώσεις, και με πολύ γυαλιστερή επιφάνεια, η νωπογραφία συνδυασμένη με στόκο (stucco), όλα είναι τεχνικές που πρωτοεμφανίζονται στη μινωική ζωγραφική και δεν είναι αιγυπτιακές. Μα και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι σαφώς μινωικά. Η χρήση τού γαλάζιου λ.χ., αντί του γκρίζου, είναι μινωική, μ’ εκείνη την χρωματική σύμβαση, που εμφανίζεται αργότερα στην Αίγυπτο και οφείλεται σ’ αιγαιοπελαγίτικες επιδράσεις. Εκτός αυτών των στοιχείων, να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν καθόλου αιγυπτιακά ιερογλυφικά κι εμβλήματα, σε κανένα από τα σπαράγματα που βρέθηκαν. Η σύνθεση των τοιχογραφιών και τα μοτίβα ταιριάζουν επίσης περίφημα μ’ εκείνα του κόσμου τού Αιγαίου. Συνεπώς, είναι όντως συντριπτικά τα στοιχεία που δείχνουν προς την κατεύθυνση Μινωιτών καλλιτεχνών στην Αύαρι.
-
“Οι διαφορές τεχνοτροπίας μεταξύ τής αιγυπτιακής και της μινωικής τέχνης αναλύθηκαν από την Henriette Antonia Groenewegen-Frankfort και, πιο πρόσφατα, από τον Bietak,” λένε οι Niemeier. “Κατά την Groenwegen-Frankfort, η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή (κι εκείνην της αρχαίας Εγγύς Ανατολής) ως προς την ‘απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών’. Εύστοχα ο Bietak το εξηγεί αυτό με τα διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα των δυο πολιτισμών. Η μινωική κοινωνία δεν κυριαρχούταν από την καταγραφή, την καταλογογράφηση, και την απόλυτη τάξη – όπως η αιγυπτιακή – και συνεπώς, η μινωική τέχνη δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά clichés και άτεγκτες κανονιστικές διατάξεις. Όσον αφορά τη σύγκριση της χαναανικής με τη μινωική τέχνη, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε πολλά καλλιτεχνήματα από το Λεβάντε τής μέσης εποχής τού μπρούντζου. Όμως εκείνα που σώζονται, έχουν τεχνοτροπία σαφώς διαφορετική από τη μινωική. Οι αναπαραστάσεις πουλιών λ.χ. σε οστέινα ένθετα, από μέρη όπως η Μεγιδδώ και η Λάχις, μοιάζουν ακίνητα σε σύγκριση με τον γερανό σε πλάκα ελεφαντόδοντου από το Παλαίκαστρο. Τα χαναανικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια φαίνονται δύσκαμπτα σε σύγκριση με τα μινωικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια, που παρουσιάζουν ζωηρή εσωτερική ένταση και δυναμική.”
Η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή ως προς την “απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών.” (H.A. Groenewegen-Frankfort)
“Η μινωική κοινωνία δεν κυριαρχούταν από την απόλυτη τάξη – όπως
η αιγυπτιακή – και συνεπώς, η μινωική τέχνη δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά clichés και άτεγκτες κανονιστικές διατάξεις.” (M. Bietak)
Όπως αποδείχθηκε, οι τοιχογραφίες στην Αύαρι, την Αλαλάχ, το Κάμπρι, ίσως και την Κάτνα (17ος–16ος αιώνας ΠΚΧ), δεν ήταν οι πιο παλιές.

Η Εύφορη Ημισέληνος (με την κοιλάδα τού Νείλου): το λίκνο τού πολιτισμού κατά την κατάρρευση της Εποχής τού Μπρούντζου (επισημαίνονται όλα τα μέρη που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό).
-
“Προηγήθηκαν οι ζωγραφιστές απομιμήσεις πέτρας στο ανάκτορο του Ζίμρι-Λιμ στη Μάρι [18ος αιώνας ΠΚΧ]. Ο ανασκαφέας τής Μάρι, André Parrot, συγκρίνει τις απομιμήσεις πέτρας μ’ εκείνες στην Κνωσό. Αναζητεί πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ των τοιχογραφιών τής Μάρι και της Κνωσού, και, επισημαίνοντας τα σχετικά στοιχεία που μας παρέχουν τ’ αναφερόμενα στ’ αρχεία τής Μάρι πολυτελή μινωικά είδη, τείνει μάλλον να δει κάποια κρητική επίδραση στις εκεί τοιχογραφίες.”
-
● Η Μάρι (σύγχρονη Tell Hariri) ήταν μακριά από τη Μεσόγειο, στη Μεσοποταμία. Ήταν πόλη των Σουμερίων και των Αμοριτών στον Ευφράτη, που άκμασε από το 2900 ως το 1759 ΠΚΧ, όταν λεηλατήθηκε από τον Χαμουραμπί, παρά τα δώρα που του έδωσε ο βασιλιάς Ζίμρι-Λιμ. Προείχε η στρατηγική θέση τής Μάρι, ως κόμβος διαμετακομιστικός, ανάμεσα στην Κάτω Μεσοποταμία και τη βόρεια Συρία. Η πόλη έφτασε να ελέγχει τους εμπορικούς δρόμους σε διάφορες περιοχές, όπως Περσία, Μεσοποταμία, και Ανατολία. Το βασιλικό παλάτι είχε πάνω από 300 δωμάτια (τουλάχιστον χίλια είχε, λένε, το παλάτι στην Κνωσό!), κι ήταν από τα μεγαλύτερα εκείνης της εποχής. Βρέθηκαν εκεί 25.000 και πλέον πινακίδες, “επιφέροντας την πλήρη αναθεώρηση της ιστορικής χρονολόγησης της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, και δίνοντάς μας πάνω από 500 νέα τοπωνύμια, αρκετά για να ξαναφτιάξουμε τον γεωγραφικό χάρτη τού αρχαίου κόσμου,” όπως τόνισε ο André Parrot.
-
● Η Κάτνα (νυν Tell el-Mishrife), 18 χιλιόμετρα βορειοανατολικά τής Χομς (Έμεσας), ήταν άλλη μια από τις μεγαλύτερες πόλεις τής Συρίας στην εποχή τού μπρούντζου. Με την ανάπτυξη των εμπορικών δρόμων κατά τη 2η χιλιετία, η Μεσοποταμία είχε συνδεθεί με την Κύπρο, την Κρήτη, και την Αίγυπτο. Η Κάτνα μνημονεύεται σε συνδυασμό με το εμπόριο κασσίτερου, που μεταφερόταν από τη Μάρι, διαμέσου Κάτνας, στη Μεσόγειο. Από την άλλη πλευρά μεταφερόταν κυπριακός χαλκός. Το κράμα τους, ο μπρούντζος, ήταν πολυτιμότατος, κατά τις εποχές τού μπρούντζου, ιδίως, αλλά και του σιδήρου.
Ως προς την καταγωγή των μελών των “μινωικών” εργαστηρίων, υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα: οι νωπογραφίες φιλοτεχνήθηκαν α) από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες τεχνίτες, β) υπό την επίβλεψη καλλιτεχνών από το Αιγαίο, με τη βοήθεια Λεβαντίνων ζωγράφων, που εκπαιδεύτηκαν από αυτούς, και γ) από Λεβαντίνους μαθητές Αιγαιοπελαγιτών μαστόρων. Η ιδέα για εργαστήρια μικτά φαίνεται πιο ελκυστική, πιθανή και ρεαλιστική. Η διακόσμηση τεράστιων ανακτόρων ήταν επίπονο έργο. Όμως, φαίνεται αδιανόητο να φανταστεί κανείς κρητικά πλοία γεμάτα καλλιτέχνες να ταξιδεύουν δεξιά και αριστερά στη Μεσόγειο προς τον σκοπό αυτό. Οι καλλιτεχνικές ομάδες θα ήταν μάλλον μικρές κι ευέλικτες, δουλεύοντας αναγκαστικά με ντόπιους μαθητευόμενους τεχνίτες.
-
“Είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει κανείς σε κάθε περίπτωση ποιο από αυτά τα ενδεχόμενα ισχύει,” παρατηρούν οι Niemeier. “Θα συμφωνούσαμε με τον Philip P. Betancourt πως γνωρίζουμε μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό νωπογραφιών, και πως ‘αγγίζουμε την κορυφή τού παγόβουνου μιας ολόκληρης σειράς αλληλένδετων εργαστηρίων, που δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας, και την Αίγυπτο, ίσως περιοδεύοντας πηγαινοερχόμενα, ίσως ανταλλάσσοντας κάπου-κάπου προσωπικό, ή επιστρέφοντας στην Κνωσό ώστε να ενημερωθούν για τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις’… Οι νωπογραφίες στην Αλαλάχ, το Κάμπρι, και την Αύαρι, πρέπει να ειδωθούν ‘υπό το πρίσμα τής σφυρηλάτησης μιας élite κοινής [‘γλώσσας’] – καλλιτεχνικής, εικονογραφικής, ιδεολογικής, τεχνολογικής – στις συνθήκες των έντονων διά θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής ανατολικής Μεσογείου’,” όπως πρότεινε η Susan Sherratt. Η Μαρινάτου έχει επίσης υποστηρίξει, πως τα έργα αυτά είναι ένδειξη μιας κοινής οπτικής γλώσσας κοινών συμβόλων, που μαρτυρά τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ηγεμόνες γειτονικών δυνάμεων. “Οι Μινωίτες καλλιτέχνες, που συμμετείχαν στο ζωγράφισμα όλων αυτών των νωπογραφιών”, συμφωνούν και οι Niemeier, “απετέλεσαν προφανώς ένα σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη της λεγόμενης ‘Διεθνούς Τεχνοτροπίας’ τής ανατολικής Μεσογείου κατά την ύστερη εποχή τού μπρούντζου.” Και όχι μόνον του ανατολικού τμήματος της mare nostrum, θα προσέθετα: σύμφωνα με ορισμένους εμπειρογνώμονες του fresco, της νωπογραφίας, παρόμοια ζωγραφικά έργα έχουν βρεθεί ως και στο “μακρινό” Μαρόκο!
“Αλληλένδετα εργαστήρια δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας, και την Αίγυπτο, ίσως περιοδεύοντας πηγαινοερχόμενα, ίσως ανταλλάσσοντας προσωπικό, ή επιστρέφοντας στην Κνωσό ώστε να ενημερωθούν”. “Σφυρηλατήθηκε μια élite κοινή – καλλιτεχνική, εικονογραφική, ιδεολογική, τεχνολογική – στις συνθήκες
των έντονων διά θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής ανατολικής Μεσογείου.” (P.P. Betancourt και S. Sherratt)

Κρήτες στην Αίγυπτο δώρα φέροντες (μετάλλα, κοσμήματα κλπ.), σε παράσταση των Θηβών στην Αίγυπτο, 18η δυναστεία (αρχές 15ου αι. ΠΚΧ)
Τι ν’ απέγιναν οι τοιχογραφίες στην Αύαρι; Κάποιες αποκολλήθηκαν από τον τοίχο μιας πύλης, ενώ μια ομάδα σπαραγμάτων βρέθηκε σε σκουπιδότοπο στα βορειοανατολικά τού ανακτόρου. Φαίνεται πως οι νωπογραφίες είχαν αφαιρεθεί κατά την ύστερη Τουθμωσική περίοδο – όταν είχε πάψει πλέον να υφίσταται η μινωική Κρήτη.
-
“Η μινωική νωπογραφία ήταν προφανώς ένα φαινόμενο μάλλον βραχύβιο στο Λεβάντε και την Αίγυπτο – σ’ αιγυπτιακούς όρους, κράτησε όσο η περίοδος των Υξώς και οι απαρχές τής πρώιμης 18ης δυναστείας,” συνοψίζουν οι Niemeier. “Αργότερα βρίσκουμε πάλι ζωγραφιές με σκηνές τής φύσης, που δείχνουν ν’ αναπνέουν μ’ έναν μινωικό αέρα. Είναι φιλοτεχνημένες, όμως, με την τεχνική secco και σίγουρα δεν είναι έργα Αιγαιοπελαγιτών καλλιτεχνών. Η μινωική τοιχογραφία ανήκε στο παρελθόν εκείνη την εποχή.”
Χωρίς μινωική Κρήτη, δεν υπήρχαν περιθώρια για μινωική τέχνη. Βέβαια, τα μινωικά εργαστήρια συνέχισαν να δουλεύουν. Μα τους απασχολούσαν πλέον οι νέοι αφέντες, οι Μυκηναίοι. Δεν υπήρχαν τότε Έλληνες καλλιτέχνες να τους ανταγωνιστούν. Ωστόσο, τα νέα έργα τής τέχνης τους δεν προσδιορίζονται ως “μινωικά”. Χαρακτηρίζονται “μυκηναϊκά”, ενίοτε με την επισήμανση πως φιλοτεχνήθηκαν από κρητικά εργαστήρια. Θα χαρακτήριζε ποτέ κανείς ως “κρητικά” τ’ αριστουργήματα ενός άλλου μεγάλου Κρήτα μάστορα, που έζησε τρεις χιλιετίες αργότερα, και συγκεκριμένα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του περίφημου El Greco;
Πριν από τον κασσίτερο, ο οψιδιανός…
ΝΑΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ, φίλτατοι συνταξιδιώτες, έχοντας διαγράψει έναν κύκλο: άρχισε με τον Περίπλου και την Κρητομινωική θαλασσοκρατορία, και ολοκληρώθηκε αισίως με τα Εμπόρια και την Κρητομινωική νωπογραφία. Τώρα μπορούμε να ξαναπιάσουμε τον μίτο, τραβώντας προς τα πίσω, πριν από την αφετηρία μας – όταν ο άνθρωπος δεν είχε ακόμη μάθει πώς να δουλεύει τα μέταλλα, τότε που τα θαλασσινά ταξίδια γίνονταν σε αναζήτηση ενός άλλου, εξίσου πολύτιμου υλικού: του οψιδιανού. Ας προγραμματίσουμε, λοιπόν, να πάμε πίσω στη Νεολιθική εποχή! Ας το επιχειρήσουμε τουλάχιστον…
- << Χρονικό 19. ΜΙΑ “ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ” ΣΤΗΝ ΙΒΗΡΙΑ
- >> ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ “ΟΨΙΔΙΑΝΗ ΕΠΟΧΗ”!