Χρονικό 27. ΤΟ ΒΑΤΕΡΛΩ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ
/ENGLISH/ Chronicle 27. AN ARCHAEOLOGIST’S WATERLOO
● Ἐμπόρια σ’ Αίγυπτο και Λεβάντε ●
Το Βατερλώ τού Leonard Woolley ● Περιοδεύοντες Μινωίτες Καλλιτέχνες ● Δεσμοί Κρήτης κι Αιγύπτου ● Διαφορές Μινωικής και Φαραωνικής Κοινωνίας και Τέχνης
του Μιχάλη Λουκοβίκα
… Νὰ εὔχεσαι νάναι μακρὺς ὁ δρόμος…
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωιὰ νὰ εἶναι,
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρά,
θὰ μπαίνῃς σὲ λιμένας πρωτοϊδωμένους!
Νὰ σταματήσῃς σ’ ἐμπορεῖα φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν’ ἀποκτήσῃς…
Σὲ πόλεις αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾶς,
νὰ μάθῃς καὶ νὰ μάθῃς ἀπ’ τοὺς σπουδασμένους…
(Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, Ἰθάκη)
ΥΠΟ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, κάθε φορά που έχεις να παρουσιάσεις ένα θέμα και χρειάζεσαι τεκμηρίωση, γνωρίζεις, σε γενικές γραμμές, ἐκ τῶν προτέρων, τι ψάχνεις να βρεις, αναζητώντας στοιχεία. Κάποτε, όμως, ο μίτος που έχεις ἀνὰ χεῖρας, για να μην χαθείς στον λαβύρινθο της Ιστορίας, σε οδηγεί προς απροσδόκητες διεξόδους, σε παράξενα τοπία, αγκυροβολώντας “σὲ λιμένας πρωτοϊδωμένους!” Και τότε γεννιέται η διακαής σου επιθυμία “νὰ σταματήσῃς σ’ ἐμπορεῖα φοινικικά… | σὲ πόλεις αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾶς, | νὰ μάθῃς καὶ νὰ μάθῃς ἀπ’ τοὺς σπουδασμένους”, όπως μας συμβουλεύει ο Ἀλεξανδρινὸς στην Ἰθάκη του. Πρόκειται, όντως, για τις ευτυχέστερες στιγμές μιας έρευνας!
Ακριβώς αυτό συνέβη όταν, από τα αιγαιακά ἐμπόρια (ή κι ἐμπορεῖα), στον ιστορικό χώρο τής Μεσογείου, βρέθηκα ν’ ακολουθώ περιοδεύοντες Κρῆτες καλλιτέχνες σε τόπους μακρινούς! Είχα αισθανθεί την ανάγκη να παραθέσω περισσότερα στοιχεία περί των εμπορίων, όταν σας μίλησα στο προηγούμενο Χρονικό για τη Ναύκρατι, συνειδητοποιώντας πως έχω ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο αρκετές φορές, σε συνδυασμό με αποικίες κι εμπορικούς σταθμούς. Όμως, ένα εμπόριο, ούτε ακριβώς αποικία ήταν, ούτε κι εμπορικός σταθμός, παρά τις ομοιότητες. Γράφοντας στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Κόσμου περί Εμπορίων και εμπορικών σταθμών, ο Ηλίας Πετρόπουλος επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα:
-
Ο όρος εμπόριον ως είδος εγκατάστασης ή οικισμού εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στην αρχαία γραμματεία σχετικά αργά, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών, ως εμπόριον νοείται ο τόπος δράσης τού εμπόρου, δηλαδή του ταξιδευτή με τα εμπορεύματα. Η λέξη έμπορος ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση εν και τη λέξη πόρος, που σημαίνει δρόμος και μάλιστα διά θαλάσσης. Η λέξη αυτή εμφανίζεται στην Οδύσσεια του Ομήρου δύο φορές. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο επικός ποιητής εννοεί προφανώς έναν ταξιδευτή ιδιώτη για επαγγελματικούς λόγους. Ως εκ τούτου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η λέξη εμπόριον προέκυψε από τη λέξη έμπορος. Η λέξη αυτή είναι δυστυχώς άγνωστη στις πινακίδες τής [μυκηναϊκής] Γραμμικής Β και αυτό προκαλεί μεγάλη εντύπωση, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί και στο εύλογο συμπέρασμα ότι πρόκειται για επινόηση μεταγενέστερων χρόνων. Από την σχετική έρευνα έχει προκύψει το πόρισμα ότι τελικά η λέξη ή ο όρος εμπόριον (με την έννοια της εγκατάστασης ή του οικισμού και όχι της απλής εμπορικής συναλλαγής ή ανταλλαγής προϊόντων) για πρώτη φορά, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, εμφανίζεται στο έργο τού Ηροδότου, στα μέσα δηλαδή του 5ου αιώνα π.Χ. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η λέξη αυτή απαντά αναγεγραμμένη σε μία επιγραφή (γνωστή ως επιγραφή τής Πιστύρου) που ήρθε στο φως σχετικά πρόσφατα σε έναν οικισμό τής σύγχρονης βουλγαρικής (αρχαίας θρακικής) ενδοχώρας, πλησίον τής Φιλιππούπολης…
Ἐμπόριον < Ἔμπορος < ἐν + πόρος =
ο ευρισκόμενος σε δρόμο διὰ θαλάσσης

Η βαβυλωνιακή γαμήλια αγορά (1875), του Edwin Long,
που βασίστηκε σε περιγραφή τού Ηροδότου
-
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το τέταρτο βιβλίο [των Ἱστοριῶν] τού Ηροδότου, τη Μελπομένη, στον Εύξεινο Πόντο υπήρχαν αρκετά εμπόρια, όπως ακριβώς τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο αρχαίος ιστορικός… Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες αναφορές διασκορπισμένες στα υπόλοιπα οκτώ βιβλία τού Ηροδότου. Πρόκειται για εμπόρια που βρίσκονται εκτός παρευξείνιου χώρου, και συγκεκριμένα εντοπίζονται στη Μεσόγειο. Εξ όλων αυτών σοβαρό προβληματισμό προκαλεί η περίπτωση της Ναύκρατης, την οποία ο αρχαίος ιστορικός μνημονεύει και ως πόλη και ως εμπόριον. Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί πολλές επιστημονικές μελέτες, δίχως ωστόσο να μπορούμε μέχρι σήμερα να προσδιορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα το χαρακτήρα τού οικισμού αυτού κατά τη διάρκεια της πρώιμης ιστορίας του. Ο όρος που συνήθως λαμβάνεται ως αντίθετος του εμπορίου είναι η αποικία, η οποία θεωρείται ότι αποτελούσε μια ολοκληρωμένη μορφή εγκατάστασης κατά τα πρότυπα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, δηλαδή με σαφή πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση. Η αποικία προφανώς είχε χτιστεί με προσχεδιασμένο πλάνο δράσης και με την ευλογία τού θεού (ή των θεών) μέσω χρησμού, καθώς και με κάθε επισημότητα από την πλευρά τής μητρόπολης, διέθετε αγροτική χώρα και νόμισμα… Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόριον ήταν και ένας οικισμός με αρκετά οργανωμένη πολιτεία και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωτο-πόλις ή πρωτο-οικισμός, με την έννοια ότι μπορούσε να αποτελέσει το προστάδιο της ίδρυσης μιας αποικίας ή μιας πόλης.

Τοπίο με ποτάμι, ζωφόρος στο Ακρωτήρι τής Θήρας – όταν η Σαντορίνη είχε ακόμη ποτάμια…

Αλεξάνδρεια, Ναύκρατις, Αύαρις, Σάις, Πηλούσιον, Μέμφις και Θήβες, που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό.
Τα εμπόρια, κατά τη Wikipedia, ήταν περιοχές που οι έμποροι μιας χώρας είχαν στην διάθεσή τους στο έδαφος μιας τρίτης χώρας, για την προώθηση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων. Περίφημα εμπόρια στην Αίγυπτο, εκτός της Ναυκράτεως, ήταν μεταξύ πολλών άλλων η Αὔαρις, και η Σάϊς, όπου πήγε ο Ἀθηναῖος νομοθέτης Σόλων το 590 ΠΚΧ, για ν’ αποκτήσει τις γνώσεις των Αιγυπτίων, έτσι ώστε “νὰ μάθῃ ἀπ’ τοὺς σπουδασμένους”. Αντίστοιχα εμπόρια υπήρχαν και στο Λεβάντε, σαν τον Λιμένα (Al-Mina) και το Ποσείδιον (Bassit) στη Συρία. Η Σάις (Sais, ή Zau στ’ αρχαία αιγυπτιακά) βρισκόταν στο δυτικό Δέλτα τού Νείλου, και πολιούχος της ήταν η θεά Νήιθ. Οι Ἕλληνες, όπως οι Ἡρόδοτος, Πλάτων, και Διόδωρος Σικελιώτης, την ταύτιζαν με την Ἀθηνᾶ, και ὡς ἐκ τούτου, θεωρούσαν δεδομένη την αρχέγονη σχέση της με την Αθήνα. Κατά τον Διόδωρο, η Σάις χτίστηκε από την Αθηνά πριν από τον κατακλυσμό, που υποτίθεται πως κατέστρεψε την Αθήνα και την Ατλαντίδα. Εκείνη την εποχή αφανίστηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις, ενώ, αντίθετα, οι αιγυπτιακές επέζησαν. Στον Τίμαιο και τον Κριτία τού Πλάτωνα (γύρω στο 360 ΠΚΧ), ένας ιερέας εμπιστεύεται στον Σόλωνα την ιστορία για την στρατιωτική επιδρομή τής Ἀτλαντίδος εναντίον τής Ἑλλάδος και της Αἰγύπτου, αλλά και τη συντριβή και τον όλεθρό της, ως επακόλουθο φυσικής καταστροφής.(1)
- (1) Η ιστορία τής Ατλαντίδας ίσως να συνδέεται είτε με το λιώσιμο των πάγων, μετά από την τελευταία εποχή των πάγων (όμως τότε η Ἑλλὰς δεν υπήρχε), ή με τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και την επακόλουθη κατάρρευση της εποχής τού μπρούντζου. Αυτός μπορεί να είναι ο “κατακλυσμός” που καταστρέφει την Ελλάδα, ενώ η Αίγυπτος μετά βίας επιβιώνει… (Βλέπε Χρονικά 18, 19, και 20, κυρίως το τελευταίο).
Η Αύαρις, ή Άβαρις (Avaris, η σύγχρονη Tell el-Dab’a), η πρωτεύουσα της Αιγύπτου υπό τον ζυγό των Χαναναίων Υξώς, βρισκόταν και αυτή στο Δέλτα τού Νείλου στα βορειοανατολικά. Η θέση της, στην καρδιά των εμπορίων τής Αιγύπτου, την είχε καταστήσει σπουδαίο διοικητικό κι εμπορικό κέντρο. Οι ανασκαφές εκεί αποκάλυψαν ένα πολυσύχναστο λιμάνι ανεφοδιασμού 300 και πλέον πλοίων στη διάρκεια μιας εμπορικής σαιζόν. Τα τεχνουργήματα σ’ ένα τμήμα των ανακτόρων, ενδεχομένως ναό, περιλαμβάνουν προϊόντα απ’ όλες τις περιοχές τού Αἰγαίου. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως υπήρχαν μέχρι και μινωικού τύπου τοιχογραφίες, παρόμοιες μ’ εκείνες που βρέθηκαν στην Κρήτη, στο ανάκτορο της Κνωσού. Πιθανολογείται πως ήταν στενές οι επαφές με τους τότε ηγεμόνες τής Αιγύπτου, όποιοι και αν ήταν αυτοί, και το μεγάλο οικοδόμημα με τις νωπογραφίες εξασφάλιζε τη δυνατότητα στους Μινωίτες να έχουν θρησκευτική ζωή, με τις τελετές τους στην Αίγυπτο. Κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Yves Duhoux, θα πρέπει να υπήρχε και μινωική αποικία σε κάποιο νησί στο Δέλτα τού Νείλου.
Εκτός τού Αιγαίου, μόνον τρία μέρη διαθέτουν αδιαμφισβήτητα ίχνη μινωικού πολιτισμού: ένα είναι η Αύαρις στην Κάτω Αίγυπτο, ενώ τ’ άλλα δυο, Kabri και Alalakh, βρίσκονται στο Λεβάντε. Το Κάμπρι, στην βόρεια Παλαιστίνη, κοντά στα σύνορα του Λιβάνου, ξεχωρίζει για τις μινωικού τύπου νωπογραφίες του. Το καλοκαίρι τού 2009 αποκαλύφθηκαν εκεί κι άλλες τοιχογραφίες αιγαιακής τεχνοτροπίας. Για κάποιον λόγο, οι Χαναναίοι ηγεμόνες τής πόλης θέλησαν να τη συσχετίσουν με τη μεσογειακή κουλτούρα, και να μην υιοθετήσουν τις συριακές, ή μεσοποτάμιες μορφές τέχνης, όπως είχαν κάνει άλλες πόλεις τής Χαναάν. Η Αλαλάχ ήταν πόλη-κράτος τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου, στην περιοχή όπου επρόκειτο να ιδρυθεί η Ἀντιόχεια των Σελευκιδών, στα τέλη τού 4ου ΠΚΧ αιώνα. Η αρχική εγκατάσταση δημιουργήθηκε πριν από το 2000 ΠΚΧ, όταν χτίστηκε το πρώτο ανάκτορο. Η Αλαλάχ θα καταστράφηκε από τους Λαούς τής Θάλασσας, στον 12ο αιώνα ΠΚΧ (όπως και τόσες πόλεις στα παράλια της Ανατολίας και του Λεβάντε), δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ, και την θέση της πήρε κατά την εποχή τού σιδήρου ο κοντινός Λιμήν (Al-Mina).
Αλ-Μίνα (“Το Λιμάνι”, στ’ αραβικά) είναι τ’ όνομα που έδωσε ο αρχαιολόγος Leonard Woolley σε αυτόν τον αρχαίο εμπορικό σταθμό, στις εκβολές τού Ορόντη. Κατά τον Woolley, ήταν μια πρώιμη ελληνική εμπορική αποικία, που ιδρύθηκε λίγο πριν από το 800 ΠΚΧ, σε άμεση αντιπαράθεση με τους Φοίνικες νοτιότερα. Οι μεγάλες ποσότητες ελληνικών αγγείων εκεί επιβεβαιώνουν τις στενές σχέσεις που είχε ἐξ ἀρχῆς ο Λιμήν με την Εὔβοια, ενώ τα συριακά και φοινικικά κεραμικά αντανακλούν το πολιτισμικό αμάλγαμα, που ανέκαθεν ήταν χαρακτηριστικό των εμπορίων. Η διένεξη για το αν ο Λιμήν θα πρέπει να θεωρηθεί πόλη συριακή, με ντόπια αρχιτεκτονική και αγγειοπλαστική, και με ελληνική παρουσία, ή αν επρόκειτο για ελληνικό εμπορικό σταθμό, δεν έχει ακόμη κατασταλάξει. Η πόλη απετέλεσε διαμετακομιστικό κόμβο εμπορίου (και των επακόλουθων πολιτισμικών επιδράσεων) με την Ουραρτού και την Ασσυρία, μέσω της συντομότερης διαδρομής των καραβανιών. Η κεραμική μεταγενέστερων περιόδων, μετά από το 700 ΠΚΧ, δείχνει τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας ως τον 4ο αιώνα ΠΚΧ, με αγγεία που εισάγονταν από τη Μίλητο, και μ’ επιδέξιες ντόπιες απομιμήσεις τους, προφανώς από Έλληνες αγγειοπλάστες. Ο Λιμήν είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τον ρόλο των πρώτων Ελλήνων που έφτασαν στην Εγγύς Ανατολή, κατά την έναρξη της ανατολίζουσας περιόδου στην ιστορία τής ελληνικής τέχνης. Σύμφωνα με μια υπόθεση του Robin Lane Fox, το ελληνικό όνομα του Λιμένα θα ήταν μάλλον Ποταμοί Κάρων, που μνημονεύει ο Διόδωρος Σικελιώτης, συνδέοντάς το με τη λέξη “κάρου” (“εμπόριον”) σε ασσυριακή επιγραφή, και συνεπώς, ίσως μπορεί ν’ αποδοθεί ως Ποταμοὶ Ἐμπορίων.

Σουμεριακή αργυρή λύρα (2600-2400 ΠΚΧ)
Ο Woolley είχε ταυτίσει τον Λιμένα με το Ποσείδιον, το οποίον αναφέρουν οι Ηρόδοτος και Στράβων, αλλά πιο πρόσφατες μελέτες τοποθετούν το δεύτερο στο Ρας αλ-Μπασίτ, 53 χιλιόμετρα βόρεια της Λαττάκειας (της ελληνιστικής Λαοδίκειας), στα παράλια της Μεσογείου. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν μικρό οικισμό τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου, όταν ήταν ενδεχομένως προπύργιο της Ουγκαρίτ που βρισκόταν νοτιότερα. Σε αντίθεση, όμως, με την Ουγκαρίτ, το Ποσείδιον επέζησε από τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και πέρασε στην εποχή τού σιδήρου. Είχε ισχυρούς δεσμούς με την Φοινίκη και την Κύπρο, ενώ η εκεί ελληνική παρουσία πιστοποιείται από τον 7ο αιώνα ΠΚΧ. Κατά την ελληνιστική περίοδο, το Ποσείδιον επεκτάθηκε και η ακρόπολή του οχυρώθηκε.

Ένα από τα δυο ειδώλια Κριός μέσα σε βάτο. Το Βρετανικό Μουσείο και το Πανεπιστήμιο Πενσυλβάνιας, ως κοινοπραξία, μοιράστηκαν τη λεία…
Ο Woolley βρέθηκε στον Λιμένα το 1936, ύστερα από τις ανασκαφές του στην Ουρ τής Μεσοποταμίας, όπου έφερε στο φως πολυτελέστατους σουμεριακούς βασιλικούς τάφους. Αποφάσισε να εργαστεί στα παράλια της Μεσογείου, μια κι ενδιαφερόταν να ιχνηλατήσει τις σχέσεις ανάμεσα στους πολιτισμούς τού Αιγαίου και της Μεσοποταμίας, θέλοντας να ρίξει φως, όπως έγραψε, “στην ανάπτυξη του κρητικού πολιτισμού και τις διασυνδέσεις του με τους μεγάλους πολιτισμούς τής Εγγύτερης Ασίας”. Απογοητευμένος που δεν είχε βρει πόλη τής εποχής τού μπρούντζου στην Αλ-Μίνα, έστρεψε σύντομα το ενδιαφέρον του στην αρχαιότερη και πιο αστικοποιημένη περιοχή τής Αλαλάχ, όπου κι εργάστηκε πριν και μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1937-39 και 1946-49). Φαίνεται, όμως, πως η “ματιά” του κάθε άλλο παρά “αμερόληπτη” ήταν, γιατί και αυτός ήταν “διοπτροφόρος”, με “ασιατικά μυωπικά γυαλιά”. Τα στοιχεία για τις “διασυνδέσεις” που τον ενδιέφεραν ήταν φυσικά εκεί. Όμως, έχοντας ήδη στο μυαλό του ένα επεξεργασμένο σενάριο και, προφανώς, την κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Arthur Evans στην Κρήτη, οδηγήθηκε σ’ εσφαλμένα συμπεράσματα. Αν η Ουρ υπήρξε το Αούστερλίτς του, η Αλαλάχ κατέληξε να γίνει το δικό του Βατερλώ! Η σαφής αδυναμία του να ερμηνεύσει σωστά τα ευρήματά του, θα πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις Αρχαιολογικές σχολές, και να γίνει μάθημα για κάθε κοντόφθαλμο μελετητή.(2)
Με την κρυφή φιλοδοξία να φέρει τα πάνω-κάτω στο έργο τού Evans
στην Κρήτη, ο Woolley οδηγήθηκε σε λάθος συμπεράσματα. Αν η
Ουρ ήταν το Αούστερλίτς του, η Αλαλάχ έγινε το Βατερλώ του!
- (2) Ο “Sir” Charles Leonard Woolley (1880-1960) δεν ήταν κανένας συνηθισμένος αρχαιολόγος. Το 1935, μάλιστα, χρίσθηκε “ιππότης” για τη συμβολή του στην επιστήμη του. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1906, όταν ο Arthur Evans τον πρότεινε ως εθελοντή για να προχωρήσουν οι ανασκαφές σε ρωμαϊκή εγκατάσταση της βόρειας Αγγλίας, αν και αργότερα παραδέχθηκε: “Ποτέ δεν σπούδασα αρχαιολογικές μεθόδους, ούτε καν από βιβλία… και δεν είχα ιδέα πώς να κάνω κάποιο τοπογραφικό σχέδιο ή μια κάτοψη”. Συνεργάστηκε και με τον Thomas Edward Lawrence, τον μετέπειτα περιώνυμο “Lawrence τής Αραβίας”, στις ανασκαφές τής χεττιτικής Καρχεμίδος (της ελληνιστικής Εὐρωποῦ) το 1912-14. Η εργασία του στην Ουρ, που άρχισε το 1922, οδήγησε στην ανακάλυψη των βασιλικών τάφων, κι ενέπνευσε την Agatha Christie να γράψει το Έγκλημα στη Μεσοποταμία. Αργότερα, η συγγραφέας παντρεύτηκε τον βοηθό του, Max Mallowan. Ο Woolley ήταν ένας από τους αρχαιολόγους που πρότεινε πως ο “μεγάλος κατακλυσμός” τής Βίβλου δεν ήταν παρά μια τοπική πλημμύρα. Το στρώμα που εντόπισε στην Ουρ ήταν “μήκους 400 μιλίων και πλάτους 100 – αλλά για τους κατοίκους τής κοιλάδας ήταν ο κόσμος όλος”…
Ο Wolf-Dietrich Niemeier κόντρα στον Leonard Woolley
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΝΩΙΤΕΣ ΤΕΧΝΙΤΕΣ περιοδεύοντες στο εξωτερικό: Νωπογραφίες στην Αλαλάχ και δαπεδογραφία στο Τελ Κάμπρι, ο Γερμανός αρχαιολόγος Wolf-Dietrich Niemeier (που πήρε μέρος στις ανασκαφές στο Κάμπρι) εξήγησε πώς η φιλοδοξία τού Woolley ν’ ανατρέψει τον Evans τού γύρισε boomerang:
-
“Η μοναδικότητα και η φαινομενικά αιφνίδια εμφάνιση του κρητικού ανακτορικού συστήματος στο Αιγαίο αποδίδεται συχνά στις διασυνδέσεις και τις επιδράσεις των αρχαιότερων προηγμένων πολιτισμών τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Στην Αλαλάχ… ο Woolley πίστεψε πως είχε βρει αυτό που έψαχνε: στο ανάκτορο του Γιάριμ-Λιμ αναγνώρισε ‘αναμφίβολες διασυνδέσεις’ με τη μινωική Κρήτη. Δομικές τεχνικές παρόμοιες… καθώς και νωπογραφίες, ‘πανομοιότυπες στην χρήση των χρωμάτων, την τεχνική και την τεχνοτροπία’, στην Αλαλάχ και την Κνωσό, τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ‘δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και τις νωπογραφίες της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα· τείνουμε να πιστέψουμε πως είχαν προσκληθεί ειδικοί μάστορες, μέλη των Συντεχνιών των Αρχιτεκτόνων και των Ζωγράφων, που ταξίδεψαν διὰ θαλάσσης από την Ασία (πιθανόν από την Αλαλάχ) για να οικοδομήσουν και να διακοσμήσουν τ’ ανάκτορα των Κρητών ηγεμόνων’.
“Η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της
και τις νωπογραφίες της στην Ασία”. (Leonard Woolley)

Η Yamhad, με πρωτεύουσα το Halab (Χαλέπι), και διάφορα τοπωνύμια που αναφέρονται
στο Χρονικό: Alalakh, Babylon, Carchemish, Hazor, Mari, Qatna, Ugarit, Ur.
-
“Το κύριο επιχείρημα του Woolley γι’ αυτήν την θεωρία, που υιοθέτησαν επιφανείς μελετητές,(3) [!] ήταν ότι ‘το ανάκτορο του Γιάριμ-Λιμ προηγείται κατά έναν και πλέον αιώνα των κρητικών δειγμάτων με την ίδια τεχνοτροπία’… Ωστόσο, μετά από μακρά δημόσια συζήτηση περί της ‘Χρονολόγησης της Αλαλάχ’, η χρονολογία τού Woolley (‘πάνω-κάτω μεταξύ 1780 και 1730 π.Χ.’) αποδείχθηκε υπερβολικά μεγάλη. Ο Γιάριμ-Λιμ τής Αλαλάχ δεν ήταν – όπως νόμισε ο Woolley – ο Γιάριμ-Λιμ Α΄ τής Γιαμχάντ, σύγχρονος του μεγάλου Χαμουραμπί τής Βαβυλώνας, αλλά ένας νεότερος αδερφός τού βασιλιά Abban [Αμπά-Ελ;] τής Γιαμχάντ, που του είχε δώσει την Αλαλάχ ως πριγκιπάτο επικαρπίας…(4) Οι χρονολογίες που πρότειναν πρόσφατα διάφοροι μελετητές κυμαίνονται πάνω-κάτω μεταξύ 1650 και 1575 π.Χ. Ως προς την αρχιτεκτονική… τα στοιχεία κάθε άλλο παρά τεκμηριώνουν την θεωρία τού Woolley γι’ αρχιτέκτονες από την Εγγύς Ανατολή που εργάστηκαν στην Κρήτη… Οι ορθοστάτες τής Αλαλάχ είναι κατά περίπου 300 χρόνια μεταγενέστεροι [εκείνων] της πρώτης φάσης τού παλαιού ανακτόρου τής Φαιστού… Σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Γιάριμ-Λιμ παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μινωικά μοτίβα που εμφανίζονται στην ίδια εποχή, ή και νωρίτερα, στην Κρήτη. Επιπλέον, η αίσθηση της κίνησης, ευδιάκριτη στα σπαράγματα των τοιχογραφιών τού ανακτόρου τού Γιάριμ-Λιμ, αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό, κι έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση της Εγγύς Ανατολής.
- (3) Tα… διοπτροφόρα παπαγαλάκια (forpus conspicillatus) ζουν και βασιλεύουν!
- (4) Η Γιαμχάντ είχε τρεις βασιλιάδες ὀνόματι Γιάριμ-Λιμ· υπήρχαν, βέβαια, πολύ περισσότεροι συνώνυμοι τοπικοί ηγεμόνες, όπως αυτός της Αλαλάχ. Ο Woolley – ειδικά αυτός – θα έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεχτικός πριν να γράψει: “δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αμφιβολία πως η Κρήτη οφείλει τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής της και τις νωπογραφίες της στην ασιατική ηπειρωτική χώρα”…
-
“Το πιο δυνατό επιχείρημα του Woolley για άμεση σύνδεση των τοιχογραφιών τής Αλαλάχ μ’ εκείνες της Κρήτης ήταν πως, και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για γνήσιες νωπογραφίες σε υγρό ασβεστοκονίαμα. Όμως, αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που οπωσδήποτε καθιστά αναξιόπιστη την θεωρία τού Woolley περί της καταγωγής τής κρητικής νωπογραφίας από την Εγγύς Ανατολή. Οι νωπογραφίες τής Αλαλάχ, έως πολύ πρόσφατα, αποτελούσαν το μοναδικό γνωστό παράδειγμα γνήσιας νωπογραφίας στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Η γνήσια νωπογραφία είναι γνωστή στην Κρήτη τουλάχιστον από το 1900 π.Χ. περίπου. Έτσι φαίνεται πως η γνήσια νωπογραφία πρωτοεπινοήθηκε στην Κρήτη, πιθανόν επειδή ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών καλλιτεχνών.(5) Άρα, η τεχνική, η τεχνοτροπία και η εικονογραφία των σπαραγμάτων νωπογραφιών τού ανακτόρου τού Γιάριμ-Λιμ στην Αλαλάχ, δείχνουν πως οι ομοιότητες με τις κρητικές τοιχογραφίες κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που αρχικά πίστεψε ο Woolley..
- (5) Ενώ οι Αιγύπτιοι καλλιτέχνες τής εποχής έφτιαχναν τις τοιχογραφίες τους με την τεχνική τής “στεγνής νωπογραφίας” (secco), οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν μια “γνήσια”, ή “υγρή”, μέθοδο, για να “δένουν” καλά με τον τοίχο οι χρωστικές ουσίες μεταλλικών ή και ορυκτών οξειδίων, κάτι που απαιτούσε γρήγορη εκτέλεση. Η φύση αυτής της τεχνικής ενθάρρυνε τον αυτοσχεδιασμό, τον αυθορμητισμό, και το στοιχείο τού τυχαίου. Αφού έπρεπε να δουλεύουν σε στενά χρονικά περιθώρια πριν να στεγνώσει ο γύψος, έπρεπε να είναι πολύ επιδέξιοι, και οι ρευστές τους πινελιές μεταφράζονταν στα χαριτωμένα περιγράμματα που χαρακτηρίζουν τη μινωική τέχνη. Αυτή η μέθοδος ζωγραφικής ταίριαζε περισσότερο με την ρευστότητα της ζωής και με σκηνές φύσης, που προτιμούσαν οι Μινωίτες, κι ερχόταν σε ρήξη με το αυστηρό στυλιζάρισμα και τα στερεότυπα που χαρακτηρίζουν τις νωπογραφίες άλλων πολιτισμών τής Μεσογείου τής ίδιας εποχής. Οι μορφές των μινωικών νωπογραφιών έχουν φυσικές πόζες ελεύθερης κίνησης, που βέβαια αντανακλούν τον δυναμισμό τής δραστηριότητας στην οποία επιδίδονται, στάση χαρακτηριστική ενός πολιτισμού θαλασσοπόρων, συνηθισμένων με την ελευθερία τής κίνησης, την ρευστότητα και το σφρίγος.
“Η αίσθηση της κίνησης αποτελεί χαρακτηριστικό μινωικό, σε
αντίθεση με την παράδοση της Ανατολής. Κάμπρι και Αλαλάχ
παρουσιάζουν αμιγώς μινωική εικονογραφία ή τεχνική. Η μόνη
εξήγηση: οι τεχνίτες ήταν Μινωίτες”. (Wolf-Dietrich Niemeier)

Τελετουργικό περιρραντήριο
από χαλαζία, Κάτω Ζάκρος
-
“Υπάρχουν πολλά στοιχεία πως τα κρητικά καλλιτεχνήματα ήταν περιζήτητα στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Στις πινακίδες τής Mari μνημονεύονται εισαγωγές από την Κρήτη… Η αναγνωρισμένη αξία των κρητικών προϊόντων φαίνεται στα κείμενα της Μάρι, από το γεγονός ότι δυο από αυτά επιδόθηκαν από τον βασιλιά Ζίμρι-Λιμ τής Μάρι σε άλλους Μεσοποτάμιους μονάρχες. Όπως καταδεικνύουν αγγεία από τις Καμάρες που βρέθηκαν στην Ουγκαρίτ, την Κάτνα, τη Βύβλο, το Χάζορ, αυτή η εξαίρετη αγγειοπλαστική έχαιρε υψηλής εκτίμησης στο Λεβάντε. Έτσι, τουλάχιστον από τον 19ο π.Χ. αιώνα και μετά, η Κρήτη, στο πλαίσιο των σχέσεών της με το Λεβάντε, δεν ήταν μόνον δέκτης,(6) αλλά είχε εξελιχθεί και σε ισότιμο εταίρο, που παρήγαγε έργα τέχνης, για τα οποία υπήρχε μεγάλη ζήτηση στην Εγγύς Ανατολή. Τα ἐν λόγῳ κρητικά καλλιτεχνήματα έφταναν με κάποιο είδος ανταλλαγών ή εμπορίου στο Λεβάντε. Όμως, όπως παρατήρησε και ο Woolley, ‘δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ενός ανακτόρου πάνω σε πλοίο, ούτε και η «μυστηριώδης τέχνη» τής νωπογραφίας είναι εμπόρευμα’.(7) Οφείλουμε, άραγε, ν’ ανασυνθέσουμε το ακριβώς αντίθετο σενάριο από αυτό που πρότεινε ο Woolley, δηλαδή Κρήτες τεχνίτες να ταξιδεύουν στην Αλαλάχ για να ζωγραφίσουν τις εκεί νωπογραφίες;
- (6) Αγνοώ τη λεβαντίνικη συμβολή στον μινωικό πολιτισμό και, δυστυχώς, ο Niemeier δεν δίνει πληροφορίες ἐπὶ τοῦ θέματος. Αυτό που γνωρίζω καλά είναι πόσο υπόχρεοι και ωφελημένοι ήταν οι Κρήτες μαθαίνοντας από τους Αιγύπτιους (βλέπε Χρονικό 17, Μινωικό εμπόριο κι επιρροές). Φαντάζομαι, επιπλέον, πόσο θα είχαν ωφεληθεί και οι Αιγύπτιοι, αν δεν ήταν τόσο ψηλομύτες, ώστε να επιτρέψουν στον εαυτό τους να διδαχθούν από τους Κρήτες…
- (7) Ανάλογο ήταν το επιχείρημά μου για να δείξω την αναγκαιότητα της ελληνικής παρουσίας στην Ιβηρία: “Αυτό που τα φοινικικά πλοία ήταν αδύνατο να μεταφέρουν, και άρα καθιστούσε την ελληνική παρουσία απολύτως αναγκαία στην Ιβηρία, ήταν ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τ’ αρχιτεκτονικά πρότυπα, οι ταφικές συνήθειες των Ελλήνων” (βλέπε Χρονικό 22, κατάληξη).
-
“Στην ‘Μεγάλη Χαναάν’…(8) υπάρχουν δυο τόποι που μπορούν να μας δώσουν πιο πολλά στοιχεία για το πρόβλημα: Η Κάτνα και το Τελ Κάμπρι. Σπαράγματα των τοιχογραφιών των ανακτόρων στην Κάτνα παρουσιάζουν… αιγαιοπελαγίτικα χαρακτηριστικά. Το Τελ Κάμπρι βρίσκεται σ’ έναν από τους σπουδαιότερους εμπορικούς δρόμους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, [τον Δρόμο των Φιλισταίων,] που μεταγενέστερα ονομάστηκε Via Maris…(9) Στ’ ανάκτορα του ντόπιου ηγεμόνα, ένα κατώφλι φέρει κονίαμα και είναι ζωγραφισμένο με… τεχνικές και σχέδια δαπέδων παρόμοια των μινωικών ανακτόρων, αλλά όχι της αρχαίας Εγγύς Ανατολής… Υπάρχουν ενδείξεις πως οι τοίχοι τού δωματίου ήταν καλυμμένοι επίσης με ζωγραφιστό κονίαμα, από το οποίο, δυστυχώς, σώζονται μόνον ελάχιστα σπαράγματα. Το δάπεδο με το κονίαμα είναι ζωγραφισμένο με την τεχνική τής γνήσιας νωπογραφίας (true fresco)… που απαντάται επίσης στην κρητική και θηραϊκή νωπογραφία, και όχι με την tempera και το fresco secco. Τα χρώματα της δαπεδογραφίας είναι… πανομοιότυπα μ’ εκείνα της κρητικής και θηραϊκής τοιχογραφίας… Αρχικά, το πάτωμα… αποτελούσε απομίμηση πέτρινου πλακόστρωτου… Στην Κρήτη πατώματα με ζωγραφισμένο ασβεστοκονίαμα που απομιμούνται πλακόστρωτα δάπεδα είναι γνωστά από [το 2000 ΠΚΧ περίπου]. Άλλα τμήματα του δαπέδου στο Κάμπρι ήταν διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται αλυσίδες στυλιζαρισμένων γραμμικών ανθών ίριδας – χαρακτηριστικό μινωικού τύπου, που απαντάται αρχικά σε νωπογραφίες και την αγγειογραφία [κατά το 1700-1500 ΠΚΧ]. Αυτό το είδος διακοσμητικού μίγματος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μινωικής νωπογραφίας… Το δάπεδο στο Τελ Κάμπρι, καθώς και τα σπαράγματα των νωπογραφιών των ανακτόρων τού Γιάριμ-Λιμ στην Αλαλάχ, δεν έχουν απλώς μεμονωμένα μινωικά μοτίβα που είναι ξένα στη ‘Μεγάλη Χαναάν’, και τα οποία θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως στοιχεία που διείσδυσαν, ή ενσωματώθηκαν, φτάνοντας εκεί μέσω της μεταφοράς μοτίβων, αλλά παρουσιάζουν μιαν αμιγώς μινωική εικονογραφία, καθώς και τεχνική. Η μόνη εξήγηση που υπάρχει είναι πως φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Μινωίτες τεχνίτες…

Ασερά, Χαναναία θεά γονιμότητας
και μητρότητας
- (8) Μεγάλη Χαναάν: “η περιοχή ανάμεσα στην πεδιάδα Αμίκ [στα πέριξ τής μεταγενέστερης Αντιόχειας] προς βορρά, και τις ερήμους προς νότον και ανατολάς, κατά τη μέση και ύστερη εποχή τού μπρούντζου… φαίνεται να απαρτίζει έναν ἐν πολλοῖς ομοιόμορφο πολιτισμό με τοπικές παραλλαγές.” (Ρουθ Αμιράν)
- (9) Δυστυχώς για τους Ισραηλινούς εβραίους, το ιστορικό όνομα της οδού ήταν Δρόμος των Φιλισταίων, επειδή διέσχιζε την φιλισταϊκή πεδιάδα, όπου βρίσκεται και η Λωρίδα τής Γάζας. Το “Via Maris”… “αλιεύτηκε” στη λατινική μετάφραση της Καινής Διαθήκης – “via maris”, ἤτοι “παραθαλάσσια οδός” – μολονότι δεν προσδιόριζε κάποιον δρόμο (δεν υπήρξε ποτέ καμιά ρωμαϊκή οδός με αυτό το όνομα). Η μετονομασία έγινε για να… εκδιωχθούν οι Παλαιστίνιοι από την πατρίδα τους, την Παλαιστίνη, ακόμη και με όρους αρχαιολογίας!
-
“Έχουμε στοιχεία γι’ ανταλλαγή πληροφοριών αναφορικά με τον εξοπλισμό των ανακτόρων στους κόλπους τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής (στην οποία ανήκε και η μινωική Κρήτη, κατά κάποιον τρόπο, ως το δυτικότερο μέλος). Το ότι οι Κρήτες ταξίδευαν πράγματι στη λεβαντίνικη ακτή αποδεικνύεται από μια πινακίδα των αρχείων τής Μάρι, που μνημονεύει κάποιον Κρήτα αγοραστή κασσίτερου στην Ουγκαρίτ από πράκτορες των ανακτόρων τής Μάρι. Μια παράδοση μυθολογικής ποίησης της Ουγκαρίτ είναι άκρως ενδιαφέρουσα σε συνάρτηση με το θέμα μας. Η θεά Άναθ, λέει, στέλνει διὰ θαλάσσης τον θεϊκό αγγελιαφόρο στον θεό τής χειροτεχνίας, Kothar wa-Khasis, που μεταφέρεται από τον θρόνο του στο Kptr (που σχεδόν όλοι το διαβάζουν ως Caphtor = Κρήτη),(10) ώστε να χτίσει ένα υπέροχο ανάκτορο για τον θεό Βάαλ και να το κοσμήσει με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Κατά τον Arvid Schou Kapelrud, ο Κόθαρ ‘είναι ο αρχιτέκτονας και αρχισιδηρουργός, καθώς βρίσκεται στις Αυλές τής Εγγύς Ανατολής τής εποχής αυτής, ένας μάστορας με υψηλή εξειδίκευση’. Στην χαναανική μυθολογία ο θεός τής χειροτεχνίας κλήθηκε από την Κρήτη για να κοσμήσει τ’ ανάκτορα των θεών με ανεκτίμητα έργα τέχνης. Στην πραγματικότητα οι ηγεμόνες τού Κάμπρι (Rehov) και της Αλαλάχ (και άλλων πόλεων, ενδεχομένως της Κάτνα) ζήτησαν από τους ηγεμόνες τής Κρήτης να τους στείλουν τεχνίτες για να διακοσμήσουν τ’ ανάκτορά τους με νωπογραφίες. Όπως απέδειξε ο Carlo Zaccagnini, η αποστολή εξειδικευμένων εργατών είναι πλήρως επιβεβαιωμένη στο πλαίσιο των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των ηγεμόνων τής αρχαίας Εγγύς Ανατολής, με τα ταξίδια αυτά να εντάσσονται στη δυναμική και τον επίσημο μηχανισμό τής πρακτικής τής ανταλλαγής δώρων.”
- (10) Το “KPTR” ίσως ν’ αντιστοιχεί στο “Caphtor”. Όμως, η εξίσωση του τελευταίου με την Κρήτη αποτελεί το ελάχιστα πιθανό σενάριο. Το βιβλικό τοπωνύμιο ίσως ν’ αναφέρεται στα μέρη: α) Πηλούσιον, στο Δέλτα τού Νείλου, β) Κιλικία, γ) Καππαδοκία, δ) Κύπρος, και ε) Κρήτη (βλέπε Χρονικό 20, Πελασγοί και Φιλισταίοι-Peleset). Η Αίγυπτος συγκεντρώνει και στην περίπτωσή μας τις περισσότερες πιθανότητες, αφού σε όλες τις άλλες αναφορές στον Κόθαρ, εκτός τής παραπάνω ποιητικής παράδοσης, ο θρόνος του βρίσκεται στο “HKPT”, που διαβάζεται ενδεχομένως ως “Hikaptah”, ή “Οίκος τής ka (ψυχής) τού (θεού) Πτα”, ἤτοι Μέμφις. Οι Έλληνες πρόφεραν αυτό το Hikaptah ως Αἴγυπτος, ἐξ οὗ και τ’ όνομα της χώρας σε πολλές γλώσσες.
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ που είχαν βρεθεί στην Αλαλάχ και το Κάμπρι, οι εντυπωσιακές μινωικές τοιχογραφίες στην Αύαρι, οι οποίες αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές τού Manfred Bietak,
-
“δημιούργησαν στην στιγμή μεγάλη αίσθηση καθώς, ανάμεσα στις σκηνές που απεικονίζονται σε αυτές, περιλαμβάνονται και θεαματικές αναπαραστάσεις με ταυροκαθάψια, που έχουν συνδεθεί τόσο στενά με τη λατρεία και την κουλτούρα των Μινωιτών”, όπως γράφουν οι Wolf-Dietrich και Barbara Niemeier, σ’ ένα άλλο κείμενο περί Μινωικών νωπογραφιών στην ανατολική Μεσόγειο:
-
“Ήδη από το 1990, προτείναμε πως οι νωπογραφίες στο Κάμπρι και την Αλαλάχ φιλοτεχνήθηκαν από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες μάστορες, και το ίδιο έκαναν [έπειτα] ο Manfred Bietak και η Ναννώ Μαρινάτου, αναφορικά με τις νωπογραφίες στην Αύαρι”.
Ένα μικροπρόβλημα των ἐν λόγῳ αρχαιολόγων αφορά την χρονολόγηση των νωπογραφιών στην Αύαρι. Επιθυμώντας ίσως να μη δυσαρεστήσουν κανέναν,
-
“οι Bietak και Μαρινάτου κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ‘μινωικές τοιχογραφίες υπήρχαν στην Αύαρι τόσο στην ύστερη περίοδο των Υξώς, όσο και στην πρώιμη της 18ης δυναστείας’. Ο ίδιος ο Bietak θεωρούσε πιθανό πως ‘και μετά από τη δυναστική αλλαγή, θα παρέμειναν ζωντανές οι εμπορικές… σχέσεις ανάμεσα στην Αύαρι και την Κρήτη… και θα συνεχίστηκαν και κατά τη 18η δυναστεία, ακόμη και μετά από την πτώση των Υξώς.’ Υπάρχουν όντως αρκετά ιστορικά στοιχεία πως το είδος των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων που κρύβονται προφανώς πίσω από αυτές τις νωπογραφίες επιβιώνουν των καθεστωτικών αλλαγών.
-
“Κατά τον Bietak, ‘ο βασιλιάς Άμασις [Ahmose], ο ιδρυτής τής 18ης δυναστείας, ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων.’ Φαντάζεται και το ενδεχόμενο κάποιας πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στον Άμασι και τη ‘Μινωική Θαλασσοκρατορία’, στο πλαίσιο της οποίας ο μινωικός στόλος βοήθησε τον Άμασι – που δεν είχε καθόλου πλοία – απέναντι στον κίνδυνο, ο οποίος εξακολουθούσε να τον απειλεί, από τις ναυτικές βάσεις των Υξώς στη νότια Παλαιστίνη. Στοιχεία αρχαιολογικά ή γραπτά γι’ αυτήν την υπόθεση δεν υπάρχουν, φέρνοντάς μας στο μυαλό κάποια μάλλον ευφάνταστα και ξεχασμένα πλέον σενάρια σχετικά με την εκδίωξη των Υξώς, όπως εκείνα κατά τα οποία Μυκηναίοι μισθοφόροι βοήθησαν τον Άμασι να διώξει τους Υξώς, ή ότι φυγάδες πρίγκιπες των Υξώς κατέκτησαν την Αργολίδα και κατόπιν θάφτηκαν στους Ταφικούς Περιβόλους των Μυκηνών. Εκτός αυτού, ο Άμασις είχε ήδη στόλο: κατέλαβε την Αύαρι με σειρά χερσαίων, αλλά και ναυτικών επιθέσεων, [και κατόπιν] κατευθύνθηκε προς τη νότια Παλαιστίνη.”
Ακόμη κι ένας φαραώ με δικό του στόλο θα προτιμούσε σαφώς να έχει το πιο έμπειρο κρητικό ναυτικό στο πλευρό του, και όχι ενάντιά του, σε συμμαχία με τους Υξώς! Οι τοιχογραφίες στην Αύαρι δείχνουν την εμπλοκή τής Αιγύπτου στις διεθνείς σχέσεις, αλλά και στις πολιτισμικές ανταλλαγές, με την ανατολική Μεσόγειο, μέσω προσφοράς δώρων, ή με γάμους. Υποδηλώνουν, επίσης, την ανάμιξη των μινωικών αρχών στις αιγυπτιακές υποθέσεις, ενδεχομένως λόγω του ισχυρού ναυτικού που η Κρήτη μπορούσε να διαθέσει στον φαραώ, ενώ αναδεικνύουν την Αύαρι ως επίκεντρο αυτών των πολιτισμικών ανταλλαγών, που σημαίνει πως η πόλη είχε εξαιρετική σπουδαιότητα για την Αίγυπτο.

Κορίτσι από το Ακρωτήρι τής Θήρας: λεπτομέρεια της νωπογραφίας των κρίνων
Οι γάμοι κάποιου φαραώ με πριγκίπισσα της Κνωσού είναι πιθανό σενάριο. Ο Bietak θεωρεί πως οι τοιχογραφίες στην Αύαρι φιλοτεχνήθηκαν από Μινωίτες καλλιτέχνες, που συνόδευαν κάποια Κρητικοπούλα πριγκίπισσα, η οποία έγινε σύζυγος του φαραώ. Ποιος ήταν, άραγε, ο γαμπρός; Αρχικά τον προσδιόρισε ως κάποιον ηγεμόνα των Υξώς, μετά στράφηκε στον Άμασι, ώσπου κατέληξε στον Τούθμωσι Γ΄. Τελικά, ποιος ήταν ο νυμφίος; Η ηφαιστειακή έκρηξη στην Θήρα (±1640 – ±1540 ΠΚΧ) συμπίπτει χρονικά με την εποχή κυριαρχίας των Υξώς στην Αίγυπτο (1650–1550). Αλλά επειδή η ακριβής χρονική στιγμή τής έκρηξης μας διαφεύγει, αδυνατούμε να εικάσουμε αν οι γάμοι έγιναν τότε και πότε. Ακολουθεί ο Άμασις, με το Νέο Βασίλειο, όταν οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το Αιγαίο τμήμα τής “αυτοκρατορίας” τους. Δεν πρέπει να παίρνουμε τον όρο τοῖς μετρητοῖς, αφού εκεί παρεξηγούσαν ως και τα δώρα που προσφέρονταν στον φαραώ: “Οι Αιγύπτιοι, με την χαρακτηριστική εγωκεντρική τους αίσθηση ανωτερότητας, θα είχαν παρουσιάσει αυτά τα δώρα ως φόρο υποτέλειας”, λέει ο Α. Κ. Schulman. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, για τον Bietak, “ο Άμασις ταιριάζει περίφημα στην εικόνα των μινωικών διασυνδέσεων”. Αλλά και ο Τούθμωσις θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ο γαμπρός, καθώς ξέρουμε πως είχε τρεις ξένες συζύγους: τις Μενχέτ, Μενβί, και Μερτί… Όμως, ανέκυψε ένα πρόβλημα: άλλη μια δυναστική αλλαγή, στα μέσα τού 15ου αιώνα ΠΚΧ, όχι στην Αίγυπτο, αλλά στην Κρήτη, μια και ήταν η σειρά των Μινωιτών να περιέλθουν υπό τον ζυγό των δικών τους “Υξώς” (ξένων ηγεμόνων), των Μυκηναίων. Επομένως, οι γάμοι θα πρέπει να έγιναν στο ξεκίνημα της βασιλείας τού Τούθμωσι, όταν πραγματικός φαραώ ήταν η μητριά του, η Χατσεψούτ, ή έστω, αμέσως μετά από τον θάνατό της, το 1458.
Ό,τι και αν συνέβη τελικά, αυτές οι μοναδικές τοιχογραφίες είναι μινωικές ως προς την τεχνοτροπία, την τεχνική, και το θέμα. Υπάρχει μια μακρά ζωφόρος με σκηνές από ταυροκαθάψια και το διακοσμητικό θέμα τού λαβυρίνθου στο φόντο. Η Μαρινάτου υποθέτει πως το μοτίβο τής ροζέτας, που αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των τοιχογραφιών “Taureador” (ταυροκαθαψίων), αναπαράγει τις ροζέτες τής Κνωσού, και πρόκειται για ένα ξεχωριστό μινωικό σύμβολο. Απεικονίζονται, επιπλέον, γρύπες, σκηνές κυνηγιού, αιλουροειδή να κυνηγούν οπληφόρα, διάφορες μορφές σε φυσικό μέγεθος, μαζί με μια λευκή γυναίκα φορώντας φούστα. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας είναι τα εμβλήματα του μινωικού ανακτόρου, όπως η ζωφόρος με τις μισές ροζέτες, ή οι μεγάλοι γρύπες, που έχουν το ίδιο μέγεθος μ’ εκείνους της αίθουσας του θρόνου στην Κνωσό. Η τεχνική τής ζωγραφικής είναι κατεξοχήν αιγαιοπελαγίτικη, ενώ η τεχνοτροπία είναι πολύ υψηλής ποιότητας, και μπορεί να συγκριθεί με τα καλύτερα έργα ζωγραφικής τής Κρήτης. Η χρήση συγκεκριμένων μινωικών βασιλικών μοτίβων σε ανάκτορο στην Αύαρι, κατά τον Bietak, δείχνει πως “πρέπει να έλαβε χώρα κάποια συνάντηση των Αυλών τής Κνωσού και της Αιγύπτου στο υψηλότερο επίπεδο,” ενώ το μέγεθος της αναπαράστασης της γυναίκας με την φούστα θα μπορούσε να υποδηλώνει έναν πολιτικό γάμο τού φαραώ με Μινωίτισσα πριγκίπισσα.
“Οι δυναστικές επιγαμίες ήταν μια προσφιλής διπλωματική τακτική στην Εγγύς Ανατολή τής εποχής τού μπρούντζου,” επισημαίνουν οι Niemeier. Η συνοδεία μιας ξένης πριγκίπισσας, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, “θ’ αριθμούσε αρκετές εκατοντάδες άτομα, που ως το τέλος τής ζωής τους θα παρέμεναν στο χαρέμι τού φαραώ, και θα μπορούσε κανείς άνετα να φανταστεί, πως τα ενδιαιτήματα της ξένης πριγκίπισσας ή και της συνοδείας της, στην Αύαρι, θα είχαν διακοσμηθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες της. [Ωστόσο,] οι νωπογραφίες στην Αλαλάχ και το Κάμπρι είχαν μάλλον φιλοτεχνηθεί στους τοίχους των σημαντικών τελετουργικών (πιθανόν και ιεροτελεστικών) αιθουσών των ανακτόρων, και όχι στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματα βασιλισσών ή πριγκιπισσών.”
Η τεχνική τής χρήσης τού ασβεστοκονιάματος σε δύο στρώσεις, και με πολύ γυαλιστερή επιφάνεια, ή η νωπογραφία συνδυασμένη με στόκο (stucco), όλα είναι τεχνικές που πρωτοεμφανίζονται στη μινωική ζωγραφική και δεν είναι αιγυπτιακές. Μα και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι σαφώς μινωικά. Η χρήση τού γαλάζιου λ.χ., αντί του γκρίζου, είναι κρητομινωική, μ’ εκείνη την χρωματική σύμβαση, που εμφανίζεται αργότερα στην Αίγυπτο και οφείλεται σ’ αιγαιοπελαγίτικες επιδράσεις. Εκτός από αυτά τα στοιχεία, να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν καθόλου αιγυπτιακά ιερογλυφικά κι εμβλήματα σε κανένα από τα σπαράγματα που βρέθηκαν. Η σύνθεση των τοιχογραφιών, τα μοτίβα, ταιριάζουν επίσης περίφημα μ’ εκείνα του κόσμου τού Αιγαίου. Συνεπώς, είναι όντως συντριπτικά τα στοιχεία που δείχνουν προς την κατεύθυνση Μινωιτών καλλιτεχνών στην Αύαρι.
Διαφορές μινωικής και φαραωνικής κοινωνίας και τέχνης
-
“Οι διαφορές τής τεχνοτροπίας μεταξύ τής αιγυπτιακής και της μινωικής τέχνης αναλύθηκαν από την Henriette Antonia Groenewegen-Frankfort, και πιο πρόσφατα, από τον Bietak,” γράφουν οι Niemeier. “Κατά την Groenwegen-Frankfort, η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή (κι εκείνην της αρχαίας Εγγύς Ανατολής) ως προς την ‘απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών’. Εύστοχα ο Bietak το εξηγεί αυτό με τα διαφορετικά πρότυπα της κουλτούρας των δυο πολιτισμών. Η μινωική κοινωνία δεν κυριαρχείτο από την καταγραφή, την καταλογογράφηση, και την απόλυτη τάξη – όπως η αιγυπτιακή – κι επομένως, η μινωική τέχνη δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά κλισέ και άτεγκτες κανονιστικές διατάξεις. Ως προς τη σύγκριση της χαναανικής με τη μινωική τέχνη, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε πολλά καλλιτεχνήματα από το Λεβάντε τής μέσης εποχής τού μπρούντζου. Όμως, εκείνα που σώζονται, έχουν τεχνοτροπία σαφώς διαφορετική από τη μινωική. Τα πουλιά που αναπαριστώνται λ.χ. σε οστέινα ένθετα, σε μέρη όπως η Μεγιδδώ και η Λάχις, μοιάζουν ακίνητα σε σύγκριση μ’ έναν γερανό σε πλάκα ελεφαντόδοντου από το Παλαίκαστρο. Τα χαναανικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια φαίνονται δύσκαμπτα σε σύγκριση με τα μινωικά γυναικεία και ανδρικά μεταλλικά ειδώλια, που παρουσιάζουν ζωηρή εσωτερική ένταση και δυναμική.”
Η μινωική τέχνη διαφέρει από την αιγυπτιακή ως προς την
“απόλυτη κινητικότητα των οργανικών μορφών”. “Η μινωική
κοινωνία δεν κυριαρχείτο από την απόλυτη τάξη· η τέχνη της
δεν εξαρτιόταν από ιερογλυφικά κλισέ και άτεγκτες διατάξεις.”
(Henriette Antonia Groenewegen-Frankfort και Manfred Bietak)
Όπως αποδείχθηκε, οι τοιχογραφίες στην Αύαρι, την Αλαλάχ, το Κάμπρι, ίσως και την Κάτνα (17ος–16ος αιώνας ΠΚΧ), δεν ήταν οι πιο παλιές.

Η Εύφορη Ημισέληνος: το λίκνο τού πολιτισμού κατά την κατάρρευση της Εποχής τού μπρούντζου (επισημαίνονται όλα τα μέρη που αναφέρονται σε αυτό το Χρονικό).
-
“Προηγήθηκαν οι ζωγραφιστές απομιμήσεις πέτρας στο ανάκτορο του Ζίμρι-Λιμ στη Μάρι [18ος αιώνας ΠΚΧ]. Ο ανασκαφέας τής Μάρι, André Parrot, συγκρίνει τις απομιμήσεις πέτρας μ’ εκείνες στην Κνωσό. Αναζητεί πιθανές διασυνδέσεις μεταξύ των τοιχογραφιών τής Μάρι και της Κνωσού, και, επισημαίνοντας σχετικά στοιχεία που μας παρέχουν τ’ αναφερόμενα στ’ αρχεία τής Μάρι πολυτελή μινωικά είδη, τείνει μάλλον να δει κάποιαν κρητική επίδραση στις εκεί τοιχογραφίες.”
-
● Η Μάρι (νῦν Tell Hariri) βρισκόταν μακριά από τη Μεσόγειο, στη Μεσοποταμία. Ήταν πόλη Σουμερίων και Αμοριτών στον Εὐφράτη, που άκμασε από το 2900 ως το 1759 ΠΚΧ, όταν λεηλατήθηκε από τον Χαμουραμπί, παρά τα δώρα τού Ζίμρι-Λιμ. Προείχε η στρατηγική της θέση ως διαμετακομιστικός κόμβος, μεταξύ Κάτω Μεσοποταμίας και βόρειας Συρίας. Η Μάρι έφτασε να ελέγχει τους εμπορικούς δρόμους σε σημαντικές περιοχές, όπως οι Περσία, Μεσοποταμία, και Ανατολία. Το βασιλικό της παλάτι είχε πάνω από 300 δωμάτια, και ήταν από τα μεγαλύτερα εκείνης της εποχής (τουλάχιστον χίλια είχε, καθώς λένε, το παλάτι τής Κνωσού)! Βρέθηκαν εκεί 25.000 και πλέον πινακίδες, “επιφέροντας την πλήρη αναθεώρηση της ιστορικής χρονολόγησης της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, και δίνοντάς μας πάνω από 500 νέα τοπωνύμια, αρκετά για να ξαναφτιάξουμε τον γεωγραφικό χάρτη τού αρχαίου κόσμου”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Parrot.
-
● Η Κάτνα (νῦν Tell el-Mishrife), 18 χιλιόμετρα βορειοανατολικά τής Χομς (Έμεσας), ήταν άλλη μια από τις μεγάλες πόλεις τής Συρίας στην εποχή τού μπρούντζου. Με την ανάπτυξη των εμπορικών δρόμων κατά τη 2η χιλιετία, η Μεσοποταμία είχε συνδεθεί με την Κύπρο, την Κρήτη, ή και την Αίγυπτο. Η Κάτνα μνημονεύεται σε συνδυασμό με το εμπόριο κασσίτερου, που μεταφερόταν από τη Μάρι, διαμέσου Κάτνας, στη Μεσόγειο. Από την άλλη πλευρά μεταφερόταν κυπριακός χαλκός. Το κράμα τους, ο μπρούντζος, ήταν πολυτιμότατος, κατά τις εποχές τού μπρούντζου, ιδίως, αλλά και του σιδήρου.
Ως προς την καταγωγή των μελών των “μινωικών” εργαστηρίων, υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα: οι νωπογραφίες φιλοτεχνήθηκαν α) από περιοδεύοντες Αιγαιοπελαγίτες τεχνίτες, β) υπό την επίβλεψη καλλιτεχνών από το Αιγαίο, με τη βοήθεια Λεβαντίνων ζωγράφων, που εκπαιδεύτηκαν από αυτούς, και γ) από Λεβαντίνους μαθητές Αιγαιωτών μαστόρων. Η ιδέα για εργαστήρια μικτά φαίνεται ελκυστική, πιθανή, ρεαλιστική. Η διακόσμηση τεραστίων ανακτόρων ήταν επίπονο έργο. Όμως, μοιάζει αδιανόητο να ταξίδευαν δεξιά κι αριστερά στη Μεσόγειο κρητικά πλοία γεμάτα καλλιτέχνες προς τον σκοπό αυτό. Έτσι, οι καλλιτεχνικές ομάδες θα ήταν, προφανώς, μικρές κι ευέλικτες, δουλεύοντας αναγκαστικά με ντόπιους μαθητευόμενους τεχνίτες.
-
“Είναι δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς ποιο από αυτά τα ενδεχόμενα ισχύει σε κάθε περίπτωση,” λένε οι Niemeier. “Θα συμφωνούσαμε με τον Philip P. Betancourt πως γνωρίζουμε μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό νωπογραφιών, και πως ‘αγγίζουμε την κορυφή τού παγόβουνου μιας ολόκληρης σειράς αλληλένδετων εργαστηρίων, που δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας, και την Αίγυπτο, πιθανόν περιοδεύοντας πηγαινοερχόμενα, ίσως ανταλλάσσοντας κάπου-κάπου προσωπικό, ή επιστρέφοντας στην Κνωσό, ώστε να ενημερωθούν για τις πλέον πρόσφατες εξελίξεις’… Οι νωπογραφίες στην Αλαλάχ, το Κάμπρι, και την Αύαρι, πρέπει να ειδωθούν ‘υπό το πρίσμα τής σφυρηλάτησης μιας élite κοινής [‘γλώσσας’] – καλλιτεχνικής, εικονογραφικής, ιδεολογικής, τεχνολογικής – στις συνθήκες των έντονων διὰ θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής ανατολικής Μεσογείου’,” όπως πρότεινε η Susan Sherratt. Επίσης, η Μαρινάτου έχει υποστηρίξει πως τα έργα αυτά είναι ένδειξη μιας κοινής οπτικής γλώσσας κοινών συμβόλων, που μαρτυρά τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ηγεμόνες γειτονικών δυνάμεων. “Οι Μινωίτες καλλιτέχνες, που συμμετείχαν στο ζωγράφισμα όλων αυτών των νωπογραφιών”, συμφωνούν και οι Niemeier από την πλευρά τους, “απετέλεσαν προφανώς ένα σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη της λεγόμενης ‘Διεθνούς Τεχνοτροπίας’ τής ανατολικής Μεσογείου στην ύστερη εποχή τού μπρούντζου.”
Και όχι μόνον του ανατολικού τμήματος της mare nostrum: κατά τα λεγόμενα ορισμένων εμπειρογνωμόνων τού fresco, παρόμοια ζωγραφικά έργα έχουν βρεθεί ως και στο “μακρινό” Μαρόκο. Δεν διευκρινίζεται, όμως, αν πρόκειται για true fresco ή secco.
“Αλληλένδετα εργαστήρια δούλευαν στην Κνωσό, τα νησιά τού Αιγαίου, τα παράλια της δυτικής Ασίας, και την Αίγυπτο, ίσως περιοδεύοντας, ανταλλάσσοντας προσωπικό, ή επιστρέφοντας στην Κνωσό ώστε να ενημερωθούν”. “Σφυρηλατήθηκε μια élite κοινή στις συνθήκες των έντονων διὰ θαλάσσης αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις παράκτιες περιοχές τής Α. Μεσογείου”. (Philip P. Betancourt και Susan Sherratt)

Κρήτες στην Αίγυπτο δώρα φέροντες (μέταλλα, κοσμήματα κ.ά.). Παράσταση στις Θήβες τής
Αιγύπτου (18η δυναστεία, αρχές 15ου αι. ΠΚΧ)
Τι ν’ απέγιναν οι τοιχογραφίες στην Αύαρι; Κάποιες αποκολλήθηκαν από τον τοίχο μιας πύλης, ενώ μια ομάδα σπαραγμάτων βρέθηκε σε σκουπιδότοπο στα βορειοανατολικά τού ανακτόρου. Κατά τα φαινόμενα, οι νωπογραφίες αφαιρέθηκαν στην ύστερη Τουθμωσική περίοδο – όταν είχε πάψει πλέον να υφίσταται η μινωική Κρήτη.
-
“Η μινωική νωπογραφία ήταν, προφανώς, ένα φαινόμενο μάλλον βραχύβιο στο Λεβάντε και την Αίγυπτο – σ’ αιγυπτιακούς όρους, κράτησε όσο η περίοδος των Υξώς και η απαρχή τής 18ης δυναστείας,” συνοψίζουν οι Niemeier. “Αργότερα βρίσκουμε πάλι ζωγραφιές με σκηνές τής φύσης, που μοιάζουν ν’ αναπνέουν μ’ έναν μινωικό αέρα. Είναι φιλοτεχνημένες, όμως, με την τεχνική secco και σίγουρα δεν είναι έργα Αιγαιοπελαγιτών καλλιτεχνών. Η μινωική τοιχογραφία ανήκε στο παρελθόν εκείνη την εποχή.”
Χωρίς μινωική Κρήτη, δεν υπήρχαν περιθώρια για μινωική τέχνη. Βέβαια, τα μινωικά εργαστήρια συνέχισαν να δουλεύουν. Μα τους απασχολούσαν πλέον οι νέοι αφέντες, οι Μυκηναίοι. Δεν υπήρχαν τότε Έλληνες καλλιτέχνες να τους ανταγωνιστούν. Ωστόσο, τα νέα έργα τής τέχνης τους δεν προσδιορίζονται ως “μινωικά”. Χαρακτηρίζονται “μυκηναϊκά”, ενίοτε με την επισήμανση πως φιλοτεχνήθηκαν από κρητικά εργαστήρια. Θα χαρακτήριζε ποτέ κανείς ως “κρητικά” τ’ αριστουργήματα ενός άλλου μεγάλου Κρήτα μάστορα, που έζησε τρεις χιλιετίες αργότερα, και συγκεκριμένα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του περίφημου El Greco;
Πριν από τον κασσίτερο, ο οψιδιανός…
ΝΑΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ μας, φίλτατοι συνταξιδιώτες, έχοντας διαγράψει έναν κύκλο: άρχισε με τον Περίπλου και την Κρητομινωική θαλασσοκρατορία, και ολοκληρώθηκε αισίως με τα Ἐμπόρια και την Κρητομινωική νωπογραφία. Έτσι, τώρα μπορούμε να ξαναπιάσουμε τον μίτο, τραβώντας προς τα πίσω, αρκετά πριν από την αφετηρία μας – τότε που ο άνθρωπος δεν είχε ακόμη μάθει πώς να δουλεύει μέταλλα, όταν τα θαλασσινά ταξίδια γίνονταν σε αναζήτηση ενός άλλου, εξίσου πολύτιμου, υλικού: του ὀψιδιανοῦ. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να πάμε πίσω στη Νεολιθική εποχή. Ας το προγραμματίσουμε, τουλάχιστον: δεν μας λείπει η φαντασία!
- (11) Περί Κρήτης, Κρητών, μινωικού πολιτισμού, ναυσιπλοΐας κι εμπορίου, θαλασσοκρατορίας, νωπογραφίας, ταυροκαθαψίων, κλπ. βλέπε επίσης τα Χρονικά 3. Χρονικό τού ανθρώπου, 5. Ιβήρου Οδύσσεια, και 17. Κρητομινωική Θαλασσοκρατορία, 18. Αἰγαῖον: Κνωσός, Μυκῆναι, Ἴλιον, 19. Φοινίκη: η εύνοια της τύχης.