Χρονικό 21. ΙΒΗΡΙΚΟ “EL DORADO”
/ENGLISH/ Chronicle 21: IBERIAN “EL DORADO”
● Μινωίτες, Μυκηναίοι, Φοίνικες στην Ιβηρία ● Ἑσπερίδες, Μακάρων Νῆσοι
● Σαρδηνία ● Ὀδυσσεύς, Καλυψώ, Ὀφιοῦσα ● Ταρτησσός
του Μιχάλη Λουκοβίκα
-
“ΣΥΧΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ με ισχυρισμούς πως υπήρχαν επαφές ανάμεσα στα απώτερα δυτικά παράλια της σημερινής Ισπανίας και Πορτογαλίας, και στην Κρήτη των μινωικών χρόνων”, σχολιάζει ο Dan Stanislawski στη Μελέτη ιστορικοπολιτικής γεωγραφίας: Η ιδιαιτερότητα της Πορτογαλίας, και πιο συγκεκριμένα στο 7ο κεφάλαιο, για τις Επαφές μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών τής ανατολικής Μεσογείου και της Ιβηρίας.
-
“Δεν πρόκειται απλώς για ιδέα δελεαστική, αλλά και για λογική υπόθεση, καθώς οι Μινωίτες ήταν ικανοί στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο, και την ανίχνευση μετάλλων. Αν είχαν μάθει κάτι για την Ιβηρική χερσόνησο, θα τους είχε κάλλιστα προσελκύσει. Όμως, ενώ πιθανότατα χρησιμοποιούσαν τη νησιωτική ρότα τής Μεσογείου που οδηγούσε προς δυσμάς (Rhys Carpenter, Οι Ἕλληνες στην Ισπανία), μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις περί αυτού. Οι ανασκαφές στην Αλμερία για τον πολιτισμό Los Millares, χρονολογημένο μάλλον στο 2000–1800 π.Χ., αποκάλυψαν κάποια είδη που θυμίζουν αιγαιακούς πολιτισμούς, μα δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ώστε ν’ αποδεικνύει σαφώς τη σύνδεση. Τέτοια είδη δεν αντιπροσωπεύουν μάλλον τίποτε περισσότερο από κάποιον περιστασιακό παραλληλισμό. Άλλα ευρήματα, μιας κάπως μεταγενέστερης περιόδου στην Ισπανία, παρέχουν πιο συγκεκριμένες ενδείξεις επαφών με τις χώρες τής ανατολικής Μεσογείου, εφόσον μπορούν άψογα ν’ αντιστοιχιστούν με υλικά από την αιγυπτιακή Αμάρνα, του 1400–1200 π.Χ. Τα αιγυπτιακά εμπορικά είδη αυτής της χρονικής περιόδου είναι πολύ γνωστά στην ισπανική αρχαιολογία, και σχεδόν σίγουρα ίσως συνδέονται (almost surely may be associated) [!] με Φοίνικες μεσάζοντες. Προς το παρόν, τέτοια είδη ίσως αποτελούν τις παλαιότερες ενδείξεις για άμεσες επαφές μεταξύ Ιβηρίας και θαλασσοπόρων τής ανατολικής Μεσογείου.”
Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου για
την παραγωγή μπρούντζου; Ποιοι ήταν οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι
έμποροι για τη μεταφορά τού πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο;
Να λοιπόν ένα “άψογο” δείγμα τής “κλασικής” νοοτροπίας των καθιερωμένων ιστορικών: επιφυλακτικοί, όταν γράφουν, ή μιλούν, για τους Μινωίτες, ακόμη και για τους Έλληνες, αλλά ομιλητικότατοι, όταν αναφέρονται από καθέδρας στους Φοίνικες! Όντως, γιατί ήταν τόσο δύσκολο να φτάσουν στην Ιβηρία οι Αιγαιώτες; Οπωσδήποτε, δεν ήταν κατώτεροι των Φοινίκων στη ναυτοσύνη, κι επιπλέον, το Αἰγαῖον είναι πολύ πιο κοντά στην Ιβηρία, σε σύγκριση με την Φοινίκη. Εκτός αυτού, ποιος ήλεγχε τότε (“1400-1200 π.Χ.”) στη Μεσόγειο το εμπόριο; Οι Φοίνικες, ή οι Μυκηναῖοι – που ο Stanislawski τούς “λησμονεί”;(!) Γιατί “σχεδόν σίγουρα ίσως συνδέονται με Φοίνικες μεσάζοντες” τα εμπορικά είδη ἐξ Αἰγύπτου που βρέθηκαν στην Ισπανία; Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, που η ἐν λόγῳ νοοτροπία δεν απαντά, είναι: Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου, για την παραγωγή μπρούντζου; Ποιοι ήταν τότε οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι έμποροι, για τη μεταφορά τού πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο; Προφανέστατα, οι Μυκηναίοι. Να γιατί οι αποδείξεις για την παρουσία Αιγαιωτών στην Ιβηρία κάθε άλλο παρά “πειστικές” είναι… Υπάρχει, όμως, και η “αντίρροπη” οπτική γωνία, με λεπτομερείς περιγραφές Μινωιτών να εξορύσσουν μέταλλα στη λίμνη Superior, και να τα μεταφέρουν, μέσω του ποταμού Μισσισσιππή, στον Κόλπο τού Μεξικού, για την αποστολή τους στη Μεσόγειο! Αν και αυτό δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί, δεν έχω καμιά πρόθεση να σας πάω τόσο μακριά. Καλύτερα να παραμείνουμε στο έδαφος της Ιβηρίας…
Υπάρχουν κάποιοι “μη καθιερωμένοι” ιστορικοί, που συνδέουν την ξεχωριστή κουλτούρα Los Millares, στην Αλμερία, με τον Πρώιμο μινωικό αποικισμό τής Ισπανίας (W. Sheppard Baird). Ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον να παρουσιάζει ο επόμενος πολιτισμός, ο αργαρικός, που άνθισε στην περιοχή El Argar, επίσης στην Αλμερία, στη σημερινή ανατολική Ανδαλουσία, μεταξύ τού 1800 και 1300 ΠΚΧ. Η ἐν λόγῳ κουλτούρα χαρακτηρίζεται από την πρώιμη υιοθέτηση του μπρούντζου, που της επέτρεψε να κυριαρχήσει τοπικά στους γείτονές της, οι οποίοι ήταν ακόμη στην εποχή τού χαλκού (την χαλκολιθική).(1) Οι τεχνικές εξόρυξης και μεταλλουργίας των ανθρώπων τού αργαρικού πολιτισμού ήταν προηγμένες, με το ασήμι, το χρυσάφι, και τον μπρούντζο, που εξόρυσσαν ή επεξεργάζονταν, φτιάχνοντας όπλα και κοσμήματα. Ανέπτυξαν εξελιγμένες τεχνικές, και συναλλάσσονταν με άλλες φυλές.
- (1) Να το επαναλάβω, για να εμπεδωθεί: Bronze Age είναι η εποχή τού μπρούντζου (αν θέλετε, του κρατερώματος), και όχι η εποχή τού χαλκού, όπως επικράτησε να λέγεται. Υπήρξε, όντως, εποχή τού χαλκού, στο μεταίχμιο της νεολιθικής περιόδου και της εποχής τού μπρούντζου (ἐξ οὗ χαλκολιθική), προτού, δηλαδή, ο άνθρωπος ν’ ανακαλύψει πόσο πιο ανθεκτικό γινόταν το μέταλλο, αν έβαζε και λίγο κασσίτερο στον χαλκό, φτιάχνοντας μπρούντζο. Ο πολιτισμός Los Millares υπάγεται στην ἐν λόγῳ μεταβατική περίοδο. Κάποιος προσπάθησε να διορθώσει το λάθος στη Βικιπαίδεια, διαπράττοντας ακόμη μεγαλύτερο ατόπημα: απέδωσε το Bronze Age ως “εποχή τού ορείχαλκου” (θεωρώντας πιθανόν τη λέξη μπρούντζος “μαλλιαρή”, και τη λέξη κρατέρωμα “εξεζητημένη”)! Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν κάποιο άγνωστο και στους ίδιους μέταλλο της προϊστορίας, τον ὀρείχαλκο. Ο γνωστός μας ορείχαλκος (ο χαλκοπυρίτης: κράμα χαλκού με σίδηρο, ή ψευδάργυρο), ἤτοι το μπράσο, φτιάχτηκε στα ελληνιστικά χρόνια. Πόσο αναχρονιστική υπήρξε όντως αυτή η “διόρθωση”… (Βλέπε Χρονικό 17, υποσημείωση 1, και κατόπιν Μπρούντζος-κρατέρωμα και ορείχαλκος ή χαλκοπυρίτης).
Η αρχαία παράδοση της ομαδικής ταφής, που αποτελεί χαρακτηριστικό τής ευρωπαϊκής μεγαλιθικής κουλτούρας, εγκαταλείφθηκε υπέρ των ατομικών τάφων, ενώ παράλληλα, οι θολωτοί τάφοι αντικαταστάθηκαν από μικρούς κιβωτιόσχημους. Οι νέες συνήθειες κατάγονταν μάλλον από την ανατολική Μεσόγειο, κατά πάσα πιθανότητα τις Μυκήνες, παρακάμπτοντας τη Σικελία και την Ιταλία, όπου η παράδοση της ομαδικής ταφής συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα ακόμα. Στην επόμενη φάση τού ἐν λόγῳ πολιτισμού, από το 1500 ΠΚΧ περίπου και μετά, η ταφή μέσα σε πίθους (μεγάλα πιθάρια) απαντάται συχνότερα. Το έθιμο αυτό, που παρέμεινε αποκλειστικά στους κόλπους τής αργαρικής κουλτούρας, πρέπει να είχε επίσης προέλευση την Ἑλλάδα, όπου χρησιμοποιήθηκε μετά από το 2000 ΠΚΧ. Οι πολιτισμικές ανταλλαγές στην περιοχή τής Μεσογείου, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, είναι σαφέστατες, με την αργαρική κουλτούρα να υιοθετεί ελληνικά ταφικά έθιμα, ενώ και οι Έλληνες εισήγαγαν τον ιβηρικό θολωτό τάφο.
Σημειώστε πως όποιος έφθανε στην Ιβηρία, μπορούσε να βρει εύκολα τον δρόμο προς τα μεταλλεύματα κασσίτερου της Βρετάνης και της Κορνουάλλης, μέσω των πολιτισμών τού μπρούντζου τής δυτικής Ιβηρίας, που είχαν κάποιο βαθμό επικοινωνίας, όχι μόνο μεταξύ τους, μα και με άλλες κουλτούρες τού Ατλαντικού, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας. Πρόκειται για το λεγόμενο σύμπλεγμα της ατλαντικής εποχής τού μπρούντζου, γύρω στο 1300–700 ΠΚΧ, που απαρτιζόταν από πολιτισμούς όπως της Ανδαλουσίας, της Πορτογαλίας, της Γαλικίας, της Αρμορίκης (η περιοχή τής Γαλατίας με την Βρετάνη), ή των Βρετανικών νήσων. Η ατλαντική εποχή τού μπρούντζου χαρακτηριζόταν από οικονομικές και πολιτισμικές ανταλλαγές, με συγγένειες και συνάφειες, που είναι φανερές στις παράκτιες κοινότητες από τη Γαλικία ως την Σκωτία, ενώ οι εμπορικές επαφές εκτεινόταν από την Μεσόγειο μέχρι την Σκανδιναβία.
Ο επόμενος αξιοσημείωτος πολιτισμός υπήρξε αυτός της Ταρτησσού, μιας παράκτιας πόλης με λιμάνι, και της γύρω περιοχής στη νότια Ιβηρία (κυρίως Ανδαλουσία). Ήταν η πρώτη αναπτυγμένη πολιτισμικά και πολιτικά Πολιτεία τής χερσονήσου στο τέλος τής 2ης χιλιετίας ΠΚΧ. Η περιοχή υποδηλώνεται και στην ελληνική μυθολογία τής ίδιας περιόδου, ως υπόμνηση της παρουσίας των Μυκηναίων με τις εξορμήσεις τους στην Ιβηρία. Ο Ἡρακλῆς πήγε εκεί για να επιτελέσει δυο άθλους: να σκοτώσει τον Γηρυόνη, αποκτώντας τα βόδια του, και να κλέψει τα μήλα των Ἑσπερίδων. Ο Γηρυόνης ζούσε στην Ἐρύθεια (Ἐρυθείη, ή Ἐρυθηίδα), ένα νησί των Εσπερίδων, στη μακρινή Δύση (το… Far West τού αρχαίου κόσμου): Ἑσπερία ήταν η Δύση, ιδίως η Ιβηρία, ενώ Ερύθεια λεγόταν μια από τις Εσπερίδες, αλλά και η κόρη τού φοβερού και τρομερού γίγαντα. “Ο Γηρυόνης σκοτώθηκε από την υπέρτερη δύναμη του Ηρακλή στην περιτριγυρισμένη από θάλασσα Ερυθηίδα”, μας λέει ο Ἡσίοδος στην Θεογονία του. Ο Ηρακλής έστησε δυο τεράστιες πέτρες, τις λεγόμενες Ηράκλειες Στήλες, για να σταθεροποιήσει την περιοχή, και να διασφαλίσει έτσι τον διάπλου τού στενού τού Γιβραλτάρ. Ίδρυσε και αποικίες, μεταξύ πολλών άλλων τα Γάδειρα, στο νησί τού Γηρυόνη, όπου οι Φοίνικες θ’ αποκτούσαν αργότερα την έδρα των επιχειρήσεών τους: το Gadir (νῦν Cádiz). Ένας τύμβος, κοντά στα Γάδειρα, ήταν, λένε, ο τάφος τού Γηρυόνη. Υπάρχουν, μάλιστα, κάποιοι μύθοι πως ο Ηρακλής είναι επίσης θαμμένος στην Ισπανία.
Ο Γηρυόνης φιγουράρει μεταξύ των μυθικών βασιλιάδων τής Ταρτησσού. Ο εγγονός του, Νώραξ (Norax, ή Norace), κατέκτησε τη νότια Σαρδηνία, ίδρυσε την πόλη Νώρα, κι έγινε ήρωας της νουραγικής μυθολογίας. Υπαγόρευσε τους πρώτους νόμους, χώρισε την κοινωνία σε “επτά τάξεις”, και υποχρέωσε τους αριστοκράτες να εργάζονται. Αργότερα, ο Gárgoris εισήγαγε το εμπόριο, τη μελισσοκομία, και νέα γεωργικά εργαλεία, όπως το αλέτρι. Άλλοι, πάλι, λένε πως τις γεωργικές καινοτομίες τις εισήγαγε ο γιος (κι εγγονός) του, ο Habis (Habido, Abido, Abidas, Abidis, Gabis, ή Gabid, όπως αναφέρεται σε ποικίλες παραλλαγές τού θρύλου), που τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Οι μεταγενέστερες γενιές Ελλήνων συνέδεσαν την περιοχή με την Ταρτησσό. Επιπλέον, οι αρχαίοι πίστευαν ότι κάπου έξω από τις Ηράκλειες στήλες βρίσκονταν ο Κῆπος τῶν Ἑσπερίδων και οι Μακάρων νῆσοι, τα Ἠλύσια πεδία.
Ἡρακλῆς, Ἑσπερίδες, Μακάρων νῆσοι, Σαρδηνία
-
● O Ἡρακλῆς ήταν δισέγγονος του Περσέα, του θρυλικού ιδρυτή των Μυκηνών, που σκότωσε τη Γοργόνα Μέδουσα. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να βρει τις Εσπερίδες, ώστε να τον εξοπλίσουν κατάλληλα. Ἐν τέλει, κόβοντας το κεφάλι τής Μέδουσας, από τον λαιμό της ξεπήδησαν ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (χρυσὸς + ἄορ = σπαθί, ἤτοι “Χρυσοσπάθης”), λόγω της συνεύρεσής της με τον Ποσειδῶνα. Ο Χρυσάωρ έγινε βασιλιάς τής Ιβηρίας. Γιος και διάδοχός του ήταν ο Γηρυόνης, που ζούσε σε νησί των Εσπερίδων, την Ερύθεια, την “ερυθρά νήσο” τής εσπέρας, επειδή την έλουζαν οι ακτίνες τού ήλιου κατά τη δύση του. Την ταύτιζαν με τα Γάδειρα, μα υπάρχουν και άλλες εκδοχές, όπως οι Βαλεαρίδες, ή και το Δέλτα στις εκβολές τού Γουαδαλκιβίρ (βλέπε Χρονικό 26, Η Ταρτησσός και οι Φοίνικες). Καθώς πήγαινε ο Ηρακλής προς την περιοχή, μας λέει ο Ἡρόδοτος, διέσχιζε την έρημο της “Λιβύης”, ἤτοι του Μαγρέμπ, και αγανάκτησε τόσο από την ζέστη, ώστε έριξε ένα βέλος του ενάντια στον Ἥλιο. “Θαυμάζοντας το θάρρος του”, ο θεός έδωσε στον ήρωα το χρυσό του κύπελλο (το σκάφος), με το οποίο έπλεε στις θάλασσες από τη Δύση στην Ανατολή κάθε βράδυ. Με αυτό έφτασε ο Ηρακλής στην Ερύθεια. Ήταν ένα αγαπημένο θέμα των αγγειογράφων. Αντίθετα, ο Διόδωρος λέει πως ο Ηρακλής πήγε στην Εσπερία διὰ θαλάσσης, αφού συγκέντρωσε στην Κρήτη μεγάλο στόλο, ώστε να πολεμήσει εναντίον τού πλούσιου βασιλιά τής Ιβηρίας, του Χρυσάωρος, και των τριών γιων του. Ο Στησίχορος συνέθεσε ένα τραγούδι για τον Γηρυόνη, με τίτλο Γηρυονηΐς (6ος αιώνας), κάνοντας την πρώτη αναφορά στην Ταρτησσό, και διευκρινίζοντας ότι βρίσκεται δίπλα στις Εσπερίδες. Την εκδοχή θα επαναλάβει κατόπιν ο Στράβων στα Γεωγραφικά του.

Ο Ηρακλής, ο Πάνας, ένας σάτυρος και γυναίκες
στον Κήπο των Εσπερίδων, του Ζωγράφου των
Εσπερίδων, ὑδρία (στάμνα), αρχές 4ου αιώνα ΠΚΧ
-
Ο γυρισμός στην Ελλάδα με τα βόδια ήταν άθλος τού Ηρακλή. Αρχικά, διέσχισε τα Πυρηναία, που ο ίδιος δημιούργησε, όταν η αγαπημένη του, Πυρήνη, γέννησε ένα ερπετό, κατατρομοκρατήθηκε και άρχισε να τρέχει στο δάσος, ώσπου ξεψύχησε. Ο ήρωας έφτιαξε τον τύμβο της, συγκεντρώνοντας βράχους και σχηματίζοντας έτσι τα Πυρηναία. Σαν βρέθηκε στη Γαλατία, έφτασε στην περιοχή τού Μονακό, όπου έδιωξε τους παλαιούς θεούς. Γι’ αυτό χτίστηκε σ’ ένα ακρωτήρι ο ναός τού Ηρακλή Μόνοικου (μόνος + οἶκος)· ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν ο μοναδικός στη μετέπειτα Κυανή Ακτή. Στον 6ο αιώνα ΠΚΧ, οι Φωκαείς έχτισαν εκεί την αποικία Μόνοικος. Το μοναδικό βαθύ λιμάνι στο Μονακό είναι αφιερωμένο στον μεγάλο ήρωα: Port Hercule. Παράλληλα, ο Ηρακλής ίδρυσε τις πόλεις Ἀλεσία και Νέμαυσο, κι έγινε ο πατέρας των Κελτών. Φτάνοντας στη Λιγυρία, δυο γίγαντες, ο Ἀλεβίων και ο Βεργίων, γιοι τού Ποσειδώνα, θέλησαν ν’ αρπάξουν τα βόδια, μα πλήρωσαν με την ζωή τους. Στην αναμέτρηση αυτή είχε τη βοήθεια του Δία, που έριξε στους γίγαντες μια βροχή από πέτρες. Η διαδρομή στην Ιταλία ήταν σχετικά ήρεμη, ως τα νότια της χερσονήσου, κοντά στο Ῥήγιον, όταν ένα βόδι πήδηξε στην θάλασσα κι έφτασε στη Σικελία, όπου το ιδιοποιήθηκε ένας άλλος γιος τού Ποσειδώνα, ο Ἔρυξ, βασιλιάς τής ομώνυμης πόλης και άριστος πυγμάχος. Ο Ηρακλής πάλεψε μαζί του και τον σκότωσε για να πάρει πίσω το ζώο. Το μοναδικό πρόβλημα που προέκυψε κατόπιν ήταν στην Θρᾴκη, όταν η Ἥρα τρέλανε τα βόδια. Ο Ηρακλής χρειάστηκε να φτάσει ως τον Ἑλλήσποντο για να τα ξαναμαζέψει, και τελικά να τα παραδώσει στον Εὐρυσθέα, που τα θυσίασε στη σύζυγο και αδερφή τού Δία.
-
● Οι Ἑσπερίδες, στην ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, λάτρεις τού τραγουδιού, που φρόντιζαν έναν γαλήνιο κήπο στη δυτική άκρη τού κόσμου, κοντά στα όρη τού Άτλαντα της βορειοδυτικής Αφρικής, “στο χείλος τού μεγάλου Ωκεανού που περιβάλλει την οικουμένη”. Θεωρούνταν κόρες τού Ἕσπερου, ἤτοι εσπερινού, ή και αποσπερίτη: του πλανήτη τής Ἀφροδίτης. Ήταν τρεις (όπως και άλλες ελληνικές τριάδες, σαν τις Χάριτες, ή και τις Μοίρες): η Αἴγλη (“εκθαμβωτική”), η Ἀρέθουσα (“υδροχόος”), και η Ἐρύθεια (“ερυθρά”). Ο Κήπος των Εσπερίδων ήταν το περιβόλι τής Ήρας στη Δύση, όπου υπήρχε κάποιο δέντρο, ή άλσος, που έβγαζε “χρυσά μήλα”, τα οποία χάριζαν την αθανασία. Σε κατοπινά χρόνια συνέδεσαν τα φρούτα αυτά με τα πορτοκάλια, που ήταν άγνωστα στην Εὐρώπη και τη Μεσόγειο πριν από τον Μεσαίωνα. Βάσει της υπόθεσης αυτής, η ελληνική βοτανική ονόμασε όλα τα κιτροειδή “ἑσπεριδοειδῆ” – υπονοώντας ότι μας ήρθαν από τη Δύση, ενώ στην πραγματικότητα κατάγονται από την Ανατολή: τη νοτιοανατολική Ἀσία.(2)

Παραδοσιακό Rabelo στον Δούρο, που μετέφερε
επί αιώνες ανθρώπους και αγαθά, κυρίως κρασί.
- (2) Σε ορισμένες γλώσσες, η λέξη πορτοκάλι προέρχεται από τ’ όνομα της Πορτογαλίας, της πάλαι ποτέ κύριας πηγής των εισαγωγών: πορτοκάλι στα ελληνικά, portokal στα βουλγάρικα και σλαβομακεδόνικα, portocală στα ρουμάνικα, και phortokhali στα γεωργιανά· ή portogallo, purtualle, σε διαλέκτους τής νότιας Ιταλίας. Σχετικά ονόματα βρίσκουμε και σε μη ευρωπαϊκές γλώσσες: portakal στα τούρκικα, al-burtuqal στ’ αράβικα, porteghal στα πέρσικα, και birtukan στα αμχαρικά (την αιθιοπική γλώσσα).
-
● Όσο για τη λέξη Πορτογαλία, αυτή προέρχεται από το ρωμαϊκό Portus Cale, που εξελίχθηκε σε Portugale κατά τον 7ο-8ο αιώνα ΚΧ. Το Cale ήταν ένας πρώιμος οικισμός στις εκβολές τού ποταμού Δούρου, στα βόρεια της χώρας. Μυστήριο καλύπτει την ετυμολογία τού ονόματος, ή και την ταυτότητα των ιδρυτών τής πόλης. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως οι πρώτοι κάτοικοι του Cale ήταν Έλληνες, και ότι τ’ όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη κάλλος, λόγω της ομορφιάς τής κοιλάδας τού Δούρου. Η γενικά αποδεκτή εξήγηση, όμως, είναι πως πρόκειται για εθνώνυμο, προερχόμενο από τους Callaeci, ή Gallaeci, που ζούσαν εκεί. Το ίδιο ισχύει για τα ονόματα Γαλικία και Γάια, όπως λέγεται η δίδυμη πόλη τού Πόρτο, στις εκβολές τού Δούρου. (Για τον ελληνικό αποικισμό Λουζιτανίας-Γαλικίας, βλέπε Χρονικό 5, Οι Οδύσσειες του Τρωικού).
-
● Ποταμός Δοῦρος: ίσως < Δούριος: δουρά, ξυλεία, ή Δωρίας: Δωρίς.
-
● Οι Μακάρων νῆσοι, στην ελληνική, αλλά και την κέλτικη μυθολογία, ήταν ένας παράδεισος γαλήνιος, χωρίς χειμώνες, όπου γίνονταν δεκτοί ήρωες και άλλοι θνητοί που είχαν την θεϊκή εύνοια. Οι Έλληνες πίστευαν ότι τα νησιά βρίσκονταν στον Δυτικό ωκεανό, στον Ωκεάνιο ποταμό που περιέβαλλε τη γη. Ο Στράβων τα τοποθετούσε απέναντι από τη Μαυριτανία, τη Δυτική Σαχάρα και το Μαρόκο (“Μαυρουσία”). Ήταν νήσοι πέρα από τα πέρατα της γης, όπου δεν έπεφταν ποτέ χιόνια ή δυνατές βροχές, αλλά ο Ωκεανός έστελνε πάντα ζωογόνα την πνοή τού Ζέφυρου για να δροσίζει ευεργετικά τους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος, που συχνά-πυκνά αναφερόταν στα νησιά, τα τοποθετούσε με βεβαιότητα στον Ατλαντικό, λέγοντας πως έφτανε κανείς εκεί από την Ιβηρία μετά από ολιγοήμερο ταξίδι:
-
“Λένε πως πρόκειται για δυο νησιά, που χωρίζονται από έναν πολύ στενό πορθμό, σε απόσταση [2000 χιλιομέτρων] από την Αφρική… Μια ακράδαντη πεποίθηση έχει ριζώσει, ακόμη και μεταξύ των βαρβάρων, πως εκεί βρίσκονται τα Ηλύσια πεδία, και ο τόπος διαμονής των Μακάρων, που τραγούδησε ο Ὅμηρος.”
-
Η σύγχρονη γεωγραφία ονομάζει αυτά τα νησιά Μακαρονησία (από το ελληνικό τους όνομα Μακάρων νῆσοι). Είναι τέσσερα αρχιπελάγη: οι Αζόρες και η Μαδέρα (Πορτογαλία), τα Κανάρια (Ισπανία), και το Πράσινο Ακρωτήρι.
-
● Οι διασυνδέσεις Ιβηρίας και Σαρδηνίας, που υποδηλώνει σαφώς η μυθολογία, επιβεβαιώνονται από αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, γλωσσικά, πολιτισμικά, ή και ιστορικά στοιχεία. Στ’ ανατολικά τους, οι Σαρδηνοί είχαν, φυσικά, επαφές με τους Μυκηναίους, που συναλλάσσονταν σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, καθώς και με τους Κρῆτες, λ.χ. με την Κυδωνία, τα σημερινά Χανιά, όπως φαίνεται από τ’ αγγεία που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στη Σαρδηνία. Προφανώς οι επιρροές ήταν ευρύτερες. Μια βαθμιδωτή πυραμίδα στο Monte d’Accoddi, κοντά στο Σάσσαρι, παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το μνημειακό συγκρότημα Los Millares, στην Ανδαλουσία, ή επίσης με κατοπινά οικοδομήματα στις Βαλεαρίδες. Ορισμένοι μελετητές βρίσκουν ομοιότητες με μεσοποτάμια κτίσματα, και τις αποδίδουν σε μεταναστεύσεις, ιδίως Σουμερίων, στη δυτική Μεσόγειο. Έλληνες ιστορικοί και γεωγράφοι χαρακτήριζαν τα μυστηριώδη μεγαλιθικά nuraghe ως δαιδάλεια, αποδίδοντάς τα, εμμέσως, στον Δαίδαλο, που εγκαταστάθηκε στη Σικελία, κι έπειτα στη Σαρδηνία, αφού απέδρασε από την Κρήτη, όπου, μεταξύ άλλων, είχε χτίσει τον Λαβύρινθο. Λένε πως ο Μίνως τον κυνήγησε ως τη Σικελία, αλλά ο Δαίδαλος κατάφερε να τον σκοτώσει.
-
Με το ξεκίνημα του νουραγικού πολιτισμού στον 18ο αιώνα κατά την χαλκολιθική περίοδο, ο χαλκός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή όπλων και άλλων ειδών. Σύντομα το νησί, που ήταν πλούσιο σε ορυκτά, κυρίως χαλκό και μόλυβδο, γέμισε καμίνια για την παραγωγή κραμάτων, που μεταφέρονταν στα λιμάνια όλης τής λεκάνης τής Μεσογείου – πιθανόν με πλοία μινωικά, αργότερα μυκηναϊκά, ίσως και σαρδηνιακά. Ο νουραγικός πολιτισμός απέκτησε έμπειρους μεταλλουργούς, από τους σπουδαιότερους παραγωγούς μετάλλων στην Ευρώπη. Περνώντας στην εποχή τού μπρούντζου, άρχισαν να φτιάχνουν πλήθος προϊόντων με αυτό το νέο κράμα, όπως όπλα, εργαλεία, ή αναθήματα, λ.χ. μπρούντζινα πλοία, που δείχνουν την στενή τους σχέση με την θάλασσα. Μα η Σαρδηνία δεν συγκαταλεγόταν στον σημαντικό εκείνον χάρτη των πηγών κασσίτερου της αρχαιότητας (Κορνουάλλη-Ντέβον, Βρετάνη, Ιβηρία, Βοημία–Σαξωνία). Ωστόσο, λόγω του υπόλοιπου ορυκτού της πλούτου, απετέλεσε κέντρο εμπορίας μετάλλων τής εποχής εκείνης, και δεν αποκλείεται να εισήγαγε κασσίτερο από την Ιβηρία, για να τον διαθέτει μετά στην υπόλοιπη Μεσόγειο. Συνεπώς, οι έμποροι από το Αιγαίο, όπως και άλλες περιοχές, όπου ο κασσίτερος σπάνιζε, έριχναν πάρα πολύ συχνά άγκυρα στα λιμάνια της. Έτσι εξηγούνται και οι πολιτισμικές επιρροές στη νουραγική κουλτούρα, από τους πολιτισμούς των Μυκηνών, της Κρήτης, και της Κύπρου, καθώς και η παρουσία μυκηναϊκών, κρητικών, και κυπριακών αγγείων, ή και ντόπιων αντιγράφων τους, σε 5-6 νουραγικές κοινότητες, που αποτελούσαν διαμετακομιστικούς κόμβους κατά την ύστερη εποχή τού μπρούντζου.
-
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο Χρονικό, εκείνη την εποχή (15ος – 13ος αιώνας ΠΚΧ) σημειώθηκαν τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών, μεταξύ των οποίων και των Λαών τής Θάλασσας, που έφεραν την καταστροφή στους Μυκηναίους και τους Χετταίους, ενώ αποπειράθηκαν να καταλάβουν την Αίγυπτο. Υπενθυμίζουμε πως ορισμένοι μελετητές συνδέουν μια από τις φυλές των Λαών τής Θάλασσας, τους Shardana, με τους Σαρδηνούς τής νουραγικής εποχής, που εγκαταστάθηκαν στο νησί είτε πριν, ή μετά από την αποτυχημένη εισβολή στην Αίγυπτο. Πρόκειται γι’ αμφιλεγόμενες θεωρίες, που δεν αποδέχονται οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και ιστορικοί. Ο Σιμωνίδης ὁ Κεῖος, ωστόσο, σ’ ένα χαμένο έργο του, που αναφέρει ο Ζηνόβιος, έκανε λόγο για επιδρομές Σαρδηνών στην Κρήτη, κατά την περίοδο της εισβολής των Λαών τής Θάλασσας στην Αίγυπτο. Αυτό ίσως να επιβεβαιώνει πως οι Σαρδηνοί, κατά τη νουραγική εποχή, σύχναζαν και στην ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, έχουν βρεθεί νουραγικά αγγεία τού 13ου αιώνα στην Τίρυνθα, και την περιοχή τού σικελικού Ακράγαντα, κατά μήκος τής θαλάσσιας ρότας που συνέδεε το ανατολικό με το δυτικό τμήμα τής mare nostrum.
-
Το δεύτερο σε μέγεθος νησί τής Μεσογείου, μετά από τη Σικελία, ονομαζόταν από τους Έλληνες Ἰχνοῦσα. Πήρε τ’ όνομα Σαρδηνία μάλλον από τον Σάρδο, μυθικό ήρωα του νουραγικού πανθέου, που αποίκισε το νησί από τη Λιβύη. Πατέρας του ήταν ο Μακήρις, σχετιζόμενος ίσως με τον Φοίνικα Μελκάρτ, που ταυτιζόταν με τον Λίβυο Ηρακλή. Συναφής παράδοση συνέδεε τον Σάρδο με τους Ηρακλείδες, που εγκαταστάθηκαν εκεί μ’ επικεφαλής τον Ιόλαο, ανιψιό τού Ηρακλή, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη. Ο Ἰόλαος θεωρείται γενάρχης τής φυλής των Ιολαίων,(3) που, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες Καρχηδονίων και Ρωμαίων, έμειναν ανυπότακτοι. Ίδρυσε επίσης πολλές πόλεις, από τον Εὔξεινο Πόντο ως τη Σικελία και τη Σαρδηνία, ζητώντας τη συνδρομή τού Δαίδαλου. Είναι εντυπωσιακό πως οικοδομήματα του τελευταίου σώζονταν ακόμη κατά την εποχή τού Διόδωρου (1ος αιώνας ΠΚΧ). Τέλος, γύρω στα 1000 ΠΚΧ, πρωτοεμφανίστηκαν ἐπὶ σκηνῆς οι Φοίνικες, ρίχνοντας ολοένα και συχνότερα άγκυρα σε ήδη υφιστάμενα λιμάνια, όπως Caralis, Νώρα, Βύθια, Σολκοί, Θάρρος, και Ὀλβία (ελληνικά ονόματα τα πιο πολλά), ενώ από τον 8ο αιώνα, άρχισαν να ιδρύουν (ή να ιδιοποιούνται) οχυρά και πόλεις, κυρίως στα στρατηγικής σημασίας νοτιοδυτικά παράλια.(4)
- (3) Φυλές Σαρδηνίας και Κορσικής: Κορσικανοί (ίσως από Λιγυρία) αποίκισαν την Κορσική από τη βόρεια Σαρδηνία· Βάλαροι των Βαλεαρίδων (από Ιβηρία, ή νότια Γαλλία, σχετιζόμενοι με τους Βάσκους) αποίκισαν τα βόρεια-κεντρικά τής Σαρδηνίας· Ιολαίοι (από βόρεια Αφρική, ή δυτική Σικελία, ή ανατολική Μεσόγειο) αποίκισαν τα κεντρικά-νότια. Οι διάλεκτοι Gallurese, Logudorese, και Campidanese, αντιστοιχούν ενδεχομένως στις ἐν λόγῳ φυλές.
- (4) Η Σαρδηνία και η Κορσική αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση και στη μουσική, καλλιεργώντας μια από τις παλαιότερες μορφές φωνητικής πολυφωνίας, εξίσου αρχαίας με την πολυφωνία τής Ηπείρου (μαζί και της Αλβανίας). Η UNESCO ανακήρυξε αυτό το είδος τραγουδιού, cantu a tenore, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά, το 2005. Το cantu a cuncordu, ένα παρόμοιο στυλ, αντιστοιχεί στην κορσικάνικη paghjella, κι έχει χαρακτήρα θρησκευτικό.
-
● Η πολυφωνία επεκτείνεται και στα όργανα. Ένα χαρακτηριστικό πολυφωνικό πνευστό, που απαρτίζεται από τρεις αυλούς, είναι οι launeddas (το λεγόμενο “τριπλό κλαρίνο” ή “τρίαυλος”). Οι αυλοί παίζονται με κυκλική αναπνοή, και ο ήχος τους μπορεί να είναι συνεχής. Ο ένας αποτελεί τον ισοκράτη, οι άλλοι δυο αποδίδουν τη μελωδία σε τρίτες κι έκτες. Οι πρόγονοι των launeddas μάλλον βρίσκονταν στην Αίγυπτο των αρχών τής 3ης χιλιετίας ΠΚΧ. Εκείνοι οι αυλοί με γλωσσίδα λέγονταν memet· αναπαραστάσεις τους βρίσκουμε σε ανάγλυφα τάφων, ή και σε πυραμίδες. Οι launeddas εμφανίζονται στον 8ο αιώνα ΠΚΧ τουλάχιστον, και ως τώρα συνοδεύουν θρησκευτικές τελετές, ή χορούς (su ballu). Οι μουσικοί αποδίδουν εκτεταμένες παραλλαγές κάποιων μελωδικών φράσεων, κι έτσι ένας σκοπός μπορεί να διαρκέσει ως μια ώρα, δημιουργώντας ήχους που, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Alessio Surian, ανήκουν στους “στοιχειωδέστερους και με τον μεγαλύτερο συντονισμό τής ευρωπαϊκής μουσικής”.
Ὀδύσσεια Λισαβόνα τού μύθου
Ο GÁRGORIS ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΩΣ ΜΥΘΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ενός από τους λαούς τής Ταρτησσού, στη νότια Πορτογαλία (Algarve και κάτω Alentejo), στο δυτικό άκρο τής Ευρώπης: ήταν οι Κυνήτες, Κυνήσιοι, ή Κόνιοι, τους οποίους ο Ηρόδοτος διέκρινε από τους Κέλτες. Ο βασιλιάς, λέει ο θρύλος, είχε αιμομικτικές σχέσεις με την κόρη του, που τ’ όνομά της δεν έχει διασωθεί. Το… “μοιραίο” συνέβη μια μέρα που την τσίμπησε μέλισσα· ο Gárgoris θέλησε να γιατρέψει την πληγή, μαλάσσοντάς την με το στόμα του, με αποτέλεσμα να κυριευτούν από το πάθος (είναι άγνωστο πού ακριβώς ήταν το τσίμπημα)! Όταν έμεινε έγκυος, την φυλάκισε, και διέταξε την θανάτωση του παιδιού. Το εγκατέλειψαν σ’ έναν λόφο, δίπλα σε άγρια θηρία που, ωστόσο, το θήλασαν και το περιέθαλψαν. Σαν έμαθε ο βασιλιάς πως ο γιος (κι εγγονός) του ήταν ζωντανός, διέταξε να τον πάρουν από την σπηλιά, και να προκαλέσουν τον θάνατό του με κάποιον άλλον τρόπο: να τον ποδοπατήσουν βόδια σε άτακτη φυγή, να τον κατασπαράξουν σκύλοι και πεινασμένοι χοίροι, ή αλλιώς, να τον πετάξουν στην θάλασσα για να πνιγεί. Όμως, χάρη στην προστάτιδα Μοίρα, ο Habis (Abidas) κατάφερε να επιβιώσει: όλα τα ζωντανά τον φρόντισαν, ενώ η θάλασσα, μ’ ένα της κύμα, τον έβγαλε σώο στην ακτή. Τελικά, αναθράφηκε από μια ελαφίνα (τ’ όνομά του, στην γλώσσα των Κυνητών, σημαίνει ελάφι), μεγάλωσε σαν θηρίο, κι έγινε επιτήδειος ληστής, μα τον έπιασαν κάτι αγρότες, που τον οδήγησαν στον βασιλιά. Τότε αυτός, βλέποντας ορισμένα ἐκ γενετῆς σημάδια, κατάλαβε πως ήταν ο γιος (κι εγγονός) του. Εντυπωσιασμένος από το θαύμα τής επιβίωσής του απ’ όλες τις δοκιμασίες, τον όρισε διάδοχο του θρόνου… Τον θρύλο κατέγραψε ο γαλατικής καταγωγής Λατίνος ιστορικός, Πομπήιος Τρόγος (1ος αιώνας ΠΚΧ), ενώ τον αφηγήθηκε έμμετρα ο Jerónimo de Arbolanche στο ποίημά του, Abidas (1566).

Περσέας και Ανδρομέδα (1572), του Gustave Moreau
Σύμφωνα με τον Λατίνο ιστορικό, Ιουστίνο, που συνέγραψε την Ἐπιτομὴ τῶν Φιλιππικῶν τοῦ Πομπηίου Τρόγου, ο Habis, ως βασιλιάς πλέον, προχώρησε σε ρηξικέλευθες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, “κατανέμοντας τους πολίτες μεταξύ επτά πόλεων”, και απαγορεύοντας τη δουλεία λόγω χρεών, που ήταν σύνηθες φαινόμενο στ’ αρχαία χρόνια. Ο Ιουστίνος σχολίασε επίσης τις αναλογίες τού θρύλου με παρόμοιες ιστορίες γι’ άλλους γενάρχες όπως οι Περσεύς, Μωυσής, Ρωμύλος και Ρώμος, εκφράζοντας την άποψη πως ο Habis υπερτερεί έναντι των ιδρυτών τής Ρώμης, που αναγκάστηκαν απλώς να έχουν ως τροφό μια λύκαινα, χωρίς να περάσουν από χίλιες δυο δοκιμασίες, ώστε να επιδείξουν ανάλογη ή και υπέρτερη ικανότητα επιβίωσης.(5) Με τόσο χαρισματικό βασιλιά, η περιοχή μεταξύ των εκβολών τού Γουαδαλκιβίρ κι εκείνων τού Σάδου, στο Σετούμπαλ, μεταμορφώθηκε θεαματικά, αφού ο Habis εισήγαγε τη γεωργία, με την σπορά των σιτηρών, και την εκτροφή των βοοειδών, κι έτσι βελτίωσε τη διατροφή των υπηκόων του. Οι απόγονοί του κυβέρνησαν την περιοχή για αιώνες. Σπουδαίο υπήρξε επίσης το νομοθετικό του έργο, με τους έμμετρους νόμους που θέσπισε, και οι οποίοι σταδιακά εμπλουτίστηκαν, αριθμώντας “ἕξ χιλιάδες ἔπη”,(6) κατά την ακμή τής Ταρτησσού, σύμφωνα με τον Στράβωνα. Η παράδοση των έμμετρων νόμων φαίνεται πως ξεκίνησε σ’ εποχές αρχαϊκές, όταν η γραφή δεν ήταν διαδεδομένη, για ν’ απομνημονεύουν οι άνθρωποι και να τηρούν τους νόμους.(7) Αυτοί οι έμμετροι νόμοι ήταν προφανώς γραμμένοι στην ταρτήσσια, ή νοτιοδυτική γραφή,(8) την αρχαιότερη των παλαιοϊβηρικών (7ος – 5ος αιώνας ΠΚΧ). Εκτεινόταν ανάμεσα στις εκβολές τού Γουαδαλκιβίρ κι εκείνες του Σάδου, ή στο εσωτερικό τής Ιβηρίας, φτάνοντας προς ανατολάς ως το Alicante και τη Murcia, όπου καλλιεργήθηκε η ελληνοϊβηρική γραφή. Δεν υπάρχει σύμπνοια μεταξύ των μελετητών για την προέλευση αυτών των ιβηρικών γραφών. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ήταν το φοινικικό abjad, άλλοι πως συνέβαλε και το ελληνικό αλφάβητο. Άρα, κανένας δεν φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην ελληνική γραφή. Φεῦ! Οι “Φοινικολάτρες” δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν καμιά “φοινικοïβηρική” γραφή!

Οδυσσέας και Καλυψώ, του Max Beckmann
- (5) Σχολίασα τις αναλογίες με τον “Μωυσή μωρό” (βλέπε Χρονικό 5. Ιβήρου Οδύσσεια, υποσημείωση 4): ο Habis υπερτερεί κατά κράτος! Ως προς τον Περσέα, να υπενθυμίσω πως όταν ήταν μωρό, ο παππούς Ἀκρίσιος, φοβούμενος έναν χρησμό ότι θα τον σκοτώσει ο εγγονός του, τον πέταξε στην θάλασσα, μαζί με τη μάνα του, Δανάη, μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα. Στις δοκιμασίες του, όταν μεγάλωσε (αποκεφάλισε τη Μέδουσα, κι έσωσε την Αιθιοπίδα πριγκίπισσα, Ἀνδρομέδα, από το Κῆτος), δεν θα έβγαινε νικητής, αν δεν ήταν γιος τού Δία – άρα, υπερτερεί όλων!
- (6) Ἔπος είναι, μεταξύ άλλων: λέξη, στίχος, στροφή, ποίημα, άσμα, νουθεσία, ρητό, χρησμός.
- (7) Περί αρχαιοελληνικών μουσικών νόμων, και την αρχαία παράδοση να άδονται οι νόμοι απ’ τον λαό για ν’ απομνημονεύονται και να τηρούνται, βλέπε Χρονικό 11, υποσημείωση 1, και Χρονικό 16, υποσημείωση 9.
- (8) Ή νοτιο-λουζιτανική γραφή, ή βαστουλο–τουρδητανική, ή κι escrita conia (γραφή Κυνητών).
Οι Gárgoris και Habis πρωταγωνιστούν σε διάφορες παραλλαγές τού ἐν λόγῳ θρύλου. Σε μια από αυτές, ο πρώτος παραλληλίζεται με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, ενώ, αντίθετα, ο δεύτερος παρουσιάζεται ως θύμα διώξεων, επειδή εισήγαγε τη γεωργία στη βουκολική Ταρτησσό. Μια άλλη εκδοχή, που παρεισέφρησε εντελώς απροσδόκητα σ’ ένα βιβλίο περί fado, είναι προφανώς μεταγενέστερη, αποσιωπώντας το στοιχείο τής αιμομιξίας, ώστε να καταστεί η ιστορία ηθικά μη επιλήψιμη. Συνδυάζει αυτόν τον θρύλο με τον μύθο τής ίδρυσης της Λισαβόνας, όπως και με την Ὀδύσσεια, διανθίζοντας έτσι την ιστορία με τους προσφιλείς μας ομηρικούς ήρωες. Σε αυτήν την εκδοχή, που αφηγείται ο Mascarenhas Barreto, στο βιβλίο του, Fado / Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση, με τις πολυάριθμες παρενθετικές μυθολογικές ή ιστορικές του υποσημειώσεις, ο Gárgoris παρουσιάζεται ως ο Ίβηρας βασιλιάς Gregoris, ενώ η κόρη του δεν είναι άλλη από την Καλυψώ. Άρα, την πατρότητα του γιου της την “επωμίζεται” ο Ὀδυσσεύς, ενώ η Ὠγυγία δεν είναι νησί, αλλά οικισμός στις εκβολές τού Τάγου. Ο βασιλιάς τής Ἰθάκης, λέει αυτή η εκδοχή, περιτείχισε την πόλη, και την ονόμασε Ulissea (Οδύσσεια) – ἐξ οὗ Olisipo(na), δηλαδή Λισαβόνα – ενώ ο γιος που απέκτησε με την Καλυψώ, ο Abidis, αφού πέρασε τις δοκιμασίες που είδαμε παραπάνω, ίδρυσε την Scalabis (Santarém), και άλλες πόλεις (λ.χ. Astorga, Astigi, στην Ισπανία· βλέπε Χρονικό 5. Ιβήρου Οδύσσεια, Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ στην Οδύσσεια Λισαβόνα).

Olisipo (Λισαβόνα), Sintra, Scalabis (Santarém),
και Salacia (Alcácer do Sal)
Πολλές εκδοχές υπάρχουν και για τον θρύλο τής ίδρυσης της Λισαβόνας. Σε μια από αυτές, ο Οδυσσέας είδε ένα αστροπελέκι ν’ αστράφτει στον ουρανό και να προκαλεί πυρκαγιά στο έδαφος, σε μιαν άγνωστη χώρα. Τότε ο Ζεύς, ο μέγας θεός των κεραυνών, του είπε να χτίσει μια πόλη σ’ εκείνο το σημείο. Σε αυτήν την χώρα, λέει μια άλλη εκδοχή, βασίλευε η γοητευτική Οφιούσα, που αντί για πόδια, είχε μια τεράστια φιδίσια ουρά. Η βασίλισσα ερωτεύτηκε τρελά τον Οδυσσέα και, για να τον έχει στο πλευρό της, του προσέφερε τον θρόνο τού βασιλείου της. Ο ήρωάς μας, ως πονηρός που ήταν, προσποιήθηκε πως δέχεται, γιατί φοβόταν για την ζωή του αν αρνιόταν. Μα ταυτόχρονα, γέμιζε κρυφά το πλοίο του με προμήθειες. Και μια νύχτα, ενώ η βασίλισσα κοιμόταν, ο Οδυσσέας και το πλήρωμά του χάθηκαν στο σκοτάδι. Εξοργισμένη το πρωί, η Οφιούσα χτυπούσε την τεράστια ουρά της τόσο δυνατά στο έδαφος, ώστε δημιούργησε τους επτά λόφους, όπου είναι χτισμένη η Λισαβόνα. Ὀφιοῦσα,, φυσικά, είναι η Χώρα τῶν Ὄφεων-Ἑρπετῶν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες την ατλαντική Ιβηρία, τη σημερινή Πορτογαλία και Γαλικία, και ειδικότερα την περιοχή γύρω από τις εκβολές τού Τάγου.
-
● Η Οφιούσα των Ελλήνων ήταν για τους Ρωμαίους η Oestriminis (η Άκρα, ή Άπω Δύση, στα λατινικά), κάτι σαν το finis terrae, “τέλος τού κόσμου” (με την οπτική ενός Μεσόγειου). Ο Αβιηνός, Ρωμαίος ποιητής τού 4ου αιώνα ΚΧ, στο έργο του, Ora maritima (Θαλάσσιες ακτές), ανέπλασε τον Μασσαλιώτη περίπλου, του 6ου αιώνα ΠΚΧ, ένα ημερολόγιο καταστρώματος άγνωστου Έλληνα θαλασσοπόρου, κι έγραψε πως οι Oestrimni, που ζούσαν στην περιοχή ἐπὶ μακρόν, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω εισβολής ερπετών. Στην πραγματικότητα, τα ερπετά δεν ήταν φίδια, αλλά άνθρωποι, πιθανότατα οι Saephes, ή Ophis (“λαός των ερπετών”), και Dragani (“λαός των δράκων”), που ήρθαν να εγκατασταθούν σε αυτήν την γη. Οι Saephes ζούσαν σε ορεινή περιοχή, δίπλα στις εκβολές τού Τάγου, όπου υπήρχε ένα νησί, που ο Αβιηνός ονόμασε Ποιητάνιον. Συμμαχώντας με μιαν άλλη φυλή, τους Cempsi, κατάφεραν να πάρουν αυτά τα εδάφη διὰ τῆς βίας από τους Oestrimni. Οι νεοφερμένοι ήταν, προφανώς, είτε πρωτο-Κέλτες, ή Κελτίβηρες, ενώ οι Oestrimni οι παλαιολιθικοί κάτοικοι της ατλαντικής Ιβηρίας.
-
Οι Όφεις, που λάτρευαν τα ερπετά, ζούσαν στα βουνά τής βόρειας Πορτογαλίας και Γαλικίας, ή στις εκβολές των ποταμών Δούρου, Κάβαδου, Τάγου, και Σάδου. Οι Σαίφες, μαζί με τους Κέμψους, ζούσαν στην γη των Κυνητών (το Algarve και Κάτω Alentejo, όπου βασίλεψε ο Gárgoris). Οι Κέμψοι, ίσως με σημαντικές γερμανικές και λίγυες προσμίξεις, έφτασαν στην Ιβηρία γύρω στο 650 ΠΚΧ, κι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα τού Τάγου, ή και στην χερσόνησο του Σετούμπαλ, όπου ο Αβιηνός προσδιόρισε το σημερινό Ακρωτήρι Espichel ως lugum cempsicum. Οι Δρακάνοι, τέλος, κατάγονταν μάλλον από τη Λιγυρία, περιοχή τής ΒΔ Ιταλίας, κι έφτασαν στη ΒΔ Ιβηρία (Κανταβρία, Αστούριες, Γαλικία, και Μπέιρα) με κέλτικες προσμίξεις, ήταν Κελτολίγυρες. Τ’ όνομά τους δείχνει πως έφεραν τους δράκους στην Ιβηρία, όπου οι ντόπιοι πρέπει να είχαν ήδη στη λατρεία τους τούς δικούς τους γρύπες.
-
Ένα άλλο υπερφυσικό ον, στους θρύλους τής Πορτογαλίας και της Γαλικίας, είναι η Moura encantada (μαγεμένη). Ένας θρύλος αναφέρει ότι στο θερινό ηλιοστάσιο, ένα νεαρό θηλυκό ερπετό, μια χθόνια θεά, αποκάλυπτε κρυμμένους θησαυρούς σε όσους τριγυρνούσαν στα δάση. Η παρθένα, έλεγαν, ζούσε στην περιοχή τού Πόρτο. Κατά το ηλιοστάσιο, οργάνωναν γιορτές προς τιμήν της. Στο υπόλοιπο της χρονιάς, γινόταν φίδι και ζούσε κάτω από βράχια. Ως προσφορά, οι βοσκοί τής άφηναν λίγο γάλα από τα κοπάδια τους.

Καλυψώ και Οδυσσέας, του William Russell Flint
Ως προς την Καλυψώ, κατά την ελληνική μυθολογία, δεν ήταν πριγκίπισσα, αλλά νύμφη, στη νήσο τής Ωγυγίας, κόρη τού Άτλαντα, γι’ αυτό ονομαζόταν και Ατλαντίδα (Όμηρος), ή και Ωκεανίδα, ήταν δηλαδή μια από τις κόρες τού Ὠκεανοῦ (Ησίοδος). Ωστόσο, και οι δύο εκδοχές συνδέονται με την περιοχή των Ηρακλείων στηλών, ή με τον Ατλαντικό ωκεανό. Ο Ἄτλας, ο Τιτάνας που συγκρατούσε την ουράνια σφαίρα, ταυτίστηκε με την οροσειρά τού Άτλαντα στη βορειοδυτική Αφρική. Αρχαίοι μελετητές τού έργου και της γεωγραφίας τού Ομήρου,(9) μεταξύ άλλων, ο Στράβων και ο Πλούταρχος, εξέφρασαν την άποψη πως η Ωγυγία, ή και η Σχερία, το νησί των Φαιάκων, βρίσκονταν στον Ατλαντικό, και ορισμένοι ταύτισαν κάποιο από τα νησιά, ή και τα δυο, με την Ἀτλαντίδα. Ο Πλούταρχος γράφει και πάλι με μεγάλη σαφήνεια πως
-
“ένα Ὠγύγιο νησί βρίσκεται μακριά, στ’ ανοιχτά τής θάλασσας, σε απόσταση ενός πενθήμερου ταξιδιού από την Βρετανία, με κατεύθυνση προς δυσμάς”.(10)
Κάνει επίσης λόγο για τη “μεγάλη ήπειρο”, που ερμηνεύθηκε είτε ως αναφορά στην Αμερική, ή ως υπαινιγμός στην Ατλαντίδα. Πολλά χαρακτηριστικά των Φαιάκων, όπως η ναυτοσύνη τους, υποδηλώνουν είτε τη μινωική Κρήτη, ή την Ατλαντίδα. Η περιγραφή τού παλατιού τους παραπέμπει σε προηγμένο πολιτισμό. Ιδίως τα πλοία τους ήταν εκπληκτικά, εντελώς διαφορετικά από τα καράβια τού Τρωικού πολέμου, και μάλιστα… κατευθυνόμενα με την σκέψη!(11) Εδώ στηρίζεται η άποψη πως ήταν ο Όμηρος, πριν από τον Πλάτωνα, που μίλησε πρώτος για την Ατλαντίδα.

Ο Δευκαλίων και η Πύρρα, ρίχνοντας πέτρες πίσω τους για να “ξαναγεννήσουν” το ανθρώπινο γένος,
του Andrea del Minga
- (9) Για τη γεωγραφία τής Οδύσσειας, βλέπε Χρονικό 15. Πλώρη για Rio de Janeiro!, Παράρτημα: Ἀτλαντικὴ Ὀδύσσεια.
- (10) Η Ωγυγία, συνδεδεμένη με τον Ὠγύγιο κατακλυσμό, και τον μυθικό βασιλιά τής Ἀττικῆς, ή Βοιωτίας, Ὠγύγη ή Ὠγύγο, παραπέμπει σ’ έννοιες όπως αρχέγονος, πανάρχαιος, πρωταρχικός, υποδηλώνοντας ότι το νησί τής Καλυψώς ήταν αρχαιότατο. Όταν ο Αἰσχύλος αποκαλεί τον Νείλο Ωγύγιο, κάθε άλλο παρά υπονοεί πως το νησί βρισκόταν στην Αίγυπτο, όπως κάποιοι επιπόλαια σκέφτηκαν.
-
● Η ελληνική μυθολογία αναφέρεται σε τρεις κατακλυσμούς: του Ωγύγη, του Δευκαλίωνα, και του Δάρδανου.
- (11) Πλοία προγραμματισμένα ηλεκτρονικά: ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει στη διάθεσή του ένας Περίπλους στο Αρχιπέλαγος! Φυσικά, σὺν τοῖς ἄλλοις, με αυτήν την τεχνολογία κατὰ νοῦ, η ιδέα πως η Σχερία-Φαιακία μπορεί να ήταν η Κέρκυρα θα πρέπει ν’ αποκλειστεί. Πιθανότερο φαντάζει οι Φαίακες να ήταν τελικά Μινωίτες με την Κνωσό και τα εκπληκτικά τους πλοία!
-
● Ο Όμηρος ανέφερε πως ήταν πλοία ταχύτερα από τα γεράκια, ενώ ο βασιλιάς Ἀλκίνοος εξήγησε λεπτομερώς στον Οδυσσέα ποιες ακριβώς πληροφορίες έπρεπε να δώσει στα σκάφη για να τον οδηγήσουν στην Ιθάκη:
-
“Πες μου την χώρα, τον λαό, και την πόλη σου, ώστε τα πλοία μας να χαράξουν αναλόγως τον προορισμό τους, και να σε μεταφέρουν εκεί. Γιατί οι Φαίακες δεν έχουν καπετάνιους: τα σκάφη τους δεν έχουν πηδάλια σαν αυτά που έχουν τα καράβια άλλων λαών, μα τα ίδια τα πλοία κατανοούν το τι σκεφτόμαστε και τι θέλουμε. Ξέρουν όλες τις πόλεις και τις χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, και μπορούν να διασχίζουν με άνεση την θάλασσα, ακόμη και όταν είναι καλυμμένη από ομίχλη και σύννεφα, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ναυαγήσουν, ή και να πάθουν οποιαδήποτε ζημιά.”
“Παραμύθια”! Όπως και για την ίδρυση της Λισαβόνας, η επωδός που ακούμε ξανά και ξανά, μετά από αυτές τις ιστορίες, είναι πως πρόκειται για μύθους. Η πραγματικότητα είναι άλλη. Ξανά και ξανά, οι περί Ελλήνων παραδόσεις είναι “θρύλοι”, εκείνες περί Φοινίκων “ιστορία”… Μάλλον αληθεύει ότι, δυτικά των Ηρακλείων στηλών, ίσως δεν υπήρξαν διόλου ελληνικοί οικισμοί παρά μόνον ταξίδια εξερευνητικά. Ο μύθος τής ίδρυσης του Olisipo από τον Οδυσσέα δεν είναι παρά μύθος. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να στηρίζει την “ιστορία” τής ίδρυσης της Λισαβόνας “γύρω στο 600 π.Χ.”, ή στο μακρινό 1200 ΠΚΧ, από τους Φοίνικες, με τ’ όνομα Alis Ubbo (“Ασφαλές Λιμάνι”), έστω και αν υπήρχαν στην Ulissea-Olissipona κάποιοι οργανωμένοι οικισμοί με σαφείς μεσογειακές επιρροές, είτε εκείνη τη μακρινή εποχή, ή και αργότερα· μύθος είναι και αυτή…(12) Παρομοίως, μ’ εξαίρεση τα εξερευνητικά ταξίδια των Φοινίκων και των Καρχηδονίων, δεν υπήρξαν, ή τουλάχιστον δεν έχουν εντοπιστεί, αποικίες τους πέρα από το Algarve, ειδικότερα στην Balsa–Tavira,(13) κοντά στα σύνορα Ισπανίας-Πορτογαλίας, με σημαντικές φοινικικές εγκαταστάσεις, ή κι επιρροές, από τον 8ο αιώνα ΠΚΧ και μετά. Οι φοινικικές επιδράσεις στο έδαφος της Πορτογαλίας οφείλονται κυρίως στις εμπορικές και πολιτισμικές ανταλλαγές με την Ταρτησσό.
- (12) Ένας τέτοιος οικισμός είναι το Κάστρο τού Zambujal, ο πιο σημαντικός τής χαλκολιθικής περιόδου (εποχής τού χαλκού) στην χερσόνησο της Λισαβόνας. Φαίνεται πως εκεί οι ντόπιοι συγκατοικούσαν με αποίκους από την ανατολική Μεσόγειο. Η οικονομία τους είχε ως βάση την εντατική γεωργία· παράλληλα, ασχολούνταν με την εξόρυξη, την εκμετάλλευση ορυκτών και τη μεταλλουργία χαλκού, με αποτέλεσμα να προκύψουν έντονες εμπορικές ανταλλαγές, εντός κι εκτός τής χερσονήσου, μεταξύ 3000 και 1700 ΠΚΧ. Οι κάτοικοι εισήγαγαν ορυκτά, όπως χαλκό, και αμφιβολιτικούς λίθους, καθώς επίσης ελεφαντόδοντο και χρυσό. Ο χώρος έχει συντηρηθεί σχετικά καλά, με κάποιους τοίχους να έχουν ακόμη ύψος 4 μέτρα, καθώς η κοινότητα είχε φτιάξει τείχος για να προστατευτεί από ενδεχόμενες επιθέσεις.
- (13) Η Tavira εμφανίστηκε στα τέλη τής εποχής τού μπρούντζου (1000–800 ΠΚΧ). Οι Φοίνικες την ιδιοποιήθηκαν κατά τον 8ο αιώνα, κι έτσι έγινε μια από τις πρώτες τους εγκαταστάσεις στην ιβηρική Δύση. Δημιούργησαν “ένα αποικιακό αστικό κέντρο, με τεράστια τείχη, δυο λιμάνια, δυο τουλάχιστον ναούς, και με κανονικό αστικό σχέδιο” – χαρακτηριστικό που παραπέμπει, ωστόσο, σε πολεοδομία των αρχαίων Ελλήνων, και όχι των Φοινίκων, ή άλλων σημιτικών λαών (βλέπε στο Χρονικό 22, στο ξεκίνημα, τη σύγκριση του Στράβωνα ανάμεσα στην φοινικική Μάλακα και την ελληνική Μαινάκη, στην περιοχή τής σημερινής Μάλαγας, βάσει της δόμησής τους). Το φοινικικό όνομα της πόλης ήταν Baal Saphon, ή Baal Shamin, από τα ονόματα των θεών των κεραυνών, ή τ’ ουρανού, που λάτρευαν οι ΒΔ σημιτικοί λαοί και οι Μεσοποτάμιοι. Σταδιακά, τ’ όνομά της συντομεύτηκε σε Balsa. Άλλοι, αντίθετα, επιμένουν πως το τοπωνύμιο Balsa έχει προέλευση ιβηρική, ίσως βασκική. Απαντάται πλέον και σε άλλα μέρη τού κόσμου.
-
Στα τέλη τού 6ου αιώνα ΠΚΧ, η Tavira καταστράφηκε βίαια λόγω συγκρούσεων, κι ερημώθηκε για έναν αιώνα. Αυτό ίσως συνέβη κατά τη συντριβή τής Ταρτησσού από τους Καρχηδόνιους. Το 410 ΠΚΧ, στη μετα-ταρτήσσια, τουρδητανική περίοδο, οι ιβηρικές αποικίες απαλλάχτηκαν από την καρχηδονιακή ηγεμονία. Ως αποτέλεσμα, ήρθε η ανάκαμψη, με την αστική άνθιση της περιοχής, οπότε και η Tavira αναβίωσε κι αναπτύχθηκε περαιτέρω. Αλλά η αναγέννηση δεν κράτησε πολύ: η πόλη καταστράφηκε κι ερημώθηκε ξανά, στα τέλη τού 4ου αιώνα. Αφού η Καρχηδόνα ισοπεδώθηκε, οι Ρωμαίοι ίδρυσαν, στα μέσα τού 1ου αιώνα ΠΚΧ, ένα λιμάνι, σε απόσταση 7 χιλιομέτρων από την Tavira, που κληρονόμησε τ’ όνομα Balsa.
“Ταρτήσσιον ὄλβιον ἄστυ” (Ἡρόδοτος)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΤΑΡΤΗΣΣΟ. Αυτή η θρυλική πολιτεία εμφανίζεται, περί τα μέσα τής 1ης χιλιετίας ΠΚΧ, σ’ ελληνικές και ανατολικές πηγές. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Όμηρος ήταν και πάλι ο πρώτος που, στην Ἰλιάδα, μίλησε για μια χρυσοφόρο γη, στα δυτικά όρια του κόσμου (Ιβηρία), πριν από τον μεγάλο ωκεανό (τον Ατλαντικό), όπου οι άνθρωποι ζούσαν πολλά χρόνια, ευτυχισμένοι μες στα πλούτη τους. Το Ταρτήσσιον ὄλβιον ἄστυ, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βρισκόταν λίγο έξω από τις Ηράκλειες στήλες, στις εκβολές, και πιο συγκεκριμένα, στο Δέλτα τού ομώνυμου ποταμού, και βασιλιάς του ήταν ο περιώνυμος κι αιωνόβιος Αργανθώνιος – μ’ ένα όνομα που, οπωσδήποτε, μας παραπέμπει στον μεγάλο του πλούτο.
Ένας άλλος ιστορικός, ο Ἔφορος, περιέγραψε στον 4ο ΠΚΧ αιώνα
-
“μια πολύ ευημερούσα αγορά, ὀνόματι Ταρτησσός, πλούσια σε κασσίτερο που μεταφέρει ο ποταμός, καθώς και σε χρυσό και χαλκό από κέλτικα εδάφη.”
Όμως, περί τα τέλη τής χιλιετίας, φαίνεται ότι τ’ όνομά της έπεσε σε αχρηστία, δημιουργώντας την εντύπωση πως η πόλη μπορεί να είχε αφανιστεί, εξαιτίας φυσικών, ή και άλλων αιτίων. Η Ταρτησσός, όπως και η Θήρα, συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες να ήταν το μέρος όπου βρισκόταν η Ατλαντίδα. Ίσως να είχαν και πολλά άλλα κοινά, εξαιτίας μινωικών επιρροών. Οι Ανδαλουσιανοί, όπως οι Έλληνες, ωφελήθηκαν ίσως από τους Κρήτες όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά. Τ’ αρχαιολογικά ευρήματα εκεί έχουν δημιουργήσει μιαν εικόνα ενός εκτεταμένου πολιτισμού, με τον πυρήνα ν’ απλώνεται από την κοιλάδα τού Γουαδαλκιβίρ ως την Ουέλβα, επηρεάζοντας και το σύνολο της νότιας Ιβηρίας, από τις εκβολές τού Τάγου ως και τη νότια περιοχή τής χώρας τής Βαλένσιας. Ο Παυσανίας (2ος αιώνας ΚΧ) προσδιόρισε το ποτάμι κι έδωσε λεπτομέρειες για την τοποθεσία τής πόλης:

Άποψη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ (1854), του Manuel Barrón y Carrillo
-
“Λένε πως Ταρτησσός ονομάζεται ένα ποτάμι στη γη των Ιβήρων, που χύνεται στην θάλασσα από δύο βραχίονες,(14) και πως, μεταξύ αυτών των δύο βραχιόνων, βρίσκεται μια πόλη με το ίδιο όνομα. Ο ποταμός είναι ο μεγαλύτερος στην Ιβηρία και παλιρροϊκός, και σε μια μετέπειτα περίοδο ονομάστηκε Βαέτης”, (ή Βαῖτις). Ενώ οι Μαυρούσιοι τον ονόμασαν αργότερα Μεγάλο Ποταμό (Γουαδαλκιβίρ).(15)
- (14) Ο Στράβων περιγράφει επίσης δυο βραχίονες στις εκβολές τού ποταμού, με τη δημιουργία ενός Δέλτα: “αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Βαίτιος διχῆ σχιζόμεναι· ἡ δὲ ἀπολαμβανομένη νῆσος ὑπὸ τῶν στομάτων ἑκατόν, ὡς δ’ ἔνιοι, καὶ πλειόνων σταδίων, ἀφορίζει παραλίαν.” Στο χωρίο αυτό δεν αναφέρει την Ταρτησσό – που, πάντως, τη μνημονεύει ο μεταγενέστερός του, Παυσανίας. Η χώρα, λέει ο Στράβων, διαθέτει “φυσικά όρια”: είναι οι ποταμοί Ἄνας (Guadiana) και Βαέτης ή Βαῖτις (Guadalquivir), που εύγλωττα καλείται “ἀργυρὸς ποταμός”. Το τοπωνύμιον Ταρτησσίς αναφερόταν στην χώρα, ενώ η πρωτεύουσα ονομαζόταν Ταρτησσός, όπως και το ποτάμι.
- (15) Για τον Αριστοτέλη ήταν… παμμέγιστος ποταμός, αφού νόμιζε πως πήγαζε στα Πυρηναία! Ακόμη και οι διάνοιες, βλέπετε, μπορεί να σφάλλουν οικτρά! Λανθάνει όμως και ο Παυσανίας, αφού ο Γουδαλκιβίρ είναι μόλις ο πέμπτος σε μήκος ποταμός τής Ιβηρίας· προηγούνται κατά σειρά οι ποταμοί Τάγος, Έβρος, Δούρος και Γουαδιάνα. Σύμφωνα με τον Λίβιο, ο Γουαδαλκιβίρ για τους ντόπιους (Ταρτήσσιους και Τουρδητανούς) ήταν ο Κέρτις ή Ρέρκης ποταμός.

Ιβηρία: Ταρτησσός, Οφιούσα, Κελτική, Oestrimni, Dragani, Saephes, Cempsi, Κυνήτες (7ος-5ος αιώνας ΠΚΧ)
Ο ανατολικός βραχίονας, ο μοναδικός που υφίσταται ακόμη, ήταν πολύ πιο απλωμένος τότε. Ο δυτικός βραχίονας δεν υπάρχει πια, αλλά πιστεύεται πως βρισκόταν κοντά στην Ουέλβα. Τώρα σε αυτήν την περιοχή υπάρχουν μόνο λίμνες. Εκείνη την εποχή, ανάμεσα στους δυο βραχίονες του ποταμού, υπήρχε μια μεγάλη λιμνοθάλασσα, μ’ ένα τουλάχιστον νησί μέσα της, όπου βρισκόταν, μάλλον, η θρυλική πόλη τής Ταρτησσού. Το τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό τώρα. Ορισμένα ευρήματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως θα πρέπει να συνέβησαν δύο φυσικές καταστροφές (σεισμοί με τσουνάμι), που προκάλεσαν την καταβύθιση των νησιών και της γύρω ξηράς – μια από τις οποίες συνέβη γύρω στο 1500 ΠΚΧ, ενώ η άλλη περί το 200 ΚΧ.(16) Συνεπώς, οι συμφορές αυτές δεν συνδέονται με τον αφανισμό τής Ταρτησσού, της οποίας οι περισσότεροι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν εντελώς ανεξήγητα, στο μεταίχμιο του 6ου και του 5ου αιώνα ΠΚΧ…
- (16) Οι παραπάνω φυσικές καταστροφές είναι σημαντικές αφού μας δίνουν κάποια στοιχεία για την πόλη τής Ταρτησσού – την ίδρυση και την εξαφάνισή της. Η πρώτη καταστροφή, γύρω στο 1500 ΠΚΧ, υποδηλώνει πως η πόλη ιδρύθηκε προφανώς κατά την περίοδο που ακολούθησε της καταστροφής, δηλαδή κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό τής 2ης χιλιετίας ΠΚΧ. Όσο για τη δεύτερη καταστροφή, περί το 200 ΚΧ, αυτή θα πρέπει να άλλαξε και πάλι τόσο δραματικά την τοπογραφία τής περιοχής ώστε δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός τής πόλης μέχρι σήμερα. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε την έκταση των καταστροφών που προκάλεσαν οι Καρχηδόνιοι, όταν εξαφάνισαν τον ταρτήσσιο πολιτισμό ἀπὸ προσώπου γῆς. Να γιατί η Ταρτησσός ως τις μέρες μας παραμένει μια πόλη θρυλική.
Οι Ταρτήσσιοι, ως εξαιρετικοί μηχανικοί, διέθεταν κάποιο εξελιγμένο σύστημα ρύθμισης της ροής των υδάτων ενός παλιρροϊκού ποταμού. Ο Στράβων μάς περιγράφει μια κοινωνία προηγμένη και αστικοποιημένη, με πλείστες ανθηρές πόλεις στις όχθες τού Ταρτησσού-Βαέτη-Γουαδαλκιβίρ:
-
“Σοφώτατοι δ’ ἐξετάζονται τῶν Ἰβήρων οὗτοι, καὶ γραμματικῇ χρῶνται, καὶ τῆς παλαιᾶς μνήμης ἔχουσι συγγράμματα καὶ ποιήματα καὶ νόμους ἐμμέτρους ἑξακισχιλίων ἐπῶν, ὥς φασι”…
-
(“Θεωρούνται οι πιο μορφωμένοι των Ιβήρων, έχουν γραφή, και ιστορικά χρονικά, και ποιήματα, κι έμμετρους νόμους έξι χιλιάδων επών, καθώς λένε”).
Η κουλτούρα τους χωρίζεται κυρίως σε δύο περιόδους: Η πρώτη ονομάζεται “γεωμετρική”, και συμπίπτει με την ύστερη εποχή τού μπρούντζου, από το 1200 ως το 750 ΠΚΧ – αντιστοιχεί, δηλαδή, περίπου στην ελληνική γεωμετρική τέχνη (Βίοι Παράλληλοι τεχνών; Ίσως)… Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται “ανατολίζουσα”, επηρεασμένη από Φοίνικες και Έλληνες, μεταξύ 750 και 550 ΠΚΧ, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον κλασικό ιβηρικό πολιτισμό. Κάποια παρόμοια μετάβαση στον λουζιτανικό πολιτισμό συνέβη στη νότια περιοχή τής Πορτογαλίας, κυρίως στο Algarve και το Κάτω Alentejo, προεκτεινόμενη παράκτια ως τις εκβολές τού Τάγου. Σημαντικές εξελίξεις τής περιόδου ήταν η εισαγωγή τού κεραμικού τροχού, καθώς και άλλες πρόοδοι της τεχνικής, λ.χ. αρχιτεκτονική, όπως και της γεωργίας. Άλλη μια αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν η περαιτέρω εξειδίκευση και κοινωνική διαστρωμάτωση. Πάρα πολύ σπουδαία καινοτομία υπήρξε η γραφή. Με την άφιξη των Ελλήνων, που η επιρροή τους ξεπερνούσε κατά πολύ την έκταση του αποικισμού τους,(17) ο “οριενταλισμός” άρχισε να μετασχηματίζεται σε ιβηρικό πολιτισμό, ιδίως στα νοτιοανατολικά. Η ελληνική επιρροή είναι ορατή στην σταδιακή αλλαγή τής αρχιτεκτονικής των μνημείων, προσεγγίζοντας τα πρότυπα του ελληνικού κόσμου ολοένα και περισσότερο. Η ιβηρική γραφή εξελίχθηκε από τη λεγόμενη νοτιοδυτική, ή και ταρτήσσια γραφή, μ’ έντονες τις ελληνικές επιδράσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε και μια παραλλαγή τού ελληνικού αλφαβήτου (ιβηροϊωνική γραφή) για την καταγραφή ιβηρικών κειμένων.
- (17) Υπάρχουν χάρτες που δείχνουν μόνο μια ελληνική αποικία σε όλη την Ιβηρία: το Ἐμπόριο. Όλοι οι άλλοι οικισμοί προσδιορίζονται ως ντόπιοι ή φοινικικοί. Ακόμη και η Ἄκρα Λευκή (ένα τοπωνύμιο που το απαρτίζουν δυο ελληνικές λέξεις) επισημαίνεται ως φοινικική αποικία! Με
ποιο μαγικό ραβδί, λοιπόν, εξαπλώθηκαν οι ελληνικές πολιτισμικές επιρροές; Πώς μπόρεσαν
να διεισδύσουν ακόμη και στην φοινικική σφαίρα επιρροής;
Η κουλτούρα (από την φράση “cultura animi”, του Κικέρωνα) είναι και υλική: πρόκειται για τα τεχνουργήματα που δημιουργεί μια κοινωνία, αλλά και για το πώς αυτά αντιστοιχούν στις κοινωνικές σχέσεις. Δίχως καταμερισμό τής εργασίας και τεχνολογία, πάντως, ο πολιτισμός είναι αδιανόητος. Κουλτούρα και πολιτισμός απαιτούν μια οικονομική βάση ώστε να ευδοκιμήσουν. Στην περίπτωση της Ιβηρίας, τα μέταλλα ήταν αυτά που άνοιξαν τον δρόμο προς την αυγή τής εποχής τού μπρούντζου, ενώ αργότερα, η πορεία επιταχύνθηκε, όταν επιτόπου κατέφθασαν ορισμένοι Ανατολίτες. Η εξόρυξη και η τήξη των μετάλλων ξεκίνησαν πριν από τον ερχομό των Μινωιτών, των Ελλήνων, και των Φοινίκων. Οι Ίβηρες συνέλλεγαν μέταλλα στις αποθέσεις των ποταμών τής Ταρτησσού από πολύ παλιά. Τα ορυχεία λ.χ. του Río Tinto, στις όχθες τού ποταμού που εκβάλλει στον κόλπο των Γαδείρων, στην Ουέλβα, υπολογίζεται πως είναι 8.000–10.000 ετών. Τα εκμεταλλεύτηκαν για χαλκό, ασήμι, χρυσάφι, και άλλα ορυκτά, Ίβηρες, Ταρτήσσιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βησιγότθοι, Μαυρούσιοι, και Ισπανοί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που ο τόπος έχει μετατραπεί σε ζώνη περιβαλλοντικής καταστροφής.(18)
- (18) Η περιοχή τού Tinto, λόγω της εκμετάλλευσής της επί δέκα χιλιετίες, μοιάζει με “σεληνιακό τοπίο”, αν μη τι άλλο χειρότερο. Πρόσφατα έγινε επίκεντρο κι επιστημονικού ενδιαφέροντος, λόγω της παρουσίας των λεγόμενων ακραιόφιλων αερόβιων βακτηρίων που ζουν στο νερό. Οι ακραίες συνθήκες στον Río Tinto αναλογούν, προφανώς, σε άλλες περιοχές τού ηλιακού συστήματος, που πιστεύεται πως διαθέτουν νερό σε υγρή μορφή, όπως λ.χ. το υπέδαφος του Άρη, ή το φεγγάρι Ευρώπη τού Δία, όπου κάτω από την παγωμένη της επιφάνεια, σύμφωνα με διάφορες θεωρίες, υπάρχει ένας όξινος ωκεανός νερού. Έτσι, το ποτάμι ενδιαφέρει τώρα τους αστροβιολόγους.
-
Στηριζόμενοι ἐν μέρει στην έρευνά τους στον Río Tinto, δυο επιστήμονες της NASA ανέφεραν το 2005 πως έχουν βρει ισχυρές ενδείξεις, κατά τις οποίες υπάρχει και τώρα ζωή στον Άρη! Αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν, αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα οι Αμερικανοί να έχουν… Αρειανούς δούλους! Ορίστε, λοιπόν, γιατί η Ευρώπη, παραμένοντας εσαεί δορυφόρος, ήδη μεταλλάσσεται σε… Ευρώπη τού Δία, ενώ κινείται αμείλικτα προς τις πύλες τού El Dorado, τις οποίες φρουρεί ο πάντα άγρυπνος Κέρβερος!
Η κοπή νομισμάτων, από τον 7ο αιώνα ΠΚΧ, αύξησε την ζήτηση γι’ ασήμι και μπρούντζο. Έτσι, οι εμπορικές ανταλλαγές, που ως τότε αφορούσαν κυρίως είδη πολυτελείας, απέκτησαν ευρύτερη οικονομική βάση. Είναι η εποχή που η εξόρυξη αργύρου προσέλαβε, όντως, βιομηχανικές διαστάσεις στην επαρχία τής Ουέλβας. Η πρωτεύουσά της συνδεόταν οπωσδήποτε με την Ταρτησσό. Βρέθηκε εκεί η μεγαλύτερη ποσότητα εισαγόμενων ειδών πολυτελείας, και θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό κέντρο. Οι ανασκαφές στην καρδιά τής πόλης αποκάλυψαν ένα μεγάλο εμποροβιοτεχνικό κέντρο, που κράτησε για αιώνες. Έχουν βρεθεί περίπου 90.000 ὄστρακα (πήλινα θραύσματα), εγχώρια, αλλά και εισαγόμενα (φοινικικά κι ελληνικά). Αυτά τ’ αγγεία, που χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 8ο αιώνα ΠΚΧ, είναι παλαιότερα από τα ευρήματα σε άλλα φοινικικά εμπόρια. Η συνύπαρξη ξένων προϊόντων και υλικών μαζί με ντόπια, μας επιτρέπει να φανταστούμε το αρχαίο λιμάνι τής Ουέλβας ως σημαντικό κόμβο υποδοχής, κατασκευής, και αποστολής ποικίλων προϊόντων διαφόρων και μακρινών προελεύσεων ή προορισμών. Ευρήματα σε άλλα μέρη τής πόλης μάς βοηθούν να εκτιμήσουμε την έκτασή της σε 200 περίπου στρέμματα – άρα, ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τις πόλεις τής Ιβηρίας εκείνης της εποχής. Η ανάλυση των γραπτών πηγών, και των προϊόντων που έχουν ανασκαφεί, ανάμεσά τους και χιλιάδες ελληνικά αγγεία, μερικά από τα οποία είναι έργα εξαιρετικής ποιότητας, γνωστών ζωγράφων και αγγειοπλαστών, δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως εκεί να βρισκόταν η χαμένη πόλη τής Ταρτησσού.
Επόμενο Χρονικό 22. ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ ● Ταρτησσός (Β) ● Αποικίες Προβηγκίας, Ιβηρίας, Μαυρουσίας ● Δρόμοι Κασσίτερου-Αργύρου ● Δημόκριτος και Πλάτων ● Τοπογραφία τῆς Πέραν τῶν Ἡρακλείων Στηλῶν Θαλάσσης
- >> Χρονικό 22. ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ
- << Χρονικό 20. ΟΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ωκεανός, ρωμαϊκό ψηφιδωτό στην Ossonoba, νῦν Faro, στο Algarve τής Πορτογαλίας