Χρονικό 12. “ΜΗ ΚΑΚΟΥΡΓΕΙ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗΝ!”
/ENGLISH/ Chronicle 12. “DO NOT MALTREAT OUR MUSIC!”
● “Χρυσούς Αιών” και “Παρακμή” ● Καινοτόμοι και Συντηρητικοί ● Γραφή-Σημειογραφία ● Μουσική Προφορά ●
Ωδεία ● Λαογραφία ● Συλλογική κι Επώνυμη Δημιουργία ● Δημοκρατία και Τέχνη
του Μιχάλη Λουκοβίκα
O “XΡΥΣΟΥΣ ΑΙΩΝ” ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ, η εποχή τής μέγιστης ακμής τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, κατά παράδοξο τρόπο, συμπίπτει με τα χρόνια τής “παρακμής”, που φαίνεται να ενσκήπτει από τα μέσα τού 5ου αιώνα ΠΚΧ. Η φθίνουσα πορεία, ἐν εἴδει Κασσάνδρας, προαναγγέλλει με τον τρόπο της και τον επερχόμενο εμφύλιο Πελοποννησιακό πόλεμο. Η πιο δραματική αντίδραση για την “θεραπεία τού κακού” είναι… αντιδραματική: η δημοκρατική Πολιτεία τῶν Ἀθηνῶν αποφασίζει και διατάσσει, το 440 ΠΚΧ, να κλείσουν για τέσσερα χρόνια τα θέατρα, και να σταματήσει κάθε θεατρική και μουσική δραστηριότητα!
Τότε είναι που ο Φρῦνις ὁ Μυτιληναῖος, εμφανιζόμενος στην Σπάρτη με τη “μοντέρνα” στην εποχή του εννεάχορδη κιθάρα, αντιμετώπισε τις έντονες αποδοκιμασίες των ἐφόρων, οι οποίοι, κραυγάζοντας “Μὴ κακούργει τὴν μουσικήν!”, του αφαίρεσαν βιαίως τις δυο “παραπανίσιες” χορδές, και τον υποχρέωσαν να παίξει με την κλασική – τότε – επτάχορδη κιθάρα.(1)
- (1) Ἐκπρέπης ἔφορος Φρύνιδος τοῦ μουσικοῦ σκεπάρνῳ τὰς δύο τῶν ἐννέα χορδῶν ἐξέτεμεν, εἰπών, “μὴ κακούργει τὴν μουσικήν.” (Πλουτάρχου, Ἠθικά).
-
Το “ἦθος”, συνεπώς, ἀπεκατεστάθη με σκεπάρνι! “O, tempora! O, mores!”· “Ὦ, καιροί! Ὦ, ἤθη!” (Κικέρων, Edgar Allan Poe).
“Μὴ κακούργει τὴν μουσικήν!” (Ἐκπρέπης, Σπαρτιάτης ἔφορος)
Ήταν, άραγε, εκδήλωση του ακραίου συντηρητισμού των εφόρων, ή μήπως ο Φρύνις – πρωτοπόρος τής σχολής των καινοτόμων, μα και με ύφος τὰ μάλα μελισματικόν και μετατροπικόν – υπερέβαινε τα ἐσκαμμένα και κακοποιούσε όντως τη μουσική; Δεν θα το μάθουμε μάλλον ποτέ: πρώτα-πρώτα, δεν τον… ακούσαμε να παίζει. Αλλ’ ακόμη και να τον ακούγαμε, πάλι δεν θα ήμασταν σε θέση ν’ αποφανθούμε, κρίνοντας με τα δικά μας αυτιά – αν θέλετε, με τα δικά μας μέτρα και σταθμά, δηλαδή, με τα σημερινά μας κριτήρια περί μουσικής.
Ο Φερεκράτης, ωστόσο, ένας κωμικός ποιητής και μουσικός τής ίδιας εποχής, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ των εφόρων, καθώς στην κωμῳδία του, Χείρων, έβαλε τη Μουσική να παραπονείται στη Δικαιοσύνη για την κακοποίησή της από νεωτεριστές, όπως ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος, ὁ Μελανιππίδης ὁ Μήλιος, αλλά και ο Φρύνις – τον οποίο, πάντως, συγχώρησε, γιατί όταν μεγάλωσε… “έβαλε μυαλό”! Αντίθετα, αμετανόητοι έμειναν ως το τέλος ο Τιμόθεος και ο Μελανιππίδης, με τα ακόμη… “χειρότερα” δωδεκάχορδά τους όργανα, στους οποίους ο Φερεκράτης σέρνει τὰ ἐξ ἀμάξης…
Οι κωμικοί, πάντως, με τον εγγενή, θα έλεγα, συντηρητισμό τους, δεν είναι και οι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες, αν κρίνουμε από τον τρόπο που ο Ἀριστοφάνης “περιποιήθηκε” έναν άλλο μέγιστο καινοτόμο, τον Εὐριπίδη. Ο τραγῳδός είχε πίστη στο ταλέντο τού Τιμόθεου, ενώ και ο Ἀριστοτέλης εγκωμίασε το έργο των νεωτεριστών, όπως έκαναν και άλλοι φιλόσοφοι:
-
“Αν δεν υπήρχε ο Τιμόθεος”, έγραψε ο Σταγειρίτης στα Μεταφυσικά του, “δεν θα είχαμε τόσες πολλές μελωδικές συνθέσεις, και αν δεν υπήρχε ο [δάσκαλος, μα και δεινός αντίπαλός του] Φρύνις, δεν θα είχε υπάρξει και ο Τιμόθεος.”
“Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν”, έλεγαν σοφά οι αρχαίοι. Όμως, οι Λάκωνες έφοροι βάλθηκαν να τους… διαψεύσουν, διώχνοντας άρον-άρον τον Τιμόθεο από την πόλη τους διά μακροσκελούς βουλεύματος, που διέσωσε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Βοήθιος:
-
“Επειδή ο Τιμόθεος ο Μιλήσιος ήρθε στην πόλη μας να ατιμάσει την αρχαία μας μουσική, περιφρονώντας την επτάχορδη λύρα, ενώ με την εισαγωγή μεγαλύτερης ποικιλίας ήχων, διέφθειρε τ’ αυτιά των νέων, και με την αύξηση των χορδών έδωσε στη μουσική χαρακτήρα θηλυπρεπή κι εξεζητημένο·
-
“Επειδή, αντί να διαφυλάξει στη μελωδία την απλότητα και τη σύνεση, τις οποίες είχε αυτή μέχρι τώρα, την εξαχρείωσε·
-
“Ο βασιλιάς και οι έφοροι δηλώνουμε ότι κατακρίνουμε τον Τιμόθεο, κι επιπλέον τον υποχρεώνουμε ν’ αφαιρέσει από τις εννέα χορδές τις περιττές, και ν’ αφήσει μόνον επτά. Και τον εξορίζουμε από την πόλη μας, προς παραδειγματισμόν όλων εκείνων που στο μέλλον θα ήθελαν να εισαγάγουν στην Σπάρτη κάποια απρεπή συνήθεια”…
-
● Ο Τιμόθεος φέρθηκε μάλλον ανόητα, πηγαίνοντας στους Λακεδαιμόνιους, παρά την υποδοχή που επεφύλαξαν στον Φρύνι. Ίσως, όμως, να γλύτωσε το… σκεπάρνι!
-
Στο προηγούμενό μας Χρονικό, αναφερθήκαμε στους τέσσερις βασικούς τρόπους (δώριο, φρύγιο, λύδιο, μιξολύδιο). Υπήρχαν και τρία γένη (διατονικό, χρωματικό, ἐναρμόνιο). Κάθε τρόπος και γένος, αλλά και κάθε ῥυθμός, είχε το δικό του ἦθος. Φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες έφοροι, ή μέλη τής αθηναϊκής élite, όπως ο Πλάτων, τάσσονταν υπέρ του δώριου τρόπου και του διατονικού γένους, απορρίπτοντας όλα τ’ άλλα. Αυτός ήταν ο λόγος τής… “εφοριακής” οργής, και όχι τα πολύχορδα όργανα, που έδιναν τη δυνατότητα στους ικανούς μουσικούς να επιδίδονται σε μετατροπίες τρόπων και γενών. Οι ίδιοι κύκλοι, όπως είδαμε, καταδίκαζαν τα πολύχορδα όργανα ως θηλυπρεπή. Δεν είναι τυχαίο που ανάλογη στάση τήρησαν και μεταγενέστεροι συντηρητικοί, σαν τους ρωμαιοκαθολικούς ιθύνοντες. Στον 11ο αιώνα απέρριψαν το χρωματικό κι εναρμόνιο γένος, αποδεχόμενοι μόνον το “πιο σκληρό και φυσικό” διατονικό, “καθώς το διατονικό είναι πολύ σταθερό και αρρενωπό, το χρωματικό πολύ μαλθακό και θηλυπρεπές, το εναρμόνιο κακόφωνο κι επιπλέον άχρηστο”…(2) Να γιατί οι Δυτικοί ξέμειναν μόνο με το διατονικό γένος…
- (2) Παρατίθεται στα Δοκίμια μουσικής διφθερογραφίας, τού Adrien de La Fage (Παρίσι, 1864), από χειρόγραφο της μονής Santa Maria Novella των Δομινικανών στην Φλωρεντία: …“quia diatonum firmissimum et virilem, chromaticum mollissimum et feminilem, enharmoniumque dissonum insuper et inutilem.”
Ο “πουριτανισμός” των εφόρων δεν ήταν φαινόμενο μόνον των χρόνων τής “παρακμής”. Η νοοτροπία τού “επόπτη των πάντων” τούς διακατείχε και παλαιότερα, φέρνοντάς τους σε ρήξη, μεταξύ άλλων, και μ’ έναν άλλο Λέσβιο κιθαρωδό, τον περίφημο Τέρπανδρο, κληρονόμο, κατά παράδοση, της λύρας τού Ορφέα,(3) που έζησε από τα τέλη τού 8ου ως τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα ΠΚΧ, ἤτοι στους “δημιουργικούς” χρόνους. Πέρασε, μάλιστα, τα πιο πολλά χρόνια τής ζωής του στην Σπάρτη, όπου τον κάλεσαν σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης για να… κατευνάσει τα πνεύματα. Πράγματι, με τις ειδικές για την περίσταση συνθέσεις του, επανέφερε την ειρήνη και την ηρεμία στην πόλη! Όμως, οι έφοροι, αντί για “ευχαριστώ”, τον κάλεσαν σε… απολογία, γιατί έπαιζε, λέει, με επτάχορδη κιθάρα, και όχι με την “πατροπαράδοτη” (την εποχή εκείνη) τετράχορδη! Δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν πως αυτές οι ειδικές για την αποκατάσταση της ειρήνης συνθέσεις του ήταν αδύνατον να παιχτούν σε τετράχορδο όργανο…
- (3) Σύμφωνα με τον μύθο, όταν οι Θρακιώτισσες Μαινάδες σκότωσαν τον Ὀρφέα – είτε γιατί δεν τίμησε τον Διόνυσο, ή επειδή περιφρόνησε τον… έρωτά τους – τον κομμάτιασαν και τον πέταξαν στην θάλασσα μαζί με τη λύρα του. Τα κύματα έφεραν το κεφάλι και τ’ όργανό του στη Λέσβο, όπου τα βρήκαν κάποιοι ψαράδες και τα παρέδωσαν στον Τέρπανδρο. Αυτός κράτησε τη λύρα, και φρόντισε για την ταφή τού κορυφαίου ομοτέχνου του.
Οι έφοροι δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν πως οι συνθέσεις τού Τέρπανδρου ήταν αδύνατο να παιχτούν σε τετράχορδο όργανο…
Ευτυχώς, παρενέβη, ως “ἀπὸ μηχανῆς θεός”, ο Ἀπόλλων, που η λύρα του – κατά… “θεϊκή σύμπτωση” – ήταν επίσης επτάχορδη! Το βεβαίωνε μια φήμη που κυκλοφόρησε τεχνηέντως εκείνες τις μέρες. Και τότε, με τη βούλα τού Μαντείου τῶν Δελφῶν, “Λακεδαιμόνιοι τὸν Λέσβιον ᾠδὸν ἐτίμησαν”, όπως μας λέει ο Ἡρακλείδης Ποντικός (από την Ἡράκλεια του Πόντου, 4ος αιώνας ΠΚΧ), προσθέτοντας: “τούτου γὰρ ἀκούειν ὁ θεὸς χρησμῳδούμενοις ἐκέλευεν”. Οι Σπαρτιάτες, συνηθισμένοι να… υπερθεματίζουν (και πόσο μάλλον που ήταν Ὀλυμπία εντολή να υπακούνε στον Τέρπανδρο), έβαζαν στο εξής τους πάντες “μετὰ Λέσβιον ἀοιδόν”, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Η επικράτηση της τέχνης τού απαράμιλλου στην εποχή του κιθαρῳδοῦ, σε βάρος τού σχολαστικισμού των εφόρων, ωφέλησε πολύ και ποικιλοτρόπως την Σπάρτη, που κέρδισε έτσι όχι μόνον έναν ειρηνοποιό στις περιόδους των πολιτικών αναταραχών, αλλά και τον θεμελιωτή τής μουσικής της ζωής – ο οποίος, καθώς λένε, ήταν ο πρώτος που επινόησε ένα είδος μουσικής γραφής για τη σωστή απόδοση των ομηρικών επών.
Δυστυχώς, το αντίθετο συνέβη, χιλιετίες αργότερα, με την περιβόητη έκθεση περί λογοτεχνίας, μουσικής και φιλοσοφίας, του επιγόνου των Λακεδαιμονίων εφόρων, του Ζντάνοφ, που ο Στάλιν τον θεωρούσε ειδικό και στα θέματα της μουσικής, καθώς… “ἔπαιζε καὶ ὀλίγον πιάνο”!(4) Ο “πατέρας” τού “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”, που το 1934 κρατικοποίησε και τον… πολιτισμό για να τον κάνει υποχείριο της πολιτικής, με την έκθεσή του, της 24ης Ιουνίου 1947, αξίωσε από τους κορυφαίους συνθέτες Σοστακόβιτς, Προκόφιεφ, Χατσατουριάν, και Σεμπάλιν, να μεταμεληθούν δημοσίᾳ, αποκηρύσσοντας εαυτούς! Τι κρίμα που τότε δεν υπήρχε πια Πυθία…
- (4) Βλέπε Δημήτρη Ραυτόπουλου, Ἄρης Ἀλεξάνδρου, ὁ ἐξόριστος.
Ήταν το ναδίρ μιας πολιτιστικής πολιτικής, που απέβλεπε στη δημιουργία… αχυρανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών – μιας πολιτικής, η οποία υπονόμευσε τα ύψιστα συμφέροντα όχι μόνον του πολιτισμού, αλλά και της επανάστασης. Και δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό τής Σοβιετικής Ένωσης: επιβλήθηκε και σε όλα τα “αδελφά” κόμματα. Η έκθεση Ζντάνοφ απασχόλησε τους Έλληνες κομματικούς διανοούμενους ως και στα ξερονήσια τής εξορίας: έγινε ομόφωνα δεκτή! Μοναδική “παραφωνία”: ο Άρης Αλεξάνδρου…(4)
Από τις ιστορικές παραδοξότητες, βλέπετε, καταλήξαμε στους ιστορικούς παραλληλισμούς, που συχνά αποβαίνουν σε βάρος τής ιστορικής αλήθειας. Αυθόρμητα τασσόμαστε αλληλέγγυοι των μουσικών, και αντιμετωπίζουμε με απέχθεια τους… “ζντανοφικούς” εφόρους. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν μπορούμε να εκφράσουμε άποψη με απόλυτη βεβαιότητα – ειδικά για τους χρόνους τής “παρακμής” – σχετικά με το ποια πλευρά είχε τελικά δίκιο: οι Φρύνις και Τιμόθεος, ή οι έφοροι; Χώρια, δηλαδή, που το παραπάνω σύνθημα των “κακών” ταιριάζει απόλυτα στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα μουσικά μας πράγματα, και θα πρέπει, νομίζω, να το βροντοφωνάζουμε όλοι μαζί, ἐν χορῷ και ρυθμικά: ΜΗ ΚΑ–ΚΟΥΡ–ΓΕΙ ΤΗΝ ΜΟΥ–ΣΙ–ΚΗΝ!
Επαγγελματίες μουσικοί και η σημειογραφία τους
TΟ ΜΟΝΟ ΣΙΓΟΥΡΟ, μάλλον, είναι πως τα παραπάνω ιστορικά επεισόδια αναφέρονται σε επαγγελματίες μουσικούς, κληρονόμους μιας μακράς παράδοσης, που ξεκινά από πολύ παλιά – από την προϊστορία. Από την στιγμή που οι άνθρωποι αρχίζουν να παράγουν περισσότερα απ’ όσα τούς είναι απολύτως αναγκαία, με συνέπεια να προκύψει πλεόνασμα παραγωγής, το οποίο σταδιακά κάποιοι το ιδιοποιούνται, και διαμορφώνονται έτσι ως ξεχωριστή τάξη, από εκείνη την στιγμή, λοιπόν, εμφανίζονται και οι μουσικοί ως ξεχωριστό επάγγελμα.
Οι μουσικοί περιωπής στην Ανατολή συνδέονται στενά με την Αυλή και το ιερατείο – αν δεν είναι οι ίδιοι αυλικοί, ή ιερείς. Η κατάσταση διαφοροποιείται αργότερα στην αρχαία Ἑλλάδα, λόγω κλιματικών συνθηκών, που είναι ήπιες και δεν καθιστούν απαραίτητη την ισχυρή κεντρική εξουσία. Οι συνθήκες αυτές καλλιεργούν ανάλογη νοοτροπία στους Ἕλληνες, και μια χαλαρή σχέση με τους θεούς. Με αυτές συνδέεται και η ανάπτυξη των δημοκρατικών ιδεών, όπως προσπάθησα ήδη να εξηγήσω (βλέπε τα Χρονικά 2 και 4).
Οι Έλληνες έχουν ανοιχτό κι ερευνητικό μυαλό, γιατί ακριβώς είναι ανοιχτοί στον έξω κόσμο, ως απόρροια των ίδιων συνθηκών. Μια ματιά σ’ έναν χάρτη τής Ελλάδας αρκεί για να καταλάβει κανείς το γιατί. Γι’ αυτό, οι ἐξ ἀνατολῶν επιρροές είναι καταλυτικές. Όμως, οι αρχαίοι δεν αρέσκονται στη μασημένη τροφή, σε αντίθεση με μας. Προσθαφαιρούν συστατικά, προσαρμόζοντας την κάθε συνταγή στα γούστα τους. Έχοντας δανειστεί ήδη κατά τον 15ο αιώνα από τους Κρήτες την γραφή τους, κάνοντας τις απαραίτητες τροποποιήσεις για τις ανάγκες τής γλώσσας τους (μινωική και μυκηναϊκή Γραμμική Α και Β), παραλαμβάνουν κατά τον 9ο αιώνα, μάλλον από τους Φοίνικες, τα σύμβολα με τα οποία διαμορφώνουν το αλφάβητό τους (ένα πραγματικό αλφάβητο, με γράμματα για σύμφωνα και φωνήεντα, και όχι συμφωνογραφικό, όπως τα σημιτικά). Και χρησιμοποιώντας τα ίδια σύμβολα (τι πιο λογικό;), φτάνουν στο σημείο, ήδη από τον 7ο-6ο αιώνα ΠΚΧ, να επινοήσουν ως και μουσική γραφή (σημειογραφία ή παρασημαντική).(5)
- (5) Οι Δελφικοὶ ὕμνοι στον Απόλλωνα (138-128 ΠΚΧ), που συνέθεσαν ο Λιμένιος τον δεύτερο, και μάλλον ο Ἀθήναιος τον πρώτο, είναι τ’ αρχαιότερα εκτεταμένα σωζόμενα αποσπάσματα μουσικής. Η παλαιότερη σωζόμενη πλήρης μουσική σύνθεση στον κόσμο είναι ο Ἐπιτάφιος του Σείκιλου (1ος αιώνας ΠΚΧ, ή ΚΧ), που βρέθηκε σ’ επιτύμβια στήλη: το κυρίως άσμα (μα όχι ο πρόλογος και ο επίλογος) φέρει μουσικά σύμβολα που υποδηλώνουν τη μελωδία.
-
“Οι Έλληνες”, έλεγε ο Iégor Reznikoff το 1986, στο 2ο Μουσικολογικό συνέδριο των Δελφών, “είχαν μουσική γραφή πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον. Ήταν πολύ καλοί στην καταγραφή και γι’ αυτό γνωρίζουμε τόσα πολλά για την αρχαία ελληνική παράδοση κι επιστρέφουμε σε αυτήν, αφού πολλές άλλες παραδόσεις δεν είχαν καθόλου μουσική γραφή, κι έτσι γι’ αυτές δεν γνωρίζουμε τίποτε.”
-
“Πολλές αρχαίες σημειογραφίες είχαν επινοηθεί από τους ιερείς για τους ιερείς και τους ψάλτες, και μερικές μάλιστα τις κρατούσαν μυστικές”, παρατηρεί από την πλευρά του ο Curt Sachs.
Η μουσική, με την καταλυτική της επίδραση στον άνθρωπο, αποτελεί θανάσιμο αντίπαλο οποιασδήποτε θρησκείας, αλλά και πανίσχυρο όπλο στα χέρια τού ιερατείου, που φροντίζει να κρατά την γνώση περί την τέχνη αυτή ως επτασφράγιστο μυστικό.
Μια κοινωνία που διαθέτει γραφή δεν σημαίνει πως έχει και μουσική γραφή, σημειογραφία. Και αν τυχόν έχει, ίσως να είναι… άκρως απόρρητη! Η μουσική, με την καταλυτική της επίδραση πάνω στον άνθρωπο, και με τις μαγικές της ιδιότητες, αποτελεί θανάσιμο αντίπαλο οποιασδήποτε θρησκείας, αλλά και πανίσχυρο όπλο στα χέρια τού ιερατείου, που φροντίζει να κρατά την γνώση περί την τέχνη αυτή ως επτασφράγιστο μυστικό, μες στον κλειστό κύκλο των μυημένων.
Ώστε, λοιπόν, οι Έλληνες, ναι μεν δεν είναι οι πρώτοι διδάξαντες στον τομέα τής μουσικής σημειογραφίας, όμως, πρώτοι αυτοί την χρησιμοποιούν όχι για θρησκευτικούς-εξουσιαστικούς σκοπούς, αλλά για εκπαιδευτικούς, δεδομένου πως η μουσική βρίσκεται στο επίκεντρο της παρεχόμενης παιδείας στα παιδιά από τα έξι τους χρόνια. Εδώ κυρίως εντοπίζονται οι διαφορές στον πολιτισμό Ελλήνων και “βαρβάρων” – αυτών, δηλαδή, που οι Έλληνες δεν κατανοούν την γλώσσα. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι θεοκρατική (δεν υπάρχει λόγος να είναι), γι’ αυτό και η γνώση αποτελεί κοινό αγαθό, μα και δικαίωμα. Η μύηση στα μυστήρια εντάσσεται μεν στη λατρευτική διαδικασία (βλέπε Χρονικό 18, Ἐλευσίνια, Καβείρια και Ὀρφικά μυστήρια), όμως είναι εντελώς διαφορετικός ο ρόλος τής θρησκείας, που δεν έχει καμιά σχέση με τα άτεγκτα μονοθεϊστικά δόγματα.
Οι Έλληνες χρησιμοποιούν το αρχαϊκό αλφάβητο για την οργανοκρουσία, και το ιωνικό για το τραγούδι.(6) Αυτό ίσως να καταδεικνύει την παλαιότητα της οργανικής σημειογραφίας έναντι της φωνητικής. Προφανώς, η ανάγκη τής δεύτερης προκύπτει λόγω περαιτέρω καλλιέργειας της μουσικής, με συνέπεια να ποικίλλουν οι μελωδικές γραμμές φωνών και οργάνων.
- (6) Την ιδέα αυτή υιοθετούν κατόπιν τόσο οι Βυζαντινοί, όσο και οι Δυτικοευρωπαίοι (πλην της ιταλικής σχολής), για τον προσδιορισμό των μουσικών φθόγγων με τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου: πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω, νΗ, και Α, Β, C, D, E, F, G, αντί για Do, Re, Mi, Fa, Sol, La, Si των Ιταλών – ορολογία που δανείστηκαν και οι Νεοέλληνες, λες και δεν υπήρξε ποτέ ντόπια μουσική θεωρία…
Είμαστε, λοιπόν, σε θέση να παίζουμε τώρα τα “λείψανα” αρχαίας ελληνικής μουσικής που έχουν διασωθεί – φυσικά, κατά προσέγγιση. Έτσι ακριβώς – και στηριζόμενοι σε διάφορες ενδείξεις – προσεγγίζουμε και τον τρόπο προφοράς, εκφοράς τού λόγου, των αρχαίων Ελλήνων, που τότε ήταν μουσικός, και όχι δυναμικός όπως τώρα. Η διαφορά είναι τεράστια.(7) Άρα, συνεπάγεται πως οι αποκλίσεις στη μουσική – την αρχαία και τη σύγχρονη – θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερες.
- (7) Σε αντίθεση με τα νέα ελληνικά, τ’ αρχαία είχαν μουσικό τονισμό. Αυτό πάει να πει πως η τονιζόμενη συλλαβή προφερόταν όχι πιο δυνατά, αλλά σε υψηλότερο τονικό ύψος από τις υπόλοιπες. Ο Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς γράφει πως το διάστημα αυτό δεν ήταν ένας-δυο τόνοι, όπως θα νομίζαμε, αλλά περίπου ανάλογο μ’ εκείνο μιας πέμπτης στη μουσική (λ.χ. Re-La)! Να μην ξεχνάμε, επιπλέον, πως οι τόνοι, ὀξεῖα, περισπωμένη, και βαρεῖα, υποδηλώνουν διαφορετική προφορά στ’ αρχαία ελληνικά. (Βλέπε επίσης το Χρονικό 14: Η Μουσική ως Μητέρα τού Λόγου).
Εξευρωπαϊσμός τής ελληνικής μουσικής
Η ΕΠΙΜΑΧΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, με τη διαδοχή τής κλασικής αρχαιότητας από την ελληνιστική, την ρωμαϊκή και τέλος τη βυζαντινή εποχή – με τις αναγκαίες σε κάθε στάδιο αναπροσαρμογές, λόγω της μεταβολής των συνθηκών – φαίνεται να διακόπτεται με την έλευση των Οθωμανών. Έχουμε, λοιπόν, την τάση να εντοπίζουμε στην περίοδο αυτή την εμφάνιση των όποιων διαφορών. Εκείνες, πάντως, είχαν προηγηθεί κατά πολύ, όπως γνωρίζουμε από τις ραγδαίες γλωσσικές αλλαγές, ήδη κατά την ελληνιστική εποχή. Χώρια που, στη μουσική, οι τεράστιες διαφοροποιήσεις έρχονται και πολύ αργότερα, όχι όμως λόγω του τουρκικού ζυγού, αλλά – τι ειρωνεία! – μόλις αποτινάζεται ο ζυγός αυτός, και ιδρύεται το νεοελληνικό κρατίδιο πάνω σε ξένα δεκανίκια.
Ένας κανόνας που τότε υπονομεύεται ἐκ τῶν ἄνω αφορά την αντιστοιχία τής λαϊκής με τη λόγια μουσική. Το γεγονός πως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη – ἤτοι, τα μεγάλα κέντρα τής βυζαντινής και οθωμανικής εποχής – βρίσκονται εκτός των ορίων τού νεοσύστατου κράτους, διευκολύνει το έργο των λογίων μουσικών (μ’ ευρωπαϊκή παιδεία όλοι τους) να επιβάλουν τη μουσική που μπορούν να παίζουν και να συνθέτουν, άσχετα αν δεν έχει καμιά σχέση με την ντόπια παράδοση.
Κι επειδή η ἐν λόγῳ παράδοση είναι κοινή με αυτήν του πρώην κατακτητή, ο νέος ραγιαδισμός, που εμφανίζεται έκτοτε, οδηγεί μέχρι και σε προσπάθειες εξευρωπαϊσμού, με την εναρμόνιση της ελληνικής μουσικής (βάσει της δυτικής αντίληψης περί αρμονίας: βλέπε το προηγούμενο Χρονικό) – της δημοτικής, ή και της εκκλησιαστικής βυζαντινής. Η δεύτερη ήταν η μοναδική λόγια μουσική που είχε απομείνει στην Ελλάδα, καθόσον η κοσμική βυζαντινή είχε εκχωρηθεί στους Τούρκους, χωρίς οι Έλληνες να διεκδικήσουν μερίδιο από αυτήν την ἐξ ἀδιαιρέτου πολιτιστική κληρονομιά αιώνων…
Δεν αντιλήφθηκαν, άραγε, οι ιθύνοντες πως υπήρχε κίνδυνος να καταντήσει το έθνος tabula rasa; Δεν σκέφτηκαν ότι στους αιώνες, που πετούσαν στον κάλαθο των αχρήστων, ήταν και ο… “χρυσοῦς αἰών τοῦ Περικλέους”; Κανένα πρόβλημα! Με το φως των προβολέων έλουσαν μόνον τους Παρθενώνες (το απονεκρωμένο νόημα του χρυσού αιώνα), έστησαν τους “νέους Παρθενώνες” στα ξερονήσια τής εξορίας,(8) και κατόπιν, βάλθηκαν να στραγγαλίσουν ό,τι ελάχιστο απέμεινε από το έργο τού Περικλή, με τον ασφυκτικό εναγκαλισμό τού μπετόν. Το αρχιτεκτονικό χάος που δημιούργησαν μπορεί να γκρέμισε την αρχιτεκτονική από το βάθρο των καλών τεχνών, όμως… τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου – και αυτόν τον συνδυασμό τον προσφέρουν οι κακοτεχνίες: με αυτές χοντραίνει το πορτοφόλι!
- (8) “Νέος Παρθενών”: χαρακτηρισμός τού κολαστηρίου βασανιστηρίων τής Μακρονήσου από τον εμφυλιοπολεμικό υπουργό και μετέπειτα πρωθυπουργό, Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Ο εξευρωπαϊσμός τής μουσικής συνεχίστηκε ακάθεκτος και αδιαλείπτως, με την παρεχόμενη παιδεία στα ωδεία,(9) ἄλλως “κονσερβατόρια”, ή “φροντιστήρια ξένων μουσικών γλωσσών”, να είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Η απουσία “εθνικής” μουσικής παιδείας στον τόπο που τη γέννησε (ενώ “τριτοκοσμικές” χώρες τής Ανατολής υπερηφανεύονται για τ’ ανώτατα μουσικά ιδρύματά τους), ίσως να ήταν αδιανόητη σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, εκτός από τη σύγχρονη Ελλάδα. Μπορεί όλα να εξηγούνται από την προχειρότητα, ή και την ανυπαρξία πολιτικής περί πολιτισμού – χωρίς ν’ αποκλείεται η εκδοχή τής συνειδητής επιλογής. Στο κάτω-κάτω, η ανυπαρξία πολιτικής δεν είναι και αυτή… μια πολιτική;
- (9) Το ἀρχαῖον ἑλληνικὸν ᾨδεῖον δεν προοριζόταν για τη διδασκαλία τής μουσικής, αλλά για μουσικές παραστάσεις, ωδικές ασκήσεις, μουσικοποιητικούς αγώνες, και τα τοιαῦτα. Τα ωδεία έμοιαζαν με τ’ αρχαιοελληνικά θέατρα, όμως ήταν σαφώς μικρότερα, κι επίσης στεγασμένα για καλύτερη ακουστική. Στην Αθήνα σώζεται το ᾨδεῖον Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ (ή Ἡρώδειον).
-
● Ο ξένος όρος κονσερβατόρια για τα σημερινά ωδεία είναι τὰ μάλα άμουσος, καθώς βέβαια μας παραπέμπει στον συντηρητισμό, την κηδεμονία, τα θερμοκήπια και τις… κονσέρβες!
Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό. Όποιο παιδί έχει κλίση στη μουσική, ασχέτως ερεθισμάτων, πηγαίνοντας στο ωδείο, δεν θα έχει δυνατότητα επιλογής: θα διδαχθεί αναγκαστικά μια ξένη μουσική γλώσσα: τη λόγια βορειοευρωπαϊκή. Έχουμε να κάνουμε με μιαν ακόμη περίπτωση πλύσης εγκεφάλου – όχι μόνον του ἐν λόγῳ παιδιού, μα και των μετέπειτα ακροατών του, αφού δεν γίνεται να “εκπαιδεύεις” τον κόσμο ν’ ακούει δυτική μουσική, χωρίς να “παράγεις” μουσικούς ειδικά εκπαιδευμένους για τον ρόλο αυτό, εμποδίζοντας, βεβαίως, τις διεργασίες γέννησης νέων παραδοσιακών οργανοπαικτών, κι εξωθώντας τους υπάρχοντες στο περιθώριο. Ήταν μια ακόμη “κομπίνα” των κυρίαρχων κύκλων, προκειμένου να ξεριζώσουν την ντόπια παραδοσιακή μουσική, ώστε να προκαλέσουν μετάλλαξη της συλλογικής συνείδησης του λαού.
Οι κυρίαρχοι κύκλοι επιχείρησαν να ξεριζώσουν την ντόπια
παράδοση, για να μεταλλάξουν τη συλλογική συνείδηση του λαού.
Όσοι αντιστάθηκαν ήταν συντηρητικοί, και όχι προοδευτικοί…
Αν σκεφτούμε όλες αυτές τις απόπειρες, τις συνεχείς επιθέσεις ενάντια σε κάθε είδος ντόπιας μουσικής αφότου ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, είναι θαύμα που η παράδοση επιβίωσε!(10) Και αν υπήρξε εφτάψυχη, αυτό βέβαια οφείλεται στις βαθιές της ρίζες – αλλά και σε μιαν ιδιαιτερότητα: κάποιοι αντιστάθηκαν στις επιθέσεις· ήταν, κυρίως, οι συντηρητικοί αντίπαλοι του κοσμοπολιτισμού (όπως ο Σίμων Καράς, επιχορηγούμενος, έστω, από το Ίδρυμα Ford), και όχι οι προοδευτικοί, όπως θα ήταν “πρέπον και φυσιολογικό”. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα ήταν οι συντηρητικοί που έκαναν τα πιο πολλά για τη διαφύλαξη της μουσικής παράδοσης, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση, συσκοτίζοντας τα ουσιαστικά προβλήματα.(11)
- (10) Θαῦμα ἐπὶ θαύματος: Στα πρώτα μου άρθρα τού Μεσογείου παράπλου για την εφημερίδα Θεσσαλονίκη, ως προς την ανάγκη ίδρυσης ενός Ωδείου Μεσογείου στην πόλη, είχα γράψει πως θα ήμασταν υποχρεωμένοι να φέρουμε δασκάλους από τις χώρες όπου είναι ζωντανή ακόμη η παράδοση τροπικής μουσικής για να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους. Τελικά, η ίδια η ζωή με διέψευσε πανηγυρικά (και το καταχάρηκα!): σε χρόνο ντε-τε, ξεπετάχτηκε η νέα γενιά που διαθέτει όχι μόνον υπέροχους μουσικούς, αλλά και θεωρητικά καταρτισμένους – όπου υστερούσε η παλιά γενιά! Αυτή, φίλτατοι συνταξιδιώτες, είναι η μαγεία τού DNA!
- (11) Θυμάμαι όταν ξεκίνησα τις εκπομπές Μεσογείου παράπλους: έπρεπε κάθε μέρα, επί μήνες – ίσως και ολόκληρο τον πρώτο χρόνο – να αποδεικνύω εμπράκτως την προοδευτικότητά μου, με τα σχόλια που έκανα. Ήταν σαν να έλεγα στους ακροατές: “Μπορεί ν’ ασχολούμαι με την παραδοσιακή μουσική, αλλά δεν είμαι καμιά… συντηρητικάντζα”! Τόσο πολύ ένιωθα την ανάγκη αυτήν τότε. Ο καθείς αντιλαμβάνεται την “ατμόσφαιρα της εποχής”…
Ζωντανή παράδοση ή φολκλόρ;
Οι συντηρητικοί νοιάζονται για τη συντήρηση της μουσικής στη μορφή που μας παραδόθηκε. Ενδιαφέρονται για τη συντήρηση του τύπου, ή των κλισέ, των τυπικών χαρακτηριστικών τής παράδοσης, βλέποντάς την απομονωμένη από την υπόλοιπη μεσογειακή, όπου υπάγεται. Είναι η χαρακτηριστική στάση των λαογράφων, εφόσον παραβλέπουν την ουσία. Γι’ αυτό, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στη συλλογή τραγουδιών και σκοπών, όπως δουλεύτηκαν από τόσες γενιές οργανοπαικτών, ώσπου να τελειοποιηθούν, αδιαφορώντας για τις τυχόν προσωπικές δημιουργικές παρεμβάσεις των σημερινών λαϊκών καλλιτεχνών, αγνοώντας πως τέτοιες καινοτομίες – όσες εγκρίθηκαν από το λαϊκό αισθητήριο – ήταν που διαμόρφωσαν και τελειοποίησαν το δημοτικό τραγούδι. Απορρίπτουν, λοιπόν, όποια περαιτέρω προσπάθεια ως “απόπειρα νοθείας”, με το επιχείρημα ότι στην εποχή τού ατομικισμού, έχει πια παρέλθει ἀνεπιστρεπτὶ η εποχή τής συλλογικής επεξεργασίας τής μουσικής.
Η άποψη αυτή μπορεί να ευσταθεί. Αδιαφορεί, όμως, για το γεγονός ότι τα τραγούδια, που τόσο θαυμάζουμε, τα δημιούργησαν και τα τελειοποίησαν όχι γενικά οι λαοί, μα οι μουσικοί τους, ως εκφραστές τής κοινωνίας, ή κάποιων στρωμάτων της. Οι συνθέτες-στιχουργοί, δηλαδή, ήταν κάποια ταλαντούχα άτομα, όχι η κοινωνία ἐν γένει. Κι επιπλέον, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ρίχνουμε στο πῦρ τὸ ἐξώτερον τα εισρέοντα νέα στοιχεία στη μουσική μας, καταδικάζοντάς την σε ακινησία – που ισοδυναμεί με θάνατο: τὰ πάντα ῥεῖ, που έλεγε και ο Ηράκλειτος – άρα, όσα δεν ῥεῖ, πεθαίνουν. Εννοείται πως δεν υπερθεματίζω υπέρ τής άκριτης αποδοχής όλων των νέων στοιχείων. Απλώς επισημαίνω τις συνέπειες της στείρας άρνησης: αποκόβοντας το νήμα τής συνέχειας, προσφέρουμε τις χειρότερες υπηρεσίες στην παράδοση. Έχουν την αφελή εντύπωση οι λαογράφοι μας πως, πίσω από το τείχος που ορθώνουν και ταμπουρώνονται, θα είναι τάχα ασφαλείς; Στην εποχή των διαδικτύων, συμπεριφέρονται δίκην στρουθοκαμήλου!
Τα λαϊκά τραγούδια τα δημιούργησαν και τελειοποίησαν όχι οι
λαοί, ή η κοινωνία ἐν γένει, μα κάποιοι ταλαντούχοι μουσικοί, ως εκφραστές τής κοινωνίας, ή κάποιων στρωμάτων της… Μόνον
η γνώση τής παράδοσης θα επιτρέψει περαιτέρω ανάπτυξή της.
Δεν υπάρχει αντίρρηση, πως ύστερα από την εφεύρεση του φωνογράφου, και ιδιαίτερα, από την στιγμή που οι δισκογραφικές εταιρίες ανέλαβαν επίσης το πλασάρισμα του προϊόντος τους, ο ρόλος τού λαού συρρικνώθηκε σε αυτόν του παθητικού δέκτη-ακροατή. Πάει, λοιπόν, το περίφημο λαϊκό αισθητήριο! Στην εποχή τής επώνυμης δημιουργίας, μόνον η βαθιά γνώση τής παράδοσης θα επιτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξή της στις νέες συνθήκες, που είναι και το ζητούμενο, αντί να χρησιμεύει ως couleur locale. Σίγουρα, η ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί να έρθει με αναβιώσεις τύπου “νεοδημοτικού”, ή “νεορεμπέτικου”, που καθιστούν ανυπόληπτη όλη την παραφιλολογία περί “ριζών”, εξαιτίας, ακριβώς, της προσκόλλησης των πρωταγωνιστών τους στο παρελθόν – αν όχι στο χρήμα…
Δημοκρατία και τέχνη
-
● ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, αλλά και του πολιτισμού συνολικά, είναι ασύμβατη με την χυδαία εκδοχή τής “αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, που κυριαρχεί σήμερα. Στην αυθεντική δημοκρατία, οι πολίτες, ως πραγματικοί φορείς τής εξουσίας, ως “κυβερνῶντες καὶ κυβερνώμενοι ἐκ περιτροπῆς”, που έπρεπε να παίρνουν οι ίδιοι όλες τις κρίσιμες αποφάσεις, είτε στην Ἡλιαία, ή στην Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, αποκτούσαν ἐκ τῶν πραγμάτων πολιτικό κριτήριο και υπευθυνότητα, που δεν έχουν οι σημερινοί “υπήκοοι”. Επιπλέον, η πόλις υποχρέωνε τους έχοντες (πλούτο) να χρηματοδοτούν τις δραματικές παραστάσεις, ενώ οι πολίτες όχι μόνο δεν πλήρωναν, αλλά πληρώνονταν (με τα θεωρικά) για να τις παρακολουθήσουν. Αν είσαι αρχαίος Ἀθηναῖος και, κατά τα Διονύσια, γίνεσαι δέκτης τής δραματικής τέχνης τού Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, με την υψηλού επιπέδου ποίηση και μουσική τους, είναι επόμενο να διαθέτεις κουλτούρα, καλλιέργεια, που απέχει παρασάγγες από αυτήν που έχεις όντως σήμερα. (Βλέπε και το Χρονικό 4, Περί δημοκρατίας, όπου η “αντιπροσωπευτική δημοκρατία” ορίζεται ως ὀλιγαρχία).
-
Δυστυχώς, η αυθεντική δημοκρατία υπήρξε μια ιστορική παρένθεση. Τι συνέβαινε πριν ή μετά; Οι τέχνες τότε καλλιεργούνταν υπό την αιγίδα τής άρχουσας τάξης. Οι βασιλιάδες ή πρίγκιπες στις Αυλές τους, αλλά και διάφοροι Μαικήνες (που όλοι τους ήταν καλλιεργημένοι, σε αντίθεση με τους υπηκόους τους, όπως και με τους αγροίκους πλουτοκράτες που έχουν σήμερα την εξουσία), φρόντιζαν τις τέχνες και τους καλλιτέχνες – αν δεν ήταν καλλιτέχνες και οι ίδιοι. Δυστυχώς, μ’ εξαίρεση το αρχαίο ελληνικό θαύμα, που υπήρξε δημιούργημα της άμεσης δημοκρατίας, όλες οι υπόλοιπες κλασικές μορφές τέχνης οφείλονται όχι μόνον στους πολύ μεγάλους καλλιτέχνες τής εποχής, αλλά και σ’ εκείνους τους εκμεταλλευτές και καταπιεστές που τότε τους στήριξαν… Σήμερα, οι ιθύνοντες αγροίκοι πλουτοκράτες κάνουν τα πάντα, ώστε οι υπήκοοί τους να είναι (ή να γίνουν) εξίσου αγροίκοι. Μόνον έτσι δεν θ’ αμφισβητηθεί η πλουτοκρατία τους… Και όσοι πλουτοκράτες αποφασίζουν να “το παίξουν” και πολιτικοί, επόμενο είναι να υπερψηφίζονται από το “πόπολο”.
-
Σύμφωνα με την εμποροκρατία τής εποχής, η ζήτηση καθορίζει τα πάντα: από τ’ απορρυπαντικά, ως και τα έργα τέχνης! Κι αν το “αγροίκο πόπολο” δεν αγοράζει έργα τέχνης; Τόσο το χειρότερο για τους καλλιτέχνες – που εξαρτώνται και πάλι από τους “έχοντες και κατέχοντες”: είτε κείνους τους ολίγους, με τις καλλιτεχνικές τους ευαισθησίες, ή τους πολλούς, που θέλουν να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους, ή απλώς να “πουλήσουν μούρη”! Τι θα προτιμούσε σήμερα το ευρύ κοινό; Τους Bach, Mozart, και Beethoven; Τους Ravi Shankar, Parisā, και Munir Bashir; Ή τη σαβούρα που πλασάρεται για μουσική; Το ευτύχημα είναι ότι στην εποχή μας, η οικονομική βάση δεν αντικατοπτρίζεται ακριβώς στο εποικοδόμημα. Που πάει να πει πως, παράλληλα με την πλειονότητα που αγοράζει σκουπίδια, υπάρχει και μια ικανή μειονότητα, μ’ ευαισθησίες καλλιτεχνικές, αλλά και οικολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, κ.ά. Το δυστύχημα είναι πως τα πάντα καθορίζονται από την άμπωτη και την παλίρροια – από τις κοινωνικές ή πολιτικές ισορροπίες. Στις τρέχουσες συνθήκες, ο λαός δεν είναι άμοιρος ευθυνών, επειδή εξαρτάται από αυτόν κάθε φορά πού γέρνει η πλάστιγγα. Ώσπου κάποτε η παλίρροια να γίνει διαρκής…(12)
- (12) Ξέρω, μιλώ ως αιθεροβάμων περί “διαρκούς παλίρροιας”, στην εποχή τού Διαδικτύου, όπου το “free downloading” κάνει θραύση… Σ’ εποχή που η συντριπτική πλειονότητα της νεολαίας θεωρεί πως η μουσική (πρέπει να) προσφέρεται “δωρεάν”, η Μουσική, ως τέχνη, έχει φορέσει το νεκρικό της σάβανο… Να κάνω, λοιπόν, την αυτοκριτική μου: στην εποχή των διαδικτύων, συμπεριφέρομαι κι εγώ δίκην στρουθοκαμήλου!
Επόμενο Χρονικό 13. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ Ή ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ; ● “Μὴ Κακούργει τὴν Μουσικήν!” (Β) ● Αυτοδίδακτοι ή “Ωδειακοί”; ● Μικρασιατική Καταστροφή και Ρεμπέτικο ● Λογοκρισία Μουσικής ● Διένεξη για το Ρεμπέτικο ● Διασκέδαση και Ψυχαγωγία (B)