Χρονικό 5. ΙΒΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
/ENGLISH/ Chronicle 5. IBERIA’S ODYSSEY
● Έλληνες στην Πορτογαλία ● Fado και Μοίρα ●
Οδυσσέας και Καλυψώ στη Λισαβόνα· ο Γιος τους
στο Santarém ● Κρητοϊβηρικοί Δεσμοί: Λατρεία
τού Ταύρου (Ταυροκαθάψια, Ταυρομαχίες)

Η λεζάντα έλεγε: “Mosaic of a Phoenician trading ship”(!) Σχεδόν κάθε λέξη και ψέμα: το πλοίο ούτε φοινικικό είναι, ούτε εμπορικό·
κι από κάτω με ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα: ΟΔΥΣΣΕΙΑ… (Βλέπετε τι
μπορεί να σας συμβεί αν δεν διαβάζετε ελληνικά!)
του Μιχάλη Λουκοβίκα
“ΣΕ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, πριν ακόμη από τον 6ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες αποίκισαν το μέρος που αποτελεί τώρα πορτογαλικό έδαφος, εκμεταλλευόμενοι ορυχεία, ιδρύοντας και περιτειχίζοντας πόλεις, ιδίως κατά μήκος των ακτών και στις λεκάνες των μεγαλύτερων ποταμών”.

Το fado ανακηρύχθηκε άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Το ρεμπέτικο επίσης, μετά
από χρόνια: κάλλιο αργά παρά ποτέ!
Με μια τέτοια ιστορική αναδρομή, αρχίζει ο Augusto Mascarenhas Barretο το δίγλωσσο (πορτογαλικά και αγγλικά) βιβλίο του για το Fado / Origens líricas e motivação poética (Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση). Είναι η αφετηρία τού πρώτου κεφαλαίου (Ταυτότητα και πηγές), μετά από τα προκαταρκτικά περί fado: το αστικό λαϊκό τραγούδι τής Πορτογαλίας γεννήθηκε σε δυο από τις αρχαιότερες πόλεις της, τη Λισαβόνα και την Coimbra (με το δικό της διακριτό είδος η κάθε μια), έχει προβηγκιανή προέλευση με αραβικές μελωδικές και ποιητικές επιρροές, είναι και τρόπος ζωής (όπως το ρεμπέτικο, το flamenco, το blues, το tango, και όποια άλλη αυθεντική λαϊκή έκφραση, όσο “ταπεινή” ή “περιθωριακή” κι αν θεωρείται η προέλευσή της), και διακατέχεται από νοσταλγία, από saudade, μια λέξη-κλειδί στο fado, που και αυτή επίσης από τους Άραβες έλκει την καταγωγή. Απαντάται παραφθαρμένη κατά τι και αλλού: είναι η sodade τού Πράσινου Ακρωτηρίου, και χαρακτηρίζει το νοσταλγικό του τραγούδι, τη morna.
-
“Οι Έλληνες”, αναφέρει επίσης ο Πορτογάλος ερευνητής, συγγραφέας και ποιητής, “αναμίχθηκαν με τους ιθαγενείς κατοίκους και τους Ίβηρες, κληροδοτώντας τους κάποια εθνοτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι Ίβηρες υποθέτουμε πως ήταν ένας λαός με προέλευση την ανατολική Ευρώπη. Ίβηρος ήταν το αρχαίο όνομα του ποταμού Έβρου στην Ισπανία.”
Πολύ παράξενες, όντως, αυτές οι συμπτώσεις στα τοπωνύμια. Δεν είναι μόνον ο Έβρος τής Θράκης. Είναι επίσης η καυκάσια Ιβηρία, δυτικά τής καυκάσιας… Αλβανίας (στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν), δηλαδή η Γεωργία, στην ενδοχώρα τής αρχαίας Κολχίδας, πατρίδας τής Μήδειας, με το χρυσόμαλλο δέρας, τους Αργοναύτες και τον Ιάσονα. Η λογική λέει πως εκεί θα πρέπει να βρίσκεται η κοιτίδα των Ιβήρων – όμως, οι πιο πολλοί ερευνητές δείχνουν, αντίθετα, προς την κατεύθυνση της ανατολικής Μεσογείου, ή της Βόρειας Αφρικής.

Βορείως της μεγάλης Αρμενίας, μεταξύ Ευξείνου και Κασπίας: Κολχίδα, Ιβηρία και Αλβανία τού Καυκάσου.
Ακόμη βορειότερα οι Αμαζόνες.
“Η ελληνική Μοίρα βρίσκεται στο πνεύμα τού fado”. (Mascarenhas Barretο)
Από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που οι Έλληνες άφησαν κληρονομιά στην Ιβηρία, ο Μασκαρένηας Μπαρρέτο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τη Μοίρα:
-
“Η ελληνική Μοίρα βρίσκεται στο πνεύμα τού fado. Η λέξη fado, προερχόμενη από το λατινικό fatum, σημαίνει μοίρα, ριζικό – αυτό που προείπε ο Χρησμός και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Αργότερα, με τη Μοίρα συνδυάστηκε και ο αραβικός φαταλισμός.”
Βλέπετε πως οι ξένοι αποδίδουν στους Έλληνες πολιτισμικά χαρακτηριστικά που οι ίδιοι υποστηρίζουν πως προέκυψαν ως αποτέλεσμα των 400 χρόνων τού οθωμανικού ζυγού…
ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ είναι όσα αναφέρει η πορτογαλική μυθολογία για τις περιπέτειες του πολύτροπου Οδυσσέα στην Ιβηρία· ανάμεσα στ’ άλλα, λένε, ίδρυσε και περιτείχισε τη Λισαβόνα:
-
“Ο θρύλος”, σημειώνει ο Barreto, “αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής Λισαβόνας στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της αρχαιότητας, τον Οδυσσέα, βασιλιά τής Ιθάκης και πορθητή τής Τροίας, που υποτίθεται πως έδωσε στον τόπο τ’ όνομα Ulissea, απ’ όπου προέκυψε η λέξη Ulissipo [Olisipo].(α) Το σίγουρο, πάντως, είναι πως στη Λισαβόνα εγκαταστάθηκαν οι Φοίνικες, γύρω στο 600 π.Χ., ονομάζοντάς την Alis Ubbo, που πάει να πει Ήρεμος Κόλπος. Την πόλη επισκέπτονταν σίγουρα Έλληνες και Καρχηδόνιοι, συνάπτοντας εμπορικές σχέσεις με τους πρωτόγονους λαούς που ζούσαν στην χώρα. Αυτές οι φυλές, αφού αναμίχθηκαν με τους Κέλτες και τους Ίβηρες, σχημάτισαν μια εθνική υποομάδα: τους Κελτίβηρες.
“Ο θρύλος αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής Λισαβόνας
στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της αρχαιότητας, τον Οδυσσέα” (Barretο)

“Θεός Όφις”: βρέθηκε στην Tavira –
τη μόνη πορτογαλική πόλη, δίπλα στην ανδαλουσιανή Huelva, όπου όντως εγκαταστάθηκαν οι Φοίνικες
● “Θρύλος” η Ulissipo τού Οδυσσέα, κατά τον Barreto, αλλά “σίγουρο” γεγονός η Alis Ubbo των Φοινίκων: η “κλασική” επιστημονικοφανής παραφιλολογία. Πώς συνδυάζει, άραγε, το συμπέρασμα αυτό με την αφετηρία του ότι “σε μακρινούς καιρούς, πριν ακόμη από τον 6ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες αποίκισαν” το νυν πορτογαλικό έδαφος; “Το σίγουρο πάντως είναι πως”… αν μιλάμε βάσει δεδομένων, ούτε οι Έλληνες, ούτε και οι Φοίνικες ή οι Καρχηδόνιοι, εγκαταστάθηκαν στην Πορτογαλία, μια και δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Ανδαλουσία, που ήταν μαγνήτης, λόγω ορυκτού πλούτου και στρατηγικής σημασίας. Η μοναδική περιοχή πορτογαλικού ενδιαφέροντος που τους τράβηξε την προσοχή, ήταν η επίσης πλούσια σε ορυκτά Γαλικία. (Εννοώ, φυσικά, τη Γαλικία τής Ιβηρίας, και όχι τη… συνονόματή της τής ανατολικής Ευρώπης!)
Το τοπωνύμιο Alis (ή Allis) Ubbo (ή Ubo) αποδίδεται επίσης ως Ασφαλής (ή Γαλήνιος, Υπέροχος, Μαγευτικός, Ευχάριστος) Λιμένας (ή Κόλπος, Κολπίσκος, Όρμος, Καταφύγιο, Ακτή): όλες οι παραλλαγές περιγράφουν ένα καλό αγκυροβόλι και, συνεπώς, έχουν κάποια σχέση με την θάλασσα. Σε άρθρο του για τη μυκηναϊκή παρουσία στη Σαρδηνία, ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος έγραψε μεταξύ άλλων:
-
“Σε περίοδο της Αρχαιότητας, το Κάλιαρι, η τωρινή πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, ονομαζόταν Caralis. Κατά πάσα πιθανότητα, το τοπωνύμιο προέρχεται από όρο σημιτικό, τη λέξη car, που σημαίνει ‘λευκός βράχος’.”
Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι Caralis σήμαινε Κόλπος (ή Λιμάνι κλπ.) με τον λευκό βράχο, τοπωνύμιο που θα πρέπει να έδωσαν οι πανταχού παρόντες Φοίνικες. Μπορούμε, άραγε, να συσχετίσουμε τη σημιτική λέξη alis με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα sal– (π.χ. salt, αλάτι στ’ αγγλικά, και ἅλς, αλάτι, αλλά και θάλασσα, στ’ αρχαία ελληνικά); Αν ναι, ινδοευρωπαϊκές και σημιτικές γλώσσες πρέπει να είχαν κάποιον κοινό παρονομαστή – τουλάχιστον σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, σαν τη ναυσιπλοΐα: αυτός ο κοινός παρονομαστής θα ήταν, προφανώς, δάνειες λέξεις από μεσογειακές γλώσσες, όπως λ.χ. τα μινωικά κρητικά.

Μια αγγλική φρεγάτα στα ταραγμένα νερά τού Τάγου περνά από τον Πύργο τού Belém,
του John Thomas Serres (1823)
-
“Κατά τους Καρχηδονιακούς πολέμους”, συνεχίζει ο Barreto, “οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο, και το 205 π.Χ. η πόλη, που τότε ονομαζόταν Olissipo, αναβαθμίστηκε στην κατηγορία ενός ρωμαϊκού municipium. Το 100 μ.Χ. μετονομάστηκε σε Felicitas Julia, προς τιμήν τού Ιούλιου Καίσαρα, μ’ ένα όνομα που αποτελεί υπόσχεση καλοτυχίας. Το έτος 376 εισέβαλαν στην χερσόνησο οι Βησιγότθοι. Κατά τον 5ο αιώνα η περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων και των βαρβάρων, αλλά το 522, μετά από την αποχώρηση των Ρωμαίων, σχηματίστηκε ενιαίο βησιγοτθικό βασίλειο, και η πόλη ήταν γνωστή ως Olissipona. Το 711, οι Άραβες, που εισέβαλαν στην χερσόνησο από τη Βόρεια Αφρική, κατέλαβαν την πόλη και την ονόμασαν Lissibona. Το 1147, τέλος, η πόλη ανακτήθηκε από τον Dom Afonso Henriques.”
Έτσι φτάσαμε στη Lisboa, τη σημερινή πρωτεύουσα της Πορτογαλίας. Όμως, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ· έχει και συνέχεια:
“Η Santarém πιστεύεται πως ιδρύθηκε στον 10ο αιώνα π.Χ. από έναν Έλληνα στην καταγωγή”, γιό τού Οδυσσέα και της Καλυψώς. (Barretο)
-
“Η Santarém, που δεσπόζει στον ποταμό Τάγο, πιστεύεται πως ιδρύθηκε κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. από έναν Έλληνα στην καταγωγή, που λεγόταν Άβιδις [Αbidis, ή Habis],(β) και ο οποίος της έδωσε το όνομα Έσχα-Άβιδις [Esca-Abidis]. Παππούς τού πρίγκιπα [που λέγεται πως ίδρυσε πόλεις και αλλού στην Ιβηρία], ήταν ο Γρήγορις [Gregoris, ή Gárgoris], βασιλιάς τής Ιβηρικής χερσονήσου. Θρυλείται πως ο Άβιδις ήταν γιός τού Οδυσσέα, ο οποίος, προδίδοντας την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Γρήγορις, παραχωρώντας του την Alis Ubbo, παντρεύτηκε μυστικά την κόρη τού Ιβήρου βασιλιά, Καλυψώ. Μόλις το έμαθε ο Γρήγορις, έσπευσε με τον στρατό του εναντίον τής Λισαβόνας. Τότε ο Οδυσσέας διέφυγε δια θαλάσσης, εγκαταλείποντας τη σύζυγό του”…

Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ (με τον… Άβιδι;),
του Gerard De Lairesse
Ώστε η Καλυψώ δεν ήταν μια νύμφη, στη νήσο Ωγυγία, όπως λέει ο Όμηρος. Ανασκευάζοντας τον μέγιστο των ραψωδών, οι Λουζιτανοί υιοθετούν την Καλυψώ, παρουσιάζοντάς την ως πριγκίπισσα της Ιβηρίας, αφού πατέρας της δεν ήταν ο Άτλας, μα ο Γρήγορις-Gárgoris. Σημειωτέον ότι παραμένουμε στα ίδια μέρη, όπου είχε φτάσει παλαιότερα και ο Ηρακλής, για τα μήλα των Εσπερίδων και τα βόδια τού Γηρυόνη. Εικάζεται πως εκεί κοντά στις Ηράκλειες Στήλες πρέπει να βρισκόταν και η Ωγυγία, μια και ο Οδυσσέας χρειάστηκε να ταξιδεύει επί 18 μέρες, με ανατολική κατεύθυνση, για να φτάσει στην Σχερία, το νησί των Φαιάκων, που πολλοί ταυτίζουν με την Κέρκυρα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Ωγυγία ήταν μια από τις Στήλες, η νυν ισπανική Ceuta στο Μαρόκο, απέναντι από την άλλη Στήλη, τον βράχο τού Γιβραλτάρ. Αν και δεν είναι νησί τώρα, δεν αποκλείεται να ήταν κατά την ομηρική εποχή.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο πορθητής τής Τροίας, αλλά και ικανού αριθμού… γυναικών (πολύτροπος γαρ), απέκτησε συνολικά 16 γιους και μια κόρη από έξι γυναίκες. Στον μακρύ κατάλογό του, όμως, δεν περιλαμβάνει κανένα παιδί από την Καλυψώ, ή κάποιαν άλλη, που να λέγεται Άβιδις, Habis, ή κάπως έτσι. Τρεις γιους απέκτησε από την Πηνελόπη, έναν από την κόρη τού Θόαντα του Αιτωλού, οκτώ γιους και μια κόρη από την Κίρκη, δυο γιους από την Καλυψώ, έναν από την Καλλιδίκη, τη βασίλισσα των Θεσπρωτών, που την παντρεύτηκε αργότερα, κι έναν ακόμη από την Ευίππη, κόρη τού Τυρίμμα, βασιλιά τής Ηπείρου. Σημειώστε πως αν δεχτούμε το ησιόδειο γενεαλογικό δένδρο τού Οδυσσέα, με τα εννέα παιδιά από την Κίρκη και τα δυο από την Καλυψώ, θα πρέπει ν’ αντιστρέψουμε τον κατά τον Όμηρο χρόνο παραμονής του κοντά στις δυο νύμφες (έναν χρόνο με την Κίρκη κι επτά με την Καλυψώ).

Κίρκη, του Charles Gumery
Φυσικά, με τέτοια πανσπερμία, ο Οδυσσέας θα κινδύνευε περισσότερο να σκοτωθεί από το χέρι κάποιου… δικού του – όπερ και εγένετο: Σύμφωνα με τη συνέχεια της Οδύσσειας, το τελευταίο επεισόδιο του Επικού Κύκλου, την Τηλεγόνεια, ή Τηλεγονία, ή Θεσπρωτίδα, που αποδίδεται στον Ευγάμμονα τον Κυρηναίο, ή στον Κιναίθωνα τον Λακεδαιμόνιο, ο Τηλέγονος, γιος του από την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του, αποβιβάζεται στην Ιθάκη και – κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής – κατασφάζει τους πάντες, ανάμεσά τους και τον γεννήτορά του. Συνειδητοποιώντας πως έγινε πατροκτόνος, τον πιάνουν οι τύψεις, παίρνει τη σορό, τον ετεροθαλή αδερφό του, Τηλέμαχο, και την Πηνελόπη, και τους πάει στο νησί τής μάνας του, που τους κάνει αθάνατους. Το έπος τελειώνει εκεί, μ’ ένα happy end αντάξιο ελληνικής ταινίας τού ’60: με τους γάμους τής Κίρκης με τον Τηλέμαχο και της Πηνελόπης με τον Τηλέγονο! Μόνον τον καημένο τον Οδυσσέα τον έφαγε το μαύρο χώμα!
Ανάλογο τέλος περιμένει τον ήρωά μας και στην Θεία Κωμωδία, του Dante Alighieri. O πατέρας τής ιταλικής ποίησης παραθέτει μιαν άλλη παράδοση, παραλλαγή τής ομηρικής εκδοχής, κατά την οποία ο ίδιος ο Οδυσσέας αφηγείται πως δεν γύρισε ποτέ στην Ιθάκη. Από το νησί τής Κίρκης, την Αία, Αιαία, ή Αιαίη,(γ) βγήκε μέσω των Ηρακλείων Στηλών στον Ατλαντικό, πέρασε τον Ισημερινό, πλέοντας στο νότιο ημισφαίριο επί πέντε μήνες, ώσπου έφτασε σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό. Εκείνη την στιγμή σηκώθηκε ένας σίφουνας, που στριφογύρισε τρεις φορές το πλοίο και το βούλιαξε. Εκεί πνίγηκαν όλοι. Πού όμως; Ήταν στον “άλλο” κόσμο, ή στον “νέο” κόσμο, την Αμερική; Η λογική, με βάση τις γνώσεις που έχουμε πλέον για τον κόσμο, μας κάνει να σφάλλουμε. Άλλωστε, η αφήγηση γίνεται στην Κόλαση του Δάντη (βλέπε και Ιντερλούδιο. Σύνοψη 10*. Πλώρη για Rio de Janeiro!)
- (γ) Πρόκειται γι’ άλλη μια σύμπτωση τοπωνυμίων με την πρωτεύουσα της Κολχίδας, Αία (το σημερινό Κουτάισι). Αλλά εδώ υπάρχει εξήγηση: η Κίρκη ήταν αδερφή τού βασιλιά τής Κολχίδας, Αιήτη, και θεία τής Μήδειας, με την οποία είχε πολλά κοινά: τις μαγικές ικανότητες, όπως και το ταμπεραμέντο. Κάποιοι λένε πως η Κίρκη εξορίστηκε στο απομονωμένο της νησί από τους υπηκόους της και τον πατέρα της, επειδή σκότωσε τον άντρα της…

Άγαλμα του Βιρίαθου στην Zamora: Ο μέγιστος Λουζιτανός ήρωας στην πάλη κατά των Ρωμαίων σκοτώθηκε με προδοσία. Όι δολοφόνοι ζήτησαν αμοιβή από τους Ρωμαίους, αλλ’ αυτοί τους είπαν:
“Η Ρώμη δεν πληρώνει τους προδότες
που σκοτώνουν τον αρχηγό τους!”
Οι Λουζιτανοί, πάντως, δεν ενδιαφέρονται να βγουν στον… πηγαιμό για την Ιθάκη, ούτε και νοιάζονται για την τύχη τού Οδυσσέα σαν εγκατέλειψε την Καλυψώ. Ασχολούνται, όπως είναι φυσικό, με τα του οίκου τους και πιο πολύ τραβά την προσοχή τους ο Άβιδις-Habis:
-
“Σαν γεννήθηκε ο Άβιδις,” λέει ο Barreto, “ο Γρήγορις διέταξε να τον πετάξουν σε μια σπηλιά για να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία. Ανταποκρινόμενος, ωστόσο, στις ικεσίες τής κόρης του, συναίνεσε να παραδοθεί το παιδί στη Μοίρα, σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο, κι έτσι το έβαλαν σ’ ένα καλάθι, που το παρέσυρε το ρεύμα τού ποταμού [Τάγου].(δ) Το παιδί υιοθετήθηκε από μια ελαφίνα, και όταν βρέθηκε αργότερα σε άγρια κατάσταση από κάποιους κυνηγούς, η μητέρα του το αναγνώρισε από ένα σημάδι. Ο Γρήγορις ξέχασε τον προηγούμενο θυμό του και του έδωσε δασκάλους, έτσι ώστε να τον διαδεχτεί στη διακυβέρνηση της χερσονήσου. Το τοπωνύμιο Έσχα-Άβιδις, ή Εσχάλαβις (Escalabis), στα ελληνικά σημαίνει ‘τροφή που έφαγε ο Άβιδις’,(ε) σε ανάμνηση του τόπου όπου ανατράφηκε από την ελαφίνα.
- (δ) Βιβλική η εικόνα με τον “Μωυσή μωρό” στα νερά τού Νείλου: ουδεμία πρωτοτυπία στην ιουδαϊκή μυθολογία, αν και περιβάλλεται πλέον από “δογματικό κύρος”… (Βλέπε και Χρονικά 13. Αιγαίον – Κνωσός, Μυκήναι, Ίλιον, και 16).
- (ε) Η ἐσχάρα, ή σχάρα, είναι συνώνυμη στ’ αρχαία ελληνικά με την ἑστία, που η αρχική της σημασία ήταν πυροστιά (πυρ + εστία), φωτιά στο τζάκι, όπου ετοίμαζαν το φαγητό. Η εστία συνεκδοχικά απέκτησε και τις έννοιες της οικίας, της οικογένειας, της πατρίδας, μα και του βωμού, του θυσιαστήριου, ενώ συνδέθηκε με την θεά Εστία. Από την εστία βγαίνει και το εστιατόριο. Η εσχάρα παραπέμπει επίσης στο τζάκι, το μαγκάλι, τον βωμό, και την φωτιά σε κάθε σκοπιά τού στρατοπέδου.

Ρωμαϊκό ψηφιδωτό στην Pedrosa de la Vega (Καστίλλη
και Λεόν). Μοναδικό για την εποχή δείγμα διαφάνειας.
-
“Ως προς την ιστορία, οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν την πόλη το 153 μ.Χ. και την ονόμασαν Scalabis-castrum, ενώ ο Ιούλιος Καίσαρας την ανέδειξε σε πρωτεύουσα – μια από τις τέσσερις της Λουζιτανίας. Το 500 μ.Χ., όταν οι Βησιγότθοι έφτασαν στη Λουζιτανία, οι βάρβαροι και οι Λουζιτανοί συγχωνεύτηκαν σ’ έναν λαό. Το 632 στο Tomar μαρτύρησε η μοναχή Ειρήνη. Η σορός της πετάχτηκε στο ποτάμι και τα νερά τη μετέφεραν στην Scalabis. Μετά από 19 χρόνια, ο βασιλιάς Ρεκεσβίντος, που ήταν καθολικός,(ς) άλλαξε τ’ όνομα της πόλης από Scalabis σε Santa Irene. Όταν οι Άραβες κατέλαβαν την πόλη (715), την είπαν Chantireyn”, κι έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή ονομασία Santarém.
- (ς) “Καθολικός” γράφει από κεκτημένη ταχύτητα ο Barreto, αντί για “χριστιανός”, όπως θα ήταν πρέπον, αφού δεν είχε γίνει ακόμη το Σχίσμα.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΪΒΗΡΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ, που σαφώς υπαινίσσεται η πορτογαλική μυθολογία, ανάγονται σ’ εποχές κατά πολύ παλαιότερες του Τρωικού πολέμου, εποχές προελληνικές, της μινωικής θαλασσοκρατορίας στη Μεσόγειο: ήταν δηλαδή κρητοϊβηρικοί. Ένα κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό Κρητών και Ιβήρων ήταν η λατρεία τού ταύρου: τα ταυροκαθάψια και οι ταυρομαχίες (βλέπε και Χρονικό 12. Κρητομινωική Θαλασσοκρατορία).

Ταυροκαθάψια σε μινωική νωπογραφία
Κρητοϊβηρικοί δεσμοί λόγω της μινωικής θαλασσοκρατορίας στη Μεσόγειο. Ένα κοινό πολιτισμικό στοιχείο Κρητών και Ιβήρων ήταν η λατρεία τού ταύρου: τα ταυροκαθάψια.
Ο Στράβων, ιστορικός και γεωγράφος τής ρωμαϊκής εποχής, που γεννήθηκε στην Αμάσεια του Πόντου (64-63 ΠΚΧ) και πέθανε μάλλον στην Ρώμη (24 ΚΧ), στις Ιστορικές Αναμνήσεις του αναφέρεται και στους έφιππους ταυρομάχους τής Λουζιτανίας (“… οι παράκτιοι λαοί, που αρέσκονται ν’ αντιμετωπίζουν έφιπποι τους άγριους ιβηρικούς ταύρους”, γράφει).(ζ)
- (ζ) Ο πρόγονος του ταύρου τής Ιβηρίας, ο aurochs, σύμφωνα με περιγραφή τού Καίσαρα, “είναι κάπως μικρότερος από τον ελέφαντα, ταχύς και δυνατός: επιτίθεται στους ανθρώπους, όπως και στα ζώα”. Ένα τέτοιο ζώο, που τ’ ονόμαζαν βούβαλο, κυνήγησε και ο Καρλομάγνος. Επίσης θεωρείται πιθανόν το άγριο ον που σκότωσε ο Αϊ Γιώργης να ήταν aurochs και όχι δράκοντας όπως τον αναπαριστούν οι εικαστικοί. Ο aurochs (aur = άγριος + ochs = βους), ή urus, είναι ο bos primogenius που έχει εκλείψει στην αρχική του μορφή: επιβίωνε ως το 1627 σε δάσος τής Πολωνίας.
Εκτός από την έφιππη ταυρομαχία, υπάρχει και η pega – από το ρήμα pegar, που σημαίνει αρπάζω, πιάνω… εννοείται τον ταύρο από τα κέρατα! Σ’ ένα, μάλιστα, είδος πέγκας, ο λεγόμενος forcado δεν είναι μόνον εντελώς άοπλος, αλλά δεν έχει και τίποτε για να κοροϊδέψει τον επιτιθέμενο ταύρο (λ.χ. κάπα). Πρέπει ν’ αντέξει την αρχική σύγκρουση, με το τρομερό βάρος τού ζώου επαυξημένο λόγω της ταχύτητας, καθώς και τα επακόλουθα τινάγματα του ταύρου, ώστε ν’ απαλλαγεί από τον ανεπιθύμητο, που του έχει κάτσει κυριολεκτικά στο σβέρκο.

Αναπαράσταση μιας ανάγλυφης νωπογραφίας ταύρου στα βόρεια Προπύλαια της Κνωσού από τον Arthur Evans
Στην pega υπάρχουν κι άλλοι forcados, συνήθως οκτώ, που βοηθούν στην καθήλωση του ταύρου. Είναι αυτή ακριβώς η εικόνα που έχουμε και από τα ταυροκαθάψια σε τοιχογραφία τού 15ου αιώνα ΠΚΧ στην Κνωσό. Δεν είναι εντυπωσιακό; Μάλιστα, ανάμεσα στους ταυροκαθάπτες περιλαμβάνονται και γυναίκες!
Και για να φτάσουμε στην άλλη άκρη τής Μεσογείου: η παλαιότερη γνωστή περιγραφή ταυροκαθαψίων υπάρχει στο περίφημο Έπος τού Γιλγαμές, του μυθικού ήρωα της Μεσοποταμίας, που τ’ όνομά του συνδέθηκε με τον μάταιο αγώνα του για την απόκτηση της αθανασίας. Είναι έπος που ανάγεται στο 2100 ΠΚΧ περίπου, και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας και ο σύντροφός του, Ενκίντου, σκοτώνουν τον ουράνιο ταύρο, που η θεά Ishtar έστειλε για να τιμωρήσει τον Γιλγαμές, επειδή απέκρουσε τον έρωτά της:
-
“Ο Ενκίντου αρπάζει τον ουράνιο ταύρο από τα κέρατα,” ενώ ο Γιλγαμές “πλησιάζει αργά και πηδά στην πλάτη του· κι έπειτα τον αρπάζει από την ουρά”…
“Οι pegas”, καταλήγει ο Barreto, “πιθανόν να έχουν την προέλευσή τους στις νεολιθικές κυνηγετικές τελετουργίες. Αναρωτιόμαστε αν οι λαοί τής Ιβηρικής χερσονήσου τις έμαθαν από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή αν αυτοί οι λαοί ήταν οι δάσκαλοι, δεδομένου πως οι ταύροι μεταφέρονταν στο νησί τής Κρήτης από την χερσόνησο, όπου ήταν το φυσικό τους περιβάλλον.”
Όταν όμως μιλάς για τόσο εκτεταμένες ανταλλαγές εδώ και πέντε χιλιετίες – είτε πρόκειται για ταυροκαθάψια, ή για φορτία ταύρων από την Ιβηρία στην Κρήτη – είναι δυνατόν να σε απασχολούν ψευδοπροβλήματα, ως προς το ποιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες;
-
● Τα ταυροκαθάψια ήταν μινωικό τελετουργικό σχετικό με τη λατρεία τού ταύρου όπου, σε αντίθεση με την ταυρομαχία, ο ταύρος δεν σκοτωνόταν. Πέρασε στους Μυκηναίους και ονομάστηκε στα ελληνικά ταυροκαθάψια: από τις λέξεις ταῦρος και κάθαψις, ένα σπάνιο ουσιαστικό που απαρτίζεται από τα κατά– και ἅπτομαι. Έτσι, ταυροκαθάψια σημαίνει κυριολεκτικά “άγγιγμα του ταύρου”. Παραστάσεις (νωπογραφίες, αγαλματίδια, σφραγίδες) του τελετουργικού, εκτός από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, και κάποια άλλα μέρη τής Ελλάδας, έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία (Σμύρνη και Χαττούσα), στην Χαναάν, την Αίγυπτο, τη Βακτρία, και την Κοιλάδα τού Ινδού.

Ταχύτητα και γενναιότητα του Juanito Apinani στην αρένα τής Μαδρίτης,
από τη σειρά χαρακτικών “Ταυρομαχία” τού Francisco Goya (1815-16)
● Τα ταυροκαθάψια στην Ισπανία ήταν οι recortes. Οι recortadores συναγωνίζονταν στο ν’ αποφεύγουν ή να πηδούν πάνω από ταύρους, χωρίς κάπα, ή ξίφος. Κάποιοι, μάλιστα, χρησιμοποιούσαν ένα μακρύ κοντάρι, κάνοντας κυριολεκτικά άλμα επί κοντώ πάνω από το επιτιθέμενο ζώο, που δεν είχε σχοινί, ή κάτι παρόμοιο, να το συγκρατεί για λόγους ασφαλείας. Οι recortes ήταν συνηθισμένες στον 19ο αιώνα. Απεικονίζονται σε χαρακτικά (οξυγραφίες) τού ζωγράφου Francisco Goya.
-
● Στην Πορτογαλία, η δεύτερη φάση τής ταυρομαχίας ήταν η pega (“λαβή”), στην οποία αναφέρεται ο Barreto. Οι forcados προκαλούσαν τότε το ζώο άμεσα, χωρίς προστασία ή όπλο. Ο “κορυφαίος” έκανε τον ταύρο να επιτεθεί για να εκτελέσει μια pega de cara (“λαβή προσώπου”), αρπάζοντας το κεφάλι του, ενώ οι σύντροφοί του τον περικύκλωναν για να τον καθηλώσουν. Ο ταύρος δεν σκοτωνόταν στην αρένα μπροστά στο κοινό, αλλ’ αργότερα από κάποιον χασάπη. Υπήρχαν ταύροι που, λόγω εξαιρετικών επιδόσεων, γιατρεύονταν και αφήνονταν ελεύθεροι σε βοσκότοπους γι’ αναπαραγωγή ως τον θάνατό τους.
● Σε μια “ασφαλέστερη” παραλλαγή του τελετουργικού, στη γαλλική Γασκωνία, χρησιμοποιούνταν όχι ταύροι, αλλά μοσχάρια, που είχαν επιπλέον μακριά σχοινιά δεμένα στα κέρατα τους για να τα ελέγχουν, καθώς κατευθύνονταν προς τους sauteurs (άλτες) και τους écarteurs (εκείνους που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν το ζώο), για να μην ποδοπατηθούν, ή χτυπηθούν με τα κέρατα, αν αποτύγχαναν σε κάποια προσπάθεια.
● Στη μακρινή νότια Ινδία, στο Tamil Nadu, υπήρχε ένα σχετικό τελετουργικό, το jallikattu, κατά τους εορτασμούς τής συγκομιδής. Οι συμμετέχοντες πηδούσαν πάνω στον ταύρο, προσπαθώντας να πιάσουν τα χρήματα, που υπήρχαν σε πακετάκια, δεμένα στα κέρατά του, ως έπαθλο. Ήταν ένα έθιμο αρχαίο, καθώς βρίσκουμε απεικονίσεις του σε βραχογραφίες, που χρονολογούνται στον 3ο ΠΚΧ αιώνα τουλάχιστον.