Χρονικό 12. ΚΡΗΤΟΜΙΝΩΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
/ENGLISH/ Chronicle 12. MINOAN CRETAN THALASSOCRACY
● Μινωική Κοινωνία και Τέχνη ● Γραμμική Α και Β, Δίσκος τής Φαιστού
● Κασσιτερούχο Κρατέρωμα (Μπρούντζος) ● Ταυροκαθάψια

Χελιδόνια και κρίνα… (Λεπτομέρεια fresco στην Θήρα-Σαντορίνη, ±1650 ΠΚΧ)
του Μιχάλη Λουκοβίκα
Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ο κορυφαίος των Αιγαιακών πολιτισμών τής λεγόμενης “εποχής τού χαλκού”,(α) γεννήθηκε στο νησί τής Κρήτης, άκμασε από τον 27ο έως τον 15ο αιώνα ΠΚΧ, κι έπειτα πέρασε στη λήθη. Ήρθε ξανά στο φως στις αρχές τού 20ού αιώνα ΚΧ, χάρη στον Βρετανό αρχαιολόγο Arthur Evans. Ο όρος “μινωικός” αναφέρεται στον θρυλικό Μίνωα. Στοιχεία δεν υπάρχουν, όμως θεωρούμε ότι δεν ήταν όνομα, αλλά βασιλικός τίτλος. Στην Οδύσσεια, την οποίαν ο Όμηρος συνέθεσε αιώνες αφότου έπαψε να υφίσταται ο πολιτισμός αυτός, οι κάτοικοι του νησιού λέγονται Ετεοκρήτες (“αληθινοί Κρήτες”). Προφανέστατα, υπήρξαν όντως απόγονοι των Μινωιτών. Τ’ όνομα Μινώα είχε δοθεί σε πολλούς οικισμούς τού Αιγαίου και του Ιονίου, ενώ απαντάται επίσης στη Σικελία και την Χαναάν. Η ρίζα μιν– εμφανίζεται σε ορισμένες γλώσσες τού Αιγαίου, σε τοπωνύμια, αλλά και στ’ όνομα κάποιων αυτοχθόνων τού αρχιπελάγους, που ονομάζονταν Μινύες.
- (α) Αναζητώντας το λήμμα “εποχή τού χαλκού” στην ελληνική Βικιπαίδεια, ανακατευθύνεσαι στο λήμμα “εποχή τού ορείχαλκου”. Ο όρος “εποχή τού χαλκού”, που χρησιμοποιείται συμβατικά στα ελληνικά, είναι η λανθασμένη απόδοση του αγγλικού Bronze Age: επί της ουσίας, πρέπει να μιλάμε για εποχή τού μπρούντζου ή, αν θέλετε, του κρατερώματος. Προσπαθώντας ο συντάκτης τού εν λόγω λήμματος να διορθώσει το λάθος, διαπράττει ένα άλλο, μεγαλύτερο, καθώς διακατέχεται από σύγχυση ως προς τα μέταλλα αυτά: τον χαλκό, τον ορείχαλκο (των προϊστορικών, ή των ιστορικών χρόνων), και το κρατέρωμα-μπρούντζο, που απουσιάζει από το λήμμα του αφού εσφαλμένα το ταυτίζει με τον “ορείχαλκο”. Έτσι όμως προκύπτει τραγέλαφος, δεδομένου ότι ο ίδιος μιλά μεν για μια χρονική περίοδο πριν από την εποχή τού σιδήρου, αλλά ο αναγνώστης, μόλις αναζητήσει πληροφορίες περί “ορειχάλκου”, μεταφέρεται… πάραυτα στην ελληνιστική εποχή, δηλαδή μετά από την εποχή τού σιδήρου… Περισσότερες εξηγήσεις στη συνέχεια, όταν θα μιλήσουμε για όλα αυτά τα μέταλλα.
Υποθέτουμε πως οι Κρήτες δεν ήταν Ινδοευρωπαίοι, αλλά μεσογειακός λαός, συγγενικός με τους Πελασγούς, ίσως και με τους Μινύες – τους κατοίκους τού Αιγαίου πριν από την έλευση των Ελλήνων. Η Κρήτη δεν δέχθηκε επιδρομές για πολλούς αιώνες και κατάφερε ν’ αναπτύξει πολιτισμό που διακρινόταν για την προσωπικότητα και την ιδιομορφία του, έναν από τους πιο προηγμένους στη Μεσόγειο κατά την εποχή τού μπρούντζου, μαζί μ’ εκείνον της Αιγύπτου. Η Γραμμική Α, η μινωική γραφή, δεν έχει μέχρι στιγμής αποκρυπτογραφηθεί – σε αντίθεση με την Γραμμική Β, τη μυκηναϊκή γραφή, και παρά τις ομοιότητές τους. Αφορά ενδεχομένως μια γλώσσα τού Αιγαίου, που δεν σχετίζεται με τις ινδοευρωπαϊκές..

Η ζωφόρος τού στόλου (λεπτομέρεια) με μινωικά πλοία, Ακρωτήρι Θήρας
-
“Η Κρήτη ήταν σ’ ευνοϊκή θέση ως προς τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους”, σχολιάζει ο Eugene Hirschfeld στο κείμενό του, Η χάρη στο Αιγαίο: η τέχνη των Μινωιτών. “Κατά τον Θουκυδίδη, ο Μίνωας ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ναυτικό:
‘Ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε από την παράδοση πως ίδρυσε ναυτικό είναι ο Μίνως. Έγινε κύριος της θάλασσας που τώρα ονομάζεται Ελληνική και κυβέρνησε τις Κυκλάδες, δημιουργώντας στα περισσότερά τους νησιά τις πρώτες αποικίες… κι έτσι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καταστείλει την πειρατεία σε αυτά τα νερά, αναγκαίο βήμα ώστε να εξασφαλίσει τα έσοδα για λογαριασμό του.’
“Με τον εμπορικό τους στόλο, οι Μινωίτες έφτασαν να κυριαρχούν στις θάλασσες, καλύπτοντας αποστάσεις εκατοντάδων μιλίων σε αναζήτηση εμπορεύσιμων αγαθών, από την Ισπανία στα δυτικά ως τη Συρία στ’ ανατολικά…(β) Είναι πιθανόν μέτρο τόσο της γεωγραφικής απομόνωσης των Μινωιτών όσο και της δύναμης του στόλου τους το ότι οι παράκτιες πόλεις τους δεν φαίνεται να χρειάζονταν ιδιαίτερη οχύρωση. Έτσι, η περίοδος ακμής τους ονομάστηκε από τον Arthur Evans Pax Minoica, ‘Μινωική ειρήνη’ – μια εποχή κατά την οποία οι πόλεις δεν χρειάζονταν τείχη.(γ) Φυσικά, όπως και στην Pax Romana, μια τέτοια ειρήνη, αν όντως υπήρξε, θα ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικής ισχύος μάλλον, παρά πασιφισμός.”
- (β) “Δεν πρέπει να υποτιμούμε σε καμιά περίπτωση την έκταση των επαφών στον αρχαίο κόσμο”, υποσημειώνει ο Hirschfeld. “Δείτε για παράδειγμα το ναυάγιο της ύστερης εποχής τού μπρούντζου, μ’ ένα εντυπωσιακά ποικίλο φορτίο διεθνών εμπορευμάτων από τη βόρεια Ευρώπη, την Αφρική και τη Μεσοποταμία.”
● Το πλοίο ήταν παρόμοιο μ’ ελληνορωμαϊκά σκάφη μεταγενέστερης εποχής, και βρέθηκε το 1982 από έναν σφουγγαρά στη νοτιοδυτική Τουρκία. Έτσι ήρθε στο φως μια από τις καταπληκτικότερες συλλογές ειδών τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου που έχουν βρεθεί στη Μεσόγειο, χρονολογημένα στα τέλη τού 14ου αιώνα ΠΚΧ. - (γ) Παρ’ όλο που το όραμα του Evans περί Pax Minoica δέχθηκε πρόσφατα επικρίσεις, φαίνεται πως στο νησί είχαν γίνει ελάχιστες ένοπλες συγκρούσεις πριν από τη μυκηναϊκή περίοδο που ακολούθησε. Αρχαιολόγοι τονίζουν πως συχνά οι Μινωίτες παρουσιάζουν όπλα στην τέχνη τους, αλλά μόνο σε τελετουργικό πλαίσιο. Οι ισχυρισμοί ότι δεν παρήγαγαν όπλα είναι εσφαλμένοι: τα μινωικά ξίφη ήταν τα καλύτερα σε ολόκληρο το Αιγαίο. Επίσης, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την ύπαρξη μινωικού στρατού, ή για επικυριαρχία των Μινωιτών σε λαούς εκτός Κρήτης.
Το ένα μετά το άλλο, τα μοναδικά χαρακτηριστικά αυτού του αξιοθαύμαστου πολιτισμού φαίνεται να προκύπτουν από ένα και μόνο: την θαλασσοκρατορία των Μινωιτών, τη “γεωγραφική απομόνωση και τη δύναμη του στόλου τους”, όπως λέει ο Eugene Hirschfeld, εξηγώντας αμέσως μετά:
-
“Ως πολιτισμός θαλάσσιων συναλλαγών, δεν αποτελεί έκπληξη πως οι Μινωίτες μάς άφησαν ορισμένες όμορφες νωπογραφίες πλοίων τους, εκείνων των ξύλινων ιστιοφόρων που ήταν ανώτερα όλων στη Μεσόγειο. Ίσως λόγω αυτού του στόλου και της προστασίας των θαλασσών, οι στρατιωτικές παραστάσεις είναι ασυνήθιστες στη μινωική τέχνη. Ως το 1450 π.Χ., δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως οι Μινωίτες διεξήγαγαν πολέμους με οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους συγχρόνους τους: οι πόλεις-κράτη τής Μεσοποταμίας βρίσκονταν διαρκώς σ’ εμπόλεμη κατάσταση, απαθανατίζοντας τα κατορθώματά τους σ’ έργα όπως η Στήλη των Γυπών, ενώ οι Αιγύπτιοι κάλυπταν τα τοιχώματα των τάφων με παραστάσεις στρατιωτικής μεγαλοπρέπειας. Οι Μινωίτες προτιμούσαν σκηνές ελεύθερου χρόνου ή αθλοπαιδιές. Τους άρεζε να διακοσμούν τους τοίχους με τοιχογραφίες δελφινιών, λουλουδιών και ψαριών. Η τέχνη τους έχει χάρη, κίνηση και ζωντάνια, που τη διακρίνει από την τέχνη τής Αιγύπτου και της Σουμερίας, και… η δεξιοτεχνία τους δεν έχει ταίρι.”
Ο πολιτισμός αυτός είναι ένα εκπληκτικό παράδοξο: μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία· ένα παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε ο άναξ δοξαζόταν· μια θρησκεία χωρίς μεγαλοπρέπεια,
ενώ οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες κι ελεύθερες.
Ο πολιτισμός αυτός είναι, πράγματι, ένα εκπληκτικό παράδοξο: Μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία· ένα παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε και ο άναξ δοξαζόταν· μια θρησκεία χωρίς μεγαλοπρέπεια, ενώ οι γυναίκες (φαίνεται πως) ήταν ίσες με τους άνδρες κι ελεύθερες:
-
“Οι Μινωίτες ήταν ικανότατοι αρχιτέκτονες, με υψηλή αισθητική, και τ’ ανάκτορα περιλαμβάνονται στα σπουδαιότερα έργα τής τέχνης τους. Το πιο γνωστό είναι το ανάκτορο της Κνωσού, που συχνά αποκαλείται το ‘Παλάτι τού Μίνωα’: ένα πολυώροφο συγκρότημα, με διαδρόμους, δωμάτια και σκάλες, χτισμένο γύρω από μια κεντρική αυλή, είχε εντυπωσιακές υδραυλικές εγκαταστάσεις, υπέροχες νωπογραφίες, κίονες και κήπους. Το μπέρδεμα των επισκεπτών, που βρίσκονταν μέσα σε αυτήν την πολύπλοκη αρχιτεκτονική ενός παλατιού με χίλια και πλέον δωμάτια, πιστεύεται πως ενέπνευσε τον μύθο τού Λαβύρινθου του Μινώταυρου. Η Κνωσός ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, κέντρο θρησκευτικό, παραγωγής αγγείων και αποθήκευσης εμπορικών αγαθών, αλλά και χώρος εορταστικών εκδηλώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο ο όρος ‘παλάτι’ δεν είναι κατάλληλος για την περιγραφή αυτών των μινωικών συγκροτημάτων.”
-
“Ευρισκόμενοι επικεφαλής μιας εμπορικής αυτοκρατορίας, οι Κρήτες βασιλιάδες ήταν εξαιρετικά πλούσιοι. Συνεπώς, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν φαίνεται να είχαν παραγγείλει καθόλου αγάλματα, μνημεία, καταλόγους βασιλέων, ή άλλα έργα, ώστε να καυχηθούν για την εξουσία και το αξίωμά τους… Δεν βρίσκουμε τίποτε ανάλογο με τα επιβλητικά μνημεία των βασιλέων-θεών τής Αιγύπτου. Δεν έχουμε καμιά καταγραφή, είτε για τον βασιλιά Μίνωα, ή για οποιοδήποτε άλλο όνομα μονάρχη, άνδρα ή γυναίκας… Κατά τον ιστορικό R. F. Willetts, η προφανής μετριοπάθεια της μινωικής αριστοκρατίας μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορά στις θρησκευτικές προτεραιότητες: οι Μινωίτες δεν είχαν σκοπό να συνδέσουν τον βασιλιά με τους αθάνατους θεούς, όπως οι Αιγύπτιοι ή οι Μεσοποτάμιοι, αλλά μάλλον λάτρευαν την φύση με τον ιδιαίτερο τρόπο που την αντιμετώπιζαν. Από την άποψη αυτή, οι παραστάσεις που εξυμνούσαν τον βασιλιά ήταν περιττές.”
-
“Οι γυναίκες τού μινωικού πολιτισμού φαίνεται πως απολάμβαναν υψηλότερη θέση από ό,τι συνηθιζόταν στην εποχή τού μπρούντζου… Υπηρετούσαν ως διοικητικές υπάλληλοι και ιέρειες… Η σχετική ισότητα των γυναικών ενδεχομένως να οφείλεται στην απουσία στρατιωτικής απειλής, δίνοντας πολύ μικρότερη ώθηση στην καλλιέργεια της ιδέας ενός άνδρα πολεμιστή και, άρα, μεγαλύτερο ρόλο και σεβασμό στις γυναίκες. Βλέποντας τις εικόνες νεαρών γυναικών να κάνουν τούμπες πάνω σε ταύρους μαζί με άνδρες, είναι δελεαστικό το συμπέρασμα πως οι γυναίκες απολάμβαναν μεγάλη ελευθερία… Όσο για την θρησκεία, η μινωική τέχνη διαθέτει ειδώλια φαγεντιανής τής ‘θεάς των φιδιών’, και νωπογραφίες… στις οποίες οι ιέρειες είναι περισσότερες των ιερέων. Δεν έχουν βρεθεί παραστάσεις ανδρών θεών τού μινωικού πολιτισμού κατά την ακμή του. Η εξέχουσα θέση που είχαν προφανώς οι γυναίκες στη μινωική θρησκεία μάς κάνει να υποθέτουμε πως η κύρια θεότητα ή οι θεότητες της μινωικής Κρήτης μπορεί να ήταν θηλυκού γένους, π.χ. θεά γη ή θεά μητέρα.”
Τι συμπεράσματα βγαίνουν;
-
“Η μινωική τέχνη δίνει, όντως, μεγαλύτερη έμφαση στον αυθορμητισμό και την επινοητικότητα, και είναι λιγότερο θρησκευτική και τυποποιημένη… λιγότερο περιορισμένη από άκαμπτες συμβάσεις και τη γεωμετρία”, παρατηρεί ο Eugene Hirschfeld. “Η απουσία μαχών, βασιλιάδων, κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στην εν λόγω τέχνη είναι κάτι το εκπληκτικό για την εποχή. Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε τις διαφοροποιήσεις αυτές, χωρίς να πέσουμε σε χονδροειδείς διατυπώσεις που χρησιμοποιούνταν κάποιες φορές στο παρελθόν, όπως το να αντιπαραθέτουμε καλλιεργημένους Μινωίτες σε βάρβαρους Μυκηναίους.
“Η πρώτη εξήγηση του Arnold Hauser για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής τέχνης των Μινωιτών είναι ο σχετικά περιορισμένος ρόλος τής θρησκείας στην κοινωνία τους. Τα μινωικά ιερά φαίνεται πως ήταν μικρά, ακόμα και στ’ ανάκτορα, βρίσκονταν σε σπίτια ή σε σημεία απόμερα, όπως σε λόφους και σπηλιές. Καμιά σύγκριση με τη μεγάλη λατρεία των νεκρών που βλέπουμε στην Αίγυπτο, ή τα μεγαλεπήβολα έργα που τη συνόδευαν. Υπήρχε, επομένως, μικρότερη ώθηση προς συμβάσεις αυστηρά επιβαλλόμενες. Θαυμάζει επίσης [ο Hauser] τον αστικό χαρακτήρα τής πολιτιστικής ζωής που εμφανίστηκε μ’ επίκεντρο τ’ ανάκτορα:
“‘Η ελευθερία τής κρητικής τέχνης μπορεί επίσης να εξηγηθεί εν μέρει από τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που η αστική ζωή και το εμπόριο έπαιξαν στην οικονομία τού νησιού… η αστική ζωή δεν ήταν πιθανόν πουθενά τόσο πολύ ανεπτυγμένη όσο στην Κρήτη’.
“Το ‘ανάκτορο’ ήταν το κέντρο τής μινωικής ζωής: του εμπορίου και της γεωργίας, αλλά και της τέχνης. Ήταν ίσως αυτός ο συνδυασμός τού εμπορίου και της κουλτούρας, στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής σταθερότητας, που έδωσε στη μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια. Η γεωπολιτική κατάσταση της Κρήτης ενδεχομένως να άσκησε επίσης κάποιαν επίδραση. Με την φυσική προστασία τής θάλασσας και στηριζόμενοι στον στόλο τους, οι Μινωίτες δεν είχαν σχεδόν καμιάν ανάγκη να φοβούνται εισβολή. Ελλείψει μιας τάξης πολεμιστών, όχι μόνον τα δικαιώματα των γυναικών ήταν πιο σεβαστά από ό,τι στους περισσότερους πολιτισμούς τής εποχής τού μπρούντζου, αλλά και η τέχνη αντιμετώπιζε λιγότερους περιορισμούς επιβαλλόμενους από τον στρατό και την θρησκεία.”
“Η απουσία μαχών, βασιλιάδων, κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στη μινωική τέχνη είναι κάτι το εκπληκτικό για την εποχή…
Ήταν ίσως αυτός ο συνδυασμός τού εμπορίου και της κουλτούρας, στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής σταθερότητας, που έδωσε στη μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια.” (Eugene Hirschfeld)
-
“Είναι πολύ πιθανό η γραφή να εμφανίστηκε στον μινωικό πολιτισμό για τον ίδιο λόγο που αυτό έγινε και στη Σουμερία: για να κρατούν λογαριασμούς”, προσθέτει ο Hirschfeld. “Μια πρώιμη εικονογραφική γραφή… αντικαταστάθηκε γύρω στο 1700 π.Χ. από μιαν άλλη που αντιπροσώπευε ήχους, ήτοι ένα πραγματικό αλφάβητο, γνωστό ως Γραμμική Α… [που] δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμη… Αν υπάρχει μυθοπλαστική λογοτεχνία μεταξύ των γραπτών αυτών, δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε. Δεν έχουμε καθόλου μινωική ποίηση, ούτε τραγούδια, ούτε ιστορία, ούτε και ιερή γραφή. Είναι ένας μεγάλος πολιτισμός, αλλά σιωπηλός”…(δ)
- (δ) “Ένα από τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα της αρχαιολογίας είναι ο Δίσκος τής Φαιστού”, σχολιάζει ο Hirschfeld. “Ένας πήλινος δίσκος που καλύπτεται και στις δύο πλευρές από σπείρες συμβόλων αποτυπωμένων με σφραγίδες… Τα σύμβολα αυτά δεν ανήκουν σε κανένα από τα συστήματα γραφής που αναφέρονται παραπάνω.”
● Ο δίσκος, πλάτους 15 εκατοστών, είναι όντως μοναδικός, επειδή όλα τα σύμβολα φαίνεται να έχουν εντυπωθεί στον πηλό με 45 σφραγίδες, αναπαράγοντας ένα σώμα κειμένου με τους επαναχρησιμοποιήσιμους χαρακτήρες. Ο Γερμανός τυπογράφος και γλωσσολόγος Herbert Brekle υποστηρίζει πως ο δίσκος είναι ένα πρώιμο έγγραφο κινητών τυπογραφικών στοιχείων επειδή πληροί τα βασικά κριτήρια της τυπογραφίας, ενώ ο Jared Diamond τον περιέγραψε ως “μακράν το παλαιότερο έντυπο έγγραφο στον κόσμο”. Ο δίσκος ανακαλύφθηκε από τον Ιταλό αρχαιολόγο Luigi Pernier στο ανάκτορο της Φαιστού το 1908, εξάπτοντας την φαντασία ερασιτεχνών κι επαγγελματιών, και από τότε έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την αποκρυπτογράφησή του – αλλ’ εις μάτην…
“Δεν έχουμε καθόλου μινωική ποίηση, ούτε τραγούδια, ιστορία, ή ιερή γραφή. Αν υπάρχει μυθοπλαστική λογοτεχνία, δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε. Είναι ένας μεγάλος πολιτισμός, αλλά σιωπηλός”.
(Eugene Hirschfeld)
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΜΙΝΩΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ εκτός Κρήτης φαίνεται με τα μινωικά τεχνουργήματα που εντοπίζουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά από το 1700 ΠΚΧ, ο υλικός πολιτισμός των Ελλήνων βρέθηκε σε νέο, υψηλότερο επίπεδο, λόγω μινωικών επιρροών. Οι σχέσεις τής Κρήτης με την Αίγυπτο ήταν σημαντικές, καθώς εξήγαγε διάφορα είδη, όπως αγγεία, και εισήγαγε ποικίλα εμπορεύματα, ιδίως πάπυρο, μαζί με καλλιτεχνικές ιδέες. Επίσης, τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά χρησίμευσαν ως πρότυπο για τα μινωικά εικονογράμματα, από τα οποία προέκυψε η Γραμμική Α. Τα μινωικά ανάκτορα καταλήφθηκαν αργότερα από τους Μυκηναίους (μέσα 15ου αιώνα ΠΚΧ), με την προσαρμογή τής μινωικής γραφής στις ανάγκες τής γλώσσας τους, μιας μορφής ελληνικών: ήταν η Γραμμική Β. Οι Μυκηναίοι προτίμησαν, γενικά, να προσαρμόσουν, αντί να καταστρέψουν, την κρητική κουλτούρα, θρησκεία, και τέχνη, διαχειριζόμενοι το οικονομικό σύστημα και την γραφειοκρατία των Μινωιτών. Μετά από σχεδόν δυο αιώνες μερικής ανάκαμψης, στον 13ο αιώνα ΠΚΧ, οι πιο πολλές κρητικές πόλεις και τ’ ανάκτορά τους έπεσαν σε παρακμή. Όταν κάποια στιγμή αργότερα η εποχή τού μπρούντζου κατέρρευσε, η Κρήτη δεν ένιωσε την αγωνία τού θανάτου…
Οι Μινωίτες ήταν έμποροι, και οι πολιτισμικές τους επαφές έφτασαν πολύ πέραν από την Κρήτη – στην χαλκοφόρο Κύπρο και τη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο και την Χαναάν, στα Βαλκάνια και την περιοχή τού Ευξείνου, ιδίως στην Κολχίδα (Αμπχαζία – Γεωργία), στη Μεσοποταμία, ως και στο μακρινό Αφγανιστάν. Παραστάσεις στις Θήβες τής Αιγύπτου, από τον 15ο αιώνα ΠΚΧ, απεικονίζουν κάποιους Μινωίτες να φέρουν δώρα. Επιγραφές καταγράφουν αυτούς τους ανθρώπους ως προερχόμενους από τα “νησιά στο μέσον τής θάλασσας”, και μάλλον αναφέρονται σε Κρήτες εμπόρους, ή επισήμους, που έφεραν δώρα από τη μεγαλόνησο. Οι μινωικές τεχνικές και τεχνοτροπίες στα κεραμικά απετέλεσαν, παράλληλα, πρότυπο για την κυρίως Ελλάδα. Εκτός τής Θήρας, κρητικές αποικίες ιδρύθηκαν και στα Κύθηρα, ένα νησί κοντά στην ηπειρωτική χώρα, που δέχθηκε μινωικές επιδράσεις κατά την 3η χιλιετία, και παρέμεινε μινωικό στον πολιτισμό για χίλια χρόνια, μέχρι την κατάληψή του από τους Μυκηναίους στον 13ο αιώνα, καθώς επίσης στη Μήλο, την Κέα, την Αίγινα, την Ρόδο, και τη Μίλητο. Οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν σε τροχιά γύρω από τον κρητικό πολιτισμό.
Ορισμένες τοποθεσίες στην Κρήτη τονίζουν την εξωστρέφεια της κοινωνίας. Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου λ.χ. βρίσκεται σ’ έναν κόλπο, 100 μέτρα από τη σύγχρονη ακτογραμμή. Ο μεγάλος αριθμός των εργαστηρίων και ο πλούτος των υλικών εκεί, υποδηλώνουν ένα κέντρο εισαγωγών κι εξαγωγών. Αυτές οι δραστηριότητες αποδίδονται περίτεχνα σε καλλιτεχνικές παραστάσεις τής θάλασσας με πλοία και ναύτες, όπως Η ζωφόρος τού στόλου στην Θήρα. Ο Όμηρος κατέγραψε μια παράδοση πως η Κρήτη είχε 90 πόλεις. Οικοδομήματα μεγάλα, με πολλά δωμάτια, ανακαλύφθηκαν ακόμα και σε “φτωχές” περιοχές, φανερώνοντας μια κοινωνική ισότητα και ίση κατανομή τού πλούτου που προερχόταν από το εμπόριο. Υπήρχε υψηλός βαθμός οργάνωσης, αλλά χωρίς ίχνος των στρατιωτικών αριστοκρατιών, που χαρακτήρισαν τους επόμενους πολιτισμούς. Ενώ οι Μυκηναίοι βασίζονταν στις επεκτατικές κατακτήσεις, οι Μινωίτες ήταν λαός εμπορικός, που ασχολούνταν κυρίως με το εξωτερικό εμπόριο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να είχαν εμπλακεί και στο κρίσιμο κατά την εποχή τού μπρούντζου εμπόριο του κασσίτερου: η κράση κασσίτερου με χαλκό, προφανώς από την Κύπρο, χρησιμοποιούταν για την παραγωγή μπρούντζου. Η μινωική παρακμή φαίνεται πως συσχετίζεται με την παρακμή τής χρήσης μπρούντζινων εργαλείων και την αντικατάστασή τους από σιδερένια.
Μεγάλα οικοδομήματα βρέθηκαν ακόμα και στις “φτωχές” περιοχές, φανερώνοντας μια κοινωνική ισότητα και ίση κατανομή τού πλούτου. Υπήρχε υψηλός βαθμός οργάνωσης, χωρίς ίχνος των στρατιωτικών αριστοκρατιών που χαρακτήρισαν τους επόμενους πολιτισμούς…
-
● Ο μπρούντζος φτιαχνόταν αρχικά με την φυσική ή τεχνητή κράση χαλκού και αρσενικού. Στα τέλη τής 3ης χιλιετίας, το αρσενικό αντικαταστάθηκε από τον κασσίτερο, επειδή η διαδικασία κράσης μπορούσε να ελεγχθεί ευκολότερα, και το κράμα ήταν πιο ανθεκτικό. Επίσης, σε αντίθεση με το αρσενικού, ο κασσίτερος δεν είναι τοξικός. Το κασσιτερούχο κρατέρωμα εμφανίζεται στα τέλη τής 4ης χιλιετίας στην Περσία, τη Μεσοποταμία, την Κίνα. Τα μεταλλεύματα κασσίτερου και χαλκού σπάνια γειτονεύουν (ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις ήταν μια περιοχή τής Περσίας). Άρα, η επεξεργασία μπρούντζου προϋπέθετε ανέκαθεν το εμπόριο. Η κύρια πηγή κασσίτερου στην Ευρώπη ήταν τα κοιτάσματα της Κορνουάλλης στην Αγγλία, που μεταφέρονταν μέχρι και στην ανατολική Μεσόγειο. Αν και το κρατέρωμα είναι γενικά σκληρότερο από τον σφυρήλατο σίδηρο, η εποχή τού μπρούντζου έδωσε την θέση της στην εποχή τού σιδήρου, αφού οι άνθρωποι μπορούσαν ευκολότερα να βρουν κι επεξεργαστούν τον σίδηρο, έστω και αν το μέταλλο δεν ήταν καλής ποιότητας. Γι’ αυτό και το κρατέρωμα ήταν περιζήτητο ακόμη και στην εποχή τού σιδήρου: Ρωμαίοι αξιωματικοί λ.χ. είχαν μπρούντζινα σπαθιά, ενώ οι “πεζικάριοι” σιδερένια. Αρχαιολόγοι υποψιάζονται πως κάποια πολύ σοβαρή διαταραχή στην εμπορία κασσίτερου προκάλεσε τη μετάβαση. Οι μαζικές μεταναστεύσεις λαών περί το 1200-1100 ΠΚΧ περιόρισαν την αποστολή κασσίτερου πέριξ τής Μεσογείου (αλλά και από την Βρετανία), εξαντλώντας τ’ αποθέματα και αυξάνοντας τις τιμές. Όταν οι άνθρωποι έμαθαν πώς να παράγουν τον χάλυβα, απέκτησαν ένα μέταλλο ανθεκτικότερο του μπρούντζου, και με κόψη που διατηρείται πιο πολύ αιχμηρή. Υπάρχουν πολλά κράματα κρατερώματος. Το σύγχρονο είναι κατά κανόνα 88% χαλκός και 12% κασσίτερος. Ιστορικά οι μπρούντζοι έχουν σύνθεση που ποικίλλει πάρα πολύ, καθώς οι περισσότεροι μεταλλουργοί χρησιμοποιούσαν, προφανώς, ό,τι υλικό είχαν στη διάθεσή τους.
-
● Ο μπρούντζος, όπως είδαμε, συγχέεται πολύ συχνά με τον ορείχαλκο. Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν τον ορείχαλκο, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως εννοούν το ίδιο μέταλλο μ’ εμάς. Εκείνος ο ορείχαλκος αναφέρεται κυρίως στην ιστορία τής Ατλαντίδας, όπως την αφηγείται ο Πλάτων στον διάλογό του, Κριτίας. Πρώτος ο Ησίοδος λέει στον 7ο αιώνα ΠΚΧ πως ο Ηρακλής φορούσε ορειχάλκινες κνημίδες, ενώ άλλη αναφορά υπάρχει σ’ έναν Ομηρικό ύμνο προς την Αφροδίτη. Ο Πλάτωνας λέει ότι το μέταλλο υπολειπόταν σε αξία μόνον έναντι του χρυσού. Στην εποχή του, ωστόσο, ο ορείχαλκος ήταν γνωστός μόνον ως όνομα. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, έπαψε να κυκλοφορεί επειδή τα μεταλλεία είχαν πια εξαντληθεί. Ο διεθνής όρος ορείχαλκος προέρχεται από τα ελληνικά (όρος + χαλκός). Θεωρείται πως ο ορείχαλκος του Πλάτωνα ήταν είτε κράμα χρυσού-χαλκού, ή ένα άγνωστο πλέον μέταλλο, ή και μυθικό, όπως η Ατλαντίδα. Οι Ρωμαίοι μετέγραψαν το orichalcum ως aurichalcum, που μάλλον σημαίνει κυριολεκτικά χρυσός χαλκός. Το κράμα tumbaga των Άνδεων είναι κάτι αντίστοιχο, δεδομένου ότι πρόκειται για κράμα χρυσού-χαλκού. Στην Αινειάδα, του Βιργιλίου, γίνεται λόγος για ένα κράμα χρυσού-αργύρου. Η λέξη ορείχαλκος χρησιμοποιήθηκε σε νεότερα χρόνια για να περιγράψει τον χαλκοπυρίτη, ή το μπράσο (brass), δηλαδή ένα κράμα χαλκού-σιδήρου, ή χαλκού-ψευδαργύρου. Το χρώμα τού ορείχαλκου είναι γενικά χρυσοκίτρινο, ενώ εκείνο του μπρούντζου καφέ-κόκκινο.(ε)
- (ε) Είχα κάποτε στα νιάτα μου την αφελή εντύπωση, βάσει της μηχανιστικής αντίληψης περί διαδοχής των εποχών (όπου αυτή που έπεται είναι “νομοτελειακά ανώτερη” αυτής που προηγήθηκε), πως η εποχή τού σιδήρου υπήρξε ανώτερη της εποχής τού μπρούντζου – στα πάντα. Γενικά αυτό ευσταθεί. Υπάρχουν, όμως, κάποια λογικά κενά, μερικές παραδοξότητες, κυρίως στην αρχή τής νέας εποχής, αφού θα πρέπει ν’ αποδεχθείς πως οι “σιδερένιοι” Δωριείς ήταν φορείς ανώτερου πολιτισμού συγκριτικά με τους “μπρούντζινους” Αχαιούς.
● Ανάλογη φενάκη, με την ευκαιρία, είναι και η ιδέα περί “ανωτερότητας” του μονοθεϊσμού έναντι του πολυθεϊσμού, ενώ στην πραγματικότητα είναι τεράστια οπισθοδρόμηση – μάρτυς μου ο… χριστιανικός σκοταδισμός: όταν ο καθείς διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην αλήθεια, όταν χάνεται η πολυθεϊστική ανεκτικότητα, τότε το αποτέλεσμα είναι η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα… όχι του Ισραήλ, αλλά του μίσους μεταξύ των μονοθεϊστών!
● Υπάρχουν όμως κι άλλες “ιστορικές ειρωνείες” στη διαδοχή των εποχών. Αφού η εποχή τού σιδήρου είναι ανώτερη της εποχής τού μπρούντζου, τότε και ο σίδηρος θα έπρεπε να ήταν ανώτερος του κρατερώματος – πράγμα που, όπως είδαμε, δεν ευσταθεί. Τα σιδερένια όπλα, που προέκυψαν εξ ανάγκης, ήταν τα “όπλα των φτωχών”. Έπαψε έτσι το μονοπώλιο των αριστοκρατών στον πόλεμο. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως “εκδημοκρατίστηκε ο πόλεμος”. Είναι όμως “δημοκρατικό” το δικαίωμα του φονεύειν;(!)

Κρητικό χρυσό δαχτυλίδι: τέσσερις γυμνόστηθες γυναίκες
με μακριά φορέματα σε λατρευτική σκηνή, 1500 ΠΚΧ
Η ΚΥΠΡΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ “ΧΑΛΚΙΝΟ ΝΗΣΙ” ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ. Η λέξη copper προέρχεται από τη λατινική φράση Cyprium (aes), ήτοι “Κυπριανόν (μέταλλο)”. Πιθανόν το τοπωνύμιο Κύπρος να προέρχεται ετυμολογικά από τις σουμερικές λέξεις για τον χαλκό, ή τον μπρούντζο (zubar / kubar), λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων χαλκού στο νησί. Έτσι, το κρίσιμο ερώτημα είναι: πού έβρισκαν οι Μινωίτες κασσίτερο – το απαραίτητο συστατικό – για την παραγωγή μπρούντζου; Ο κασσίτερος ήταν πολύ σπάνιος στην ανατολική Μεσόγειο. Η μόνη γνωστή πηγή κασσιτερίτη στην περιοχή βρισκόταν στο Kestel-Göltepe του Ταύρου, στη νότια-κεντρική Ανατολία. Η εξόρυξη άρχισε στα τέλη τής 4ης χιλιετίας και τερματίστηκε στα μέσα τού 19ου αιώνα ΠΚΧ, όταν πλέον έγινε αντιοικονομική, είτε εξαντλήθηκε το μετάλλευμα. Υπήρχαν άλλες τρεις πηγές στη διάθεση των Μινωιτών: το μακρινό βορειοανατολικό Αφγανιστάν, η Κεντρική Ευρώπη (στη Βοημία), και η Δύση, με τις τεράστιες ποσότητες κασσίτερου σε μέρη όπως η Ιβηρία, η Βρετάνη τής βορειοδυτικής Γαλλίας, και ιδίως η Κορνουάλλη τής νοτιοδυτικής Βρετανίας. Για τους Κρήτες θαλασσοπόρους, η Δύση ήταν ο προορισμός που μάλλον προτιμούσαν. Και όταν τα μεταλλεία στον Ταύρο έκλεισαν, ο δυτικός κασσίτερος έγινε σαφώς κρισιμότερος, και τότε οι Κρήτες θα μονοπώλησαν τη διάθεση κασσίτερου στην ανατολική Μεσόγειο με τον στόλο τους, εμπορικό και πολεμικό. Μινωικά προϊόντα δείχνουν πως υπήρχε ένα εκτεταμένο δίκτυο με την ηπειρωτική Ελλάδα, την Ανατολία, την Κύπρο, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, και δυτικά, ως την Ιβηρία, ή και παραπέρα. Το εμπόριο σε κοντινές αποστάσεις γινόταν απευθείας, ενώ σε μακρινά μέρη θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται έμμεσα, μέσω μεσαζόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κρητικά πλοία θα μετέφεραν βρετανικό κασσίτερο. Αν έριχναν και άγκυρα σε βρετανικά λιμάνια είναι μια άλλη ιστορία…
Πού έβρισκαν οι Μινωίτες κασσίτερο για την παραγωγή μπρούντζου;
Αναμφίβολα τα κρητικά πλοία μετέφεραν βρετανικό κασσίτερο…
Το πλεόνασμα της Κρήτης προερχόταν από το εμπόριο, σε αντίθεση με τη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο, που βασίζονταν κυρίως στο γεωργικό πλεόνασμα. Οι Κρήτες ήταν απαράμιλλοι υπερπόντιοι έμποροι, κύριοι των θαλασσών, διαθέτοντας το πιο προηγμένο ναυτικό που είχε υπάρξει ποτέ ως τότε. Αντάλλασσαν όχι μόνο τα δικά τους βιοτεχνικά προϊόντα “Made in Crete”, όπως κεραμικά και μεταλλουργικά, αλλά ενεργούσαν και ως ενδιάμεσοι, εμπορευόμενοι πρώτες ύλες και τελικά προϊόντα σε όλη τη Μεσόγειο, και όχι μόνον. Οι πολυτιμότερες επανεξαγωγές τους ήταν τ’ αγγεία, ο κασσίτερος, ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός. Δραστηριοποιούνταν όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, ιδρύοντας παντού εμπόρια. Οι προνομιακοί τους εταίροι στην Ανατολή ήταν σίγουρα οι Αιγύπτιοι, ενώ σημαντικότεροι εταίροι τους στην Εσπερία θα πρέπει να ήταν οι Ίβηρες, καθώς η χερσόνησος ήταν πλούσια σε μέταλλα, κυρίως άργυρο, αλλά και κασσίτερο. Το εμπόριο του κασσίτερου ήταν πολύ προσοδοφόρο, ιδίως τότε, στην εποχή τού μπρούντζου, επειδή, όπως έχουμε δει, πρόκειται για ένα ουσιαστικό συστατικό τού κρατερώματος, και είναι σπάνιο: μόνον ο χρυσός και ο άργυρος σπανίζουν περισσότερο. Επιπλέον, οι Ίβηρες ήξεραν προφανώς την ρότα προς τις Κασσιτερίδες.(ς)
- (ς) Οι Κασσιτερίδες, δηλαδή οι Νήσοι τού Κασσίτερου (Cassiterides: το ελληνικό τοπωνύμιο, μέσω των λατινικών, πέρασε και σε άλλες γλώσσες), πιστεύεται ότι βρίσκονταν κάπου κοντά στις δυτικές ακτές τής Ευρώπης. Αρχαίοι συγγραφείς (Στράβων, Ποσειδώνιος, Διόδωρος Σικελιώτης, κλπ.) τις περιέγραψαν ως νησίδες στ’ ανοικτά τής ΒΔ Ιβηρίας. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής τις ανέφερε σε συνδυασμό με τις μυθικές Εσπερίδες. Ο Στησίχορος και ο Στράβων έγραψαν πως οι Εσπερίδες ήταν στην θρυλική Ταρτησσό (όπου θα ταξιδέψουμε σε εύθετο χρόνο). Ωστόσο, η υπόθεση που γίνεται γενικά αποδεκτή τώρα, άσχετα από τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, είναι πως οι Κασσιτερίδες συνδέονταν με τα Βρετανικά νησιά εν γένει, ένεκα των τεράστιων τότε κοιτασμάτων κασσιτερίτη στην Κορνουάλλη (ελάχιστο μετάλλευμα έχει απομείνει πλέον, λόγω της υπερεκμετάλλευσής του επί χιλιετίες).
Τα μέταλλα ήταν απλώς η απαρχή των πολύ ευρύτερων οικονομικών και πολιτισμικών ανταλλαγών. Πολλοί Ίβηρες εντυπωσιάζονται τώρα από το γεγονός ότι, πριν από χιλιετίες, οι Μινωίτες είχαν τις δικές τους “ταυρομαχίες”. Στο δίγλωσσο βιβλίο του (στα πορτογαλικά και αγγλικά) Fado – Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση, ο Mascarenhas Barreto θεωρεί πως οι “pegas” (που αντιστοιχούν στα μινωικά ταυροκαθάψια, καθώς επίσης άλλα ανάλογα παράτολμα παιχνίδια με τους ταύρους) προήλθαν, πιθανόν, από τις νεολιθικές κυνηγετικές τελετουργίες, και αναρωτιέται
-
“αν οι λαοί τής Ιβηρικής Χερσονήσου τις είχαν μάθει από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή εάν οι ίδιοι ενδεχομένως να ήταν οι δάσκαλοι, δεδομένου πως οι ταύροι μεταφέρονταν στο νησί τής Κρήτης από το φυσικό τους περιβάλλον στην χερσόνησο” (βλέπε επίσης Περιήγηση 3η: Ιβήρου Οδύσσεια).
Αλλά, όταν κάποιος μιλάει για τέτοιες εκτεταμένες ανταλλαγές, που λάμβαναν χώρα κατά την 3η χιλιετία ΠΚΧ, με έθιμα που υιοθετούνταν, και ταύρους που μεταφέρονταν σε τόσο μακρινές αποστάσεις, είναι πράγματι τόσο σημαντικό να γνωρίζουμε ποιος μιμήθηκε ποιον;
Τα ταυροκαθάψια “τα έμαθαν οι λαοί τής Ιβηρικής από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή άραγε οι Ίβηρες ήταν οι δάσκαλοι, αφού οι ταύροι μεταφέρονταν στην Κρήτη από την χερσόνησο;” (Barreto)