Χρονικό 21. ΙΒΗΡΙΚΟ “EL DORADO”
/ENGLISH/ Chronicle 21: IBERIAN “EL DORADO”
● Μινωίτες, Μυκηναίοι, Φοίνικες στην Ιβηρία ● Κήπος των Εσπερίδων και Μακάρων Νήσοι ● Σαρδηνία ● Οδυσσέας, Καλυψώ, Οφιούσα ● Ταρτησσός
του Μιχάλη Λουκοβίκα
-
“ΣΥΧΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ με ισχυρισμούς πως υπήρχαν επαφές ανάμεσα στα απώτερα δυτικά παράλια της σημερινής Ισπανίας και Πορτογαλίας, και στην Κρήτη των μινωικών χρόνων”, σχολιάζει ο Dan Stanislawski στη Μελέτη ιστορικοπολιτικής γεωγραφίας: Η ιδιαιτερότητα της Πορτογαλίας, και πιο συγκεκριμένα στο 7ο κεφάλαιο, για τις Επαφές μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών τής ανατολικής Μεσογείου και της Ιβηρίας.
-
“Δεν πρόκειται απλώς για ιδέα δελεαστική, αλλά και για λογική υπόθεση, καθώς οι Μινωίτες ήταν ικανοί στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο, και την εξεύρεση μετάλλων. Αν είχαν μάθει κάτι για την Ιβηρική χερσόνησο, θα τους είχε κάλλιστα προσελκύσει. Όμως, ενώ κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούσαν τη νησιωτική ρότα τής Μεσογείου που οδηγούσε προς δυσμάς (Rhys Carpenter, Οι Έλληνες στην Ισπανία), μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις περί αυτού. Οι ανασκαφές στην Αλμερία για τον πολιτισμό Los Millares, που μάλλον χρονολογείται στο 2000-1800 π.Χ., αποκάλυψαν ορισμένα είδη που θυμίζουν αιγαιακούς πολιτισμούς, αλλά δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που ν’ αποδεικνύει σαφώς τη σύνδεση. Είδη σαν και αυτά δεν αντιπροσωπεύουν μάλλον τίποτε περισσότερο από κάποιον περιστασιακό παραλληλισμό. Άλλα ευρήματα, μιας κάπως μεταγενέστερης περιόδου στην Ισπανία, παρέχουν πιο συγκεκριμένες ενδείξεις επαφών με τις χώρες τής ανατολικής Μεσογείου, εφόσον μπορούν άψογα ν’ αντιστοιχιστούν με υλικά από την αιγυπτιακή Αμάρνα, του 1400-1200 π.Χ. Τα πολύ γνωστά στην ισπανική αρχαιολογία αιγυπτιακά εμπορικά είδη αυτής της χρονικής περιόδου, είναι σχεδόν βέβαιο πως συνδέονται μάλλον με Φοίνικες μεσάζοντες. Μέχρι στιγμής, είδη σαν αυτά μπορούν μάλλον να θεωρηθούν ως οι παλαιότερες ενδείξεις άμεσων επαφών ανάμεσα στην Ιβηρία και τους θαλασσοπόρους τής ανατολικής Μεσογείου.”

Έλληνες στην Ιβηρία: Αθηνά, Άτλας και Ηρακλής με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων (μαρμάρινο ανάγλυφο, 5ος αιώνας ΠΚΧ)
Voilà! Ιδού ένα “άψογο” δείγμα τής “κλασικής” νοοτροπίας των καθιερωμένων ιστορικών: επιφυλακτικοί, όταν γράφουν, ή μιλούν, για τους Μινωίτες, ακόμη και για τους Έλληνες, αλλά ομιλητικότατοι, όταν αναφέρονται από καθέδρας στους Φοίνικες! Όντως, γιατί ήταν τόσο δύσκολο να φτάσουν στην Ιβηρία οι Αιγαιώτες; Οπωσδήποτε, δεν ήταν κατώτεροι των Φοινίκων στη ναυτοσύνη, κι επιπλέον, η Κρήτη ήταν πολύ πιο κοντά στην Ιβηρία, σε σύγκριση με την Φοινίκη. Εκτός αυτού, ποιος ήλεγχε τότε (“1400-1200 π.Χ.”) το εμπόριο στη Μεσόγειο; Οι Φοίνικες, ή οι Μυκηναίοι – που ο Stanislawski “λησμονεί”;(!) Γιατί να “είναι σχεδόν βέβαιο πως συνδέονται μάλλον με Φοίνικες μεσάζοντες” τα αιγυπτιακά εμπορικά είδη αυτής της περιόδου, που βρέθηκαν στην Ισπανία; Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο η εν λόγω νοοτροπία δεν απαντά, είναι το εξής: Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου, για την παραγωγή μπρούντζου;(α) Ποιοι ήταν τότε οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι έμποροι, για τη μεταφορά αυτού του πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο; Αλί και τρισαλί… όχι οι Φοίνικες! Είναι ο λόγος που τ’ αποδεικτικά στοιχεία τής παρουσίας των Μυκηναίων θαλασσοπόρων στην Ιβηρία κάθε άλλο παρά “πειστικά” είναι. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές Μινωιτών να εξορύσσουν μέταλλα στην περιοχή τής λίμνης Superior, και να τα μεταφέρουν, μέσω του ποταμού Μισσισσιππή, στον Κόλπο τού Μεξικού, για την αποστολή τους στη Μεσόγειο! Παρ’ όλο που δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί κάτι τέτοιο, δεν έχω καμιά πρόθεση να σας πάω τόσο μακριά. Καλύτερα να παραμείνουμε στο έδαφος της Ιβηρίας…
- (α) Να το επαναλάβω, για να εμπεδωθεί: Bronze Age είναι η εποχή τού μπρούντζου ή, αν θέλετε, του κρατερώματος, και όχι η εποχή τού χαλκού, όπως επικράτησε να λέγεται. Εποχή τού χαλκού όντως υπήρξε, στο μεταίχμιο της νεολιθικής περιόδου και της εποχής τού μπρούντζου (εξ ου χαλκολιθική), προτού, δηλαδή, ο άνθρωπος ν’ ανακαλύψει πόσο πιο ανθεκτικό γινόταν το μέταλλο, αν έβαζε και λίγο κασσίτερο στον χαλκό, φτιάχνοντας μπρούντζο. Ο πολιτισμός Los Millares υπάγεται στην εν λόγω μεταβατική περίοδο. Κάποιος προσπάθησε να διορθώσει το λάθος στη Βικιπαίδεια, διαπράττοντας ακόμη μεγαλύτερο ατόπημα: απέδωσε το Bronze Age ως “εποχή τού ορείχαλκου” (θεωρώντας ίσως τη λέξη μπρούντζος “μαλλιαρή”, και τη λέξη κρατέρωμα “εξεζητημένη”)! Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν κάποιο άγνωστο ακόμη και στους ίδιους μέταλλο της προϊστορίας, που λεγόταν ορείχαλκος. Ο γνωστός μας ορείχαλκος (κράμα χαλκού, όχι με κασσίτερο, αλλά με ψευδάργυρο), το λεγόμενο μπράσο, ανακαλύφθηκε στα ελληνιστικά χρόνια. Αντιλαμβάνεστε πόσο… αναχρονιστική υπήρξε η εν λόγω “διόρθωση”. Περισσότερες πληροφορίες στο Χρονικό 12.
Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου για την παραγωγή μπρούντζου; Ποιοι ήταν τότε οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι έμποροι για τη μεταφορά τού πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο;
Υπάρχουν κάποιοι “μη καθιερωμένοι” ιστορικοί, που συνδέουν την ξεχωριστή κουλτούρα Los Millares, στην Αλμερία, με τον Πρώιμο μινωικό αποικισμό τής Ισπανίας (W. Sheppard Baird). Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο επόμενος πολιτισμός, ο αργαρικός, που άνθισε στην περιοχή El Argar, επίσης στην Αλμερία, στη σημερινή ανατολική Ανδαλουσία, μεταξύ 1800 και 1300 ΠΚΧ. Η κουλτούρα αυτή χαρακτηρίζεται από την πρώιμη υιοθέτηση του μπρούντζου, που της επέτρεψε να κυριαρχήσει τοπικά στους γείτονές της, οι οποίοι ήταν ακόμη στην εποχή τού χαλκού (την χαλκολιθική). Οι τεχνικές εξόρυξης και μεταλλουργίας των ανθρώπων τού αργαρικού πολιτισμού ήταν προηγμένες, με τον μπρούντζο, το ασήμι, και το χρυσάφι, που εξόρυσσαν κι επεξεργάζονταν, φτιάχνοντας όπλα, μα και κοσμήματα. Ανέπτυξαν εξελιγμένες τεχνικές αγγειοπλαστικής, και συναλλάσσονταν με άλλες φυλές.
Η αρχαία παράδοση της ομαδικής ταφής, που αποτελεί χαρακτηριστικό τής ευρωπαϊκής μεγαλιθικής κουλτούρας, εγκαταλείφθηκε υπέρ των ατομικών τάφων, ενώ παράλληλα, οι θολωτοί τάφοι αντικαταστάθηκαν από μικρούς κιβωτιόσχημους. Οι νέες συνήθειες μάλλον κατάγονταν από την ανατολική Μεσόγειο, κατά πάσα πιθανότητα τις Μυκήνες, παρακάμπτοντας τη Σικελία και την Ιταλία, όπου η παράδοση της ομαδικής ταφής συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα ακόμα. Στην επόμενη φάση τού εν λόγω πολιτισμού, από το 1500 ΠΚΧ περίπου και μετά, η ταφή μέσα σε πίθους (μεγάλα πιθάρια) απαντάται συχνότερα. Και πάλι, το έθιμο αυτό, που παρέμεινε αποκλειστικά στους κόλπους τής αργαρικής κουλτούρας, πρέπει να είχε προέλευση την Ελλάδα, όπου χρησιμοποιήθηκε μετά από το 2000 ΠΚΧ. Οι πολιτισμικές ανταλλαγές στην περιοχή τής Μεσογείου, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, είναι σαφέστατες, με την αργαρική κουλτούρα να υιοθετεί ελληνικά ταφικά έθιμα, ενώ και οι Έλληνες εισήγαγαν τον ιβηρικό θολωτό τάφο για τον ίδιο σκοπό.
Σημειώστε πως όποιος έφθανε στην Ιβηρία, μπορούσε να βρει εύκολα τον δρόμο προς τα μεταλλεύματα κασσίτερου της Βρετάνης και της Κορνουάλλης, μέσω των πολιτισμών τού μπρούντζου τής δυτικής Ιβηρίας, που είχαν κάποιο βαθμό επικοινωνίας, όχι μόνο μεταξύ τους, μα και με άλλες κουλτούρες τού Ατλαντικού, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας. Πρόκειται για το λεγόμενο σύμπλεγμα της ατλαντικής εποχής τού μπρούντζου, γύρω στο 1300-700 ΠΚΧ, που απαρτιζόταν από πολιτισμούς όπως της Ανδαλουσίας, της Πορτογαλίας, της Γαλικίας, της Αρμορίκης (το μέρος τής Γαλατίας που περιλαμβάνει την Βρετάνη), και των Βρετανικών νήσων. Η ατλαντική εποχή τού μπρούντζου χαρακτηριζόταν από οικονομικές και πολιτισμικές ανταλλαγές, με συγγένειες και συνάφειες μεγάλες, που είναι φανερές στις παράκτιες κοινότητες από τη Γαλικία ως την Σκωτία, ενώ οι εμπορικές επαφές εκτεινόταν από την Μεσόγειο μέχρι τη Σκανδιναβία.
Ο επόμενος αξιοσημείωτος πολιτισμός υπήρξε αυτός της Ταρτησσού, μιας παράκτιας πόλης με λιμάνι, και της γύρω περιοχής στη νότια Ιβηρία (κυρίως Ανδαλουσία). Ήταν η πρώτη αναπτυγμένη πολιτισμικά και πολιτικά πολιτεία τής χερσονήσου στο τέλος τής 2ης χιλιετίας ΠΚΧ. Η περιοχή υποδηλώνεται και στην ελληνική μυθολογία τής ίδιας περιόδου, ως υπόμνηση της παρουσίας και των εξορμήσεων των Μυκηναίων στην Ιβηρία. Ο Ηρακλής πήγε εκεί για να επιτελέσει δυο άθλους του: να σκοτώσει τον Γηρυόνη, αποκτώντας τα βόδια του, και να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων. Ο Γηρυόνης ζούσε στην Ερύθεια (Ερυθείη, ή Ερυθηίδα), ένα νησί των Εσπερίδων, στη μακρινή Δύση (το… Far West τού αρχαίου κόσμου): Εσπερία ήταν η Δύση, πιο συγκεκριμένα η Ιβηρία, ενώ Ερύθεια λεγόταν μια από τις Εσπερίδες, μα και η κόρη τού φοβερού και τρομερού γίγαντα. “Ο Γηρυόνης σκοτώθηκε από την υπέρτερη δύναμη του Ηρακλή στην περιτριγυρισμένη από θάλασσα Ερυθηίδα”, αναφέρει ο Ησίοδος στην Θεογονία του. Ο Ηρακλής έστησε δυο τεράστιες πέτρες, τις λεγόμενες Ηράκλειες Στήλες, για να σταθεροποιήσει την περιοχή, και να διασφαλίσει τον διάπλου των στενών από τα πλοία. Ίδρυσε και αποικίες, μεταξύ άλλων, τα Γάδειρα στο νησί τού Γηρυόνη, όπου οι Φοίνικες θ’ αποκτούσαν αργότερα την έδρα των επιχειρήσεών τους: το Gadir (νυν Cádiz). Ένας τύμβος, που υπήρχε κοντά στα Γάδειρα, ήταν, υποτίθεται, ο τάφος τού Γηρυόνη. Και κάποιοι μύθοι λένε πως ο Ηρακλής είναι επίσης θαμμένος στην Ισπανία.
Ο Γηρυόνης φιγουράρει και μεταξύ των μυθικών βασιλιάδων τής Ταρτησσού. Ο εγγονός του, Νώραξ (Norax, ή Norace), κατέκτησε τη νότια Σαρδηνία, ίδρυσε την πόλη Νώρα, κι έγινε ήρωας της νουραγικής μυθολογίας. Υπαγόρευσε τους πρώτους νόμους, χώρισε την κοινωνία σ’ επτά τάξεις, και ανάγκασε τους αριστοκράτες να δουλεύουν. Αργότερα, ο Gárgoris εισήγαγε το εμπόριο, τη μελισσοκομία, και νέα γεωργικά εργαλεία, όπως το αλέτρι. Άλλοι, πάλι, λένε πως τις γεωργικές καινοτομίες τις εισήγαγε ο γιος (κι εγγονός) του, ο Habis (Habido, Abido, Abidas, Abidis, Gabis, ή Gabid, όπως αναφέρεται σε ποικίλες παραλλαγές τού θρύλου), που τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Οι μεταγενέστερες γενιές Ελλήνων συνέδεσαν αυτήν την περιοχή με την Ταρτησσό. Οι αρχαίοι πίστευαν, επιπλέον, ότι κάπου έξω από τις Ηράκλειες Στήλες βρίσκονταν ο κήπος των Εσπερίδων, αλλά και οι Μακάρων νήσοι, τα Ηλύσια πεδία.

Ο Ηρακλής, ο Πάνας, ένας σάτυρος και γυναίκες στον Κήπο των Εσπερίδων, από τον Ζωγράφο των Εσπερίδων, υδρία (στάμνα), αρχές 4ου αιώνα ΠΚΧ
-
● Οι Ἑσπερίδες, στην ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, λάτρεις τού τραγουδιού, που φρόντιζαν έναν γαλήνιο κήπο στη δυτική άκρη τού κόσμου, κοντά στα όρη τού Άτλαντα της βορειοδυτικής Αφρικής, “στο χείλος τού μεγάλου Ωκεανού που περιβάλλει την οικουμένη”. Θεωρούνταν κόρες τού Έσπερου, του εσπερινού, του αποσπερίτη, του πλανήτη τής Αφροδίτης. Ήταν τρεις (όπως και άλλες ελληνικές τριάδες, σαν τις Χάριτες και τις Μοίρες): η Αίγλη (“εκθαμβωτική”), η Αρέθουσα (“υδροχόος”), και η Ερύθεια (“ερυθρά”). Ο κήπος των Εσπερίδων ήταν το περιβόλι τής Ήρας στη Δύση, όπου υπήρχε κάποιο δέντρο, ή άλσος, που έβγαζε “χρυσά μήλα”, τα οποία χάριζαν την αθανασία. Σε κατοπινά χρόνια συνέδεσαν τα φρούτα αυτά με τα πορτοκάλια, που ήταν άγνωστα στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο πριν από τον Μεσαίωνα. Βάσει της υπόθεσης αυτής, η ελληνική βοτανική ονόμασε όλα τα κιτροειδή “εσπεριδοειδή” – υπονοώντας ότι μας ήρθαν από τη Δύση, ενώ στην πραγματικότητα κατάγονται από την Ανατολή: τη νοτιοανατολική Ασία.(β)

Παραδοσιακό Rabelo στον Δούρο, που μεταφέρει εδώ και αιώνες ανθρώπους και αγαθά, κυρίως κρασί
- (β) Σε κάποιες γλώσσες, η λέξη πορτοκάλι προέρχεται από τ’ όνομα της Πορτογαλίας, της πάλαι ποτέ κύριας πηγής των εισαγωγών: πορτοκάλι στα ελληνικά, portokal στα βουλγάρικα και σλαβομακεδόνικα, portocală στα ρουμάνικα, και phortokhali στα γεωργιανά. Επίσης, portogallo, ή purtualle, σε διαλέκτους τής νότιας Ιταλίας. Σχετικά ονόματα βρίσκουμε και σε μη ευρωπαϊκές γλώσσες: portakal στα τούρκικα, al-burtuqal στ’ αράβικα, porteghal στα πέρσικα, και birtukan στα αμχαρικά (την αιθιοπική γλώσσα).
Όσο για τη λέξη Πορτογαλία, αυτή προέρχεται από το ρωμαϊκό Portus Cale, που εξελίχθηκε σε Portugale κατά τον 7ο-8ο αιώνα ΚΧ. Το Cale ήταν ένας πρώιμος οικισμός στις εκβολές τού ποταμού Δούρου, στα βόρεια της σημερινής Πορτογαλίας. Μυστήριο καλύπτει την ετυμολογία τού ονόματος, ή και την ταυτότητα των ιδρυτών τής πόλης. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως οι πρώτοι κάτοικοι του Cale ήταν Έλληνες, και ότι τ’ όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη κάλλος, λόγω της ομορφιάς τής κοιλάδας τού Δούρου. Η γενικά αποδεκτή εξήγηση, όμως, είναι πως πρόκειται για εθνώνυμο, προερχόμενο από τους Callaeci, ή Gallaeci, που ζούσαν στην περιοχή. Το ίδιο ισχύει και για τα ονόματα Γαλικία και Γάια (Γαία), όπως λέγεται η δίδυμη πόλη τού Πόρτο, στις εκβολές τού Δούρου.
-
● Οι Μακάρων νήσοι, στην ελληνική, αλλά και την κέλτικη μυθολογία, ήταν ένας παράδεισος γαλήνιος, χωρίς χειμώνες, όπου γίνονταν δεκτοί ήρωες και άλλοι θνητοί που είχαν την θεϊκή εύνοια. Οι Έλληνες πίστευαν ότι τα νησιά βρίσκονταν στον Δυτικό Ωκεανό, τον Ωκεάνιο ποταμό που περιέβαλλε τη γη. Ο Στράβων τα τοποθετούσε απέναντι από τη “Μαυρουσία” (Μαυριτανία, Δυτική Σαχάρα, και Μαρόκο). Ήταν τόποι πέρα από τα πέρατα της γης, όπου δεν έπεφταν ποτέ χιόνια ή δυνατές βροχές, αλλά ο ωκεανός πάντα έστελνε ζωογόνα την πνοή τού ζέφυρου για να δροσίζει ευεργετικά τους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος, που αναφερόταν συχνά-πυκνά σε αυτά τα νησιά, τα τοποθετούσε με βεβαιότητα στον Ατλαντικό, λέγοντας πως έφτανε κανείς εκεί από την Ιβηρία μετά από ολιγοήμερο ταξίδι:
-
“Λένε πως πρόκειται για δυο νησιά, που χωρίζονται από έναν πολύ στενό πορθμό, σε απόσταση [2.000 χιλιομέτρων] από την Αφρική… Μια ακράδαντη πεποίθηση έχει ριζωθεί, ακόμη και μεταξύ των βαρβάρων, πως εκεί βρίσκονται τα Ηλύσια πεδία, και ο τόπος διαμονής των Μακάρων, που τραγούδησε ο Όμηρος.”
-
Η σύγχρονη γεωγραφία ονομάζει αυτά τα νησιά Μακαρονησία (από το ελληνικό τους όνομα Μακάρων νῆσοι). Είναι τέσσερα αρχιπελάγη: οι Αζόρες και η Μαδέρα (Πορτογαλία), τα Κανάρια (Ισπανία), και το Πράσινο Ακρωτήρι.
-
● Οι διασυνδέσεις Ιβηρίας και Σαρδηνίας, που υποδηλώνει σαφώς η μυθολογία, επιβεβαιώνονται από αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, γλωσσικά, πολιτισμικά, και ιστορικά στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, οι Σαρδηνοί είχαν επαφές και με τους Μυκηναίους, που συναλλάσσονταν σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, καθώς και με τους Κρήτες, λ.χ. με την Κυδωνία, τα σημερινά Χανιά, όπως δείχνουν και τ’ αγγεία που αποκάλυψαν ανασκαφές στη Σαρδηνία. Όμως, οι επιρροές φαίνεται πως ήταν ευρύτερες. Η βαθμιδωτή πυραμίδα τού Monte d’Accoddi, κοντά στο Σάσσαρι, παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το μνημειακό συγκρότημα των Los Millares, στην Ανδαλουσία, ή επίσης με κατοπινά οικοδομήματα στις Βαλεαρίδες. Κάποιοι μελετητές βρίσκουν ομοιότητες με μεσοποτάμια κτίσματα, και τις αποδίδουν σε μεταναστεύσεις, ιδίως Σουμερίων, στη δυτική Μεσόγειο. Αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί και γεωγράφοι χαρακτήριζαν τα μυστηριώδη μεγαλιθικά νουράγι ως δαιδάλεια, αποδίδοντάς τα, εμμέσως, στον Δαίδαλο, ο οποίος, μετά από την Κρήτη, όπου έχτισε τον Λαβύρινθο, εγκαταστάθηκε στη Σικελία, κι έπειτα στη Σαρδηνία.
-
Με το ξεκίνημα του νουραγικού πολιτισμού στον 18ο αιώνα, κατά την χαλκολιθική περίοδο, ο χαλκός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή όπλων και άλλων ειδών. Σύντομα το νησί, που ήταν πλούσιο σε ορυκτά, κυρίως χαλκό και μόλυβδο, γέμισε καμίνια για την παραγωγή κραμάτων, που μεταφέρονταν στα λιμάνια όλης τής λεκάνης τής Μεσογείου – πιθανόν με πλοία μινωικά, αργότερα μυκηναϊκά, ίσως και σαρδηνιακά. Ο νουραγικός πολιτισμός απέκτησε έμπειρους μεταλλουργούς, από τους σπουδαιότερους παραγωγούς μετάλλων στην Ευρώπη. Περνώντας στην εποχή τού μπρούντζου, άρχισαν να φτιάχνουν πλήθος προϊόντων με το νέο κράμα, όπως όπλα, εργαλεία, ή αναθήματα, λ.χ. μπρούντζινα πλοία, που δείχνουν την στενή τους σχέση με την θάλασσα. Η Σαρδηνία δεν συγκαταλεγόταν στον σημαντικό εκείνον χάρτη των πηγών κασσίτερου στην αρχαιότητα (Κορνουάλλη-Ντέβον, Βρετάνη, Ιβηρία, Βοημία–Σαξωνία). Ωστόσο, λόγω του υπόλοιπου ορυκτού της πλούτου, απετέλεσε κέντρο εμπορίας μετάλλων τής εποχής εκείνης, και δεν αποκλείεται να εισήγαγε κασσίτερο από την Ιβηρία, για τη διάθεσή του στην υπόλοιπη Μεσόγειο. Συνεπώς, οι έμποροι από το Αιγαίο, όπως και άλλες περιοχές, όπου ο κασσίτερος σπάνιζε, έριχναν πολύ συχνά άγκυρα στα λιμάνια της. Έτσι εξηγούνται και οι πολιτισμικές επιρροές στη νουραγική κουλτούρα, από τους πολιτισμούς των Μυκηνών, της Κρήτης, και της Κύπρου, καθώς και η παρουσία μυκηναϊκών, κρητικών, και κυπριακών αγγείων, ή και ντόπιων αντιγράφων τους, σε 5-6 νουραγικές κοινότητες, που αποτελούσαν διαμετακομιστικούς κόμβους κατά την ύστερη εποχή τού μπρούντζου.
-
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο Χρονικό, στην εποχή εκείνη (15ος–13ος αιώνας ΠΚΧ) σημειώθηκαν τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών, μεταξύ των οποίων και των Λαών τής Θάλασσας, που έφεραν την καταστροφή στους Μυκηναίους και τους Χετταίους, ενώ αποπειράθηκαν να καταλάβουν την Αίγυπτο. Υπενθυμίζουμε πως ορισμένοι μελετητές συνδέουν μια από τις φυλές των Λαών τής Θάλασσας, τους Shardana, με τους Σαρδηνούς τής νουραγικής εποχής, που εγκαταστάθηκαν στο νησί είτε πριν, ή μετά από την αποτυχημένη εισβολή στην Αίγυπτο. Πρόκειται γι’ αμφιλεγόμενες θεωρίες, που δεν αποδέχονται οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και ιστορικοί. Ο Σιμωνίδης ο Κείος, ωστόσο, σ’ ένα χαμένο έργο του, που αναφέρει ο Ζηνόβιος, έκανε λόγο για επιδρομές Σαρδηνών στην Κρήτη, κατά την περίοδο της εισβολής των Λαών τής Θάλασσας στην Αίγυπτο. Αυτό ίσως να επιβεβαιώνει πως οι Σαρδηνοί, κατά τη νουραγική εποχή, σύχναζαν στην ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, έχουν βρεθεί νουραγικά αγγεία τού 13ου αιώνα στην Τίρυνθα, και την περιοχή τού σικελικού Ακράγαντα, κατά μήκος τής θαλάσσιας ρότας που συνέδεε το ανατολικό με το δυτικό τμήμα τής mare nostrum.
-
Το δεύτερο σε μέγεθος νησί τής Μεσογείου μετά από τη Σικελία, λεγόταν από τους Έλληνες Ιχνούσα. Σαρδηνία ονομάστηκε μάλλον από τον Σάρδο, έναν μυθικό ήρωα του νουραγικού πανθέου, που αποίκισε το νησί από τη Λιβύη. Πατέρας του ήταν ο Μακήρις (ίσως ο Φοίνιξ Μελκάρτ). Άλλοι, πάλι, τον συνέδεαν με τους Ηρακλείδες, που εγκαταστάθηκαν εκεί μ’ επικεφαλής τον Ιόλαο, ανιψιό τού Ηρακλή, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη. Ο Ιόλαος θεωρείται γενάρχης τής φυλής των Ιολαίων,(γ) που, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες Καρχηδονίων και Ρωμαίων, έμειναν ανυπότακτοι. Ίδρυσε επίσης πολλές πόλεις, από τον Εύξεινο Πόντο ως τη Σικελία και τη Σαρδηνία, ζητώντας τη συνδρομή τού Δαίδαλου. Είναι εντυπωσιακό πως οικοδομήματα του τελευταίου, σώζονταν ακόμη κατά την εποχή τού Διόδωρου (1ος αιώνας ΠΚΧ). Γύρω στα 1000 ΠΚΧ, τέλος, πρωτοεμφανίστηκαν επί σκηνής οι Φοίνικες, ρίχνοντας ολοένα και συχνότερα άγκυρα σε ήδη υφιστάμενα λιμάνια, όπως Caralis, Νώρα, Βύθια, Σολκοί, Θάρρος, και Ολβία (ελληνικά ονόματα τα περισσότερα), ενώ από τον 8ο αιώνα άρχισαν να ιδρύουν (ή να ιδιοποιούνται) οχυρά και πόλεις, κυρίως στα στρατηγικής σημασίας νοτιοδυτικά παράλια.(δ)
- (γ) Φυλές Σαρδηνίας και Κορσικής: Κορσικανοί (ίσως από Λιγυρία) αποίκισαν την Κορσική από τη βόρεια Σαρδηνία· Βάλαροι των Βαλεαρίδων (από Ιβηρία, ή νότια Γαλλία, σχετιζόμενοι με τους Βάσκους), αποίκισαν τα βόρεια-κεντρικά τής Σαρδηνίας· Ιολαίοι (από βόρεια Αφρική, ή δυτική Σικελία, ή ανατολική Μεσόγειο) αποίκισαν τα κεντρικά-νότια. Οι διάλεκτοι Gallurese, Logudorese και Campidanese, αντιστοιχούν ενδεχομένως στις εν λόγω φυλές.
- (δ) Η Σαρδηνία και η Κορσική είναι ιδιαίτερη περίπτωση και στη μουσική, καλλιεργώντας μια από τις παλαιότερες μορφές φωνητικής πολυφωνίας, εξίσου αρχαίας ίσως με την πολυφωνία τής Ηπείρου (μαζί και της Αλβανίας). Η Unesco ανακήρυξε αυτό το είδος τραγουδιού, cantu a tenore, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά το 2005. Το cantu a cuncordu, ένα παρόμοιο στυλ, αντιστοιχεί στην κορσικάνικη paghjella, κι έχει χαρακτήρα θρησκευτικό.
Η πολυφωνία επεκτείνεται και στα όργανα. Ένα χαρακτηριστικό πολυφωνικό πνευστό, που απαρτίζεται από τρεις αυλούς, είναι οι launeddas (το λεγόμενο “τριπλό κλαρίνο” ή “τρίαυλος”). Οι αυλοί παίζονται με κυκλική αναπνοή, και ο ήχος τους μπορεί να είναι συνεχής. Ο ένας αποτελεί τον ισοκράτη, ενώ οι άλλοι δυο αποδίδουν τη μελωδία σε τρίτες κι έκτες. Οι πρόγονοι των launeddas μάλλον βρίσκονται στην Αίγυπτο των αρχών τής 3ης χιλιετίας ΠΚΧ. Εκείνοι οι αυλοί με γλωσσίδα λέγονταν memet, και αναπαραστάσεις τους βρίσκουμε σε ανάγλυφα τάφων, ή και σε πυραμίδες. Οι launeddas εμφανίζονται στον 8ο αιώνα ΠΚΧ τουλάχιστον, και μέχρι σήμερα συνοδεύουν θρησκευτικές τελετές, και χορούς (su ballu). Οι μουσικοί χρησιμοποιούν εκτεταμένες παραλλαγές κάποιων μελωδικών φράσεων, κι έτσι ένας σκοπός μπορεί να διαρκέσει ως μια ώρα, δημιουργώντας ήχους που, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Alessio Surian, ανήκουν στους “στοιχειωδέστερους και με τον μεγαλύτερο συντονισμό τής Ευρωπαϊκής μουσικής”.
Ο GÁRGORIS ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ, παράλληλα, ως ο μυθικός βασιλιάς ενός από τους λαούς τής Ταρτησσού, στη νότια Πορτογαλία (Algarve και κάτω Alentejo), στο δυτικό άκρο τής Ευρώπης: ήταν οι Κυνήτες, Κυνήσιοι, ή Κόνιοι, τους οποίους ο Ηρόδοτος διέκρινε από τους Κέλτες. Ο βασιλιάς, λέει ο θρύλος, είχε αιμομικτικές σχέσεις με την κόρη του, που τ’ όνομά της δεν έχει διασωθεί. Το… “μοιραίο” συνέβη μια μέρα που την τσίμπησε μέλισσα, και ο Gárgoris θέλησε να γιατρέψει την πληγή, μαλάσσοντάς την με το στόμα του, με αποτέλεσμα να τους κυριεύσει το πάθος (δεν διευκρινίζεται πού ακριβώς ήταν το τσίμπημα)… Όταν αυτή έμεινε έγκυος, την φυλάκισε, και διέταξε την θανάτωση του παιδιού. Το εγκατέλειψαν σ’ έναν λόφο, δίπλα σε άγρια θηρία, που, ωστόσο, το θήλασαν και το περιέθαλψαν. Σαν έμαθε ο βασιλιάς πως ο γιος (κι εγγονός) του ήταν ακόμα ζωντανός, διέταξε να τον πάρουν από την σπηλιά, και να προκαλέσουν τον θάνατό του με κάποιον άλλον τρόπο: να τον ποδοπατήσουν βόδια σε άτακτη φυγή, ή να τον καταβροχθίσουν σκύλοι και πεινασμένοι χοίροι, ή να τον πετάξουν στην θάλασσα για να πνιγεί. Όμως, χάρη στην προστάτιδα Τύχη, ο Habis (Abidis) κατάφερε να επιβιώσει: όλα τα ζωντανά τον βύζαξαν, ενώ η θάλασσα, μ’ ένα της κύμα, τον έβγαλε σώο στην ακτή. Τελικά, αναθράφηκε από ελαφίνα (τ’ όνομά του, στην γλώσσα των Κυνητών, σημαίνει “ελάφι”), μεγάλωσε σαν θηρίο, κι έγινε επιτήδειος ληστής, αλλά πιάστηκε από κάποιους αγρότες, που τον οδήγησαν στον βασιλιά. Τότε αυτός, βλέποντας ορισμένα εκ γενετής σημάδια, κατάλαβε πως ήταν ο γιος (κι εγγονός) του. Εντυπωσιασμένος από το θαύμα τής επιβίωσής του απ’ όλες τις δοκιμασίες, τον όρισε διάδοχο του θρόνου. Τον θρύλο κατέγραψε ο Γαλατικής καταγωγής Λατίνος ιστορικός, Πομπήιος Τρόγος (1ος αιώνας ΠΚΧ), ενώ τον αφηγήθηκε έμμετρα ο Jerónimo de Arbolanche στο ποίημά του, Abidas (1566).

Περσέας και Ανδρομέδα (1572), του Gustave Moreau
Σύμφωνα με τον Λατίνο ιστορικό, Ιουστίνο, που συνέγραψε την Ἐπιτομὴ τῶν Φιλιππικῶν τοῦ Πομπηίου Τρόγου, ο Habis, ως βασιλιάς πλέον, προχώρησε σε ρηξικέλευθες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, “κατανέμοντας τους πολίτες μεταξύ επτά πόλεων”, και απαγορεύοντας τη δουλεία λόγω χρεών, που ήταν σύνηθες φαινόμενο στ’ αρχαία χρόνια. Ο Ιουστίνος σχολίασε επίσης τις αναλογίες τού θρύλου με παρόμοιες ιστορίες γι’ άλλους γενάρχες, όπως οι Περσεύς, Μωυσής, Ρωμύλος και Ρώμος, εκφράζοντας την άποψη πως ο Habis υπερτερεί έναντι των ιδρυτών τής Ρώμης, που αναγκάστηκαν απλώς να έχουν ως τροφό μια λύκαινα, χωρίς να περάσουν από χίλιες δυο δοκιμασίες, ώστε να επιδείξουν ανάλογη, ή και υπέρτερη, ικανότητα επιβίωσης.(ε) Όταν ο Habis έγινε βασιλιάς, η περιοχή ανάμεσα στις εκβολές τού Γουαδαλκιβίρ κι εκείνες τού Σάδου, στο Σετούμπαλ, μεταμορφώθηκε θεαματικά, αφού ο Habis εισήγαγε τη γεωργία, με την σπορά των σιτηρών, και την εκτροφή των βοοειδών, κι έτσι βελτίωσε τη διατροφή των υπηκόων του. Οι απόγονοί του κυβέρνησαν αυτήν την περιοχή για αιώνες. Σπουδαίο υπήρξε και το νομοθετικό του έργο, με τους έμμετρους νόμους που θέσπισε, και οι οποίοι σταδιακά εμπλουτίστηκαν, φτάνοντας, κατά τον Στράβωνα, στα χρόνια τής ακμής τής Ταρτησσού, τις “έξι χιλιάδες στίχων”, όπως θα δούμε σε λίγο. Η παράδοση των έμμετρων νόμων φαίνεται πως ξεκίνησε σε αρχαϊκές εποχές, όταν η γραφή δεν ήταν διαδεδομένη, για να μπορούν οι άνθρωποι ν’ απομνημονεύουν και να τηρούν τους νόμους.(ς) Οι έμμετροι νόμοι ήταν προφανώς γραμμένοι με την ταρτήσσια, ή νοτιοδυτική γραφή, που είναι η αρχαιότερη των παλαιοϊβηρικών (7ος – 5ος αιώνας ΠΚΧ). Εκτεινόταν μεταξύ των εκβολών Γουαδαλκιβίρ και Σάδου, ή και στο εσωτερικό τής Ιβηρίας, φτάνοντας προς ανατολάς ως το Αλικάντε, όπου καλλιεργήθηκε η ελληνοϊβηρική γραφή. Οι γλωσσολόγοι είναι διχασμένοι ως προς τις επιρροές τής γραφής (αναμενόμενο): ήταν ελληνικές, ή φοινικικές οι επιδράσεις; Φευ! Οι “Φοινικολάτρες” δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν καμιά “φοινικοïβηρική” γραφή!
- (ε) Σχολίασα ήδη τις αναλογίες με τον “Μωυσή μωρό” (βλέπε Περιήγηση 3. Ιβήρου Οδύσσεια): ο Habis υπερτερεί κατά κράτος! Ως προς τον Περσέα, να υπενθυμίσω πως όταν ήταν μωρό, ο παππούς Ακρίσιος, φοβούμενος έναν χρησμό, ότι θα τον σκοτώσει ο εγγονός του, τον πέταξε στην θάλασσα, μαζί με τη μάνα του, Δανάη, μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα. Στις δοκιμασίες του, όταν μεγάλωσε (αποκεφάλισε τη Μέδουσα, κι έσωσε την Αιθιοπίδα πριγκίπισσα, Ανδρομέδα, από το Κήτος), δεν θα έβγαινε νικητής, αν δεν ήταν γιος τού Δία – άρα, υπερτερεί όλων!
- (ς) Περί αρχαίων ελληνικών μουσικών νόμων, και την πανάρχαια παράδοση να τραγουδιούνται οι νόμοι από τον λαό για ν’ απομνημονεύονται και να τηρούνται, βλέπε Χρονικό 11.

Olisipo (Λισαβόνα), Sintra, Scalabis (Santarém), και Salacia (Alcácer do Sal)
Οι Gárgoris και Habis πρωταγωνιστούν σε διάφορες παραλλαγές τού εν λόγω θρύλου. Σε μια από αυτές, ο πρώτος παραλληλίζεται με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, ενώ, αντίθετα, ο δεύτερος παρουσιάζεται ως θύμα διώξεων, επειδή εισήγαγε τη γεωργία στη βουκολική Ταρτησσό. Μια άλλη εκδοχή, που παρεισέφρησε εντελώς απροσδόκητα σ’ ένα βιβλίο περί fado, είναι προφανώς μεταγενέστερη, για να καταστεί η ιστορία ηθικά μη επιλήψιμη, αποσιωπώντας το στοιχείο τής αιμομιξίας. Συνδυάζει, λοιπόν, αυτόν τον θρύλο, με τον μύθο τής ίδρυσης της Λισαβόνας, αλλά και με την Οδύσσεια, διανθίζοντας έτσι την ιστορία με τους προσφιλείς μας ομηρικούς ήρωες. Σε αυτήν την εκδοχή, που αφηγείται ο Mascarenhas Barreto, στο βιβλίο του, Fado / Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση, με τις πολυάριθμες παρενθετικές μυθολογικές, ή ιστορικές του υποσημειώσεις, ο Gárgoris παρουσιάζεται ως ο Ίβηρας βασιλιάς Gregoris, ενώ η κόρη του δεν είναι άλλη από την Καλυψώ. Συνεπώς, την πατρότητα του γιου της την “επωμίζεται” ο Οδυσσέας, ενώ η “Ωγυγία” δεν είναι νησί, αλλά οικισμός στις εκβολές τού Τάγου. Ο βασιλιάς τής Ιθάκης, λέει αυτή η εκδοχή, περιτείχισε την πόλη, και την ονόμασε Ulissea (Οδύσσεια) – εξ ου Olisipo(na: ήτοι, Λισαβόνα) – ενώ ο γιος που απέκτησε με την Καλυψώ, ο Abidis, αφού πέρασε τις δοκιμασίες που είδαμε παραπάνω, ίδρυσε την Scalabis (Santarém), όπως και άλλες πόλεις, κάποιες ακόμη βορειότερα (λ.χ. Astorga, Astigi).

Καλυψώ και Οδυσσέας, του William Russell Flint
Πολλές εκδοχές υπάρχουν και για τον θρύλο τής ίδρυσης της Λισαβόνας. Σε μια από αυτές, ο Οδυσσέας είδε ένα αστροπελέκι ν’ αστράφτει στον ουρανό και να προκαλεί πυρκαγιά στο έδαφος, σε μια άγνωστη χώρα. Τότε ο Ζευς (ο μέγας θεός των κεραυνών) του είπε να χτίσει μια πόλη σ’ εκείνο το σημείο. Σε αυτήν την χώρα, λέει μια άλλη εκδοχή, βασίλευε η γοητευτική Οφιούσα, που αντί για πόδια, είχε μια τεράστια φιδίσια ουρά. Η βασίλισσα ερωτεύτηκε τρελά τον Οδυσσέα και, για να τον έχει στο πλευρό της, του προσέφερε τον θρόνο τού βασιλείου της. Ο ήρωάς μας, ως πονηρός που ήταν, προσποιήθηκε πως δέχεται, γιατί φοβόταν για την ζωή του αν αρνιόταν. Ταυτόχρονα όμως γέμιζε κρυφά το πλοίο του με προμήθειες. Και μια νύχτα, ενώ η βασίλισσα κοιμόταν, ο Οδυσσέας και το πλήρωμά του χάθηκαν στο σκοτάδι. Εξοργισμένη το πρωί, η Οφιούσα χτυπούσε την τεράστια ουρά της τόσο δυνατά στο έδαφος, ώστε δημιούργησε τους επτά λόφους, όπου είναι χτισμένη η Λισαβόνα. Οφιούσα, φυσικά, είναι η Χώρα των Όφεων-Φιδιών, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ατλαντική Ιβηρία, τη σημερινή Πορτογαλία και Γαλικία, και ειδικότερα την περιοχή γύρω από τις εκβολές τού Τάγου.
-
● Η Οφιούσα των Ελλήνων ήταν για τους Ρωμαίους η Oestriminis (Άκρα, ή Άπω Δύση, στα λατινικά), κάτι σαν το finis terrae, “τέλος τού κόσμου” (με την οπτική ενός Μεσόγειου). Ο Αβιηνός, Ρωμαίος ποιητής τού 4ου αιώνα ΚΧ, στο έργο του Ora maritima (Θαλάσσιες ακτές), όπου ανέπλασε τον Μασσαλιώτη περίπλου τού 6ου αιώνα ΠΚΧ, ένα ημερολόγιο καταστρώματος άγνωστου Έλληνα θαλασσοπόρου, έγραψε πως οι Oestrimni, που ζούσαν στην περιοχή επί μακρόν, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μετά από εισβολή ερπετών. Στην πραγματικότητα, τα ερπετά δεν ήταν φίδια, αλλά άνθρωποι, πιθανότατα οι Saephes, ή Ophis (“λαός των ερπετών”), και οι Dragani (“λαός των δράκων”), που ήρθαν να εγκατασταθούν σε αυτήν τη γη. Οι Saephes ζούσαν σε ορεινή περιοχή, δίπλα στις εκβολές τού Τάγου, όπου υπήρχε ένα νησί, που ο Αβιηνός ονόμασε Ποιητάνιον. Συμμαχώντας με μιαν άλλη φυλή, τους Cempsi, κατάφεραν να πάρουν αυτά τα εδάφη διά της βίας από τους Oestrimni. Οι νεοφερμένοι ήταν προφανώς είτε πρωτο-Κέλτες, ή Κελτίβηρες, ενώ οι Oestrimni οι παλαιολιθικοί κάτοικοι της Ατλαντικής Ιβηρίας.
Οι Όφεις, που λάτρευαν τα ερπετά, ζούσαν στα βουνά τής βόρειας Πορτογαλίας και Γαλικίας, ή στις εκβολές των ποταμών Δούρου, Κάβαδου, Τάγου, και Σάδου. Οι Σαίφες, μαζί με τους Κέμψους, ζούσαν στη γη των Κυνητών (Algarve και Κάτω Alentejo), όπου βασίλεψε ο Gárgoris. Οι Κέμψοι, ίσως με σημαντικές γερμανικές και λίγυες προσμίξεις, έφτασαν στην Ιβηρία γύρω στο 650 ΠΚΧ, κι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα τού Τάγου, και στην χερσόνησο του Σετούμπαλ, όπου ο Αβιηνός προσδιόρισε το σημερινό Ακρωτήρι Εσπισέλ ως lugum cempsicum. Οι Δρακάνοι, τέλος, κατάγονταν μάλλον από τη Λιγυρία, περιοχή τής ΒΔ Ιταλίας, κι έφτασαν στη ΒΔ Ιβηρία (Κανταβρία, Αστούριες, Γαλικία, Μπέιρα) με κέλτικες προσμίξεις, ήταν δηλαδή Κελτολίγυες. Τ’ όνομά τους δείχνει ότι μπορεί να έφεραν τους δράκους στην Ιβηρία, όπου οι ντόπιοι πρέπει να είχαν ήδη στη λατρεία τους τούς δικούς τους γρύπες.(ζ)
- (ζ) Ένα άλλο υπερφυσικό ον, στα παραμύθια τής Πορτογαλίας και της Γαλικίας, είναι η Moura encantada (μαγεμένη). Ένας θρύλος αναφέρει ότι στο θερινό ηλιοστάσιο, ένα νεαρό θηλυκό ερπετό, μια χθόνια θεά, αποκάλυπτε κρυμμένους θησαυρούς σε όσους τριγυρνούσαν στα δάση. Αυτή η παρθένα, έλεγαν, ζούσε στην περιοχή τού Πόρτο. Κατά το ηλιοστάσιο, οργανώνονταν γιορτές προς τιμήν της. Στο υπόλοιπο της χρονιάς, γινόταν φίδι και ζούσε κάτω από βράχια. Ως προσφορά, οι βοσκοί τής άφηναν λίγο γάλα από τα κοπάδια τους.

Οδυσσέας και Καλυψώ, του Μαξ Μπέκμαν
Ως προς την Καλυψώ, κατά την ελληνική μυθολογία, δεν ήταν πριγκίπισσα, αλλά νύμφη, στη νήσο τής Ωγυγίας, κόρη τού Άτλαντα, γι’ αυτό ονομαζόταν και Ατλαντίδα (Όμηρος), ή και Ωκεανίδα, ήταν δηλαδή μια από τις κόρες τού Ωκεανού (Ησίοδος). Ωστόσο, και οι δύο εκδοχές συνδέονται με την περιοχή των Ηρακλείων Στηλών, ή με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Άτλας, ο Τιτάνας που συγκρατούσε την ουράνια σφαίρα, ταυτίστηκε με την οροσειρά τού Άτλαντα στη βορειοδυτική Αφρική. Μελετητές που ανέλυσαν το έργο και τη γεωγραφία τού Ομήρου, μεταξύ πολλών άλλων, οι Στράβων και Πλούταρχος, εξέφρασαν την άποψη πως η Ωγυγία, ή και η Σχερία, το νησί των Φαιάκων, βρίσκονταν στον Ατλαντικό, και ορισμένοι ταύτισαν κάποιο από τα νησιά, ή και τα δυο, με την Ατλαντίδα. Ο Πλούταρχος γράφει και πάλι με μεγάλη σαφήνεια πως “ένα Ωγύγιο νησί βρίσκεται μακριά, στ’ ανοιχτά τής θάλασσας, σε απόσταση ενός πενθήμερου ταξιδιού από την Βρετανία, με κατεύθυνση προς δυσμάς”.(η) Κάνει επίσης λόγο για τη “μεγάλη ήπειρο”, που ερμηνεύθηκε είτε ως αναφορά στην Αμερική, ή ως υπαινιγμός στην Ατλαντίδα. Πολλά από τα χαρακτηριστικά των Φαιάκων, όπως η ναυτοσύνη τους, υποδηλώνουν είτε τη μινωική Κρήτη, ή την Ατλαντίδα. Η περιγραφή τού παλατιού τους παραπέμπει σε πολύ προηγμένο πολιτισμό. Προ πάντων, τα πλοία τους ήταν εκπληκτικά, εντελώς διαφορετικά από τα καράβια τού Τρωικού πολέμου, και μάλιστα… κατευθυνόμενα με την σκέψη! Εδώ στηρίζεται η άποψη πως ήταν ο Όμηρος, πριν από τον Πλάτωνα, που μίλησε πρώτος για την Ατλαντίδα.
- (η) Η Ωγυγία, συνδεδεμένη με τον Ωγύγιο κατακλυσμό, και τον μυθικό βασιλιά τής Αττικής, ή Βοιωτίας, Ωγύγη, ή Ωγύγο, παραπέμπει σ’ έννοιες όπως αρχέγονος, πανάρχαιος, πρωταρχικός, υποδηλώνοντας ότι το νησί τής Καλυψώς ήταν αρχαιότατο. Άρα, όταν ο Αισχύλος αποκαλεί τον Νείλο Ωγύγιο, κάθε άλλο παρά υπονοεί πως το νησί βρισκόταν στην Αίγυπτο, όπως κάποιοι επιπόλαια σκέφτηκαν. (Η ελληνική μυθολογία αναφέρεται σε τρεις κατακλυσμούς: του Ωγύγη, του Δευκαλίωνα, και του Δάρδανου).
● Για τη γεωγραφία τής Οδύσσειας, βλέπε Ιντερλούδιο, Σύνοψη 10*. Πλώρη για Rio de Janeiro!
-
● Ο Όμηρος ανέφερε πως τα πλοία ήταν ταχύτερα και από τα γεράκια, ενώ ο βασιλιάς Αλκίνοος εξήγησε λεπτομερώς στον Οδυσσέα ποιες ακριβώς πληροφορίες χρειάζονταν τα σκάφη για να τον οδηγήσουν στην Ιθάκη:
-
“Πες μου την χώρα, τον λαό, και την πόλη σου, έτσι ώστε τα πλοία μας να χαράξουν αναλόγως τον προορισμό τους, και να σε μεταφέρουν εκεί. Γιατί οι Φαίακες δεν έχουν καπετάνιους: τα σκάφη τους δεν έχουν πηδάλια σαν αυτά που έχουν τα καράβια άλλων λαών, μα τα ίδια τα πλοία κατανοούν το τι σκεφτόμαστε και τι θέλουμε. Ξέρουν όλες τις πόλεις και τις χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, και μπορούν να διασχίσουν με άνεση την θάλασσα, ακόμη και όταν είναι καλυμμένη από ομίχλη και σύννεφα, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ναυαγήσουν, ή να πάθουν οποιαδήποτε ζημιά.”(θ)
- (θ) Πλοία προγραμματισμένα ηλεκτρονικά: ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει στη διάθεσή του ένας Περίπλους στο Αρχιπέλαγος! Φυσικά, συν τοις άλλοις, με αυτήν την τεχνολογία κατά νου, η ιδέα πως η Σχερία-Φαιακία μπορεί ήταν η Κέρκυρα, θα πρέπει ν’ αποκλειστεί.
Παραμύθια… Όπως και για την ίδρυση της Λισαβόνας, η επωδός που ακούμε ξανά και ξανά, μετά από αυτές τις ιστορίες, είναι πως πρόκειται για μύθους. Η πραγματικότητα είναι άλλη. Ξανά και ξανά, οι περί Ελλήνων παραδόσεις είναι “θρύλοι”, εκείνες περί Φοινίκων “Ιστορία”… Μάλλον αληθεύει ότι δυτικά των Ηρακλείων Στηλών δεν υπήρξαν καθόλου ελληνικοί οικισμοί, παρά μόνον ταξίδια εξερευνητικά. Ο μύθος τής ίδρυσης του Olisipo από τον Οδυσσέα δεν είναι παρά μύθος. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να στηρίζει την “Ιστορία” τής ίδρυσης της Λισαβόνας “γύρω στο 600 π.Χ.”, ή στο μακρινό 1200 ΠΚΧ, από τους Φοίνικες, με τ’ όνομα Alis Ubbo (“Ασφαλές Λιμάνι”), έστω και αν υπήρχαν κάποιοι οργανωμένοι οικισμοί στην Ulissea-Olissipona με σαφείς μεσογειακές επιρροές, είτε εκείνη τη μακρινή εποχή, ή και αργότερα. Μύθος είναι και αυτή. Παρομοίως, αν εξαιρέσουμε τα εξερευνητικά ταξίδια των Φοινίκων και των Καρχηδονίων, δεν υπήρξαν, ή τουλάχιστον δεν έχουν εντοπιστεί, αποικίες τους πέρα από το Algarve, συγκεκριμένα στις Balsa–Tavira,(ι) κοντά στα σύνορα Ισπανίας-Πορτογαλίας, με σημαντικές φοινικικές εγκαταστάσεις, αλλά κι επιρροές, από τον 8ο αιώνα ΠΚΧ και μετά. Ουσιαστικά, οι φοινικικές επιδράσεις, στο έδαφος της σημερινής Πορτογαλίας, οφείλονται στις εμπορικές και πολιτισμικές ανταλλαγές με την Ταρτησσό.

Ιβηρία: Ταρτησσός, Οφιούσα, Κελτική, Oestrimni, Dragani, Saephes, Cempsi, Κυνήτες (7ος-5ος αιώνας ΠΚΧ)
- (ι) Η Tavira εμφανίστηκε στα τέλη τής εποχής τού μπρούντζου (1000-800 ΠΚΧ). Οι Φοίνικες την ιδιοποιήθηκαν στον 8ο αιώνα, κι έγινε μια από τις πρώτες τους εγκαταστάσεις στην ιβηρική Δύση. Τότε δημιούργησαν ένα αποικιακό αστικό κέντρο, με τεράστια τείχη, δυο λιμάνια, δυο τουλάχιστον ναούς, και με κανονικό αστικό σχέδιο – χαρακτηριστικό που, όμως, παραπέμπει σε πολεοδομία των αρχαίων Ελλήνων, και όχι των Φοινίκων, ή άλλων σημιτικών λαών (βλέπε σχετικά, στο επόμενο Χρονικό, τη σύγκριση του Στράβωνα ανάμεσα στην φοινικική Μάλακα και την ελληνική Μαινάκη, στην περιοχή τής σημερινής Μάλαγας). Το φοινικικό όνομα της πόλης θα ήταν Baal Saphon, ή Baal Shamin, από τα ονόματα των θεών των κεραυνών, ή τ’ ουρανού, που λάτρευαν οι ΒΔ σημιτικοί λαοί και οι Μεσοποτάμιοι. Αργότερα, τ’ όνομα αυτό συντομεύτηκε σε Balsa. Άλλοι, αντίθετα, επιμένουν πως το τοπωνύμιο Balsa έχει προέλευση ιβηρική, ίσως βασκική. Απαντάται πλέον και σε άλλα μέρη τού κόσμου. Η φοινικική Tavira καταστράφηκε βίαια, λόγω συγκρούσεων, στα τέλη τού 6ου αιώνα ΠΚΧ, κι ερημώθηκε για έναν αιώνα. Αυτό, μάλλον, συνέβη κατά τη συντριβή τής Ταρτησσού από τους Καρχηδόνιους. Το 410 ΠΚΧ, στη μετα-ταρτήσσια, τουρδητανική περίοδο, οι ιβηρικές αποικίες αποσχίστηκαν από την καρχηδονιακή ηγεμονία. Ως αποτέλεσμα ήρθε η ανάκαμψη, με την αστική άνθιση της περιοχής, και η Tavira αναβίωσε κι αναπτύχθηκε περαιτέρω. Αλλά η αναγέννηση δεν κράτησε πολύ: η πόλη καταστράφηκε κι ερημώθηκε ξανά, στα τέλη τού 4ου αιώνα. Αφού η Καρχηδόνα ισοπεδώθηκε, οι Ρωμαίοι ίδρυσαν, στα μέσα τού 1ου αιώνα ΠΚΧ, ένα λιμάνι, σε απόσταση 7 χιλιομέτρων από την Tavira, το οποίο κληρονόμησε τ’ όνομα Balsa.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΤΑΡΤΗΣΣΟ. Αυτή η θρυλική πολιτεία εμφανίζεται, περί τα μέσα τής 1ης χιλιετίας ΠΚΧ, σ’ ελληνικές και ανατολικές πηγές. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Όμηρος ήταν και πάλι ο πρώτος που, στην Ιλιάδα, αναφέρθηκε σε μια χρυσοφόρα γη, στα δυτικά όρια του κόσμου (Ιβηρία), πριν από τον μεγάλο ωκεανό (Ατλαντικό), όπου οι άνθρωποι ζούσαν πολλά χρόνια, ευτυχισμένοι μες στα πλούτη τους. Το Ταρτήσσιον όλβιον άστυ, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες, και βασιλιάς του ήταν ο περιώνυμος Αργανθώνιος – μ’ ένα όνομα που, σίγουρα, παραπέμπει στον μεγάλο του πλούτο. Ένας άλλος ιστορικός, ο Έφορος, περιέγραψε στον 4ο ΠΚΧ αιώνα,
-
“μια πολύ ευημερούσα αγορά, ονόματι Ταρτησσός, πλούσια σε κασσίτερο που μεταφέρει ο ποταμός, καθώς και σε χρυσό και χαλκό από κέλτικα εδάφη.”
Όμως, περί τα τέλη τής χιλιετίας, φαίνεται ότι τ’ όνομά της έπεσε σε αχρηστία, δημιουργώντας την εντύπωση πως η πόλη μπορεί να είχε αφανιστεί, εξαιτίας φυσικών ή άλλων αιτίων. Η Ταρτησσός, όπως άλλωστε και η Θήρα-Σαντορίνη, συγκεντρώνει πάρα πολλές πιθανότητες να ήταν το μέρος όπου βρισκόταν η Ατλαντίδα. Ίσως να είχαν και πολλά άλλα κοινά, λόγω μινωικών επιρροών. Οι Ανδαλουσιανοί, όπως και οι Έλληνες, μπορεί να ωφελήθηκαν από τους Κρήτες όχι μόνον οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά. Τ’ αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή έχουν δημιουργήσει μιαν εικόνα ενός εκτεταμένου πολιτισμού, με τον πυρήνα ν’ απλώνεται από την κοιλάδα τού Γουαδαλκιβίρ ως την Ουέλβα, επηρεάζοντας το σύνολο της νότιας Ιβηρίας, από τις εκβολές τού Τάγου ως την χώρα τής Βαλένσιας. Ο Παυσανίας, στον 2ο αιώνα ΚΧ, προσδιόρισε το ποτάμι, κι έδωσε λεπτομέρειες για την τοποθεσία τής πόλης:

Άποψη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ (1854), του Manuel Barrón y Carrillo
-
“Λένε πως Ταρτησσός ονομάζεται ένα ποτάμι στη γη των Ιβήρων, που χύνεται στην θάλασσα από δυο βραχίονες, και πως, ανάμεσα σε αυτούς τους δυο βραχίονες, βρίσκεται μια πόλη με το ίδιο όνομα. Ο ποταμός είναι ο μεγαλύτερος στην Ιβηρία και παλιρροϊκός, και σε μια μετέπειτα περίοδο ονομάστηκε Βαέτης”.
Οι Μαυρούσιοι, αργότερα, τον ονόμασαν Μεγάλο Ποταμό (Γουαδαλκιβίρ). Ο ανατολικός βραχίονάς του, ο μόνος που υφίστανται ακόμη, ήταν τότε πολύ πιο απλωμένος. Ο δυτικός βραχίονας δεν υπάρχει πια, αλλά πιστεύεται πως βρισκόταν κοντά στην Ουέλβα. Τώρα σε αυτήν την περιοχή υπάρχουν μόνο λίμνες. Εκείνη την εποχή, ανάμεσα στους δυο βραχίονες του ποταμού, υπήρχε μια μεγάλη λιμνοθάλασσα, μ’ ένα τουλάχιστον νησί μέσα της, όπου ήταν χτισμένη, προφανώς, η θρυλική πόλη τής Ταρτησσού. Το τοπίο τώρα είναι εντελώς διαφορετικό. Ορισμένα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα πως θα πρέπει να συνέβησαν δύο φυσικές καταστροφές (σεισμοί με τσουνάμι), που προκάλεσαν την καταβύθιση των νησιών και της γύρω ξηράς – μια από τις οποίες συνέβη γύρω στο 1500 ΠΚΧ, και η άλλη περί το 200 ΚΧ. Συνεπώς, οι συμφορές αυτές δεν συνδέονται με τον αφανισμό τής Ταρτησσού, της οποίας οι περισσότεροι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν, στο μεταίχμιο του 6ου και 5ου αιώνα ΠΚΧ, εντελώς ανεξήγητα…
Οι Ταρτήσσιοι, ως εξαιρετικοί μηχανικοί που ήταν, διέθεταν κάποιο εξελιγμένο σύστημα ρύθμισης της ροής των υδάτων τού ποταμού. Ο Στράβων κάνει την περιγραφή μιας κοινωνίας προηγμένης, αστικοποιημένης, με πολλές ανθηρές πόλεις στις όχθες τού Ταρτησσού-Βαέτη-Γουαδαλκιβίρ:

Ωκεανός, ρωμαϊκό ψηφιδωτό στην Ossonoba, νυν Faro
-
“Σοφώτατοι δ’ ἐξετάζονται τῶν Ἰβήρων οὗτοι, καὶ γραμματικῇ χρῶνται, καὶ τῆς παλαιᾶς μνήμης ἔχουσι συγγράμματα καὶ ποιήματα καὶ νόμους ἐμμέτρους ἑξακισχιλίων ἐπῶν, ὥς φασι”…
(“Θεωρούνται οι πιο μορφωμένοι των Ιβήρων, έχουν γραφή, αλλά και ιστορικά χρονικά, και ποιήματα, κι έμμετρους νόμους έξι χιλιάδων στίχων, καθώς λένε”).
Η κουλτούρα τους χωρίζεται σε δύο κυρίως περιόδους: Η πρώτη ονομάζεται “γεωμετρική”, και συμπίπτει με την ύστερη εποχή τού μπρούντζου, από το 1200 ως το 750 ΠΚΧ – αντιστοιχεί, δηλαδή, περίπου στην ελληνική γεωμετρική τέχνη (Βίοι Παράλληλοι τεχνών; Ίσως…) Η δεύτερη περίοδος χαρακτηρίζεται “ανατολίζουσα”, επηρεασμένη από Φοίνικες κι Έλληνες, μεταξύ 750 και 550 ΠΚΧ, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον κλασικό ιβηρικό πολιτισμό. Κάποια παρόμοια μετάβαση στον λουζιτανικό πολιτισμό συνέβη στη νότια περιοχή τής Πορτογαλίας, κυρίως στο Algarve και το κάτω Alentejo, προεκτεινόμενη παράκτια ως τις εκβολές τού Τάγου. Σημαντικές εξελίξεις τής περιόδου ήταν η εισαγωγή τού κεραμικού τροχού, καθώς και άλλες πρόοδοι της τεχνικής, λ.χ. αρχιτεκτονική, όπως και της γεωργίας. Άλλη αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν η περαιτέρω εξειδίκευση και κοινωνική διαστρωμάτωση. Μια πολύ σπουδαία καινοτομία υπήρξε η γραφή. Με την άφιξη των Ελλήνων, που η επιρροή τους υπερέβαινε κατά πολύ την έκταση των αποικιών τους, ο “οριενταλισμός” άρχισε να μετασχηματίζεται σε ιβηρικό πολιτισμό, ιδίως στα νοτιοανατολικά. Η ελληνική επιρροή είναι ορατή στην σταδιακή αλλαγή τής αρχιτεκτονικής των μνημείων, προσεγγίζοντας τα πρότυπα του ελληνικού κόσμου ολοένα και περισσότερο. Η ιβηρική γραφή εξελίχθηκε από τη λεγόμενη νοτιοδυτική, ή την ταρτήσσια γραφή, μ’ έντονες τις ελληνικές επιδράσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε και μια παραλλαγή τού ελληνικού αλφαβήτου (ιβηροϊωνική γραφή) για την καταγραφή ιβηρικών κειμένων.
Η κουλτούρα (από την φράση “cultura animi”, του Κικέρωνα) είναι και υλική: πρόκειται για τα τεχνουργήματα που δημιουργεί μια κοινωνία, αλλά και για το πώς αυτά αντιστοιχούν στις κοινωνικές σχέσεις. Δίχως καταμερισμό τής εργασίας και τεχνολογία, πάντως, ο πολιτισμός είναι αδιανόητος. Κουλτούρα και πολιτισμός απαιτούν μια οικονομική βάση ώστε να ευδοκιμήσουν. Στην περίπτωση της Ιβηρίας, τα μέταλλα ήταν αυτά που άνοιξαν τον δρόμο προς την αυγή τής εποχής τού μπρούντζου, ενώ αργότερα, η πορεία επιταχύνθηκε, όταν επιτόπου κατέφθασαν κάποιοι Ανατολίτες. Η εξόρυξη και η τήξη των μετάλλων ξεκίνησαν πριν από τον ερχομό των Μινωιτών, των Ελλήνων, ή των Φοινίκων. Οι Ίβηρες συνέλλεγαν κασσίτερο στις αποθέσεις των ποταμών τής Ταρτησσού από πολύ παλιά. Τα ορυχεία τού Río Tinto, στις όχθες τού ποταμού που εκβάλλει στον κόλπο των Γαδείρων, στην Ουέλβα, υπολογίζεται πως είναι 8.000 – 10.000 ετών. Τα εκμεταλλεύτηκαν για χαλκό, ασήμι, χρυσάφι, και άλλα ορυκτά, Ίβηρες, Ταρτήσσιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βησιγότθοι, Μαυρούσιοι, και Ισπανοί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που ο τόπος έχει μετατραπεί σε ζώνη περιβαλλοντικής καταστροφής.(ια)
Η κοπή νομισμάτων από τον 7ο αιώνα ΠΚΧ αύξησε την ζήτηση για μπρούντζο και ασήμι. Έτσι, οι εμπορικές ανταλλαγές, που ως τότε αφορούσαν κυρίως είδη πολυτελείας, απέκτησαν ευρύτερη οικονομική βάση. Είναι η εποχή που η εξόρυξη αργύρου προσέλαβε όντως βιομηχανικές διαστάσεις στην επαρχία τής Ουέλβας. Η πρωτεύουσά της συνδεόταν οπωσδήποτε με την Ταρτησσό. Βρέθηκε εκεί η μεγαλύτερη ποσότητα εισαγόμενων ειδών πολυτελείας, και θα πρέπει να ήταν σημαντικό κέντρο. Οι ανασκαφές στην καρδιά τής πόλης αποκάλυψαν ένα μεγάλο εμποροβιοτεχνικό κέντρο, που κράτησε για αιώνες. Έχουν βρεθεί περίπου 90.000 όστρακα (πήλινα θραύσματα), εγχώρια, αλλά και εισαγόμενα (φοινικικά κι ελληνικά). Αυτά τ’ αγγεία, που χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 8ο αιώνα ΠΚΧ, είναι παλαιότερα από τα ευρήματα σε άλλα φοινικικά εμπόρια. Η συνύπαρξη ξένων προϊόντων και υλικών μαζί με ντόπια, μας επιτρέπει να φανταστούμε το παλιό λιμάνι τής Ουέλβας ως σημαντικό κόμβο υποδοχής, κατασκευής, και αποστολής ποικίλων προϊόντων διαφόρων και μακρινών προελεύσεων, ή προορισμών. Ευρήματα σε άλλα μέρη τής πόλης μάς βοηθούν να εκτιμήσουμε την έκτασή της σε 200 περίπου στρέμματα – ήταν, δηλαδή, αρκετά μεγαλύτερη από τις πόλεις τής Ιβηρίας εκείνης της περιόδου. Η ανάλυση των γραπτών πηγών, και των προϊόντων που έχουν ανασκαφεί, ανάμεσά τους και χιλιάδες ελληνικά αγγεία, μερικά από τα οποία είναι έργα εξαιρετικής ποιότητας, γνωστών ζωγράφων και αγγειοπλαστών, δημιουργεί την εντύπωση πως ίσως εκεί να βρισκόταν η χαμένη πόλη τής Ταρτησσού.
- (ια) Η περιοχή τού Tinto, λόγω της εκμετάλλευσής της επί δέκα χιλιετίες, μοιάζει με “σεληνιακό τοπίο”, αν μη τι άλλο χειρότερο. Πρόσφατα έγινε επίκεντρο κι επιστημονικού ενδιαφέροντος, λόγω της παρουσίας των λεγόμενων ακραιόφιλων αερόβιων βακτηρίων που ζουν στο νερό. Οι ακραίες συνθήκες στον Río Tinto αναλογούν, προφανώς, σε άλλες περιοχές τού ηλιακού συστήματος, που πιστεύεται πως διαθέτουν νερό σε υγρή μορφή, όπως το υπέδαφος του Άρη, ή το φεγγάρι Ευρώπη τού Δία, όπου κάτω από την παγωμένη της επιφάνεια, σύμφωνα με διάφορες θεωρίες, υπάρχει ένας όξινος ωκεανός νερού. Έτσι, το ποτάμι ενδιαφέρει τώρα αστροβιολόγους.
- Στηριζόμενοι εν μέρει στην έρευνά τους στον Río Tinto, δυο επιστήμονες της NASA ανέφεραν το 2005 πως έχουν βρει ισχυρές ενδείξεις, κατά τις οποίες υπάρχει και τώρα ζωή στον Άρη! Αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν, αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα οι Αμερικανοί να έχουν… Αρειανούς δούλους! Να, λοιπόν, γιατί η Ευρώπη, παραμένοντας εσαεί δορυφόρος, ήδη μεταλλάσσεται σε… Ευρώπη τού Δία, ενώ κινείται αμείλικτα προς τις πύλες τού El Dorado, τις οποίες φρουρεί ο πάντα άγρυπνος Κέρβερος!