Χρονικό 5. ΙΒΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
/ENGLISH/ Chronicle 5. IBERIA’S ODYSSEY
● Έλληνες στην Πορτογαλία ● Fado και Μοίρα ●
Οδυσσέας και Καλυψώ στη Λισαβόνα· ο Γιος τους
στο Santarém ● Κρητοϊβηρικοί Δεσμοί: Λατρεία
τού Ταύρου (Ταυροκαθάψια, Ταυρομαχίες)

Η λεζάντα: “Mosaic of a Phoenician trading ship”. Σχεδόν κάθε λέξη και ψέμα: το πλοίο ούτε φοινικικό είναι, ούτε εμπορικό· κι από κάτω με μεγάλα, ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα: ΟΔΥΣΣΕΙΑ! (Βλέπετε τι μπορεί να συμβεί αν δεν διαβάζετε ελληνικά!)
του Μιχάλη Λουκοβίκα
“ΣΕ ΜΑΚΡΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ, πριν ακόμη από τον 6ο αιώνα π.Χ., οι Ἕλληνες αποίκισαν το μέρος που αποτελεί τώρα πορτογαλικό έδαφος, εκμεταλλευόμενοι ορυχεία, ιδρύοντας και περιτειχίζοντας πόλεις, ιδίως κατά μήκος των ακτών και στις λεκάνες των μεγαλύτερων ποταμών”.

Το fado ανακηρύχθηκε άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Το ρεμπέτικο επίσης, μετά
από χρόνια: κάλλιο αργά παρά ποτέ!
Με μια τέτοια ιστορική αναδρομή, αρχίζει ο Augusto Mascarenhas Barretο το δίγλωσσο βιβλίο του (σε πορτογαλικά και αγγλικά) περί Fado / Origens líricas e motivação poética (Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση). Είναι η αφετηρία τού πρώτου κεφαλαίου (Ταυτότητα και πηγές), μετά από τα προκαταρκτικά περί fado: το αστικό λαϊκό τραγούδι τής Πορτογαλίας γεννήθηκε σε δυο από τις αρχαιότερες πόλεις της, τη Λισαβόνα και την Coimbra (με διακριτό είδος στην κάθε μια), ενώ έχει προβηγκιανή προέλευση, με αραβικές μελωδικές και ποιητικές επιρροές, είναι και τρόπος ζωής (όπως το ρεμπέτικο, το flamenco, το blues, το tango, και όποια άλλη αυθεντική λαϊκή έκφραση, όσο “ταπεινή” ή “περιθωριακή” θεωρείται η προέλευσή της), και διακατέχεται από νοσταλγία, από saudade, μια λέξη-κλειδί στο fado, που και αυτή επίσης από τους Άραβες έλκει την καταγωγή. Απαντάται παρεφθαρμένη κατά τι και αλλού: είναι λ.χ. η sodade τού Πράσινου Ακρωτηρίου, και χαρακτηρίζει το νοσταλγικό τραγούδι του, τη morna.
-
“Οι Έλληνες”, αναφέρει επίσης ο Πορτογάλος ερευνητής, συγγραφέας και ποιητής, “αναμίχθηκαν με τους ιθαγενείς κατοίκους και τους Ίβηρες, κληροδοτώντας τους κάποια εθνοτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι Ίβηρες υποθέτουμε πως ήταν ένας λαός με προέλευση την ανατολική Ευρώπη. Ίβηρος ήταν το αρχαίο όνομα του ποταμού Έβρου στην Ισπανία.”
Πολύ παράξενες, όντως, αυτές οι συμπτώσεις στα τοπωνύμια. Δεν είναι μόνον ο Ἕβρος τής Θρᾴκης. Είναι επίσης η καυκάσια Ιβηρία, δυτικά τής καυκάσιας… Αλβανίας (στο Αζερμπαϊτζάν) – δηλαδή η καυκάσια Γεωργία, στην ενδοχώρα τής αρχαίας Κολχίδας, πατρίδας τής Μήδειας, με το χρυσόμαλλο δέρας, τους Αργοναύτες και τον Ἰάσονα. Η λογική λέει πως εκεί θα πρέπει να βρίσκεται η κοιτίδα των Ιβήρων – όμως, οι πιο πολλοί ερευνητές δείχνουν, αντίθετα, προς την κατεύθυνση της ανατολικής Μεσογείου, ή της Βόρειας Αφρικής.

Βορείως της μεγάλης Αρμενίας, μεταξύ Ευξείνου και Κασπίας: Κολχίδα, Ιβηρία
και Αλβανία τού Καυκάσου. Ακόμη βορειότερα οι Αμαζόνες.
“Η ελληνική Μοίρα βρίσκεται στο πνεύμα τού fado”. (Mascarenhas Barretο)
Από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που οι Έλληνες άφησαν κληρονομιά στην Ιβηρία, ο Μασκαρένηας Μπαρρέτο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τη Μοῖρα:
-
“Η ελληνική Μοίρα βρίσκεται στο πνεύμα τού fado. Η λέξη fado, προερχόμενη από το λατινικό fatum, σημαίνει μοίρα, ριζικό – αυτό που προείπε ο Χρησμός και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει. Αργότερα, με τη Μοίρα συνδυάστηκε επίσης ο αραβικός φαταλισμός”, η μοιρολατρία.
Βλέπετε πως οι ξένοι αποδίδουν στους Έλληνες πολιτισμικά χαρακτηριστικά που οι ίδιοι υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι προέκυψαν ως αποτέλεσμα των 400 χρόνων τού οθωμανικού ζυγού…
Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ στην Οδύσσεια Λισαβόνα
ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ είναι όσα αναφέρει η πορτογαλική μυθολογία για τις περιπέτειες του “πολύτροπου” Οδυσσέα στην Ιβηρία· ανάμεσα στ’ άλλα, λένε, ίδρυσε και περιτείχισε τη Λισαβόνα:
-
“Ο θρύλος”, σημειώνει ο Barreto, “αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής Λισαβόνας στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της αρχαιότητας, τον Ὀδυσσέα, βασιλιά τής Ἰθάκης και πορθητή τής Τροίας, που υποτίθεται πως έδωσε στον τόπο τ’ όνομα Ulissea, απ’ όπου προέκυψε η λέξη Ulissipo [ή Olisipo].(1) Το σίγουρο, πάντως, είναι πως στη Λισαβόνα εγκαταστάθηκαν οι Φοίνικες, γύρω στο 600 π.Χ., ονομάζοντάς την Alis Ubbo, που πάει να πει Ήρεμος Κόλπος. Την πόλη επισκέπτονταν σίγουρα Έλληνες και Καρχηδόνιοι, συνάπτοντας εμπορικές σχέσεις με τους πρωτόγονους λαούς που ζούσαν στην χώρα. Αυτές οι φυλές, αφού αναμίχθηκαν με τους Κέλτες και τους Ίβηρες, σχημάτισαν μιαν εθνική υποομάδα: τους Κελτίβηρες.
- (1) Ulissea, δηλαδή Οδύσσεια, από τη λατινική εκδοχή τού ονόματος του ήρωά μας, Ulysses, ή Ulisses, ἐξ οὗ και Ulissípolis (Οδυσσούπολις) > Ulissipo(na), ή Olisipo(na) > Λισαβόνα.
“Ο θρύλος αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής Λισαβόνας
στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της αρχαιότητας, τον Οδυσσέα” (Barretο)

“Θεός Όφις”: βρέθηκε στην Tavira –
τη μόνη πορτογαλική πόλη, δίπλα στην ανδαλουσιανή Huelva, όπου όντως εγκαταστάθηκαν οι Φοίνικες
● “Θρύλος” η Ulissipo τού Οδυσσέα, κατά τον Barreto, αλλά “σίγουρο” γεγονός η Alis Ubbo των Φοινίκων: η “κλασική” επιστημονικοφανής παραφιλολογία. Άραγε, πώς συνδυάζει το συμπέρασμα αυτό με την αφετηρία του ότι “σε μακρινούς καιρούς, πριν ακόμη από τον 6ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες αποίκισαν το νῦν πορτογαλικό έδαφος”; “Το σίγουρο, πάντως, είναι πως” (αν, φυσικά, μιλάμε βάσει δεδομένων) ούτε οι Έλληνες, ούτε και οι Φοίνικες, ή οι Καρχηδόνιοι, εγκαταστάθηκαν στην Πορτογαλία, μια και δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Ανδαλουσία, που ήταν μαγνήτης, λόγω ορυκτού πλούτου και στρατηγικής σημασίας. Η μόνη περιοχή πορτογαλικού ενδιαφέροντος, που τους τράβηξε την προσοχή, ήταν η επίσης πλούσια σε ορυκτά Γαλικία (εννοώ τη Γαλικία τής Ιβηρίας, και όχι την… συνονόματή της τής ανατολικής Ευρώπης). Αυτό το τοπωνύμιο, Alis (ή Allis) Ubbo (ή Ubo), αποδίδεται επίσης ως Ασφαλής (ή Γαλήνιος, Υπέροχος, Μαγευτικός, Ευχάριστος) Λιμένας (ή Κόλπος, Κολπίσκος, Όρμος, Καταφύγιο, Ακτή): όλες οι παραλλαγές περιγράφουν ένα καλό αγκυροβόλι και, συνεπώς, έχουν κάποια σχέση με την θάλασσα.
-
“Σε περίοδο της Αρχαιότητας, το Κάλιαρι, η τωρινή πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, ονομαζόταν Caralis. Κατά πάσα πιθανότητα, το τοπωνύμιο προέρχεται από όρο σημιτικό, τη λέξη car, που σημαίνει ‘λευκός βράχος’,” έγραψε inter alia ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος, σε άρθρο του σχετικά με τη μυκηναϊκή παρουσία στη Σαρδηνία.
-
● Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι Caralis σήμαινε Κόλπος (ή Λιμάνι κλπ.) με τον λευκό βράχο, τοπωνύμιο που θα πρέπει να έδωσαν οι πανταχού παρόντες Φοίνικες. Μπορούμε, άραγε, να συσχετίσουμε τη σημιτική λέξη alis με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα sal– (π.χ. salt, αλάτι στ’ αγγλικά, και ἅλς, αλάτι, μα και θάλασσα, στ’ αρχαία ελληνικά); Αν ναι, ινδοευρωπαϊκές και σημιτικές γλώσσες μάλλον είχαν κάποιον κοινό παρονομαστή – τουλάχιστον σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, σαν τη ναυσιπλοΐα: αυτός ο κοινός παρονομαστής θα ήταν, προφανώς, δάνειες λέξεις από μεσογειακές γλώσσες, όπως λ.χ. τα μινωικά κρητικά – την γλώσσα των θαλασσοκρατόρων τής Μεσογείου.

Μια αγγλική φρεγάτα στα ταραγμένα νερά τού Τάγου περνά
από τον Πύργο τού Belém, του John Thomas Serres (1823)
-
“Κατά τους Καρχηδονιακούς πολέμους”, συνεχίζει ο Barreto, “οι Ρωμαίοι εισέβαλαν στην Ιβηρική χερσόνησο, και το 205 π.Χ. η πόλη, που τότε ονομαζόταν Olissipo, αναβαθμίστηκε στην κατηγορία ενός ρωμαϊκού municipium. Το 100 μ.Χ. μετονομάστηκε σε Felicitas Julia, προς τιμήν τού Ιούλιου Καίσαρα, μ’ ένα όνομα που αποτελεί υπόσχεση καλοτυχίας. Το έτος 376 εισέβαλαν στην χερσόνησο οι Βησιγότθοι. Κατά τον 5ο αιώνα η περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων και των βαρβάρων, αλλά το 522, μετά από την αποχώρηση των Ρωμαίων, σχηματίστηκε ενιαίο βησιγοτθικό βασίλειο, και η πόλη ήταν γνωστή ως Olissipona. Το 711, οι Άραβες, που εισέβαλαν στην χερσόνησο από τη Βόρεια Αφρική, κατέλαβαν την πόλη και την ονόμασαν Lissibona. Το 1147, τέλος, η πόλη ανακτήθηκε από τον Dom Afonso Henriques.”
Έτσι φτάσαμε στη Lisboa, τη σημερινή πρωτεύουσα της Πορτογαλίας. Όμως, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ· έχει και συνέχεια:
-
“Η Santarém, που δεσπόζει στον ποταμό Τάγο, πιστεύεται πως ιδρύθηκε κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. από έναν Έλληνα στην καταγωγή, που λεγόταν Άβιδις [Αbidis, ή Habis],(2) και ο οποίος της έδωσε το όνομα Έσχα-Άβιδις [Esca-Abidis]. Παππούς τού πρίγκιπα, που λέγεται πως ίδρυσε επίσης πόλεις… στην Ισπανία, ήταν ο Γρήγορις [Gregoris, ή Gárgoris], βασιλιάς τής Ιβηρικής χερσονήσου. Θρυλείται πως ο Άβιδις ήταν γιός τού Οδυσσέα, ο οποίος, προδίδοντας την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Γρήγορις, παραχωρώντας του την Alis Ubbo, παντρεύτηκε μυστικά την κόρη τού Ιβήρου βασιλιά, Καλυψώ. Μόλις το έμαθε ο Γρήγορις, έσπευσε με τον στρατό του εναντίον τής Λισαβόνας. Τότε ο Οδυσσέας διέφυγε διὰ θαλάσσης, εγκαταλείποντας τη σύζυγό του”…
- (2) Habis, Habido, Abido, Abidas, Αbidis, Gabis, Gabid: οι διάφορες εκδοχές τού ονόματός του, ανάλογα με τις ποικίλες παραλλαγές τού μύθου (βλέπε Χρονικό 21. Ιβηρικό “El Dorado”, Ὀδύσσεια Λισαβόνα τού μύθου).
“Η Santarém πιστεύεται πως ιδρύθηκε στον 10ο αιώνα π.Χ. από έναν Έλληνα στην καταγωγή”, γιό τού Οδυσσέα και της Καλυψώς. (Barretο)

Ο Οδυσσέας και η Καλυψώ, με τον Ἔρωτα
(ή τον… Άβιδι;), του Gerard de Lairesse
Ώστε η Καλυψώ δεν ήταν νύμφη, στη νήσο Ὠγυγία, όπως μας λέει ο Ὅμηρος. Ανασκευάζοντας τον μέγιστο των ῥαψῳδῶν, οι Λουζιτανοί υιοθετούν την Καλυψώ, παρουσιάζοντάς την ως πριγκίπισσα της Ιβηρίας, αφού πατέρας της δεν ήταν ο Ἄτλας, μα ο Γρήγορις-Gárgoris. Σημειωτέον ότι παραμένουμε στα ίδια μέρη, όπου είχε φτάσει παλαιότερα και ο Ἡρακλῆς, για τα μήλα των Ἑσπερίδων και τα βόδια τού Γηρυόνη. Εικάζεται πως κοντά στις Ηράκλειες Στήλες πρέπει να βρισκόταν και η Ωγυγία, μια και ο Οδυσσέας χρειάστηκε να ταξιδεύει επί 18 μέρες, με ανατολική κατεύθυνση, για να φτάσει στην Σχερία, το νησί των Φαιάκων, που πολλοί ταυτίζουν με την Κέρκυρα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Ωγυγία ήταν μια από τις στήλες, η νῦν ισπανική Ceuta στο Μαρόκο, απέναντι από την άλλη στήλη, τον βράχο τού Γιβραλτάρ. Αν και δεν είναι νησί τώρα, δεν αποκλείεται να ήταν κατά την ομηρική εποχή.
Σύμφωνα με τον Ἡσίοδο, ο πορθητής τής Τροίας, αλλά και ικανού αριθμού… γυναικών (πολύτροπος γαρ), απέκτησε συνολικά 16 γιους και μια κόρη από έξι γυναίκες. Στον μακρύ κατάλογό του, όμως, δεν περιλαμβάνει κανένα παιδί από την Καλυψώ, ή κάποιαν άλλη, που να λέγεται Άβιδις, Habis, ή κάπως έτσι. Τρεις γιους απέκτησε από την Πηνελόπη, έναν από την κόρη τού Θόαντα του Αἰτωλοῦ, οκτώ γιους και μια κόρη από την Κίρκη, δυο γιους από την Καλυψώ, έναν από την Καλλιδίκη, τη βασίλισσα των Θεσπρωτών, που την παντρεύτηκε αργότερα, κι έναν ακόμη από την Εὐίππη, κόρη τού Τυρίμμα, του βασιλιά τής Δωδώνης. Σημειώστε πως αν δεχτούμε το ησιόδειο γενεαλογικό δένδρο τού Οδυσσέα, με τα εννέα παιδιά από την Κίρκη και τα δυο από την Καλυψώ, θα πρέπει ν’ αντιστρέψουμε τον κατά τον Όμηρο χρόνο παραμονής του κοντά στις δυο νύμφες (έναν χρόνο με την Κίρκη κι επτά με την Καλυψώ).

Κίρκη, του Charles Gumery
Οπωσδήποτε, με τέτοια πανσπερμία, ο Οδυσσέας θα κινδύνευε περισσότερο να σκοτωθεί από το χέρι κάποιου… δικού του – ὅπερ καὶ ἐγένετο: Σύμφωνα με τη συνέχεια της Ὀδύσσειας, το τελευταίο επεισόδιο του ἐπικοῦ κύκλου, την Τηλεγόνεια, ή Τηλεγονία, ή Θεσπρωτίδα, που αποδίδεται στον Εὐγάμμονα τὸν Κυρηναῖο, ή στον Κιναίθωνα τὸν Λακεδαιμόνιο, ο Τηλέγονος, γιος του από την Κίρκη, αναζητώντας τον πατέρα του, αποβιβάζεται στην Ιθάκη και – κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής – κατασφάζει τους πάντες, ανάμεσά τους τον γεννήτορά του. Συνειδητοποιώντας πως έγινε πατροκτόνος, τον πιάνουν οι τύψεις, παίρνει την σορό, τον ετεροθαλή αδερφό του, Τηλέμαχο, και την Πηνελόπη, και τους πάει στο νησί τής μάνας του, που τους κάνει αθάνατους. Το έπος τελειώνει εκεί, μ’ ένα happy end αντάξιο ελληνικής ταινίας τού ’60: με τους γάμους τής Κίρκης με τον Τηλέμαχο και της Πηνελόπης με τον Τηλέγονο! Μόνον τον καημένο τον Οδυσσέα τον έφαγε το μαύρο χώμα!
Ανάλογο τέλος περιμένει τον ήρωά μας και στην Θεία Κωμωδία, του Dante Alighieri. O πατέρας τής ιταλικής ποίησης παραθέτει μιαν άλλη παράδοση, παραλλαγή τής ομηρικής εκδοχής, κατά την οποία ο Οδυσσέας αφηγείται πως δεν γύρισε ποτέ στην Ιθάκη. Από το νησί τής Κίρκης, την Αἴα, Αἰαία, ή Αἰαίη,(3) βγήκε μέσω των Ἡρακλείων στηλῶν στον Ἀτλαντικό, διέσχισε τον Ισημερινό, πλέοντας στο νότιο ημισφαίριο επί πέντε μήνες, ώσπου έφτασε σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκείνη την στιγμή σηκώθηκε σίφουνας, που στριφογύρισε τρεις φορές το πλοίο και το βούλιαξε. Εκεί πνίγηκαν ἅπαντες. Πού όμως; Ήταν στον “άλλο” κόσμο, ή στον “νέο” κόσμο, την Αμερική; Η λογική, με βάση τις γνώσεις που έχουμε πλέον για τον κόσμο, μας κάνει να σφάλλουμε. Άλλωστε, η αφήγηση γίνεται στην Κόλαση του Δάντη (βλέπε Χρονικό 15, Ὁμήρου Ὀδυσσείας περίπλους).
- (3) Πρόκειται γι’ άλλη μια σύμπτωση τοπωνυμίων με την πρωτεύουσα της Κολχίδας, Αία (το Κουτάισι). Αλλά εδώ υπάρχει εξήγηση· η Κίρκη ήταν αδερφή τού βασιλιά τής Κολχίδας, Αἰήτη, και θεία τής Μήδειας, με την οποία είχε πολλά κοινά: τις μαγικές ικανότητες, όπως και το ταμπεραμέντο. Κάποιοι λένε πως η Κίρκη εξορίστηκε στο απομονωμένο της νησί από τους υπηκόους της και τον πατέρα της, επειδή σκότωσε τον άντρα της…
Οι Λουζιτανοί, πάντως, δεν ενδιαφέρονται να βγουν… “στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη”, ούτε και νοιάζονται για την τύχη τού Οδυσσέα, σαν εγκατέλειψε την Καλυψώ. Ασχολούνται, όπως είναι φυσικό, με τὰ τοῦ οἴκου τους, και πιο πολύ τραβά την προσοχή τους ένας δικός “τους” ήρωας, όπως ο Άβιδις-Habis:

Ρωμαϊκό ψηφιδωτό, Pedrosa de la Vega (Καστίλλη και Λεόν). Μοναδικό για την
εποχή δείγμα διαφάνειας.
-
“Σαν γεννήθηκε ο Άβιδις,” λέει ο Barreto, “ο Γρήγορις διέταξε να τον πετάξουν σε μια σπηλιά για να τον κατασπαράξουν τ’ άγρια θηρία. Ανταποκρινόμενος, ωστόσο, στις ικεσίες τής κόρης του, συναίνεσε να παραδοθεί το παιδί στη Μοίρα, σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο, κι έτσι το έβαλαν σ’ ένα καλάθι, που το παρέσυρε το ρεύμα τού ποταμού [Τάγου].(4) Το παιδί υιοθετήθηκε από μια ελαφίνα, και όταν βρέθηκε αργότερα σε άγρια κατάσταση από κάποιους κυνηγούς, το αναγνώρισε η μητέρα του από ένα σημάδι. Ο Γρήγορις ξέχασε τον προηγούμενο θυμό του και του έδωσε δασκάλους, έτσι ώστε να τον διαδεχτεί στη διακυβέρνηση της χερσονήσου. Το τοπωνύμιο Έσχα-Άβιδις, ή Εσχάλαβις (Escalabis), στα ελληνικά σημαίνει ‘τροφή που έφαγε ο Άβιδις’,(5) σε ανάμνηση του τόπου όπου ανατράφηκε από την ελαφίνα.
- (4) Βιβλική η εικόνα, που μας παραπέμπει στον “Μωυσή μωρό” στα νερά τού Νείλου: οὐδεμία πρωτοτυπία στην ιουδαϊκή μυθολογία, αν και περιβάλλεται πλέον από “δογματικό κύρος”… (Βλέπε και Χρονικό 18, υποσημείωση 2, και Χρονικό 21, υποσημείωση 5).
- (5) Η ἐσχάρα, ή σχάρα, είναι συνώνυμη στ’ αρχαία ελληνικά με την ἑστία, που η αρχική της σημασία ήταν πυροστιά (πῦρ + ἑστία), φωτιά στο τζάκι, όπου ετοίμαζαν το φαγητό. Η ἑστία συνεκδοχικά απέκτησε και τις έννοιες της οικίας, οικογένειας, ή πατρίδας, μα και του βωμού, του θυσιαστήριου, ενώ συνδέθηκε με την θεά Ἑστία. Από την ἑστία βγαίνει και το εστιατόριο. Η ἐσχάρα παραπέμπει επίσης στο τζάκι, το μαγκάλι, τον βωμό, και την φωτιά σε κάθε σκοπιά τού στρατοπέδου.
-
“Ως προς την ιστορία, οι Ρωμαίοι ανοικοδόμησαν την πόλη το 153 μ.Χ. και την ονόμασαν Scalabis-castrum, ενώ ο Ιούλιος Καίσαρας την ανέδειξε σε πρωτεύουσα – μια από τις τέσσερις της Λουζιτανίας. Το 500 μ.Χ., όταν οι Βησιγότθοι έφτασαν στη Λουζιτανία, οι βάρβαροι και οι Λουζιτανοί συγχωνεύτηκαν σ’ έναν λαό. Το 632 στο Tomar μαρτύρησε η μοναχή Ειρήνη. Η σορός της πετάχτηκε στο ποτάμι και τα νερά τη μετέφεραν στην Scalabis. Μετά από 19 χρόνια, ο βασιλιάς Ρεκεσβίντος, που ήταν καθολικός,(6) άλλαξε τ’ όνομα της πόλης από Scalabis σε Santa Irene. Όταν οι Άραβες κατέλαβαν την πόλη (715), την είπαν Chantireyn”, κι έτσι οδηγηθήκαμε στη σημερινή ονομασία Santarém.
- (6) “Καθολικός” γράφει από κεκτημένη ταχύτητα ο ξεναγός μας, αντί για “χριστιανός”, όπως θα ήταν πρέπον, αφού δεν είχε γίνει ακόμη το Σχίσμα.

Η άφιξη του Αινεία στο Παλλάντιον, του Claude Lorrain
Οι Οδύσσειες του Τρωικού: Αποικισμός τής Ιβηρίας
Ο ΤΡΩΙΚΟΣ, ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ, δεν ήταν πόλεμος ηρωικός. Συνοδεύτηκε από μαζικές μετακινήσεις των “Λαών τής Θάλασσας” προς ανατολάς (βλέπε Χρονικά 18, 19, 20), και την “έξοδο” Ελλήνων και Τρώων προς δυσμάς. Οι Τρώες ήταν σε αναζήτηση νέας πατρίδας, ενώ οι Έλληνες “ήρωες”, όσοι επέζησαν, ύστερα από δεκάχρονη απουσία, και με τα λάφυρα πενιχρά, όπως λέει ο Στράβων, ήταν ανεπιθύμητοι (βλέπε Χρονικό 20, κατάληξη), και είτε είχαν κακό τέλος (λ.χ. Ἀγαμέμνων), ή κατάντησαν πειρατές. Αυτή ήταν η τύχη ηρώων – που αργότερα τραγούδησαν οι ποιητές – όπως οι Αἰνείας, Ἀντήνωρ και Ὀψικέλλας· ή και Διομήδης, Μενέλαος, Μενεσθεύς, Ὀδυσσεύς, Τεῦκρος…
Ο Αινείας σχετίζεται με την Ρώμη, οι Αντήνωρ και Οψικέλλας ίδρυσαν πόλεις στα ΒΑ τής Ιταλίας, ενώ ο τελευταίος κατέληξε στη Βισκαΐα. Από τους Έλληνες, ο Διομήδης, γιος τού Τυδέως, έφτασε στη Λουζιτανία και Γαλικία, όπου ίδρυσε την Τύδη (νῦν Tui), πόλη αιτωλική, καθώς λέει ο Silius Italicus. Ο Μενεσθέας, ο επικεφαλής των Αθηναίων στον Τρωικό, εκδιώχθηκε από την Ἀθήνα, καθώς λέγεται, και κατέληξε με το πλήρωμά του στην Ανδαλουσία, στις εκβολές τού ποταμού Criso, νῦν Guadalete, όπου ίδρυσε αποικία στ’ όνομά του, αλλά και μαντείο: ήταν ο Μενεσθέως Λιμήν, το σημερινό Puerto de Santa María (βλέπε Χρονικό 22). Ο Οδυσσέας, όπως είπαμε, ίδρυσε και περιτείχισε τη Λισαβόνα, ενώ ο Τεύκρος κατέληξε στη Λουζιτανία και Γαλικία, ιδρύοντας τη μετέπειτα ρωμαϊκή Pontevedra (βλέπε Χρονικό 20, Τεῦκρος τῆς Τρωάδος καὶ τῆς Σαλαμῖνος), αφού πρώτα πέρασε από τη Μαστία, ή Μασσία, τη μελλοντική Νέα Καρχηδόνα (προφανώς τη σημερινή Καρθαγένη, στη Murcia). Ορισμένοι περιλαμβάνουν και το Aveiro στις πόλεις που φέρεται να ίδρυσαν οι Έλληνες στη Λουζιτανία. Γι’ αυτό, λένε, οι γυναίκες εκεί είναι τόσο ωραίες!
Ο Τεύκρος και οι σύντροφοί του, λέει ο Στράβωνας, έγιναν γεννήτορες φυλών στη Γαλικία, όπως οι Ἕλληνες και Ἀμφιλοχεῖς. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Κανταβρία με κάποιους Σπαρτιάτες. Σχετικά στοιχεία παραθέτει ο Πομπήιος Τρόγος, που μετέφρασε στα λατινικά ιστορίες από την ελληνική γραμματεία. Ο Ιουστίνος, που επιμελήθηκε μια επιτομή τού έργου τού Τρόγου, λέει πως οι Γαλικιανοί διατείνονται ότι κατάγονται από τους Έλληνες (Gallaeci graecam sibi originem asserunt). Αυτό ίσως εξηγείται κι από την προέλευση των Κελτών, που, κατά τον Ἡρόδοτο, φαίνεται να ήταν η Θρᾴκη, και πιθανόν μιλούσαν και ελληνικά (για τα κοινά Κελτών και Θρᾳκῶν, βλέπε Χρονικό 20, υποσημείωση 7).

Έλληνες στην Ιβηρία: Αθηνά, Άτλας και Ηρακλής με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων (μαρμάρινο ανάγλυφο, 5ος αι. ΠΚΧ)
Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (Híspalis), επικαλούμενος Λατίνους συγγραφείς, λέει παράλληλα ότι, λόγω της καταγωγής τους, “οι Γαλικιανοί είναι προικισμένοι με μεγάλη εφευρετικότητα”. Ο δε Ιερώνυμος συμφωνεί και επαυξάνει: “… σχεδόν όλα τα νησιά, τα ποτάμια, ή τα παραθαλάσσια εδάφη ολόκληρης της σφαίρας, κατοικούνται από Έλληνες που κατείχαν όλα τα παράλια μέρη, από τα όρη τού Αμανού [Nur] και του Ταύρου [Μικρασία] ως τον Βρετανικό Ωκεανό.”
Κατά τον Στράβωνα, όλοι ἐν γένει οι Βόρειοι ορεσίβιοι (σε Γαλικία, Αστούριες, Κανταβρία, Βισκαΐα) έφτιαχναν εκατόμβες ritu graeco και παντρεύονταν more graeco. Στην Κανταβρία υπήρχαν επίσης Μεσσήνιοι και Τρώες, εκτός από τους Λάκωνες, που σταδιακά επεκτάθηκαν ως και τις εκβολές τού Δούρου.
Η Ομήρου Οδύσσεια είναι μια και μοναδική, όμως οι Οδύσσειες του Τρωικού ήταν πολλές, και από τις δυο εμπόλεμες πλευρές, εμπλουτίζοντας ἐν τέλει με “νέο αίμα” τη δυτική Μεσόγειο – κυρίως την Ιταλία και την Ιβηρία.
Κρητοϊβηρικοί δεσμοί λόγω Μινωικής Θαλασσοκρατορίας. Κοινό
πολιτισμικό στοιχείο Κρητών και Ιβήρων: η λατρεία τού ταύρου.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΪΒΗΡΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ, που σαφώς υπαινίσσεται η πορτογαλική μυθολογία, ανάγονται σ’ εποχές κατά πολύ παλαιότερες του Τρωικού πολέμου, εποχές προελληνικές, της Μινωικής Θαλασσοκρατίας (ή Θαλασσοκρατορίας) στη Μεσόγειο: ήταν δηλαδή κρητοϊβηρικοί. Ένα κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό Κρητῶν και Ιβήρων ήταν η λατρεία τού ταύρου: τα ταυροκαθάψια, όπως και οι ταυρομαχίες (βλέπε Χρονικό 17. Κρητομινωική Θαλασσοκρατορία, κατάληξη).

Ταυροκαθάψια σε μινωική νωπογραφία
Ο Στράβων, ιστορικός και γεωγράφος τής ρωμαϊκής εποχής, που γεννήθηκε στην Ἀμάσεια του Πόντου (64-63 ΠΚΧ) και πέθανε μάλλον στην Ρώμη (24 ΚΧ), αναφέρεται, μεταξύ άλλων (Memoriae Historicae, Ἱστορικαὶ ἀναμνήσεις), στους έφιππους Λουζιτανούς ταυρομάχους (“… οι παράκτιοι λαοί, που αρέσκονται ν’ αντιμετωπίζουν έφιπποι τους άγριους ιβηρικούς ταύρους”, γράφει)(7).
- (7) Κατά τον Καίσαρα, ο πρόγονος του ιβηρικού ταύρου, aurochs, “είναι κάπως μικρότερος από τον ελέφαντα, ταχύς και δυνατός· επιτίθεται σε ανθρώπους, όπως και στα ζώα”. Ένα τέτοιο άγριο ζώο, που τ’ ονόμασαν βούβαλο, κυνήγησε ο Καρλομάγνος. Επίσης, θεωρείται πιθανόν, το άγριο ον που σκότωσε ο Αϊ Γιώργης να ήταν aurochs, κι όχι δράκοντας, όπως οι εικαστικοί τον αναπαριστούν. Ο aurochs (aur = ἄγριος + ochs = βοῦς), ή urus, είναι ο bos primogenius, που έχει εκλείψει στην αρχική του μορφή: επιβίωνε ως το 1627 σε δάσος τής Πολωνίας.
Εκτός από την έφιππη ταυρομαχία, υπάρχει και η pega – από το ρήμα pegar, που σημαίνει αρπάζω, πιάνω… εννοείται τον ταύρο από τα κέρατα! Σ’ ένα, μάλιστα, είδος πέγκας, ο λεγόμενος forcado δεν είναι μόνον εντελώς άοπλος, αλλά δεν έχει και τίποτε για να κοροϊδέψει τον επιτιθέμενο ταύρο (λ.χ. κάπα). Πρέπει ν’ αντέξει την αρχική σύγκρουση, και με το τρομερό βάρος τού ζώου επαυξημένο λόγω της ταχύτητας, καθώς και τα επακόλουθα τινάγματα του ταύρου, ώστε ν’ απαλλαγεί από τον ανεπιθύμητο, που κυριολεκτικά τού έχει κάτσει στο σβέρκο.

Αναπαράσταση ανάγλυφης νωπογραφίας ταύρου στα
βόρεια Προπύλαια της Κνωσού από τον Arthur Evans
Στην pega υπάρχουν και άλλοι forcados, συνήθως οκτώ, που βοηθούν στην καθήλωση του ταύρου. Είναι αυτή ακριβώς η εικόνα που έχουμε και από τα ταυροκαθάψια σε τοιχογραφία τού 15ου αιώνα ΠΚΧ στην Κνωσό. Δεν είναι εντυπωσιακό; Μάλιστα, ανάμεσα στους ταυροκαθάπτες περιλαμβάνονται και γυναίκες!
Και για να φτάσουμε στην άλλη άκρη τής Μεσογείου: η παλαιότερη γνωστή περιγραφή ταυροκαθαψίων υπάρχει στο περίφημο Έπος τού Γιλγαμές, του μυθικού ήρωα της Μεσοποταμίας, που τ’ όνομά του συνδέθηκε με τον μάταιο αγώνα του για την απόκτηση της αθανασίας. Είναι έπος που ανάγεται στο 2100 ΠΚΧ περίπου, και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας και ο σύντροφός του, Ενκίντου, σκοτώνουν τον ουράνιο ταύρο, που η θεά Ίσταρ έστειλε για να τιμωρήσει τον Γιλγαμές, επειδή απέκρουσε τον έρωτά της:
-
“Ο Ενκίντου αρπάζει τον ουράνιο ταύρο από τα κέρατα,” και ο Γιλγαμές “πλησιάζει αργά και πηδά στην πλάτη του· κι έπειτα τον αρπάζει από την ουρά”…
“Οι pegas”, εκτιμά ο Barreto, “πιθανόν να έχουν την προέλευσή τους στις νεολιθικές κυνηγετικές τελετουργίες. Αναρωτιόμαστε αν οι λαοί τής Ιβηρικής χερσονήσου τις έμαθαν από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή αν αυτοί οι λαοί ήταν οι δάσκαλοι, δεδομένου πως οι ταύροι μεταφέρονταν στην νήσο τής Κρήτης από την χερσόνησο, όπου ήταν το φυσικό τους περιβάλλον.”
Όταν όμως μιλάς για τόσο εκτεταμένες ανταλλαγές εδώ και πέντε χιλιετίες – είτε για ταυροκαθάψια, ή και για φορτία ταύρων από την Ιβηρία στην Κρήτη – είναι δυνατόν να σε απασχολούν ψευδοπροβλήματα, ως προς το ποιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες;
-
● Τα ταυροκαθάψια ήταν μινωικό τελετουργικό σχετικό με τη λατρεία τού ταύρου όπου, σε αντίθεση με την ταυρομαχία, ο ταύρος δεν σκοτωνόταν. Πέρασε στους Μυκηναίους και ονομάστηκε στα ελληνικά ταυροκαθάψια: από τις λέξεις ταῦρος και κάθαψις, ένα σπάνιο ουσιαστικό που απαρτίζεται από τα κατά– και ἅπτομαι. Έτσι, ταυροκαθάψια σημαίνει κυριολεκτικά “άγγιγμα του ταύρου”. Παραστάσεις (νωπογραφίες, αγαλματίδια, σφραγίδες) τού τελετουργικού, εκτός από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, και κάποια άλλα μέρη τής Ελλάδας, έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία (Σμύρνη και Χαττούσα), στην Χαναάν, την Αίγυπτο, τη Βακτρία, αλλά και την Κοιλάδα τού Ινδού.

Ταχύτητα και γενναιότητα του Juanito Apinani στην αρένα τής Μαδρίτης, από τα χαρακτικά “Ταυρομαχία” τού Goya (1815-16)
● Ταυροκαθάψια στην Ισπανία ήταν οι recortes. Οι recortadores συναγωνίζονταν στο ν’ αποφεύγουν ή και να υπερπηδούν ταύρους, χωρίς κάπα, ή ξίφος. Κάποιοι, μάλιστα, χρησιμοποιούσαν ένα μακρύ κοντάρι, κάνοντας κυριολεκτικά ἅλμα ἐπὶ κοντῷ πάνω από το επιτιθέμενο ζώο, που δεν είχε σχοινί, ή κάτι παρόμοιο, να το συγκρατεί για λόγους ασφαλείας. Οι recortes ήταν συνηθισμένες στον 19ο αιώνα. Απεικονίζονται σε χαρακτικά (οξυγραφίες) τού ζωγράφου Francisco Goya.
-
● Στην Πορτογαλία, η δεύτερη φάση τής ταυρομαχίας ήταν η pega (“λαβή”), στην οποίαν αναφέρεται ο Barreto. Οι forcados προκαλούσαν τότε το ζώο άμεσα, χωρίς προστασία ή όπλο. Ο “κορυφαίος” έκανε τον ταύρο να επιτεθεί για να εκτελέσει μια pega de cara (“λαβή προσώπου”), αρπάζοντας το κεφάλι, ενώ οι σύντροφοί του τον περικύκλωναν για να τον καθηλώσουν. Ο ταύρος δεν σκοτωνόταν στην αρένα, μπροστά στο κοινό, αλλ’ αργότερα, από κάποιον χασάπη. Υπήρχαν ταύροι που, εξαιτίας εξαιρετικών επιδόσεων, γιατρεύονταν και αφήνονταν ελεύθεροι σε βοσκότοπους γι’ αναπαραγωγή ως τον θάνατό τους.
● Σε μιαν “ασφαλέστερη” παραλλαγή τού τελετουργικού, στη γαλλική Γασκωνία, χρησιμοποιούνταν όχι ταύροι, αλλά μοσχάρια, που είχαν επιπλέον μακριά σχοινιά δεμένα στα κέρατα τους για να τα ελέγχουν, καθώς κατευθύνονταν προς τους sauteurs (άλτες) και τους écarteurs (εκείνους που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν το ζώο), για να μην ποδοπατηθούν, ή χτυπηθούν με τα κέρατα, αν αποτύγχαναν σε κάποια προσπάθεια.
● Στη μακρινή Νότια Ινδία, στο Tamil Nadu, υπήρχε ένα σχετικό τελετουργικό, το jallikattu, κατά τους εορτασμούς τής συγκομιδής. Οι συμμετέχοντες πηδούσαν πάνω στον ταύρο, προσπαθώντας να πιάσουν τα χρήματα, που βρίσκονταν σε πακετάκια, δεμένα στα κέρατά του, ως έπαθλο. Ήταν ένα έθιμο αρχαίο, καθώς βρίσκουμε απεικονίσεις του σε βραχογραφίες, που χρονολογούνται στον 3ο ΠΚΧ αιώνα τουλάχιστον.
Επόμενο Χρονικό 6. ΙΝΔΟΪΒΗΡΙΚΟ ΤΟΞΟ (Jondo) ● Ρομά, Bartók, Pohren και Flamenco ● Lorca, Falla, Pedrell και Cante Jondo