Χρονικό 6. ΙΒΗΡΙΚΟ “EL DORADO”
/ENGLISH/ Chronicle 6: IBERIAN “EL DORADO”
● Μινωίτες, Μυκηναίοι και Φοίνικες στην Ιβηρία ● Η Πηγή Κασσίτερου για την Κατασκευή Μπρούντζου ● Σαρδηνία ● Οδυσσέας και Καλυψώ σε Λισαβόνα ή Ωγυγία ● Ταρτησσός
του Μιχάλη Λουκοβίκα
-
“ΣΥΧΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ κανείς αντιμέτωπος με ισχυρισμούς πως υπήρχαν επαφές ανάμεσα στα απώτερα δυτικά παράλια της σημερινής Ισπανίας και Πορτογαλίας, και την Κρήτη των μινωικών χρόνων”, σχολιάζει ο Dan Stanislawski στη Μελέτη ιστορικοπολιτικής γεωγραφίας: Η ιδιαιτερότητα της Πορτογαλίας, και πιο συγκεκριμένα στο 7ο κεφάλαιο για τις Επαφές μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών τής ανατολικής Μεσογείου και της Ιβηρίας.
-
“Δεν πρόκειται απλώς για ιδέα δελεαστική αλλά και για λογική υπόθεση καθώς οι Μινωίτες ήταν ικανοί στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο και την εξεύρεση μετάλλων. Αν είχαν μάθει κάτι για την Ιβηρική χερσόνησο, θα τους είχε κάλλιστα προσελκύσει. Όμως, ενώ κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούσαν τη νησιωτική ρότα τής Μεσογείου που οδηγούσε προς δυσμάς (Rhys Carpenter, Οι Έλληνες στην Ισπανία), μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις περί αυτού. Οι ανασκαφές στην Αλμερία για τον πολιτισμό Los Millares, που μάλλον χρονολογείται στο 2000-1800 π.Χ., αποκάλυψαν ορισμένα είδη που θυμίζουν αιγαιακούς πολιτισμούς, αλλά δεν υπάρχει καμιά ένδειξη που να αποδεικνύει σαφώς τη σύνδεση. Είδη σαν κι αυτά δεν αντιπροσωπεύουν μάλλον τίποτε περισσότερο από κάποιον περιστασιακό παραλληλισμό. Άλλα ευρήματα μιας κάπως μεταγενέστερης περιόδου στην Ισπανία παρέχουν πιο συγκεκριμένες ενδείξεις επαφών με τις χώρες τής ανατολικής Μεσογείου, εφόσον μπορούν άψογα να αντιστοιχιστούν με υλικά από την αιγυπτιακή Αμάρνα τού 1400-1200 π.Χ. Τα πολύ γνωστά στην ισπανική αρχαιολογία αιγυπτιακά εμπορικά είδη αυτής της χρονικής περιόδου είναι σχεδόν βέβαιο πως συνδέονται μάλλον με Φοίνικες μεσάζοντες. Μέχρι στιγμής, είδη σαν κι αυτά μπορούν μάλλον να θεωρηθούν ως οι παλαιότερες ενδείξεις απευθείας επαφών ανάμεσα στην Ιβηρία και τους θαλασσοπόρους τής ανατολικής Μεσογείου.”

Έλληνες στην Ιβηρία: Αθηνά, Άτλας και Ηρακλής με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων: μαρμάρινο ανάγλυφο, 5ος αιώνας π.Χ.
Ιδού ένα “άψογο” δείγμα τής “κλασικής” νοοτροπίας των καθιερωμένων ιστορικών: Επιφυλακτικοί όταν γράφουν ή μιλούν για τους Μινωίτες, ακόμη και για τους Έλληνες, αλλά ομιλητικότατοι όταν αναφέρονται από καθέδρας στους Φοίνικες. Όντως, γιατί ήταν τόσο δύσκολο να φτάσουν στην Ιβηρία οι Αιγαιώτες; Οπωσδήποτε δεν ήταν κατώτεροι των Φοινίκων στη ναυτοσύνη κι επιπλέον η Κρήτη ήταν πολύ πιο κοντά στην Ιβηρία σε σύγκριση με τη Φοινίκη. Εκτός αυτού, ποιος ήλεγχε τότε το εμπόριο στη Μεσόγειο; Οι Φοίνικες ή οι Μυκηναίοι; Γιατί άραγε να “είναι σχεδόν βέβαιο πως συνδέονται μάλλον με Φοίνικες μεσάζοντες” τα αιγυπτιακά εμπορικά είδη αυτής της περιόδου που βρέθηκαν στην Ισπανία; Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο η εν λόγω νοοτροπία δεν δίνει απάντηση είναι το εξής: Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου για την παραγωγή μπρούντζου;(α) Ποιοι ήταν τότε οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι έμποροι για τη μεταφορά αυτού του πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο; Αλίμονο, όχι οι Φοίνικες! Είναι ο λόγος που τα αποδεικτικά στοιχεία τής παρουσίας αυτών των θαλασσοπόρων στην Ιβηρία κάθε άλλο παρά “πειστικά” είναι… Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές Μινωιτών να εξορύσσουν μέταλλα στην περιοχή τής λίμνης Superior και να τα μεταφέρουν μέσω του ποταμού Μισσισσιππή στον Κόλπο τού Μεξικού για την αποστολή τους στη Μεσόγειο! Παρόλο που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί, εμείς δεν έχουμε την πρόθεση να σας πάμε τόσο μακριά. Καλύτερα να παραμείνουμε στο έδαφος της Ιβηρίας.
Πού έβρισκε κασσίτερο η Μεσόγειος της εποχής τού μπρούντζου για την παραγωγή μπρούντζου; Ποιοι ήταν τότε οι καθιερωμένοι θαλάσσιοι έμποροι για τη μεταφορά αυτού του πολύτιμου μετάλλου στη Μεσόγειο;
- (α) Να το επαναλάβω για να εμπεδωθεί: Bronze Age είναι η εποχή τού μπρούντζου ή, αν θέλετε, του κρατερώματος, και όχι η εποχή τού χαλκού, όπως επικράτησε να λέγεται. Εποχή τού χαλκού όντως υπήρξε στο μεταίχμιο της νεολιθικής περιόδου και της εποχής τού μπρούντζου (εξ ου χαλκολιθική), προτού δηλαδή ο άνθρωπος ανακαλύψει πόσο πιο ανθεκτικό γινόταν το μέταλλο αν έβαζε και λίγο κασσίτερο στον χαλκό δημιουργώντας μπρούντζο. Ο πολιτισμός Los Millares υπάγεται στην εν λόγω μεταβατική περίοδο. Κάποιος προσπάθησε να διορθώσει το λάθος στη Βικιπαίδεια, διαπράττοντας ακόμη μεγαλύτερο ατόπημα: απέδωσε το Bronze Age ως “εποχή τού ορείχαλκου” (θεωρώντας ίσως τη λέξη μπρούντζος “μαλλιαρή” και τη λέξη κρατέρωμα “κουλτουριάρικη”)! Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν κάποιο άγνωστο ακόμη και στους ίδιους μέταλλο της προϊστορίας που λεγόταν ορείχαλκος. Ο γνωστός μας ορείχαλκος (κράμα χαλκού όχι με κασσίτερο μα με ψευδάργυρο), το λεγόμενο μπράσο, ανακαλύφθηκε στα ελληνιστικά χρόνια. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πόσο… αναχρονιστική υπήρξε η εν λόγω “διόρθωση”. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο Χρονικό 2.
Υπάρχουν κάποιοι “μη καθιερωμένοι” ιστορικοί που συνδέουν την ξεχωριστή κουλτούρα Los Millares στην Αλμερία με τον “Πρώιμο μινωικό αποικισμό τής Ισπανίας” (W. Sheppard Baird). Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο επόμενος πολιτισμός, ο αργαρικός, που άνθισε στην περιοχή El Argar, επίσης στην Αλμερία, στη σημερινή ανατολική Ανδαλουσία, μεταξύ 1800 και 1300 π.Χ. Η κουλτούρα αυτή χαρακτηρίζεται από την πρώιμη υιοθέτηση του μπρούντζου που της επέτρεψε να κυριαρχήσει τοπικά στους γείτονές της οι οποίοι ήταν ακόμη στην εποχή τού χαλκού (την χαλκολιθική). Οι τεχνικές εξόρυξης και μεταλλουργίας των ανθρώπων τού αργαρικού πολιτισμού ήταν όντως προηγμένες, με τον μπρούντζο, το ασήμι και το χρυσάφι που εξόρυσσαν κι επεξεργάζονταν φτιάχνοντας όπλα και κοσμήματα. Ανέπτυξαν εξελιγμένες τεχνικές αγγειοπλαστικής και συναλλάσσονταν με άλλες φυλές.
Η παράδοση της ομαδικής ταφής, που αποτελεί χαρακτηριστικό τής ευρωπαϊκής μεγαλιθικής κουλτούρας, εγκαταλείφθηκε υπέρ των ατομικών τάφων (ενώ οι θολωτοί τάφοι αντικαταστάθηκαν από μικρούς κιβωτιόσχημους). Οι νέες συνήθειες μάλλον κατάγονταν από την ανατολική Μεσόγειο, κατά πάσα πιθανότητα τις Μυκήνες, παρακάμπτοντας τη Σικελία και την Ιταλία, όπου η παράδοση της ομαδικής ταφής συνεχίστηκε για κάποιο διάστημα ακόμα. Στην επόμενη φάση τού εν λόγω πολιτισμού, από το 1500 π.Χ. περίπου και μετά, η ταφή σε πίθους (μεγάλα πιθάρια) απαντάται συχνότερα. Και πάλι το έθιμο αυτό, που παρέμεινε αποκλειστικά στους κόλπους τής αργαρικής κουλτούρας, πρέπει να είχε προέλευση την Ελλάδα, όπου χρησιμοποιήθηκε μετά το 2000 π.Χ. περίπου. Οι πολιτιστικές ανταλλαγές κατά τη μυκηναϊκή εποχή στην περιοχή τής Μεσογείου είναι σαφέστατες, με την αργαρική κουλτούρα να υιοθετεί ελληνικά ταφικά έθιμα, ενώ και οι Έλληνες εισήγαγαν τον ιβηρικό θολωτό τάφο για τον ίδιο σκοπό.
Σημειώστε πως όποιος έφθανε στην Ιβηρία μπορούσε να βρει εύκολα τον δρόμο προς τα μεταλλεύματα κασσίτερου της Βρετάνης και της Κορνουάλλης, μέσω των πολιτισμών τού μπρούντζου τής δυτικής Ιβηρίας, που είχαν κάποιο βαθμό επικοινωνίας όχι μόνο μεταξύ τους μα και με άλλες κουλτούρες τού Ατλαντικού, όπως της Βρετανίας και της Γαλλίας. Πρόκειται για το λεγόμενο σύμπλεγμα της ατλαντικής εποχής τού μπρούντζου γύρω στο 1300-700 π.Χ., που απαρτιζόταν από διάφορους πολιτισμούς στην Πορτογαλία, την Ανδαλουσία, τη Γαλικία, την Αρμορίκη (το μέρος τής Γαλατίας που περιλάμβανε τη Βρετάνη) και των Βρετανικών Νήσων. Η ατλαντική εποχή τού μπρούντζου χαρακτηριζόταν από οικονομικές και πολιτιστικές ανταλλαγές που οδήγησαν σε μεγάλες πολιτιστικές συγγένειες οι οποίες είναι φανερές στις παράκτιες κοινότητες από τη Γαλικία ως τη Σκωτία, ενώ οι εμπορικές επαφές εκτεινόταν από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Μεσόγειο.
Ο επόμενος σημαντικός πολιτισμός ήταν αυτός της Ταρτησσού, μιας παράκτιας πόλης με λιμάνι και της γύρω περιοχής στη νότια Ιβηρία (νότια Ανδαλουσία). Ήταν η πρώτη πολιτεία τής χερσονήσου, αναπτυγμένη πολιτιστικά και πολιτικά με το τέλος τής 2ης χιλιετίας π.Χ. Η περιοχή υποδηλώνεται και στην ελληνική μυθολογία τής ίδιας περιόδου ως υπόμνηση της παρουσίας και των εξορμήσεων των Μυκηναίων στην Ιβηρία. Ο Ηρακλής πήγε εκεί για να επιτελέσει δυο άθλους του: να σκοτώσει τον Γηρυόνη αποκτώντας τα βόδια του, και να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων.(β) Ο Γηρυόνης ζούσε στην Ερύθεια (Ερυθείη ή Ερυθηίδα), ένα νησί των Εσπερίδων στη μακρινή Δύση (το… Far West) τού αρχαίου κόσμου: Εσπερία ήταν η Δύση και πιο συγκεκριμένα η Ιβηρία, ενώ Ερύθεια λεγόταν μια από τις Εσπερίδες, αλλά και η κόρη τού φοβερού και τρομερού γίγαντα. “Ο Γηρυόνης σκοτώθηκε από την υπέρτερη δύναμη του Ηρακλή στην περιτριγυρισμένη από θάλασσα Ερυθηίδα”, αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του. Ο Ηρακλής έστησε δυο τεράστιες πέτρες, τις λεγόμενες Ηράκλειες Στήλες, για να σταθεροποιήσει την περιοχή και να διασφαλίσει τον διάπλου των Στενών από τα πλοία. Ίδρυσε επίσης τα Γάδειρα στο νησί τού Γηρυόνη, όπου οι Φοίνικες θα έχτιζαν αργότερα την αποικία Gadir (το σημερινό Cádiz): έλεγαν πως ένας τύμβος που υπήρχε κοντά στα Γάδειρα ήταν ο τάφος τού Γηρυόνη. Μια μεταγενέστερη γενιά Ελλήνων συνέδεσε την περιοχή με την Ταρτησσό. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης ότι κάπου έξω από τις Ηράκλειες Στήλες βρίσκονταν και οι Μακάρων Νήσοι, τα Ηλύσια Πεδία.(γ) Ίσως έτσι να εξηγούνται κάποιοι μύθοι που λένε πως ο Ηρακλής είναι θαμμένος στην Ισπανία. Όσο για τον Γηρυόνη, το όνομά του αναφέρεται μεταξύ των μυθικών βασιλιάδων τής Ταρτησσού. Ο εγγονός του, Νώραξ (Norax ή Norace), κατέκτησε τα νότια της Σαρδηνίας, ίδρυσε την πόλη Νώρα, κι έγινε ήρωας της νουραγικής μυθολογίας.(δ) Υπαγόρευσε τους πρώτους νόμους, χώρισε την κοινωνία σε επτά τάξεις και ανάγκασε τους ευγενείς να δουλεύουν. Αργότερα ο Gárgoris εισήγαγε το εμπόριο, τη μελισσοκομία και νέα γεωργικά εργαλεία όπως το αλέτρι. Άλλοι πάλι λένε πως αυτήν την καινοτομία την εισήγαγε ο γιος-εγγονός του Habis (Habido, Abidis, ή Abidas) που τον διαδέχθηκε στο βασίλειο της Ταρτησσού.

Ο Ηρακλής, ο Πάνας, ένας σάτυρος και γυναίκες στον Κήπο των Εσπερίδων, από τον Ζωγράφο των Εσπερίδων,
υδρία (στάμνα), αρχές 4ου αιώνα π.Χ.
- (β) Οι Ἑσπερίδες στην ελληνική μυθολογία ήταν νύμφες, λάτρεις τού τραγουδιού, που φρόντιζαν έναν γαλήνιο κήπο στη δυτική άκρη τού κόσμου, κοντά στα όρη τού Άτλαντα στη βορειοδυτική Αφρική, στο χείλος τού μεγάλου Ωκεανού που περιβάλλει τον κόσμο. Θεωρούνταν κόρες τού Έσπερου, του εσπερινού, του αποσπερίτη, του πλανήτη τής Αφροδίτης. Ήταν τρεις (όπως και άλλες ελληνικές τριάδες, σαν τις Χάριτες και τις Μοίρες): η Αίγλη (“εκθαμβωτική”), η Αρέθουσα (“υδροχόος”), και η Ερύθεια (“ερυθρά”). Ο Κήπος των Εσπερίδων ήταν το περιβόλι τής Ήρας στη Δύση, όπου υπήρχε κάποιο δέντρο ή άλσος που έβγαζε “χρυσά μήλα” τα οποία χάριζαν την αθανασία. Σε κατοπινά χρόνια συνέδεσαν τα φρούτα αυτά με τα πορτοκάλια, που ήταν άγνωστα στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο πριν από το Μεσαίωνα. Βάσει της υπόθεσης αυτής, η ελληνική βοτανική ονόμασε όλα τα κιτροειδή “εσπεριδοειδή” – υπονοώντας ότι μας ήρθαν από τη Δύση, ενώ στην πραγματικότητα κατάγονται από την Ανατολή: τη νοτιοανατολική Ασία…

Μια παραδοσιακή βάρκα Rabelo στον Douro που χρησιμοποιείται αιώνες τώρα για τη μεταφορά ανθρώπων και αγαθών,
κυρίως κρασιού
- Σε κάποιες γλώσσες η λέξη πορτοκάλι προέρχεται από το όνομα της Πορτογαλίας, της πάλαι ποτέ κύριας πηγής των εισαγωγών: πορτοκάλι στα ελληνικά, portokal στα βουλγάρικα και σλαβομακεδόνικα, portocală στα ρουμάνικα και phortokhali στα γεωργιανά. Επίσης portogallo ή purtualle σε διαλέκτους τής νότιας Ιταλίας. Σχετικά ονόματα βρίσκουμε και σε μη ευρωπαϊκές γλώσσες: portakal στα τούρκικα, al-burtuqal στα αράβικα, porteghal στα πέρσικα και birtukan στα αμχαρικά (την αιθιοπική γλώσσα). Όσο για τη λέξη Πορτογαλία αυτή προέρχεται από το ρωμαϊκό Portus Cale που εξελίχθηκε σε Portugale κατά τον 7ο και 8ο αιώνα. Το Cale ήταν ένας πρώιμος οικισμός στις εκβολές τού ποταμού Douro στα βόρεια της σημερινής Πορτογαλίας. Μυστήριο καλύπτει την ετυμολογία τού ονόματος, ή και την ταυτότητα των ιδρυτών τής πόλης. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως οι πρώτοι κάτοικοι του Cale ήταν Έλληνες και ότι το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη κάλλος, λόγω της ομορφιάς τής κοιλάδας τού Douro. Η γενικά αποδεκτή εξήγηση, όμως, είναι πως πρόκειται για εθνώνυμο προερχόμενο από τους Callaeci ή Gallaeci που ζούσαν στην περιοχή. Το ίδιο ισχύει και για τα ονόματα Γαλικία και Γάια (Γαία), όπως λέγεται η δίδυμη πόλη τού Πόρτο, στις εκβολές τού Douro.
- (γ) Οι Μακάρων Νήσοι στην ελληνική και την κέλτικη μυθολογία ήταν ένας παράδεισος γαλήνιος χωρίς χειμώνες, όπου γίνονταν δεκτοί ήρωες και άλλοι θνητοί που είχαν τη θεϊκή εύνοια. Οι Έλληνες πίστευαν ότι τα νησιά βρίσκονταν στον Δυτικό Ωκεανό κοντά στον Ωκεάνιο Ποταμό που περιέβαλλε τη γη. Ο Στράβων τα τοποθετούσε απέναντι από τη “Μαυρουσία” (Μαυριτανία, Δυτική Σαχάρα και Μαρόκο). Ήταν τόποι πέρα από τα πέρατα της γης, όπου δεν έπεφταν ποτέ χιόνια ή δυνατές βροχές, αλλά ο ωκεανός πάντα έστελνε ζωογόνα την πνοή τού ζέφυρου για να δροσίζει ευεργετικά τους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος, που αναφερόταν συχνά-πυκνά σε αυτά τα νησιά, τα τοποθετούσε με βεβαιότητα στον Ατλαντικό λέγοντας πως έφτανε κανείς εκεί από την Ιβηρία μετά από ολιγοήμερο ταξίδι:
-
“Λένε πως πρόκειται για δυο νησιά που χωρίζονται από έναν πολύ στενό πορθμό, σε απόσταση [2.000 χιλιομέτρων] από την Αφρική… Μια ακράδαντη πεποίθηση έχει ριζωθεί, ακόμη και μεταξύ των βαρβάρων, πως εκεί βρίσκονται τα Ηλύσια Πεδία και ο τόπος διαμονής των Μακάρων που τραγούδησε ο Όμηρος.”
-
Η σύγχρονη γεωγραφία ονομάζει αυτά τα νησιά Μακαρονησία (από το ελληνικό τους όνομα “Μακάρων νῆσοι”). Είναι οι Αζόρες και η Μαδέρα (Πορτογαλία), τα Κανάρια (Ισπανία) και το Πράσινο Ακρωτήρι.
- (δ) Η διασύνδεση Ιβηρίας και Σαρδηνίας που υποδηλώνει η μυθολογία επιβεβαιώνεται και από αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, γλωσσικά, πολιτιστικά και ιστορικά στοιχεία. Από την άλλη μεριά, οι Σαρδηνοί είχαν επαφές με τους Μυκηναίους που συναλλάσσονταν σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, καθώς και με τους Κρήτες, λ.χ. με την Κυδωνία, τα σημερινά Χανιά, όπως δείχνουν σαφώς τα αγγεία που αποκάλυψαν ανασκαφές στη Σαρδηνία. Όμως οι επιρροές φαίνεται πως ήταν ευρύτερες. Η βαθμιδωτή πυραμίδα τού Monte d’Accoddi, κοντά στο Σάσσαρι, παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με το μνημειακό συγκρότημα των Los Millares στην Ανδαλουσία και με κατοπινά οικοδομήματα στις Βαλεαρίδες. Κάποιοι μελετητές βλέπουν να υπάρχουν ομοιότητες και με μεσοποτάμια κτίσματα, και τις αποδίδουν σε μεταναστεύσεις, ιδίως Σουμερίων, στη δυτική Μεσόγειο. Αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί και γεωγράφοι χαρακτήριζαν τα μυστηριώδη μεγαλιθικά νουράγι ως δαιδάλεια, αποδίδοντάς τα εμμέσως στον Δαίδαλο ο οποίος, μετά από την Κρήτη, όπου έχτισε τον λαβύρινθο, εγκαταστάθηκε στη Σικελία κι έπειτα στη Σαρδηνία. Με το ξεκίνημα του νουραγικού πολιτισμού στον 18ο αιώνα π.Χ., κατά την χαλκολιθική περίοδο, ο χαλκός χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή όπλων και άλλων ειδών. Σύντομα το νησί, που ήταν πλούσιο σε ορυκτά, κυρίως χαλκό και μόλυβδο, γέμισε καμίνια για την παραγωγή κραμάτων που μεταφέρονταν στα λιμάνια όλης τής λεκάνης τής Μεσογείου – προφανώς με πλοία μινωικά και αργότερα μυκηναϊκά. Ο νουραγικός πολιτισμός απέκτησε έμπειρους μεταλλουργούς που συγκαταλέγονταν στους σημαντικότερους παραγωγούς μετάλλων τής Ευρώπης. Περνώντας στην εποχή τού μπρούντζου, άρχισαν να φτιάχνουν με το νέο κράμα πλήθος προϊόντων, όπως όπλα, εργαλεία, ή και αναθήματα, λ.χ. μπρούντζινα πλοία που δείχνουν τη στενή τους σχέση με τη θάλασσα. Η Σαρδηνία δεν περιλαμβανόταν στον χάρτη με τις πηγές και εμπορία κασσίτερου στην αρχαιότητα (Κορνουάλλη-Devon, Βρετάνη, Ιβηρία, Βοημία–Σαξωνία). Ωστόσο, λόγω του υπόλοιπου ορυκτού της πλούτου, απετέλεσε εκείνη την εποχή κέντρο εμπορίας μετάλλων και δεν αποκλείεται να εισήγαγε κασσίτερο από την Ιβηρία για τη διάθεσή του στην υπόλοιπη Μεσόγειο. Συνεπώς, οι έμποροι από το Αιγαίο, όπως και άλλες περιοχές όπου ο κασσίτερος σπάνιζε, ταξίδευαν συχνά εκεί. Έτσι εξηγούνται και οι πολιτιστικές επιρροές στη νουραγική κουλτούρα από τους πολιτισμούς των Μυκηνών, της Κρήτης και της Κύπρου, καθώς και η παρουσία μυκηναϊκών, κρητικών και κυπριακών αγγείων, ή και ντόπιων αντιγράφων τους, σε 5-6 νουραγικές κοινότητες που αποτελούσαν διαμετακομιστικούς κόμβους κατά την ύστερη εποχή τού μπρούντζου.

Φυλές Σαρδηνίας και Κορσικής: οι Κορσικανοί, ίσως από τη Λιγουρία, αποίκισαν την Κορσική από τη Β. Σαρδηνία· οι Βάλαροι των Βαλεαρίδων, από την Ιβηρία ή τη Ν. Γαλλία, σχετίζονται με τους Βάσκους· οι Ιολαίοι, στα κεντρικά και νότια, κατάγονται από τη Β. Αφρική, τη Δ. Σικελία ή την Α. Μεσόγειο. Οι διάλεκτοι Gallurese, Logudorese και Campidanese μάλλον αντιστοιχούν στις παραπάνω φυλές
- Στην εποχή εκείνη (15ος–13ος αιώνας π.Χ.) έγιναν, όπως είδαμε και στο προηγούμενο Χρονικό, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών, μεταξύ των οποίων και των Λαών τής Θάλασσας, που έφεραν την καταστροφή στους Μυκηναίους και τους Χετταίους, ενώ επιτέθηκαν και στους Αιγύπτιους. Υπενθυμίζουμε πως ορισμένοι μελετητές συνδέουν μια από τις φυλές των Λαών τής Θάλασσας, τους Sherden, με τους Σαρδηνούς τής νουραγικής εποχής, που εγκαταστάθηκαν στο νησί είτε πριν ή μετά από την αποτυχημένη εισβολή στην Αίγυπτο. Πρόκειται για αμφιλεγόμενες θεωρίες που δεν αποδέχονται οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και ιστορικοί. Ο Σιμωνίδης ο Κείος, ωστόσο, σε ένα χαμένο έργο του που αναφέρει ο Ζηνόβιος, έκανε λόγο για επιδρομές Σαρδηνών στην Κρήτη κατά την περίοδο της εισβολής των Λαών τής Θάλασσας στην Αίγυπτο. Αυτό ίσως να επιβεβαιώνει πως οι Σαρδηνοί κατά τη νουραγική εποχή σύχναζαν στην ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον έχουν βρεθεί νουραγικά αγγεία τού 13ου αιώνα στην Τίρυνθα και την περιοχή τού σικελικού Ακράγαντα, κατά μήκος τής θαλάσσιας ρότας που συνέδεε το ανατολικό με το δυτικό τμήμα τής mare nostrum. Το δεύτερο σε μέγεθος νησί τής Μεσογείου μετά τη Σικελία λεγόταν από τους Έλληνες Ιχνούσα. Σαρδηνία ονομάστηκε μάλλον από τον Σάρδο, έναν μυθικό ήρωα του νουραγικού πανθέου που αποίκισε το νησί από τη Λιβύη. Άλλοι πάλι τον συνδέουν με τους Ηρακλείδες που εγκαταστάθηκαν εκεί, έχοντας επικεφαλής τον Ιόλαο, ανιψιό τού Ηρακλή, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη. Ο Ιόλαος θεωρείται γενάρχης τής φυλής των Ιολαίων που, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες Καρχηδονίων και Ρωμαίων, παρέμειναν ανυπότακτοι. Ίδρυσε επίσης πολλές πόλεις, από τον Εύξεινο Πόντο ως τη Σικελία και τη Σαρδηνία, ζητώντας τη συνδρομή τού Δαίδαλου. Οικοδομήματα του τελευταίου σώζονταν ακόμη κατά την εποχή τού Διόδωρου (1ος αιώνας π.Χ.). Τέλος, γύρω στα 1000 π.Χ. πρωτοεμφανίστηκαν επί σκηνής οι Φοίνικες, ρίχνοντας ολοένα και συχνότερα άγκυρα σε ήδη υφιστάμενα λιμάνια (Caralis, Νώρα, Βύθια, Σολκοί, Θάρρος και Ολβία), ενώ από τον 8ο αιώνα άρχισαν να ιδρύουν (ή να ιδιοποιούνται) οχυρά και πόλεις κυρίως στα στρατηγικής σημασίας νοτιοδυτικά παράλια.
- Η Σαρδηνία, μαζί με τη γειτονική Κορσική, είναι ιδιαίτερη περίπτωση και στη μουσική, καλλιεργώντας μια από τις παλαιότερες μορφές φωνητικής πολυφωνίας – εξίσου αρχαία ίσως με την πολυφωνία τής Ηπείρου και της Αλβανίας. Η Unesco ανακήρυξε αυτό το είδος τραγουδιού, cantu a tenore, ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά το 2005. Το cantu a cuncordu, ένα παρόμοιο στυλ, αντιστοιχεί στην κορσικάνικη paghjella κι έχει χαρακτήρα θρησκευτικό. Η πολυφωνία επεκτείνεται και στα όργανα. Αντιπροσωπευτικό πολυφωνικό πνευστό που απαρτίζεται από τρεις αυλούς είναι οι launeddas (το λεγόμενο “τριπλό κλαρίνο” ή “τρίαυλος”). Οι αυλοί παίζονται με κυκλική αναπνοή και ο ήχος τους μπορεί να είναι συνεχής. Ο ένας αποτελεί τον ισοκράτη, ενώ οι άλλοι δυο αποδίδουν τη μελωδία σε τρίτες και έκτες. Οι πρόγονοι των launeddas μάλλον βρίσκονται στην Αίγυπτο των αρχών τής 3ης χιλιετίας π.Χ. Εκείνοι οι αυλοί με γλωσσίδα λέγονταν memet και αναπαραστάσεις τους βρίσκουμε σε ανάγλυφα τάφων και σε πυραμίδες. Οι launeddas εμφανίζονται στον 8ο αιώνα π.Χ. τουλάχιστον και μέχρι σήμερα συνοδεύουν θρησκευτικές τελετές και χορούς (su ballu). Οι μουσικοί χρησιμοποιούν εκτεταμένες παραλλαγές κάποιων μελωδικών φράσεων κι έτσι ένας σκοπός μπορεί να διαρκέσει και μια ώρα, δημιουργώντας ήχους που, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Alesso Surian, ανήκουν στους “στοιχειωδέστερους και με τον μεγαλύτερο συντονισμό τής Ευρωπαϊκής μουσικής”.
Ο Gárgoris αναφέρεται ως μυθικός βασιλιάς ενός από τους λαούς τής Ταρτησσού που ζούσε στο Algarve και το κάτω Alentejo, στα νότια της Πορτογαλίας, στο δυτικό άκρο τής Ευρώπης, όπως έγραψε ο Ηρόδοτος. Ήταν οι Κυνήτες, Κυνήσιοι, ή Κόνιοι, που ο “πατέρας τής Ιστορίας” διέκρινε από τους Κέλτες. Ο Gárgoris, λέει ο θρύλος, είχε αιμομικτικές σχέσεις με την κόρη του, που το όνομά της δεν διασώθηκε. Όταν αυτή έμεινε έγκυος, τη φυλάκισε και διέταξε τη θανάτωση του παιδιού. Το εγκατέλειψαν σε έναν λόφο, δίπλα σε μια φωλιά άγριων θηρίων, που όμως το θήλασαν και το προστάτεψαν. Σαν έμαθε ο Gárgoris πως ο γιος και εγγονός του ήταν ακόμα ζωντανός, διέταξε να τον απομακρύνουν από τη σπηλιά και να προκαλέσουν τον θάνατό του με άλλον τρόπο: είτε να τον ποδοπατήσουν βόδια σε άτακτη φυγή, είτε να τον καταβροχθίσουν σκύλοι ή πεινασμένοι χοίροι, ή να τον πετάξουν στη θάλασσα. Χάρη όμως στην προστάτιδα Τύχη, ο Habis κατάφερε να επιβιώσει παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Αναθρεμμένος από ελαφίνα, μεγάλωσε σαν θηρίο κι έγινε επιτήδειος ληστής, αλλά πιάστηκε από κάποιους αγρότες που τον οδήγησαν στον βασιλιά. Βλέποντας ορισμένα εκ γενετής σημάδια, ο Gárgoris κατάλαβε πως ήταν ο γιος και εγγονός του. Εντυπωσιασμένος από το θαύμα τής επιβίωσής του από όλες τις δοκιμασίες, τον όρισε διάδοχο του θρόνου. Τον θρύλο κατέγραψε ο Ρωμαίος ιστορικός Trogus Pompeius και τον αφηγήθηκε έμμετρα ο Jerónimo de Arbolanche στο ποίημα Abidas (1566). Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές τού μύθου. Σε μια από αυτές ο Gárgoris παραλληλίζεται με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, ενώ ο γιος και εγγονός του παρουσιάζεται ως το θύμα διώξεων επειδή εισήγαγε τη γεωργία στη βουκολική Ταρτησσό. Μια τρίτη παραλλαγή, που εντελώς απροσδόκητα παρεισέφρησε σε ένα βιβλίο περί fado, αποσιωπά την αιμομιξία, αλλά διανθίζει την ιστορία με προσφιλείς μας ήρωες ομηρικούς (βλέπε επίσης Περιήγηση 3η: Ιβήρου Οδύσσεια).

Χάρτης τής περιοχής τής Λισαβόνας με τους οικισμούς Olisipo, Sintra, Escalabis ή Scalabis, και Salacia,
στο σημερινό Alcácer do Sal
Ο Gárgoris ταυτίζεται με τον Ίβηρα βασιλιά Gregoris που αναφέρει ο Mascarenhas Barreto στο βιβλίο του Fado – Λυρικές Πηγές και Ποιητική Έμπνευση. Στις πολυάριθμες μυθολογικές και ιστορικές παρενθετικές υποσημειώσεις του, συνδέει αυτόν τον μονάρχη με τον Οδυσσέα και την Καλυψώ, μιλώντας για την ίδρυση της Λισαβόνας και του Santarém:
-
“Ο θρύλος αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής πόλης [της Λισαβόνας] στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της αρχαιότητας, τον Οδυσσέα, βασιλιά τής Ιθάκης και πορθητή τής Τροίας, που υποτίθεται πως έδωσε στον τόπο το όνομα Ulissea [Οδύσσεια] – εξ ου και η λέξη Ulissipo [όλη αυτή η ονοματολογία στηρίζεται στη λατινική απόδοση του ονόματος του ‘πολύτροπου ανδρός’ ως Ulysses]. Το σίγουρο πάντως είναι πως στη Λισαβόνα εγκαταστάθηκαν οι Φοίνικες γύρω στο 600 π.Χ. ονομάζοντάς την Alis Ubbo, που πάει να πει Ήρεμος Κόλπος.”
Η ίδρυση του Santarém θεωρείται πως συσχετίζεται με εκείνη της Ulissea > Ulissipo > Olissipo > Olissipona > Lissibona > Lisboa.
-
“Πιστεύεται πως ιδρύθηκε στον 10ο αιώνα π.Χ. από τον ελληνικής καταγωγής Abidis, που ονόμασε την πόλη Esca-Abidis”, γράφει ο Barreto. “Κατά τον θρύλο, αυτός ο πρίγκιπας, εγγονός τού Gregoris, βασιλιά τής Ιβηρικής χερσονήσου, ήταν επίσης γιος τού Οδυσσέα ο οποίος, προδίδοντας την εμπιστοσύνη τού Gregoris που του είχε παραχωρήσει την Alis Ubbo (Λισσαβώνα), παντρεύτηκε κρυφά την κόρη τού βασιλιά, Καλυψώ. Μόλις το έμαθε ο Gregoris έσπευσε με τον στρατό του στη Λισαβόνα και ο Οδυσσέας διέφυγε διά θαλάσσης, εγκαταλείποντας τη σύζυγό του. Σαν γεννήθηκε ο Abidis, ο Gregoris διέταξε να τον πετάξουν σε μια σπηλιά για να τον κατασπαράξουν τα άγρια θηρία. Ανταποκρινόμενος, ωστόσο, στις ικεσίες τής κόρης του, συναίνεσε να παραδοθεί το παιδί στη Μοίρα, σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο, κι έτσι έβαλαν τον Abidis σε ένα καλάθι για να τον παρασύρει το ρεύμα τού ποταμού [Τάγου]. Τον υιοθέτησε μια ελαφίνα και όταν το παιδί βρέθηκε αργότερα σε άγρια κατάσταση από κάποιους κυνηγούς, η μητέρα του τον αναγνώρισε από ένα σημάδι. Ο Gregoris ξέχασε τον προηγούμενο θυμό του και του έδωσε δασκάλους έτσι ώστε να τον διαδεχθεί στη διακυβέρνηση της χερσονήσου. Το όνομα Esca-Abidis (Escalabis) σημαίνει στα ελληνικά ‘τροφή τού Abidis’ εις ανάμνηση του τόπου όπου ανατράφηκε από την ελαφίνα.”(ε)
“Ο θρύλος αποδίδει την ανέγερση των αρχαίων τειχών τής Λισαβόνας στον Οδυσσέα, που υποτίθεται πως έδωσε στον τόπο το όνομα Ulissea [Οδύσσεια] – εξ ου και Olissipo, Lissibona και Lisboa… Το Santarém πιστεύεται πως ιδρύθηκε στον 10ο αιώνα π.Χ. από τον ελληνικής καταγωγής Abidis [γιο τού Οδυσσέα και της Καλυψώς], που ονόμασε την πόλη Esca-Abidis (Escalabis)”… (Barreto)
- (ε) Esca < Εσχάρα: 1) εστία, τζάκι, συνώνυμο της εστίας – “ἡ μὲν ἐπ’ ἐσχάρῃ ἧστο”, “ἧσται ἐπ’ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ” (Οδύσσεια). 2) μαγκάλι. 3) “Τρώων πυρὸς ἐσχάραι” (τού στρατοπέδου, Ιλιάδα). 4) θυσιαστήριο σκαμμένο στο έδαφος, είδος βωμού. 5) σχάρα.
- Εστία (εξ ου και εστιατόριο): 1) εστία, τζάκι. 2) σπίτι. 3) νοικοκυριό, σπιτικό, οικογένεια. 4) βωμός, συνώνυμο της εσχάρας. 5) (μεταφορικά) μητρόπολη (λ.χ. μιας αποικίας). 6) (με κεφαλάιο Ε) θεά Εστία.

Οδυσσέας και Καλυψώ, του Μαξ Μπέκμαν
Ξανά και ξανά οι παραδόσεις περί Ελλήνων είναι “θρύλοι”, εκείνες για τους Φοίνικες “Ιστορία”. Μάλλον αληθεύει πως δεν υπήρξαν καθόλου ελληνικοί οικισμοί δυτικά των Ηρακλείων Στηλών, παρά μόνον ταξίδια εξερευνητικά. Ο μύθος τής ίδρυσης του Olisipo από τον Οδυσσέα δεν είναι παρά μύθος. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει και κανένα στοιχείο που να στηρίζει τον μύθο τής ίδρυσης της Λισαβόνας “γύρω στο 600” ή στο μακρινό 1200 π.Χ. από τους Φοίνικες με το όνομα Alis Ubbo (“Ασφαλές Λιμάνι”), έστω κι αν υπήρχαν κάποιοι οργανωμένοι οικισμοί στην Olissipona με σαφείς μεσογειακές επιρροές είτε εκείνη τη μακρινή εποχή ή και αργότερα. Παρομοίως, και σε αντίθεση με τον μύθο, αν εξαιρέσουμε τα εξερευνητικά ταξίδια, δεν έχουν εντοπιστεί φοινικικές αποικίες πέρα από το Algarve, συγκεκριμένα τις Balsa και Tavira, κοντά στα σύνορα Ισπανίας-Πορτογαλίας, με σημαντικές φοινικικές εγκαταστάσεις και επιρροές από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά. Ουσιαστικά, οι φοινικικές επιδράσεις στο έδαφος της σημερινής Πορτογαλίας οφείλονται στις πολιτιστικές και εμπορικές ανταλλαγές με την Ταρτησσό.
Όσον αφορά την Καλυψώ και σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, δεν ήταν πριγκίπισσα, αλλά νύμφη στο νησί Ωγυγία, κόρη τού Άτλαντα, γι’ αυτό ονομαζόταν και Ατλαντίδα (‘Ομηρος), ή και Ωκεανίδα, ήταν δηλαδή μια από τις κόρες τού Ωκεανού (Ησίοδος).(ς) Ωστόσο, και οι δύο εκδοχές συνδέονται είτε με την περιοχή των Ηρακλείων Στηλών ή με τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Άτλας, ο Τιτάνας που συγκρατούσε την ουράνια σφαίρα, ταυτίστηκε με την οροσειρά τού Άτλαντα στη βορειοδυτική Αφρική. Μελετητές που ανέλυσαν το έργο και τη γεωγραφία τού Ομήρου, μεταξύ άλλων οι Στράβων και Πλούταρχος, εξέφρασαν την άποψη πως η Ωγυγία, ή και η Σχερία, το νησί των Φαιάκων, βρίσκονταν στον Ατλαντικό, και ορισμένοι ταύτισαν κάποιο από τα νησιά, ή και τα δυο, με την Ατλαντίδα. Ο Πλούταρχος γράφει και πάλι με μεγάλη σαφήνεια πως “ένα Ωγύγιο νησί βρίσκεται μακριά στα ανοιχτά τής θάλασσας, σε απόσταση ενός πενθήμερου ταξιδιού από τη Βρετανία, με κατεύθυνση προς δυσμάς”. Κάνει επίσης λόγο για τη “μεγάλη ήπειρο”, που ερμηνεύθηκε είτε ως αναφορά στην Αμερική ή ως υπαινιγμός στην Ατλαντίδα τού Πλάτωνα. Πολλά χαρακτηριστικά των Φαιάκων, όπως η ναυτοσύνη τους, υποδηλώνουν είτε τη μινωική Κρήτη ή την Ατλαντίδα. Η περιγραφή τού παλατιού τους παραπέμπει σε πολύ προηγμένο πολιτισμό. Προ πάντων τα πλοία τους ήταν εκπληκτικά, πολύ διαφορετικά από τα καράβια τού Τρωικού Πολέμου, και μάλιστα… κατευθυνόμενα με τη σκέψη!(ζ) Εδώ στηρίζεται η άποψη πως ήταν ο Όμηρος πριν από τον Πλάτωνα που μίλησε πρώτος για την Ατλαντίδα.

Δευκαλίων και Πύρρα (πετώντας πίσω τους πέτρες για την αναδημιουργία τού ανθρώπινου είδους),
του Andrea di Mariotto del Minga
- (ς) Η Ωγυγία, συνδεόμενη με τον Ωγύγιο κατακλυσμό και τον μυθικό βασιλιά τής Αττικής ή Βοιωτίας, Ωγύγη ή Ωγύγο, παραπέμπει σε έννοιες όπως αρχέγονος, πανάρχαιος, πρωταρχικός, υποδηλώνοντας ότι το νησί τής Καλυψώς ήταν αρχέγονο. Συνεπώς, όταν ο Αισχύλος αποκαλεί τον Νείλο Ωγύγιο, δεν εννοεί πως το νησί ήταν στην Αίγυπτο, όπως κάποιοι επιπόλαια σκέφτηκαν…
- Η ελληνική μυθολογία αναφέρεται σε τρεις κατακλυσμούς: του Ωγύγη, του Δευκαλίωνα και του Δάρδανου.
- (ζ) Ο Όμηρος ανέφερε πως τα πλοία ήταν ταχύτερα και από τα γεράκια, ενώ ο βασιλιάς Αλκίνοος εξήγησε στον Οδυσσέα ποιες ακριβώς πληροφορίες χρειάζονταν τα σκάφη για να τον οδηγήσουν στην Ιθάκη:
-
“Πες μου την χώρα, τον λαό και την πόλη σου, έτσι ώστε τα πλοία μας να χαράξουν αναλόγως τον προορισμό τους και να σε μεταφέρουν εκεί. Γιατί οι Φαίακες δεν έχουν καπετάνιους: τα σκάφη τους δεν έχουν πηδάλια σαν αυτά που έχουν τα καράβια άλλων λαών, μα τα ίδια τα πλοία κατανοούν το τι σκεφτόμαστε και τι θέλουμε. Ξέρουν όλες τις πόλεις και τις χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, και μπορούν να διασχίσουν με άνεση τη θάλασσα ακόμη και όταν είναι καλυμμένη από ομίχλη και σύννεφα, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να ναυαγήσουν ή να πάθουν οποιαδήποτε ζημιά.”
-
Πλοία προγραμματισμένα ηλεκτρονικά: ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει στη διάθεσή του ένας Περίπλους! Φυσικά, συν τοις άλλοις, με αυτήν την τεχνολογία κατά νου, η ιδέα πως η Σχερία-Φαιάκεια μπορεί ήταν η Κέρκυρα θα πρέπει να αποκλειστεί.
Επιστροφή στην Ταρτησσό. Αυτός ο θρυλικός τόπος εμφανίζεται σε ελληνικές και ανατολικές πηγές περί τα μέσα τής 1ης χιλιετίας π.Χ. Πιθανότατα ο Όμηρος ήταν και πάλι ο πρώτος που στην Ιλιάδα αναφέρθηκε σε μια χρυσοφόρα γη στα δυτικά όρια του κόσμου πριν από τον μεγάλο ωκεανό (Ιβηρία) όπου οι άνθρωποι ζούσαν πολλά χρόνια, ευτυχισμένοι από τα πλούτη τους. Το Ταρτήσσιον όλβιον άστυ, κατά τον Ηρόδοτο, βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες και ο βασιλιάς του λεγόταν Αργανθώνιος, προφανώς λόγω του πλούτου του.(η)
- (η) Το όνομα Αργανθώνιος πιθανότατα σχετίζεται με την ινδοευρωπαϊκή λέξη για τον άργυρο και συνεκδοχικά το χρήμα. Η Ταρτησσός ήταν πολύ πλούσια σε ασήμι. Παρόμοια ονόματα εμφανίζονται σε επιγραφές τής ρωμαϊκής εποχής και σε αργυρά νομίσματα της Γαλατίας. Ο Αργανθώνιος (περί το 670–550 π.Χ.) κυβέρνησε την Ταρτησσό επί 80 χρόνια (πάνω-κάτω 630-550 π.Χ.) και έφυγε πληρέστατος ημερών στα 120 του. Αυτή η μεγάλη ηλικία και η μακρά διάρκεια της βασιλείας του ίσως να οφείλονται σε εναλλασσόμενους μονάρχες με το ίδιο όνομα ή τον ίδιο τίτλο, αν περί αυτού πρόκειται. Όπως και να έχει το θέμα, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως πέθανε… νεότατος, αν πάρουμε υπόψη πως, όπως λέει και η Βίβλος, “όλαι αι ημέραι τού Μαθουσάλα ήσαν εννεακόσια εξήκοντα και εννέα [969] έτη”!
Ένας άλλος ιστορικός, ο Έφορος, περιέγραψε στον 4ο π.Χ. αιώνα “μια πολύ ευημερούσα αγορά ονόματι Ταρτησσός, πλούσια σε κασσίτερο που μεταφέρει ο ποταμός, καθώς και σε χρυσό και χαλκό από κέλτικα εδάφη.” Όμως περί τα τέλη τής χιλιετίας φαίνεται ότι το όνομα έπεσε σε αχρηστία δημιουργώντας την εντύπωση πως η πόλη μπορεί να είχε αφανιστεί λόγω φυσικών ή άλλων αιτίων. Η Ταρτησσός, όπως και η Θήρα, συγκεντρώνει πάρα πολλές πιθανότητες να ήταν το μέρος όπου βρισκόταν η Ατλαντίδα. Ίσως να είχαν περισσότερα κοινά, λόγω μινωικών επιρροών. Οι Ανδαλουσιανοί, όπως και οι Έλληνες, μπορεί να ωφελήθηκαν από τους Κρήτες όχι μόνον οικονομικά, μα και πολιτιστικά. Αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή έχουν δημιουργήσει μια εικόνα εκτεταμένου πολιτισμού, με τον πυρήνα να απλώνεται από την κοιλάδα τού Γουαδαλκιβίρ ως την Ουέλβα, αλλά καλύπτοντας το σύνολο της νότιας Ιβηρίας, από τις εκβολές τού Τάγου ως τη Βαλένσια. Ο Παυσανίας στον 2ο αιώνα μ.Χ. προσδιόρισε το ποτάμι και έδωσε λεπτομέρειες για την τοποθεσία τής πόλης:
-
“Λένε πως Ταρτησσός ονομάζεται ένα ποτάμι στη γη των Ιβήρων, που χύνεται στη θάλασσα από δυο βραχίονες, και πως ανάμεσα σε αυτούς τους δυο βραχίονες βρίσκεται μια πόλη με το ίδιο όνομα. Ο ποταμός είναι ο μεγαλύτερος στην Ιβηρία και παλιρροϊκός, και σε μια μετέπειτα περίοδο ονομάστηκε Βαέτης”.

Άποψη του ποταμού Γουαδαλκιβίρ (1854), του Manuel Barrón y Carrillo
Οι Μαυρούσιοι αργότερα τον είπαν Μεγάλο Ποταμό (Γουαδαλκιβίρ). Ο ανατολικός βραχίονάς του, ο μόνος που υφίστανται ακόμη, ήταν τότε πολύ πιο απλωμένος. Ο δυτικός βραχίονας δεν υπάρχει πια, αλλά πιστεύεται πως βρισκόταν κοντά στην Ουέλβα. Τώρα σε αυτήν την περιοχή υπάρχουν μόνο λίμνες. Εκείνη την εποχή, ανάμεσα στους δυο βραχίονες του ποταμού υπήρχε μια μεγάλη λιμνοθάλασσα με ένα τουλάχιστον νησί μέσα της, όπου ήταν χτισμένη προφανώς η θρυλική πόλη. Το τοπίο τώρα είναι εντελώς διαφορετικό. Ορισμένα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα πως πρέπει να υπήρξαν δύο φυσικές καταστροφές (τσουνάμι) που προκάλεσαν την καταβύθιση των νησιών και της γύρω ξηράς, μια από τις οποίες συνέβη γύρω στο 1500 π.Χ. και η άλλη το 200 μ.Χ. Συνεπώς, οι συμφορές αυτές δεν συνδέονται με τον αφανισμό τής Ταρτησσού, της οποίας οι περισσότεροι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν ανεξήγητα στο μεταίχμιο του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ.
Ο Στράβων περιέγραψε μια κοινωνία αστικοποιημένη με πολλές ανθηρές, πλούσιες πόλεις στις όχθες τού Γουαδαλκιβίρ. Οι Ταρτήσσιοι ήταν πολύ καλοί μηχανικοί, διαθέτοντας εξελιγμένο σύστημα ρύθμισης της ροής των υδάτων τού ποταμού.
-
“Θεωρούνται οι πιο μορφωμένοι μεταξύ των Ιβήρων, έχουν Ιερή Γραφή, ακόμη και ιστορικά χρονικά, ποιήματα, και έμμετρους νόμους”,(θ) σημείωσε.
- (θ) “Σοφώτατοι δ’ ἐξετάζονται τῶν Ἰβήρων οὗτοι, καὶ γραμματικῇ χρῶνται, καὶ τῆς παλαιᾶς μνήμης ἔχουσι συγγράμματα καὶ ποιήματα καὶ νόμους ἐμμέτρους ἑξακισχιλίων ἐπῶν, ὥς φασι”…
Περί των αρχαίων ελληνικών μουσικών νόμων και την πανάρχαια παράδοση οι νόμοι να τραγουδιούνται από τον λαό για να απομνημονεύονται εύκολα και να τηρούνται, βλέπε Χρονικό 1.
Η κουλτούρα τους χωρίζεται σε δύο περιόδους: Η πρώτη ονομάζεται “γεωμετρική” και συμπίπτει με την ύστερη εποχή τού μπρούντζου, από το 1200 ως το 750 π.Χ. – αντιστοιχεί δηλαδή ακριβώς στην ελληνική γεωμετρική τέχνη (Βίοι Παράλληλοι; Ποιος ξέρει…). Η δεύτερη χαρακτηρίζεται “ανατολίζουσα”, επηρεασμένη από Φοίνικες και Έλληνες, μεταξύ 750 και 550 π.Χ., οπότε και αντικαταστάθηκε από τον κλασικό ιβηρικό πολιτισμό. Παρόμοια μετάβαση στον λουζιτανικό πολιτισμό παρατηρήθηκε στην περιοχή τής νότιας Πορτογαλίας, κυρίως στο Algarve και το κάτω Alentejo, προεκτεινόμενη παράκτια ως τις εκβολές τού Τάγου. Σημαντικές εξελίξεις τής περιόδου ήταν η εισαγωγή τού κεραμικού τροχού, καθώς και άλλες σημαντικές πρόοδοι της τεχνικής, λ.χ. αρχιτεκτονική, όπως και της γεωργίας. Άλλη αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν η περαιτέρω εξειδίκευση και κοινωνική διαστρωμάτωση. Μια πολύ σπουδαία εξέλιξη υπήρξε η γραφή. Με την άφιξη των Ελλήνων, που η επιρροή τους υπερέβαινε κατά πολύ την έκταση των αποικιών τους, αυτός ο “οριενταλισμός” άρχισε να μετασχηματίζεται σε ιβηρικό πολιτισμό, ιδίως στα νοτιοανατολικά. Η ελληνική επιρροή είναι ορατή στη σταδιακή αλλαγή τής αρχιτεκτονικής των μνημείων που προσεγγίζει όλο και περισσότερο τα πρότυπα του ελληνικού κόσμου. Η ιβηρική γραφή εξελίχθηκε από την ταρτησσία με εμφανείς ελληνικές επιρροές. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε και μια παραλλαγή τού ελληνικού αλφαβήτου (ιβηροϊωνική γραφή) για την καταγραφή ιβηρικών κειμένων.
Η κουλτούρα (από τη φράση “cultura animi” του Κικέρωνα) είναι και υλική: πρόκειται για τα τεχνουργήματα που δημιουργεί μια κοινωνία, μα και για το πώς αντιστοιχούν αυτά στις κοινωνικές σχέσεις. Ο πολιτισμός είναι αδιανόητος δίχως καταμερισμό τής εργασίας και τεχνολογία. Κουλτούρα και πολιτισμός απαιτούν μια οικονομική βάση ώστε να ευδοκιμήσουν. Στην περίπτωση της Ιβηρίας, τα μέταλλα ήταν αυτά που άνοιξαν τον δρόμο προς την αυγή τής εποχής τού μπρούντζου, σε μια πορεία που επιταχύνθηκε αργότερα όταν επιτόπου κατέφθασαν κάποιοι Ανατολίτες. Η εξόρυξη και η τήξη τους ξεκίνησαν πριν από τον ερχομό των Μινωιτών, των Ελλήνων, ή των Φοινίκων. Οι Ίβηρες συνέλλεγαν κασσίτερο στις αποθέσεις των ποταμών τής Ταρτησσού από πολύ παλιά. Τα ορυχεία τού Río Tinto, στις όχθες τού ποταμού που εκβάλλει στον κόλπο τού Κάδιξ στην Ουέλβα, υπολογίζεται πως είναι 8.000 ως 10.000 ετών. Τα εκμεταλλεύτηκαν για χαλκό, ασήμι, χρυσάφι και άλλα ορυκτά Ίβηρες, Ταρτήσσιοι, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βησιγότθοι, Μαυρούσιοι και Ισπανοί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που ο τόπος έχει μετατραπεί σε ζώνη περιβαλλοντικής καταστροφής.(ι) Η κοπή νομισμάτων από τον 7ο αιώνα π.Χ. αύξησε τη ζήτηση για μπρούντζο και ασήμι. Έτσι οι εμπορικές ανταλλαγές, που ως τότε αφορούσαν κυρίως είδη πολυτελείας, απέκτησαν ευρύτερη οικονομική βάση. Είναι η εποχή που η εξόρυξη αργύρου στην επαρχία τής Ουέλβας προσέλαβε βιομηχανικές διαστάσεις. Η πόλη τής Ουέλβας συνδεόταν οπωσδήποτε με την Ταρτησσό. Βρέθηκε εκεί η μεγαλύτερη ποσότητα εισαγόμενων ειδών πολυτελείας και θα πρέπει να ήταν σημαντικό κέντρο. Οι ανασκαφές στην καρδιά τής πόλης αποκάλυψαν ένα μεγάλο βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο που κράτησε αρκετούς αιώνες. Έχουν ανασκαφεί γύρω στα 90.000 όστρακα (πήλινα θραύσματα), εγχώρια και εισαγόμενα (φοινικικά και ελληνικά). Αυτά τα αγγεία, που χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 8ο αιώνα π.Χ., είναι παλαιότερα από τα ευρήματα σε άλλα φοινικικά εμπόρια. Η συνύπαρξη ξένων προϊόντων και υλικών μαζί με ντόπια μάς επιτρέπει να φανταστούμε το παλιό της λιμάνι ως σημαντικό κόμβο για την υποδοχή, την κατασκευή και την αποστολή ποικίλων προϊόντων διαφόρων και μακρινών προελεύσεων. Ευρήματα σε άλλα μέρη τής πόλης μάς βοηθούν να εκτιμήσουμε την έκτασή της σε 200 περίπου στρέμματα – ήταν δηλαδή αρκετά μεγαλύτερη από τις πόλεις τής Ιβηρίας αυτής της περιόδου. Η ανάλυση των γραπτών πηγών και των προϊόντων που έχουν ανασκαφεί, ανάμεσά τους και χιλιάδες ελληνικά αγγεία, μερικά από τα οποία είναι έργα εξαιρετικής ποιότητας γνωστών αγγειοπλαστών και ζωγράφων, δημιουργεί την εντύπωση πως εκεί βρισκόταν η χαμένη πόλη τής Ταρτησσού.
- (ι) Η περιοχή τού Tinto, λόγω της εκμετάλλευσής της επί δέκα χιλιετίες, μοιάζει με “σεληνιακό τοπίο”, αν μη τι άλλο χειρότερο: Πρόσφατα έγινε επίκεντρο κι επιστημονικού ενδιαφέροντος λόγω της παρουσίας των λεγόμενων ακραιόφιλων αερόβιων βακτηρίων που ζουν στο νερό. Οι ακραίες συνθήκες στον Río Tinto αναλογούν μάλλον σε άλλες περιοχές τού ηλιακού συστήματος που πιστεύεται πως διαθέτουν νερό σε υγρή μορφή, όπως το υπέδαφος του Άρη, ή το φεγγάρι Ευρώπη τού Δία, όπου κάτω από την παγωμένη της επιφάνεια, σύμφωνα με διάφορες θεωρίες, υπάρχει ένας όξινος ωκεανός νερού. Έτσι το ποτάμι ενδιαφέρει τώρα αστροβιολόγους.
- Στηριζόμενοι εν μέρει στην έρευνά τους στον Río Tinto, δυο επιστήμονες της NASA ανέφεραν το 2005 πως έχουν βρει ισχυρές ενδείξεις πως υπάρχει και τώρα ζωή στον Άρη! Αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν, αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα οι Αμερικανοί να έχουν… Αρειανούς δούλους! Να γιατί η Ευρώπη, παραμένοντας εσαεί δορυφόρος, μεταλλάσσεται ήδη σε… Ευρώπη τού Δία, ενώ κινείται αμείλικτα προς τις πύλες τού El Dorado το οποίο φρουρεί ο άγρυπνος πάντα Κέρβερος!

Γιγάντιοι πίδακες υδρατμών πιστεύεται πως εκτινάσσονται από την παγωμένη επιφάνεια
της Ευρώπης τού Δία…