Χρονικό 14. ΜΟΥΣΙΚΗ ΨΥΧῌ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ
/ENGLISH/ Chronicle 14. MUSIC MADE OF BODY AND SOUL
● Άνθρωπος: Μουσικό Ον ● Φύση, Μουσική, Γλώσσα ● “Αοιδοί Νεάντερταλ” ● Έμβρυο
και “Μωρουδίστικα” ● Ταλέντο ● Η Τέχνη
τής Ψυχής και τής Ομορφιάς ● Έκσταση
και Κάθαρση ● Αναστενάρια, Μουσική
και Χορός ● Ήθος Μουσικής
του Μιχάλη Λουκοβίκα
“Δεν είναι το ισχυρότερο των ειδών που επιβιώνει, ούτε το ευφυέστερο, αλλ’ αυτό που είναι πιο δεκτικό στην αλλαγή.” (Κάρολος Δαρβίνος)
O ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΝ. Άρα, το τραγούδι, ἤτοι ο συνδυασμός τής μουσικής με τον λόγο, σε συνάρτηση με την κίνηση, τον χορό, αποτελεί ανέκαθεν ένα βασικό χαρακτηριστικό τού είδους, εξυπηρετώντας τις εκάστοτε ανάγκες του. Άλλωστε, η, κατά Παλαμᾶ, “τριάδ’ ἁγία” μουσικής-λόγου-χορού δείχνει τη σύνδεση ήχου-ψυχής-σώματος.
Το παράξενο είναι πως οι αρχαίοι, ακόμη και οι πρωτόγονοι, διαισθάνονταν την επίδραση του μουσικού ήχου πάνω στα σώματά τους πολύ περισσότερο από τους σύγχρονους ανθρώπους. Προφανώς, ο χριστιανισμός και το δυτικό πνεύμα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την τεράστια υποβάθμιση όλων των αισθήσεών μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, απαιτείται η συνεργασία εμπειρογνωμόνων πολλών κλάδων, ώστε να εμβαθύνουμε πλήρως στο ἐν λόγῳ θέμα.
Το φυσικό ηχητικό “υλικό” παίζει βασικό ρόλο στη γένεση της μουσικής: οι θόρυβοι της Φύσης αποτελούν τις πρώτες “ύλες”, που σιγά-σιγά αρχίζουν να μορφοποιούνται. Ο Δαρβίνος θεωρεί πως ένα αρχικό ερέθισμα είναι οι φωνές των ζώων, ιδίως στην περίοδο αναπαραγωγής, τότε που επικρατεί οργασμός ήχων και κίνησης, σε τέτοιο πλούτο και τόση ποικιλία, ώστε αναπόφευκτα οι άνθρωποι μιμούνται, ανταποκρινόμενοι στο έξοχο κάλεσμα της Χορωδίας τής Φύσης. Όμως και ο άνθρωπος, ως είδος τού ζωικού βασιλείου, έχει ἐκ γενετῆς το δικό του “ρεπερτόριο”, που σταδιακά εμπλουτίζει – αρχικά με τη μίμηση, και αργότερα με την έμπνευση.
Η εμφάνιση της τέχνης συνδέεται άμεσα με τις στοιχειώδεις εκδηλώσεις τής μαγείας, πριν καν αυτή να συστηματοποιηθεί σε κάποια μορφή θρησκείας. Η ζωγραφική των σπηλαίων, σαφώς μεταγενέστερη της μουσικής, είναι τέχνη ωφελιμιστική: οι άνθρωποι θέλουν να ξορκίσουν τα ζώα που απεικονίζουν, ώστε να υπάρχει αφθονία θηραμάτων, ή να εξευμενίσουν το “πνεύμα” τους, αν πρόκειται για θηρία που τους προκαλούν δέος, ώστε να κατακτήσουν τις δυνάμεις τους. Γι’ αυτό, κατά κανόνα, οι σπηλαιογραφίες δεν βρίσκονται στο “σαλόνι” τής σπηλιάς, αλλά στο βάθος της, στο “ιερό” – όπου, κατά τον Iégor Reznikoff, υπάρχει πολύ μεγάλη αντήχηση: είναι οι “εικόνες” τους…
Ο εξευμενισμός τού πνεύματος έχει γενικότερες εφαρμογές: λ.χ. στα φυσικά φαινόμενα, που φαντάζουν υπερφυσικά, ή κατά τις ώρες τής δουλειάς, για τον συντονισμό των κινήσεων, αλλά και την καθυπόταξη του “πνεύματος” της πέτρας, ή του ξύλου, που ο άνθρωπος θέλει να μετατρέψει σ’ εργαλείο. Η μουσική εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο. Χάθηκε, όμως, στα βάθη των αιώνων. Σήμερα, χιλιετίες μετά, έχουμε την πολυτέλεια να θαυμάζουμε τις εικαστικές επιδόσεις των ανθρώπων των σπηλαίων. Ποιος, όμως, μπόρεσε ν’ ακούσει τα τραγούδια τους;
Ρητορικό, μάλλον, το παραπάνω ερώτημα. Υπάρχει, όμως, ένα άλλο που είναι κρίσιμο ν’ απαντηθεί:
Τι είναι μουσική; Ποια η προέλευσή της;
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΟΥ, σε όλους ανεξαιρέτως τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες, ακόμη και στις πιο απομονωμένες φυλές: είναι ένα από τα γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους – ίσως και άλλων ειδών. Επιπλέον, η μουσική επηρεάζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός πολιτισμού, ή μιας κουλτούρας, όπως λ.χ. η κοινωνικοοικονομική οργάνωση, ο τρόπος ζωής, το κλίμα, η τεχνολογία, κλπ. Τα συναισθήματα και οι ιδέες που εκφράζει η μουσική, το πότε παίζεται, η στάση απέναντι στους μουσικούς και τους συνθέτες – όλα αυτά ποικίλλουν ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο.
Όπως προείπαμε, η μουσική έχει πιθανότατα την αφετηρία της σε ήχους και ρυθμούς τής Φύσης. Οι άνθρωποι, προφανώς, μιμήθηκαν τα φαινόμενα αυτά, χρησιμοποιώντας παρόμοια μοτίβα, μ’ επανάληψη και τονικότητα. Ακόμα και σήμερα, οι μουσικοί μιμούνται φυσικούς ήχους: λαϊκοί βιολιστές “κελαηδούν”, ή και ο Beethoven αναδημιουργεί τους ήχους μιας καταιγίδας με αστραπόβροντα, στην 6η Συμφωνία του, την Ποιμενική. Ενώ κάποιες φορές, η ηχομιμητική συσχετίζεται με τις σαμανιστικές πεποιθήσεις και πρακτικές.(1) Σὺν τοῖς ἄλλοις, χρησιμεύει στην ψυχαγωγία και τη διασκέδαση, ή σε πρακτικές λειτουργίες (λ.χ. ως δέλεαρ των ζώων στο κυνήγι).
- (1) Σαμάνος είναι όποιος θεωρείται πως έχει πρόσβαση στον “κόσμο των πνευμάτων”, όταν βρεθεί σε κατάσταση trance (πολύ διαφορετική από την κανονική κατάσταση εγρήγορσης του εγκεφάλου), ενεργώντας ως μάντης ή θεραπευτής.
● Ο συνθέτης και θεωρητικός Hugo Riemann, στο βιβλίο Κατήχηση της μουσικής αισθητικής (Πώς ακούμε μουσική;), [Katechismus der Musik-Ästhetik (Wie hören wir Musik?), 1890], τονίζει πως το κελάηδημα των πουλιών προσεγγίζει την αληθινή μουσική και δεν πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από το τραγούδι τού ανθρώπου, αφού και τα δυο αποτελούν εκφράσεις μιας ενιαίας ευαισθησίας. Ο Louis Lucas, πάλι, στη Νέα Ακουστική του (Acoustique Nouvelle, 1840), εξετάζοντας την (κατά την εκτίμησή του) ομορφιά τού εναρμονίου γένους, παρατηρεί: “Κάνει την πρώτη του εμφάνιση φυσιολογικά, ως μίμηση κελαηδήματος, κραυγών ζώων, ή και του άπειρου φάσματος ήχων που παράγουν υλικά αντικείμενα.” Ο Manuel de Falla επηρεάστηκε καταλυτικά από το βιβλίο τού Lucas στα ώριμα έργα του.
Αν η μίμηση του κελαηδήματος θεωρείται μουσική, τότε ίσως είναι και το ίδιο το κελάηδημα. Σημειωτέον, σύμφωνα με μια μελέτη “ζωομουσικολογίας”,(2) τα κελαηδήματα βασίζονται πάνω σε μουσικές αρχές: της επανάληψης και του μετασχηματισμού. Και δεν είναι μόνον τα πουλιά: οι φάλαινες και τα δελφίνια έχουν εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις, ενώ στα τύμπανα, στα κρουστά, είναι ασυναγώνιστοι οι πίθηκοι, που κτυπούν κούφια κούτσουρα, για να ορίζουν μάλλον τον χώρο τους, μα δημιουργώντας ρυθμικά σχήματα, όπου ορισμένοι ανιχνεύουν στοιχεία “διαλόγου”, “αντιφωνίας” – “call and response”.

Μαγδαληνό άλογο (15.000-10.000 ΠΚΧ): ένα από
τα θηράματα της εποχής, πολύ πριν εξημερωθεί.
- (2) Η ζωομουσικολογία είναι η μελέτη τής “μουσικής” των ζώων, πλην του ανθρώπου· μάλλον, των μουσικών χαρακτηριστικών των ήχων που δημιουργούν, ή ακούν, τα υπόλοιπα ζωικά είδη, ως ένα στοιχείο επικοινωνίας ανάμεσά τους. Περιγράφεται ως “η αισθητική χρήση τής ηχητικής επικοινωνίας μεταξύ ζώων.”
Όλα όμως εξαρτώνται από τον ορισμό που δίνουμε στη μουσική – αν δηλαδή ο “μουσικός” με τους ήχους του έχει πρόθεση να προκαλέσει συγκίνηση, κάτι που μάλλον συνδέεται με την ικανότητά του να κάνει κάποιες στοιχειώδεις σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον. Προτού από 130 χιλιάδες χρόνια(;), οι άνθρωποι έγιναν καλλιτέχνες, δημιουργώντας κοσμήματα, τεχνουργήματα ποικίλα, ή και σπηλαιογραφίες, ενώ άρχισαν επίσης να θάβουν τελετουργικά τούς νεκρούς τους. Επρόκειτο για μια μορφή “πολιτιστικής επανάστασης”. Αν υποθέσουμε πως αυτές οι νέες μορφές συμπεριφοράς υποδηλώνουν και την εμφάνιση της συνείδησης, τότε και η μουσική – όπως την ξέρουμε σήμερα – εμφανίστηκε στην ίδια περίοδο. Όμως, αυτή είναι μια μάλλον στενή αντίληψη περί μουσικής. Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Αφρική μέχρι σήμερα, έτσι και στην προϊστορία, η έννοια της μουσικής είναι ευρύτερη, περιλαμβάνοντας τον χορό, μα και τη λατρεία. Και όχι μόνον: τότε εξυπηρετούσε άμεσα και την επικοινωνία στους κόλπους μιας ομάδας ανθρώπων, συμβάλλοντας έτσι στον συντονισμό των ενεργειών, και τη σύσφιξη των σχέσεών τους. Άρα, ο ρόλος της ήταν καθοριστικός για την επιβίωση.
Η μουσική προκαλεί έντονες συγκινήσεις, ανοίγοντας και διαύλους προς άλλες μορφές συνείδησης. Σε γενικές γραμμές, τα έντονα συναισθήματα συνδέονται με την εξέλιξη (αναπαραγωγή κι επιβίωση). Ο Δαρβίνος είχε επισημάνει πόσο σημαντική είναι η μουσική στη σεξουαλική επιλογή.(3) Το τραγούδι και ο χορός απαιτούν μεγάλα αποθέματα ενέργειας. Ο τραγουδιστής ή χορευτής, λοιπόν, όπως και το παγώνι, που επιδεικνύει τα φτερά του, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει κάποιο ταίρι. Υπάρχει, όμως, και αντίλογος: στα περισσότερα είδη, όπου το τραγούδι χρησιμοποιείται για επιλογή συντρόφου, είναι το θηλυκό που επιλέγει, και το αρσενικό που τραγουδά – κατά κανόνα μόνο του. Στο ανθρώπινο είδος, αντίθετα, η μουσική είναι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ομαδική δραστηριότητα, όπου συμμετέχουν οι πάντες. Και είναι το μοναδικό θηλαστικό που διαθέτει τέτοιες χορωδίες μικτές (άνδρες, γυναίκες και παιδιά). Κάτι αντίστοιχο βρίσκουμε μόνον στην Αυστραλία και την Αφρική, σε κάποια είδη ωδικών πτηνών, όπου αρσενικά και θηλυκά κελαηδούν ἐν χορῷ.
- (3) “Μιλώντας περί σεξουαλικής επιλογής, βλέπουμε πως ο αρχέγονος άνθρωπος, ή μάλλον κάποιος πρώιμος πρόγονος του ανθρώπου, προφανώς πρωτοχρησιμοποίησε την φωνή του, αποδίδοντας όντως μουσικές πτώσεις, δηλαδή τραγουδώντας, όπως κάνουν και τώρα κάποιοι γίββωνες πίθηκοι· και ίσως συμπεράνουμε από μια ευρέως διαδεδομένη αναλογία, πως αυτήν τη δυνατότητα θα την χρησιμοποιούσαν ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας των φύλων, – εκφράζοντας διάφορα συναισθήματα, όπως αγάπη, ζήλια, θρίαμβο, – αποτελώντας πρόκληση για τους αντιζήλους. Πιθανολογείται, συνεπώς, πως η μίμηση μουσικών κραυγών από αρθρωμένους ήχους ίσως να οδήγησε στην εμφάνιση λέξεων, που εξέφραζαν διάφορα πολύπλοκα συναισθήματα.” (Δαρβίνος, Η Καταγωγή τού Ανθρώπου).
Το πρώτο μουσικό “όργανο” ήταν μάλλον η φωνή τού ανθρώπου που, έστω και πριν από την κατάκτηση του λόγου, διέθετε τεράστια γκάμα εκφραστικών μέσων: τραγούδι, μουρμουρητό, σφύριγμα (κι άλλη μεγάλη γκάμα), ποικίλους ήχους που παράγονται με το στόμα, μίμηση φυσικών ήχων, κραυγή, κλάμα, γέλιο, βήχα, χασμουρητό… (βλέπε Η καταγωγή των ειδών, του Δαρβίνου, περί μουσικής και ομιλίας). Προσθέστε σε όλους αυτούς τους ήχους την κίνηση: όχι μόνον τον χορό, αλλ’ επίσης τις γκριμάτσες, τις χειρονομίες, και την επιμέρους κίνηση των μελών τού σώματος (κεφάλι, άνω και κάτω άκρα). Άρα, τα πρώτα κρουστά “όργανα” ήταν τα παλαμάκια, οι κρούσεις των δακτύλων, πέτρες, ξύλα, και ό,τι άλλο είναι χρήσιμο για τον τονισμό τού ρυθμού. Η οργανοποιία εμφανίζεται πολύ αργότερα, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να φτιάχνει εργαλεία.
Οι – κατά τον Steven Mithen – αοιδοί Νεάντερταλ.
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ ἦχος: η μουσική προηγείται του λόγου.
Να ξεκαθαρίσω, με την ευκαιρία, πως μπορεί να μιλώ περί “ανθρώπων”, αλλά ἐπὶ τῆς οὐσίας αναφέρομαι στους ανθρωπίνους. Τ’ αρχαιότερα εργαλεία, που βρέθηκαν στην Τανζανία, φτιάχτηκαν εδώ και 2,6 εκατομμύρια χρόνια, ἤτοι αρκετά πριν από την εμφάνιση των διαφόρων ειδών τού ανθρώπου (Homo). Υποθέτουμε πως τεχνίτες των πρώτων εργαλείων ήταν οι Αυστραλοπίθηκοι, που παρέδωσαν κατόπιν την γνώση τους στον Homo habilis. Οι πρόγονοί μας πέρασαν σε μια νέα φάση επεξεργασίας εργαλείων πριν από 1,7 εκατομμύρια χρόνια με τον Homo erectus. (Βλέπε τον αντίλογο στο Χρονικό 3). Υποστηρίζω, λοιπόν, πως ο ήχος προϋπήρξε του λόγου, και πως η μουσική, το τραγούδι a capella (χωρίς οργανική συνοδεία), εμφανίστηκε μαζί με την φωνή, ως κάποιο χαρακτηριστικό ανθρωπίνων, ή και ανθρωποειδών. Είναι, άλλωστε, δεδομένο πως γεννήτορας της μουσικής δεν ήταν ο Homo sapiens – που λένε, μάλιστα, πως… υστερούσε μουσικά έναντι του Neanderthal!
Στη μελέτη του, The Singing Neanderthals / The Origins of Music, Language, Mind and Body, ο Steven Mithen, αρχαιολόγος και καθηγητής πρώιμης προϊστορίας στο πανεπιστήμιο του Reading στην Αγγλία, αναπτύσσει κυρίως δυο απόψεις. Υποστηρίζει: α) την παράλληλη εξέλιξη αυτών που ο σύγχρονος άνθρωπος αποκαλεί μουσική και γλώσσα, καθώς και β) μια πρωτότυπή του ιδέα, πως οι Νεάντερταλ επικοινωνούσαν με κάποια ιδιόμορφη πρωτο-μουσική/γλώσσα: ήταν ολιστική (δεν ήταν αποσπασματική), επιδραστική (ἤτοι, επηρεάζοντας τα συναισθήματα και άρα, τη συμπεριφορά εκατέρωθεν), πολυτροπική (με ήχο και κίνηση), μουσική (χρονικά ελεγχόμενη, ρυθμική και μελωδική), και μιμητική (με ηχητικούς συμβολισμούς και χειρονομίες) – “ένας προ-γλωσσικός μουσικός τρόπος σκέψης και δράσης.” Να γιατί ο Manuel de Falla και ο Federico García Lorca υποθέτουν πως “το chanting [ἤτοι η αρχέγονη επίκληση, ή επωδή] είναι η πρωταρχική μορφή γλώσσας”, ότι δηλαδή, το τραγούδι είναι προγενέστερο της λαλιάς. Το chanting προσομοιάζει την προσῳδία, το κατά τον Ἀριστόξενο “λογῶδες μέλος”, ἤτοι τη “μελωδία” στην εκφορά τού αρχαιοελληνικού λόγου, που ήταν μουσικός και όχι δυναμικός όπως είναι τώρα στα νέα ελληνικά (βλέπε Χρονικό 6, υποσημείωση 5, και Χρονικό 12, υποσημείωση 7).
Η Μουσική ως Μητέρα τού Λόγου
● Η Μουσική (το τραγούδι) ως Μητέρα τού Λόγου (της γλώσσας) είναι ιδέα που συμμερίζονται οι Jean-Jacques Rousseau, Johann Gottfried Herder, Wilhelm von Humboldt και Darwin.(4) Γίνεται αυτό σαφές εξετάζοντας την προφορά σε διάφορες γλώσσες: πλησιέστερα στην αρχική πηγή βρίσκονται αυτές που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως “μελωδικές” γλώσσες, λ.χ. η κινεζική, όπου κάθε συλλαβή εκφέρεται σε διαφορετικό φθόγγο (νότα), ή τονικό ύψος (pitch). Ακολουθούν οι “μουσικές” γλώσσες, όπως η αρχαία ελληνική, όπου μόνον η τονιζόμενη συλλαβή εκφέρεται σε υψηλότερο τονικό ύψος. Κατά τον Διονύσιο τὸν Ἁλικαρνασσέα, το διάστημα ανάμεσα στην τονισμένη συλλαβή και τις μη τονισμένες έφτανε στο διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα πέμπτης (λ.χ. Mi-Si). Τέλος, είναι οι “δυναμικές” γλώσσες, όπως η νέα ελληνική, όπου τονίζουμε με την αυξημένη ένταση της φωνής και όχι την αυξημένη οξύτητά της. Κατανοούμε τη διαφορά τους στην αρχαία ποίηση, όπου οι τόνοι δεν επηρεάζουν τον ρυθμό στα ποιητικά μέτρα. Ο ρυθμός ήταν μουσικός, ή προσωδιακός (εναλλαγή μακρών και βραχέων φωνηέντων), και όχι δυναμικός. Η ποίηση ήταν μουσική γιατί είχε μέλος (μουσικό τονισμό) και ρυθμό (μακρές και βραχείες κινήσεις).
- (4) Εκτός των Rousseau, Herder, Humboldt, Darwin, Falla και Lorca, πολλοί άλλοι συγγραφείς υιοθέτησαν την υπόθεση πως λόγος και άσμα ήταν κάποτε ένα και το αυτό – αφού πρώτα το άσμα γέννησε τον λόγο.

Επιτιθέμενη Neanderthal:
Η απεικόνιση στο National Geographic είναι παραπλανητική, αφού, κατά το άρθρο, τα γονίδια τα σχετικά με την επιθετικότητα του Sapiens μάλλον απουσίαζαν στο DNA των Νεάντερταλ. Ίσως έτσι εξηγείται και η εξαφάνισή τους…
Η Ellen Dissanayake, του πανεπιστημίου τής Washington στο Seattle, απαριθμεί σε κριτική της τον… ωκεανό γνώσεων που προϋποθέτει μια μελέτη σαν και αυτήν του Mithen: εξελικτική θεωρία· εξέλιξη του ανθρώπου (περιβάλλον, τρόπος ζωής, κοινωνική ζωή)· παλαιοαρχαιολογία (στοιχεία περί γλωσσικών και μουσικών ικανοτήτων, και της ανάπτυξής τους)· ανατομία (αυτί, φωνητική οδός, εγκέφαλος και μουσικές ικανότητες)· νευροβιολογία (χημεία εγκεφάλου, πρόσληψη μουσικής και συγκίνηση, νευροανατομία μουσικής)· προέλευση κι εξέλιξη της γλώσσας (ομοιότητες και διαφορές της με τη μουσική, σημασιολογία, σύνταξη, προσωδία)· συστήματα επικοινωνίας παρόμοια με τη μουσική σε άλλα ζώα (λ.χ. πρωτεύοντα, φάλαινες, πουλιά, κλπ.) και η σχέση τους με την ανθρώπινη επικοινωνία· μουσική ψυχολογία και γλωσσική συμπεριφορά βρεφών και παιδιών· εθνομουσικολογία· μουσική τέχνη και πράξη· καθώς και τα πορίσματα της μουσικοθεραπείας, αλλά και της ψυχολογίας τής μουσικής συγκίνησης. Μπορούμε να παραθέσουμε επιπλέον τη βιομουσικολογία, και την εξελικτική μουσικολογία.
Οι κατά Mithen “αοιδοί Νεάντερταλ” διέθεταν φωνητική οδό κι έλεγχο της αναπνοής για ν’ αναπτύξουν τον λόγο, ίσως όμως τους έλειπε το νευρωνικό δίκτυο, που είναι αναγκαίο για την γλώσσα. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ ἦχος: η μουσική προηγείται του λόγου. Επιπλέον, οι άνθρωποι προ του Sapiens, όπως οι Νεάντερταλ, ίσως να μην διέθεταν μεταφορική σκέψη – την ικανότητα να έχουν ταυτόχρονα κατά νου πληροφορίες από ποικίλα και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Συμβολικά τέχνεργα δεν έχουν βρεθεί (ως τώρα) στους τόπους κατοικίας τους, κάτι που ίσως υποδηλώνει την απουσία συμβολικής σκέψης και, συνεπώς, συμβολικού λόγου: της γλώσσας. Όμως, οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν σε τόσο εχθρικό περιβάλλον, στην εποχή των πάγων, απαιτούσαν πολύπλοκη “συγκινησιακή” επικοινωνία και συνεργασία. Γι’ αυτό, ανέπτυξαν ένα “μουσικού τύπου σύστημα επικοινωνίας, πιο σύνθετο κι εξελιγμένο από εκείνα των προηγούμενων ειδών Homo”. O Mithen τονίζει τη σημασία τής “συγκινησιακής ευφυΐας” – της ικανότητας να εκφράζει κανείς τα συναισθήματά του με το πρόσωπο, την φωνή, και το σώμα, και να μπορεί ν’ αποκωδικοποιεί τα συγκινησιακά σήματα των άλλων.
Το εντυπωσιακό είναι πως το τραγούδι ήταν προτιμότερο της ομιλίας. Γιατί, άραγε, τα σύμβολα του λόγου – οι λέξεις – ήταν λιγότερο αξιόπιστα από μια συγκινητική μελωδία; Γιατί αυτός που τραγουδούσε ήταν πιο πειστικός από αυτόν που μιλούσε; Ποια τα υπέρ και τα κατά τής γλώσσας;
Τι είναι γλώσσα; Ποια η προέλευσή της;

Κοιμισμένη αντιλόπη, Σαχάρα, νότια Αλγερία
ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ είναι αναρτημένα στην είσοδο συνεδριακού κέντρου, όπου γίνεται ένα άκρως ενδιαφέρον διεθνές συμπόσιο. Εντός του, φυσικά, οι πάντες… διαφωνούν με τους πάντες, όμως υπάρχει και μια επωδός, όπου όλοι σχεδόν συμφωνούν, κάτι που διέφυγε της προσοχής ακόμη και του Δαρβίνου: προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλώσσας, λένε, είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη στους κόλπους τής φυλής – αυτό που εμείς ονομάζουμε “κοινωνία”! Άρα, κάποιος κοινωνικός μετασχηματισμός αύξησε την εμπιστοσύνη σε πρωτοφανή επίπεδα, απελευθερώνοντας τις ἐν δυνάμει γλωσσοπλαστικές ικανότητες, που παρέμεναν ως τότε αδρανείς. Σε κανονικές συνθήκες, όπως είναι γνωστό στους πάντες, “οι λέξεις είναι φτηνές”, “ἔπεα πτερόεντα”, “λόγια τού αέρα”, σύμβολα αναξιόπιστα, που δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στα μέλη τής φυλής για την επιβίωσή τους – ἤτοι, η γλώσσα ήταν αναξιόπιστη ως βάσιμη εξελικτικά στρατηγική.
Όταν ακούμε μια γάτα να γουργουρίζει, υποθέτουμε ότι θα νιώθει υπέροχα. Εμπιστευόμαστε τον ήχο γιατί, απλούστατα, το ζώο δεν μπορεί να υποκριθεί. Οι φωνές των πρωτευόντων ίσως να μην είναι τόσο αξιόπιστες. Η κοινωνική ευφυΐα τους χαρακτηρίζεται ως… “μακιαβελική” – ιδιοτελής και δίχως ηθικούς ενδοιασμούς. Συχνά, οι πίθηκοι προσπαθούν να εξαπατήσουν τους άλλους, και είναι μονίμως “στην τσίτα”, μπας και “την πατήσουν” οι ίδιοι! Παραδόξως, αυτό ακριβώς θεωρείται πως εμποδίζει την εξέλιξη της επικοινωνίας τους, ώστε να γίνει παρόμοια με γλώσσα! Το προφορικό σήμα μοιάζει πολύ με την κραυγή “Λύκοι!” τού βοσκού που ήθελε να κοροϊδέψει τους άλλους – στην γνωστή ηθικοπλαστική σχολική ιστορία. Μόλις αποδειχθεί ψεύτικο, κανείς δεν το παίρνει τοῖς μετρητοῖς, και αδιαφορεί. Επομένως, χρειάζονται κοινωνικά αξιόπιστοι θεσμοί, στους οποίους ο κάθε κατεργάρης, “πίθηκος” ή “βοσκός”, να λογοδοτεί. Σε μια κοινωνία κυνηγών και συλλεκτών τροφής, ο βασικός μηχανισμός που εμπνέει εμπιστοσύνη είναι οι ομαδικές τελετουργίες. (Στην κοινωνία μας, όλα αυτά εξηγούν επαρκώς την κρίση που μας ταλανίζει)…
“Μωρουδίστικα” και ηχητικά ερεθίσματα εμβρύου

“Αφροδίτη” τού Willendorf, 25.000 ΠΠ (από σήμερα), με χαρακτηριστικά μόνον αναπαραγωγής, και όχι προσώπου, που ίσως υποδηλώνει μια Μητέρα Θεά.
Ἔσχατον, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι ό,τι ονομάζουμε “μωρουδίστικη γλώσσα” – όχι αυτή των μωρών, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν ακόμη να μιλήσουν, αλλ’ αυτήν που χρησιμοποιούν οι ενήλικες (συνήθως οι μητέρες), όταν απευθύνονται στα βρέφη, αγγίζοντας και χαϊδεύοντάς τα: είναι γλώσσα μελωδική και κυματιστή, μ’ έντονες χειρονομίες, υπερβολικές εκφράσεις τού προσώπου, και ρυθμικές κινήσεις τού κεφαλιού και του σώματος. Πρόκειται, όντως, για γλώσσα, αφού το μωρό καταλαβαίνει το νόημα όλων αυτών των ήχων και κινήσεων: κατανοεί, δηλαδή, τις προθέσεις τής μητέρας του. Με την έννοια αυτή, η ἐν λόγῳ γλώσσα είναι παρόμοια με τη μουσική, έχοντας δύο κύριες λειτουργίες: να ενισχύσει την σχέση μητέρας-παιδιού, και να βοηθήσει το βρέφος να μιλήσει. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες για την επιβίωσή του. Η ικανότητα του ανθρώπου να συγχρονίζεται μ’ έναν εξωτερικό παλμό – που μάλλον είναι άγνωστη στα υπόλοιπα θηλαστικά, ακόμη και στα πρωτεύοντα – απορρέει από την αρχέγονη αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους, η οποία έπειτα μετεξελίσσεται σ’ ένα είδος πρωτο-μουσικής/γλώσσας – à la Neanderthal!
Τα “μωρουδίστικα” έχουν το ίδιο “λεξιλόγιο” σε όλους τους πολιτισμούς τού κόσμου. Ο τρόπος που μητέρες και μωρά αυξομειώνουν τις φωνές τους, ή αλλάζουν ταυτόχρονα εκφράσεις, και κινούν τα χέρια τους, είναι παρόμοιος παντού, παρά τις γλωσσικές διαφορές, όπως μεταξύ μουσικών και δυναμικών γλωσσών. Οι λόγοι μπορεί να είναι γενετικοί, ή και περιβαλλοντικοί – με την έννοια πως όλα τα έμβρυα αναπτύσσονται σ’ ένα παρόμοιο περιβάλλον, και διαθέτουν ακοή είκοσι εβδομάδες πριν από τη γέννηση – πολύ περισσότερο από ό,τι τα υπόλοιπα ζώα, που στην πλειονότητά τους αποκτούν ακοή αφού γεννηθούν. Στο ίδιο διάστημα, το ανθρώπινο έμβρυο αντιλαμβάνεται επίσης την κίνηση και τον προσανατολισμό. Διαισθάνεται, επιπλέον, τη συγκινησιακή κατάσταση της μητέρας, μέσω των ήχων στο εσωτερικό τού σώματός της (φωνή, κτύποι καρδιάς, βήματα, πέψη, κ.ά.)· έτσι, προσαρμόζει τις απαιτήσεις του μετά από τη γέννηση (λ.χ. κλάμα), αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητες επιβίωσής του. Η ικανότητα του εμβρύου να μαθαίνει, μα και να θυμάται ηχητικά μοτίβα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την θεωρία αυτή. Σε αυτήν την περίπτωση, οι εσωτερικοί ήχοι τού ανθρώπινου σώματος, ή και η σχέση τους με τη συγκινησιακή κατάσταση, πιθανόν να συνδέονται με την σχέση ανάμεσα σε διάφορα ηχητικά-ρυθμικά πρότυπα στη μουσική και το έντονο συγκινησιακό τους φορτίο.
“Το ανθρώπινο ον είναι ἐκ φύσεως μουσικό ον”. (Iégor Reznikoff)
“Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”, λέει ο Iégor Reznikoff,(5) “είναι ένα ον που μιλά. Είμαι, όμως, σίγουρος πως είναι και μουσικό ον, ένα ον που τραγουδά, όπως και τα πουλιά κελαηδούν. Όπως ξέρουμε, τα διάφορα είδη πουλιών ξεχωρίζουν και από τον τρόπο τού κελαηδήματος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, που ξεχωρίζουν όχι μόνον από την ομιλία τους, αλλά και από το τραγούδι τους.
- (5) Τις παρατηρήσεις τού Reznikoff κατέγραψε η Δέσποινα Παϊσίδου-Λαζαρίδου στους Δελφούς το 1986, για την εκπομπή “Όσο ζω μαθαίνω”, στην ραδιοφωνία τής ΕΡΤ3. Τότε άνοιξε για μένα ο δικός μου δρόμος προς τα ερτζιανά, αναλαμβάνοντας ως ειδικός συνεργάτης, στον πρώτο κύκλο εκπομπών, με θέμα του το Χρονικό τής μουσικής (ως κειμενογράφος, παρουσιαστής και μουσικός επιμελητής). Να πώς έμαθα τὶ ἐστὶ ραδιόφωνο: παρακολουθώντας την παραγωγό Καίτη Βλάχου, με την απέραντη υπομονή, και την ευρύτητα του πνεύματός της· με άφησε να πω από ένα δημόσιο μέσο όσα δεν μου επιτρεπόταν τότε να παρουσιάσω σ’ ένα… ιδιωτικό (εφημερίδα Θεσσαλονίκη).
“Αυτά τα χαρακτηριστικά πιστεύω πως εντάσσονται στην ανθρώπινη φύση. Είναι βαθιά συνδεδεμένα με την οργανική φύση τού ανθρώπου – το λαρύγγι του και το αυτί του, ἤτοι τις φωνητικές του ικανότητες. Έτσι γεννιέται, κι έτσι δημιουργείται από τη σύλληψή του. Το παιδί λ.χ. ακούει ακόμη και όταν βρίσκεται ως έμβρυο στη μήτρα τής μάνας του, και θυμάται ορισμένα στοιχεία μουσικής, και την φωνή τής μητέρας του, ή το τραγούδι της.(6)
Η μουσική ενεργοποιεί τα εγκεφαλικά κέντρα τής επικοινωνίας
- (6) “Οι φωνές και τα ηχητικά ερεθίσματα στα οποία υποβάλλεται το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όχι μόνον γίνονται αντιληπτά, αλλά και καταγράφονται στην μνήμη του”, διαπίστωσε μια επιστημονική ομάδα, που έκανε σχετική μελέτη. “Έτσι, αν ως έμβρυο άκουγε την απαλή μουσική των φυσικών οργάνων, ως βρέφος ηρεμεί και ησυχάζει αμέσως υπό τους ήχους αυτούς, ενώ κάποιο άλλο μωρό, που δεν είχε τέτοια εμπειρία όσο ήταν στην κοιλιά τής μάνας του, συνεχίζει να στριγκλίζει”…
● Επίσης, εκτός από τους “αοιδούς Νεάντερταλ”, μαθαίνουμε πως “άδουν” ως και τα έμβρυα! Σύμφωνα με μιαν έρευνα του Ινστιτούτου Marquès τής Βαρκελώνης, τα έμβρυα αντιδρούν σε ηχητικά ερεθίσματα και “τραγουδούν”… Διαπιστώθηκε ότι μπορούν να εντοπίζουν ήχους και, μάλιστα, να κουνούν το στόμα και την γλώσσα, αποδεικνύοντας έτσι ότι τ’ αυτιά τους είναι πλήρως ανεπτυγμένα από την 16η εβδομάδα τής κύησης. Η επικεφαλής τής έρευνας είπε ότι τα έμβρυα ανταποκρίθηκαν στη μουσική, κουνώντας το στόμα τους, σαν να προσπαθούσαν να μιλήσουν, ή και να τραγουδήσουν. Η μουσική ενεργοποιεί τα κέντρα τού εγκεφάλου που έχουν σχέση με την επικοινωνία, και με το άκουσμά της, τα έμβρυα αντιδρούν με παρόμοιες κινήσεις με αυτές της κραυγής, το πρώτο στάδιο πριν από την ομιλία και το τραγούδι.
“Η μουσική έχει, όντως, βαθιές ρίζες στον άνθρωπο. Το τραγούδι χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Δεν είναι κάτι πρόσφατο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Ο μηχανισμός τής ακοής, και η σχέση που έχει με την ομιλία, χαρακτηρίζονται από περιπλοκότητα κι εντοπίζονται βαθιά μες στον εγκέφαλο. Άρα, δεν μπορεί να είναι κάτι πρόσφατο. Με δυο λόγια: το ανθρώπινο ον είναι ἐκ φύσεως μουσικό ον”, συμπληρώνει ο Reznikoff.
Γενικά μιλώντας, τα διάφορα είδη γεννώνται μεν ως tabula rasa, όσον αφορά τις επίκτητες ικανότητές τους – αυτές που πρέπει ν’ αποκτήσουν μετά από τη γέννησή τους, ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες που αντιμετωπίζει το κάθε είδος για την επιβίωσή του. Φέρουν, όμως, μες στο DNA τους, όλες εκείνες τις κληρονομικές ιδιότητες και δεξιότητες που ξεκίνησαν ως επίκτητες (λ.χ. όρθια στάση, άρθρωση λόγου κ.ά.), κι εξασφάλισαν στο είδος την επιβίωσή του κατά τις χιλιετίες τής εξέλιξής του. Εδώ ακριβώς είναι αποθηκευμένη όλη η σοφία τού παρελθόντος – μαζί, φυσικά, με τις μουσικές ικανότητες.

Μάθημα μουσικής (επίσης στο Ηράκλειον, αρχές 1ου αιώνα ΚΧ)
“Μουσικό αυτί”: χαρακτηριστικό τής πλειονότητας ή μιας μειονότητας;
Κι όμως: ξέρουμε πως η έμφυτη κλίση στη μουσική, το ταλέντο, το “μουσικό αυτί”, δεν διακρίνουν όλους τούς ανθρώπους, αλλά μάλλον μια μειοψηφία. Πώς γίνεται κάποιοι άνθρωποι να τραγουδούν όμορφα, ή έστω σωστά, και άλλοι, που αγαπούν εξίσου τη μουσική, να είναι φάλτσοι;
“Υπάρχει μια έμφυτη μουσική προδιάθεση, το μουσικό ταλέντο, που πολλές φορές είναι κληρονομικό: απόδειξη η οικογένεια Bach”, λέει ο Δημήτρης Θέμελης. “Αλλά σε γενικές γραμμές, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν μέχρις ένα σημείο μουσική. Οι περισσότεροι είναι παράφωνοι, επειδή δεν έχουν τη σωστή μουσική παιδεία – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που μπορεί να έχουν κάποιο οργανικό πρόβλημα, λ.χ. βαρηκοΐα. Ή μπορεί ν’ ακούν σωστά και να έχουν κάποια κλίση στη μουσική, αλλά ν’ αντιμετωπίζουν πρόβλημα στους μύες τού λάρυγγα. Έχουμε περιπτώσεις διακεκριμένων μουσικών, παραγωγικών συνθετών που είναι ‘παράφωνοι’, δηλαδή δεν μπορούν να τραγουδήσουν γι’ αυτόν τον λόγο.”
Πώς, όμως, γίνεται στον Τρίτο Κόσμο, και δη στα χωριά, οπουδήποτε μακριά από αστικά μητροπολιτικά κέντρα, ἤτοι όπου τα παιδιά αναθρέφονται με την φυσική διαδικασία, σχεδόν οι πάντες να τραγουδούν και να χορεύουν σωστά; Ἰδοὺ η απάντηση της Ellen Dissanayake:
“Δεν είναι η προφορική γλώσσα που επικαλύπτει ή και παρεμποδίζει τις μουσικές ικανότητες, αλλά οι συνθήκες των εκσυγχρονισμένων κοινωνιών, οι οποίες έχουν καταστήσει τη μουσική μιαν εξειδίκευση – ατομικότητα, ανταγωνιστικότητα, κατηγοριοποίηση, και ακαδημαϊσμό – ενισχυμένη από τον υψηλό βαθμό λόγιας (και όχι προφορικής, αυτοσχεδιαστικής) εκπαίδευσης, που απαιτείται για να διαβάσει (ή να συνθέσει) κανείς παρτιτούρες, ή και λογοτεχνικά κείμενα. Σε μικρές προ-νεωτερικές κοινωνίες (και σε κάθε μεγάλη σύγχρονη πόλη τής υποσαχάριας Αφρικής, ή και σε παιδιά οπουδήποτε, εάν εκτίθενται συχνά-πυκνά σε δημόσιες μουσικές εκδηλώσεις), ο καθένας συμμετέχει στη μουσική – τακτικά, αυθόρμητα, και ολόψυχα – κι έτσι επωφελείται από τα πολλά πλεονεκτήματα προσαρμογής” που η δραστηριότητα αυτή προσφέρει.

Iégor Reznikoff
Βλέπετε, λοιπόν, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος τής μητέρας, κι ἐν γένει του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, για την ανάπτυξη της έμφυτης μουσικής κλίσης σ’ ένα παιδί. Έτσι θα πρέπει να εξηγείται η ύπαρξη όχι μόνον μουσικών οικογενειών, αλλά και μουσικών φυλών, όπως οι τσιγγάνοι και οι μαύροι. Δεν είναι κληρονομικά τα πάντα, παρά την σπουδαιότητα του ρόλου τής κληρονομικότητας: οι ἐν δυνάμει ικανότητες πρέπει να καλλιεργηθούν, αλλιώς θα παραμείνουν σε υπολανθάνουσα κατάσταση, ἐν ἀχρηστίᾳ, σαν να είναι κάποιο ατροφικό μέλος.
“Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Αφροαμερικανοί έχουν αυτό το θείο δώρο”, λέει ο Reznikoff, αναφερόμενος στην έμφυτη τάση, το ειδικό ταλέντο. “Οι Αφρικανοί έχουν μεγάλη παράδοση στη μουσική και το τραγούδι. Επιπλέον, έχουν κρατήσει μερικούς πρωτόγονους τρόπους έκφρασης και συναισθήματος, κι έτσι είναι ίσως πιο κοντά στην αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν εξίσου το τραγούδι και τον χορό, όπως και οι Άραβες σήμερα.”.
“Αφού είμαστε ανθρώπινα όντα, με τις αισθήσεις τής ακοής και όρασης, συμβαίνει να έχουμε και σταθερές στην τέχνη. Αυτές οι σταθερές στη μουσική σχετίζονται με τους φυσικούς νόμους τού συντονισμού και της συνήχησης: όταν πάλλεται μια χορδή, ακολουθεί τους νόμους που διέπουν τον ήχο, παράγοντας ήχους και αρμονικές, που ευχαριστούν την ακοή μας – άρα, το σώμα μας ανταποκρίνεται.
“Είναι εντυπωσιακό ένα όργανο όπως η κιθάρα να υπάρχει σε όλες τις κουλτούρες. Η συμπεριφορά τής χορδής και των σωμάτων είναι η ίδια παντού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους αυλούς. Σημειωτέον πως τα όργανα αυτά χρησιμοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους σε όλους τούς πολιτισμούς. Αλλά μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, κι εκτός από τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, βλέπουμε να υπάρχουν παντού οι ίδιοι μουσικοί νόμοι. Πρόκειται για μια παγκόσμια αντίληψη περί συνήχησης, επειδή ακριβώς έχουμε να κάνουμε μ’ έναν φυσικό νόμο.
“Την αντίληψη αυτή, όμως, την χάσαμε από τις αρχές τού 19ου αιώνα που μπήκε στη μουσική το πιάνο, αλλάζοντας το φυσικό κούρδισμα των οργάνων. Γιατί το πιάνο χορδίζεται διαφορετικά, με τα εξισωμένα διαστήματα της συγκερασμένης κλίμακας. Αυτό το κούρδισμα είναι λαθεμένο, αν το εξετάσουμε από την άποψη του φυσικού συντονισμού. Οφείλεται στην τεράστια ανάπτυξη της μουσικής – αλλά ενός είδους καλλιεργημένης, συναισθηματικής, εγκεφαλικής μουσικής, που εγκατέλειψε την φυσική της βάση, την ριζωμένη στο σώμα και την ψυχή.

“Το αντίστοιχο συνέβη και στην ζωγραφική: έχουμε την αρχαία τέχνη, ή ακόμη και την αγιογραφία, κι έπειτα έχουμε την τέχνη τής ομορφιάς, ακόμη κι αν απεικονίζει αγίους ή την Θεοτόκο. Αν δεις τη Madonna τού Ραφαήλ, είναι πραγματικά όμορφη, οι κινήσεις της είναι όμορφες, και η τέχνη βρίσκεται σε αυτήν την ομορφιά, και όχι στη δύναμη που ασκεί βαθιά μες στην ψυχή σου μια αγιογραφία. Χάσαμε, λοιπόν, αυτές τις βαθιές ρίζες που σχετίζονται με τα βιολογικά μας σώματα – γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε υλικά όντα, που υπακούμε σε φυσικούς νόμους. Τώρα η τέχνη είναι πάρα πολύ εγκεφαλική, όπως λ.χ. η αφηρημένη τέχνη, ή ακόμα η μουσική με ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
“Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν λεπτό, φίνο αυτί, που αντιλαμβανόταν όλες τις αποχρώσεις. Η λύρα ήταν μαλακό όργανο, όπως και τα παλαιά παραδοσιακά. Αλλά και όταν άκουγε κανείς τη μουσική των οργάνων αυτών, χρησιμοποιούσε πιο πολύ το πνεύμα του – ας θυμηθούμε και τη μεγάλη διάρκεια των κειμένων των παλαιών τραγουδιών. Τώρα, βέβαια, έχουμε εκείνα τα τεράστια μηχανήματα με τα πολλά decibel! Όλα τα όργανα είναι ενισχυμένα κι έχουν τροποποιηθεί προς τον σκοπό αυτό. Το βιολί είναι πια σκληρό όργανο, όπως και το πιάνο.
“Εγώ, προσωπικά, πιστεύω στην φυσική προσέγγιση της αρχαιότητας – χωρίς να τη μιμούμαστε και να την αντιγράφουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε στη λεπτή ακουστική τής αρχαιότητας, γιατί ο άνθρωπος, ἐν τέλει, παραμένει ο ίδιος ψυχῇ τε καὶ σώματι! Αυτοί οι φυσικοί νόμοι, οι τόσο πλούσιοι, που δημιούργησαν όλους εκείνους τους πολιτισμούς, είναι σαν οξυγόνο για μας. Στις μεγαλουπόλεις, βέβαια, μπορεί να ζούμε μες στην ρύπανση της ατμόσφαιρας, μα δεν είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτό: είναι καλύτερα ν’ αναπνέουμε καθαρό αέρα…
“Σκοπός τής μουσικής κατά την αρχαιότητα, δεν ήταν απλώς η διασκέδαση. Είχε να κάνει κυρίως με τον αόρατο κόσμο. Αυτό ισχύει και για τους πυθαγόρειους, και στη συνέχεια για την πλατωνική σχολή, και παλαιότερα για την ορφική παράδοση, που επηρέασε και την χριστιανική Εκκλησία. Για την ορφική παράδοση, η μουσική χρησιμεύει πράγματι στη σύνδεση με το αόρατο: στην προετοιμασία τού ταξιδιού τής ψυχής μετά θάνατον ως την αιωνιότητα”……
Ο “λαβύρινθος” τής σκέψης τού Reznikoff, και οι αντιδιαστολές “μαλακών” και “σκληρών” οργάνων, μπορεί να μας μπερδεύουν. Το κλειδί για την κατανόησή του βρίσκεται στο πολύ εύστοχο παράδειγμα που έφερε από τον χώρο τής ζωγραφικής. Οι γλυκές μελωδίες και οι απαλές φωνές, λ.χ. στα περισσότερα νανουρίσματα, είναι το αντίστοιχο της Μαντόνας τού Ραφαήλ. Το αντίθετο πρότεινε ο Πλάτων για τα παιδιά που δύσκολα τα πιάνει ύπνος: “αἱ μητέρες οὐχ ἡσυχίαν αὐτοῖς προσφέρουσιν, ἀλλὰ τοὐναντίον κίνησιν, ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἀεὶ σείουσαι, καὶ οὐ σιγὴν ἀλλά τινα μελωδίαν, καὶ ἀτεχνῶς οἶον καταυλοῦσι τῶν παιδίων”. Αν πειραματιστείς, λένε, βλέπεις πως η… πλατωνική τεχνική είναι άκρως αποτελεσματική!
Κάθαρσις: ψυχικός-ηθικός εξαγνισμός μέσω διονυσιακής έκστασης
ΑΝΑΛΟΓΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ, φαίνεται, διακατέχει και τους ψυχοθεραπευτές που, αν και όταν χρησιμοποιούν τη μουσική, επιλέγουν κομμάτια με απαλούς ήχους, έχοντας στο βάθος νερά να κελαρύζουν και πουλάκια να κελαηδούν ως… γαρνιτούρα. Οι αρχαίοι, κατά τις ψυχοθεραπευτικές τους τελετές, επεδίωκαν ακριβώς το αντίθετο, με σκόπιμα έντονη και μονότονα επαναλαμβανόμενη μουσική.
Επιλέγοντας κατάλληλες για την περίσταση μουσικές (μελωδίες και ρυθμούς), προκαλούσαν σε τέτοιο βαθμό την έξαψη του ψυχικά διαταραγμένου ατόμου, ώστε να επακολουθήσει η αντίδραση, που θα τον ξανάφερνε στην πρότερη φυσιολογική κατάσταση. Πρόκειται για μεθόδους “μαγείας” που επιβίωναν ως τη δεκαετία τού ’60, ακόμη και στον “πολιτισμένο” κόσμο. Τώρα που έχουμε τόσο “εκπολιτιστεί”, δύσκολα μας εξάπτουν οι μουσικοί ήχοι…
“Τὸ πῦρ καθαίρει, τὸ δὲ ὕδωρ ἀγνίζει”, έλεγε ο Πλούταρχος. Κάθαρση, στην αρχαία Ἑλλάδα, ονόμαζαν τον ψυχικό και ηθικό εξαγνισμό μέσω διονυσιακής έκστασης. Αυτή είναι η αρχική σημασία τής λέξης, όχι εκείνη που προβάλλεται σε περιόδους έξαρσης της πολιτικής διαφθοράς στη σύγχρονη Ελλάδα. Κατά τον Ἀριστοτέλη, κάθαρση υφίσταντο και οι θεατές τής αρχαίας τραγωδίας, με τα συναισθήματα του οίκτου και του φόβου, που προκαλούσαν τα πάθη και το τραγικό τέλος των ηρώων.

Κυβέλη, Άττις, τρεις Κορύβαντες, Αιών, Ήλιος, Σελήνη, Εωσφόρος, Έσπερος, Ποσειδών, Θέτις, και Γαία,
στη φιάλη τού Parabiago (2ος-4ος αιώνας ΚΧ)
“Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο έλος (ως εστία μολύνσεων και πυρετών), τις συνακόλουθες νευροψυχικές διαταραχές και την ίασή τους με τη μουσική στις θεραπευτικές τελετουργίες των Κορυβάντων και των Βακχίδων”,(7) έγραψε η Denise Jourdan-Hemmerdinger στη σύνοψη της ανακοίνωσής της, στο 3ο Mουσικολογικό συνέδριο των Δελφών (1988), με θέμα Η μουσική στις θεραπευτικές τελετουργίες των Κορυβάντων και των Βακχίδων. “Αυτά τα δεδομένα επιτρέπουν μια καλύτερη ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Μπορούμε να τ’ ανασυστήσουμε όχι πια μέσα σ’ ένα αποκλειστικά ανορθολογικό πλαίσιο με διάχυτο μυστικισμό, αλλά σε μια πραγματικότητα με τραγικά βιώματα στην ροή τού χρόνου.
- (7) Κορύβαντες: ιερείς τής Κυβέλης (ή Ρέας) στην Φρυγία, συνδεδεμένοι με τον Διόνυσο-Βάκχο, που εκτελούσαν οργιαστικούς χορούς, συνοδείᾳ κυμβάλων, κροτάλων, αυλών και τυμπάνων (> κορυβαντισμός (κάθαρση) / κορυβαντιώ). Οι συνοδοί τού Διονύσου, Βακχίδες, Βάκχες, ή Μαινάδες (< μαίνομαι / μανία), ήταν, λένε, φόνισσες του Ορφέα (βλέπε Χρονικό 12, υποσημείωση 3).
“Έτσι, η βιολογική και παθολογική αιτία των παραισθήσεων επανεμφανίζεται ως αρχέτυπο του μυθολογικού και ονειρικού κόσμου τής φαντασίας. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες, μολονότι έδιωξαν τους αρχαίους θεούς, που έπαιζαν κάποιον ρόλο στην θεραπεία, δεν εξάλειψαν την ελονοσία – παλαιά μάστιγα, όπως και ο κόσμος, αλλά πάντοτε παρούσα. Η θρακο-φρυγική και ορφικο-πυθαγόρεια μουσικοθεραπεία επιβίωσε λίγο-πολύ σε κάποιες λαϊκές θρησκευτικές και παγανιστικές παραδόσεις.
“Σε τι συνίσταντο αυτές οι ιδιαίτερες μουσικές; Σε ποιο επίπεδο της ψυχής και του σώματος επενεργούσαν; Πώς και γιατί ήταν αποτελεσματικές; Τα κείμενα μας δίνουν μια ιδέα. Μπορούμε να φτάσουμε πιο μακριά; Προφανώς, αν επεξεργαστούμε αυτόν τον πλούσιο και πολύμορφο φάκελο, με μιαν ευτυχή συγκυρία δεδομένων τής γεωγραφικής κι εθνολογικής αιματολογίας, και της ιατρικής ανθρωπολογίας – επιστήμες που διαθέτουν ήδη πληθώρα πληροφοριών – προσθέτοντας τα πορίσματα των εθνομουσικολογικών ερευνών, χωρίς να λησμονούμε την αρχαία και μεσαιωνική μουσικολογία, ανατολική και δυτική”.(8)
- (8) Με αυτήν την… σιβυλλική σύνοψη, η Jourdan-Hemmerdinger επεδίωξε να προϊδεάσει τους συνέδρους. Δυστυχώς, είχε έναν δεινό αντίπαλο: τον αμείλικτο χρόνο. Μέσα σε λίγη ώρα – όση είχε διατεθεί στους ομιλητές – έπρεπε ν’ αναπτύξει ένα τεράστιο θέμα, που θα μπορούσε ν’ αποτελεί το αντικείμενο ξεχωριστού συνεδρίου. Ο ρυθμός… πολυβόλου που επέλεξε για να προλάβει να τα πει “όλα”, αποδείχθηκε τελικά boomerang – τόσο για την ίδια όσο και για το εξόχως ενδιαφέρον θέμα της.
Έστω και αποσπασματικά, πάντως, διάφοροι επιστήμονες πραγματοποίησαν εθνολογικές, εθνομουσικολογικές, και ιατρικές έρευνες στην Αφρική (Αιθιοπία, Σενεγάλη), την Ασία (Ινδία, Ινδοκίνα, Σιβηρία), την Αμερική (Αϊτή και ιθαγενείς Ινδιάνοι, ή Εσκιμώοι), αλλά και την Ευρώπη. Τέτοια φαινόμενα στην περιοχή μας παρατηρήθηκαν στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα), ειδικά γύρω από τον Τάραντα, όπου προέκυψε ο πανέμορφος χορός tarantella, που σ’ εποχές παλαιότερες συνδεόταν με τον μουσικό εξορκισμό για την εξουδετέρωση του δηλητηρίου τής αράχνης tarantula.
Στην ίδια παράδοση εντάσσεται κι ένα πρωτίστως θρακικό τελετουργικό, τα πανάρχαια αναστενάρια (ή και nestinarstvo στη βουλγαρική Θρᾴκη), αφού τις παλαιότερες γραπτές πληροφορίες για τελετές πυροβασίας τις βρίσκουμε στις Βάκχες τού Εὐριπίδη. Κατόπιν, ο Στράβων μίλησε για τις ιέρειες της Ἀρτέμιδος στη Μικρά Ασία και την Ιταλία, που πυροβατούσαν με χαρακτηριστική άνεση. Στα βυζαντινά χρόνια, οι αναστενάρηδες (nestinari) ονομάζονταν “ψυχάρια” και “ἀσθενάρια” (ἐξ οὗ και αναστενάρια), ενώ γύρω στο 1800, οι τελετές αυτές ήταν διαδεδομένες όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλη τη Μικρασία.
Μουσική και χορός βοηθούν στη συναισθηματική αποφόρτιση,
κι έτσι έχουν θεραπευτική επίδραση στους μετέχοντες.
Η ακαΐα – η (τουλάχιστον φαινομενική) κατάργηση ενός φυσικού νόμου – είναι προφανώς το πιο εντυπωσιακό στ’ αναστενάρια. Αυτό το στοιχείο τής τελετής κεντρίζει τόσο την φαντασία, ώστε όλοι ξεχνούν ν’ αναφερθούν στον καθοριστικό ρόλο τής μουσικής και του χορού που, όπως τονίζουν πολλοί ειδικοί, βοηθούν στη συναισθηματική αποφόρτιση, κι έτσι έχουν θεραπευτική επίδραση στους μετέχοντες. Τ’ αναστενάρια, λοιπόν, είναι κατά μιαν άποψη, ένα ψυχοθεραπευτικό τελετουργικό σύστημα.
Τα συστήματα αυτά, κατά τον Levi-Strauss, παρέχουν στον ασθενή μια δίοδο έκφρασης ανέκφραστων καταστάσεων. Κατά την θεραπευτική διαδικασία, ο μετέχων δέχεται, ἐκ τῶν ἔξω, έναν κοινωνικό μύθο, ο οποίος δεν παρουσιάζει συγκρούσεις, κι έτσι, δεν ανταποκρίνεται στην προηγούμενη προσωπική του κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, η πραγματικότητα πιέζεται να ταυτιστεί με τον ἐν λόγῳ κοινωνικό μύθο. Χωρίς τη μουσική και τον χορό, όμως, η μέθεξις δεν είναι εφικτή:
“Ἡ μονότονος μουσική”, γράφει ο ψυχίατρος Κωνσταντῖνος Κωνσταντινίδης στις Παρατηρήσεις εἰς τὴν πυροβασίαν τῶν ἀναστενάρηδων καὶ πιθανὴ ἐξήγησις τῆς ἀκαΐας, “ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν ἀλλαγῆς τῆς ψυχικῆς διαθέσεως, δημιουργεῖ ἀνάλογον συναισθηματικὴν κατάστασιν, ἐξάπτει τὰ ὑποφλοιώδη (κινητικὰ καὶ συναισθηματικά) κέντρα, ὥστε τὰ πάντα νὰ ἐκτελῶνται αὐτομάτως καὶ εὐχερῶς, ἐξουδετερουμένης τῆς ἀνασταλτικῆς δράσεως τοῦ φλοιοῦ.
“Ὁ χορός, ἐν γένει ὑποκινούμενος καὶ ὑπὸ τῆς μουσικῆς, ἀποτελεῖ ὡς γνωστὸν κατὰ μέγα μέρος αὐτοματικὴν ἐκδήλωσιν καὶ αὐτὸς καθεαυτὸν νέαν προϋπόθεσιν διὰ τὴν δημιουργίαν τῆς ὅλης ψυχικῆς ἐκστατικῆς καταστάσεως, ἔτι μᾶλλον δὲ ὁ θρησκευτικός. Διὰ τοῦτο, ὅλαι αἱ πρωτόγονοι θρησκεῖαι ‘χορεύονται’, ὅλα τὰ εὐχάριστα γεγονότα ‘χορεύονται’. Κατὰ τὸν χορὸν ὑπάρχει συναισθηματικὴ ἰδιάζουσα κατάστασις, ὑπάρχει περισσότερος αὐτοματισμὸς καὶ ὑποσυνείδητοι λειτουργίαι, ὑπάρχει μικρὰ ἤ μεγάλη ἀπορρόφησις εἰς ἐαυτὸν καὶ διακοπὴ τῆς ἐπαφῆς πρὸς τὸ περιβάλλον. Θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπη ὅτι ὁ χορὸς εἶναι βαθμίς τις ἐκστάσεως, εὐοδοῖ τὸ φαινόμενον τῆς ἐκστάσεως.”
“Ὁ χορὸς εἶναι βαθμίς τις ἐκστάσεως, εὐοδοῖ τὸ φαινόμενον
τῆς ἐκστάσεως”. (Κωνσταντῖνος Κωνσταντινίδης)
“Τὴν τάσιν πρὸς ὁμαδικὴν συνένωσιν φαίνεται ὅτι, ἰδιαιτέρως, συντονίζει ἡ μουσική”, σχολιάζει ο επίσης ψυχίατρος Παντελῆς Κρανιδιώτης, αναλύοντας Τὰ ἀναστενάρια ὡς ψυχοσωματικὸν φαινόμενον. “Ὁ Κωνσταντῖνος Ρωμαῖος τοῦτο ἀκριβῶς ἀντελήφθη, ὅταν λέγει ‘ἡ μουσικὴ κάνει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ νοιώθει ἐρημιὰ τέτοια, ποὺ ποθεῖ νὰ σμίξει μὲ τοὺς ἄλλους χορευτὲς γιὰ νὰ ζητήσει νὰ ξεσπάσει’. Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου ὑπογραμμίζει τὴν ἀπήχησιν τῆς μουσικῆς ἐπὶ τῶν ἀτόμων τούτων λέγων ὅτι ἡ μουσικὴ ‘ἐξασκεῖ κάποιαν ἰδιαίτερη ἐπίδραση πάνω στὸ νευρικὸ σύστημα τῶν ὑστερόπαθων ἀπλοϊκῶν χωρικῶν’.

Νταούλι
“Οὕτως ἤ ἄλλως, ὅμως, καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς ποιότητος τοῦ δέκτου, πᾶς τις θὰ ἠννόη τὴν συναρπαστικὴν ταύτην δύναμιν τῆς μουσικῆς, ἐάν ὑφίστατο πρὸ παντὸς τὸ καιρίως συνταρακτικὸν ‘νταούλι’ μέσα εἰς τὸ ‘κονάκι’, ὅπου ‘πάντες οἱ θεαταὶ ἀνεκινοῦντο καὶ ἐταλαντεύοντο’ ὑπὸ τοὺς ἤχους του..
“Ἀσφαλεστέρα εἶναι ἡ συναισθηματικὴ ἐξερέθισις ὅσον εἶναι περισσότερον οἰκεία ἡ μουσική. Εἰς τὸν σκοπὸν τοῦτον τείνει προφανῶς ὁ συγκερασμὸς τῆς θρησκευτικῆς ταύτης τελετῆς μετ’ ἀσμάτων, εἰς τὰ ὁποία σαφῶς μεθερμηνεύεται ἡ ποικιλία τῶν πλέον πυρηνικῶν συναισθημάτων τῆς λαϊκῆς ψυχοσυνθέσεως, καὶ ὅπου πρὸ πάντων κυριαρχοῦν τὰ ἡρωικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποία μόνον εἰς ἐρεθιστικήν, ἀγρίαν ἔκστασιν δύνανται νὰ φέρουν.
“Ὁ συνδυασμὸς οὗτος φαίνεται πολὺ περισσότερον ἀποδοτικὸς διὰ τὴν πρόκλησιν τοῦ ἀπαιτουμένου συναισθηματικοῦ ὀργίου ἀπὸ τὰ παράγοντα τὴν στατικὴν μᾶλλον ἔκστασιν ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα καὶ τροπάρια, τὰ ὁποία ὁλοκληρωτικῶς ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν ταύτην τελετήν.
“Ἡ μουσικὴ τῶν ἀναστενάρηδων ἀπὸ αἰώνων οἰκεία δι’ αὐτοὺς εἶναι δημιούργημα καὶ κτῆμα τοῦ ἰδικοῦ των συναισθηματισμοῦ, καὶ διὰ τοῦτο δύναται ἀσφαλῶς νὰ τὸν ἀναστατώνει καὶ δὴ κατ’ ἐντόνως ἐρεθιστικὸν τρόπον.(9) Ἀλλ’ ὅμως ἐνταῦθα φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν μουσικὴν βασικότερον ρόλον παίζει ὁ ρυθμὸς καὶ – καθὼς λέγει ὁ μουσικολόγος Παντελής Καβακόπουλος – ‘ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον συνεπαίρνει τοὺς ἀναστενάρηδες εἶναι τὸ νταούλι μὲ τοὺς ποικίλους ρυθμούς του’.”
- (9) Είναι ολοφάνερη η “ἀφ’ ὑψηλοῦ” αντιμετώπιση των αναστενάρηδων από τους ψυχιάτρους αυτούς: πρόκειται περί “ὑστερόπαθων [;] ἀπλοϊκῶν χωρικῶν”, με “λαϊκὴν ψυχοσύνθεσιν”, διατελούντες “εἰς ἐρεθιστικήν, ἀγρίαν ἔκστασιν”, που περιγράφεται ως “συναισθηματικὸν ὄργιον”, υπό τους ήχους μιας μουσικής, που είναι “κτῆμα τοῦ ἰδικοῦ των συναισθηματισμοῦ”. Αναγνωρίζουν, ωστόσο, πως η απήχηση της αναστενάρικης μουσικής και του χορού, σε αυτό ιδίως το περιβάλλον, είναι το ίδιο καταλυτική, “ἀνεξαρτήτως τῆς ποιότητος τοῦ δέκτου”, έχοντας, προφανώς, κατά νου πως, μεταξύ των αναστενάρηδων, φιγουράρουν πλέον και τα ονόματα αρκετών “ὑστερόπαθων ἀπλοϊκῶν”… επιστημόνων και διανοουμένων!
Ο ήχος που πρωτακούει το έμβρυο και καταγράφεται στον εγκέφαλό
του είναι η καρδιά τής μάνας του. Σαν εξάπτεται το ρυθμικό στοιχείο,
παύουν οι αναστολές και ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από έκσταση.

Ανάγλυφο μαινάδας με τύμπανον
Ο ῬΥΘΜΟΣ, ΑΡΡΗΚΤΑ συνδεδεμένος με τον χορό, είναι το πρώτο στοιχείο μουσικής που νιώθει ο άνθρωπος. Ο ήχος που πρωτακούει το έμβρυο είναι ο ρυθμικός παλμός τής καρδιάς τής μάνας του, πολύ πριν ν’ απολαύσει το τραγούδι της – αν είναι βέβαια καλλίφωνη. Αλλ’ ακόμη κι αν δεν είναι, το πρωταρχικό στοιχείο τού ρυθμού μένει καταγεγραμμένο στα βαθύτερα από τα υποφλοιώδη κέντρα τού εγκεφάλου·(10) που όταν εξάπτονται εξουδετερώνουν τις αναστολές, με συνέπεια ο άνθρωπος να καταλαμβάνεται από έκσταση, ενεργώντας όχι ως άτομο, αλλ’ ως μέλος μιας ομάδας. Γι’ αυτό ακριβώς, η μελῳδία, το άλλο στοιχείο τής μουσικής, είναι σκόπιμα μονότονη, κι επίμονα επαναλαμβανόμενη, ενώ ο λόγος, αν υπάρχει, είναι, φυσικά, εξίσου στοιχειώδης: για ν’ αποφευχθεί η ἐκ νέου ενεργοποίηση του φλοιού, κι έτσι να κορυφωθεί η έκσταση.
- (10) Η μουσική υπήρξε το πρώτο μου επάγγελμα, από την εποχή ήδη των γυμνασιακών μου χρόνων, στο πλευρό τού πατέρα μου, Γιάννη Λουκοβίκα. Θυμάμαι πως από τότε, λόγω και μουσικών γνώσεων, ένιωθα απορία, μα κι ενόχληση, κάθε φορά που ο κόσμος αποθέωνε τον drummer, ή όποιον έπαιζε κρουστά, όταν σόλαρε, παρ’ όλο που η δουλειά του δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο των υπολοίπων μουσικών – οι οποίοι, όμως, ποτέ δεν εισέπρατταν αντίστοιχη εκστατική αποθέωση. Η απάντηση σε αυτήν την παιδική μου απορία υπάρχει εδώ…
Ἦθος μουσικῆς (ῥυθμοῦ, μελῳδίας, γενῶν, τρόπων):
διασταλτικόν, συσταλτικόν, καὶ ἡσυχαστικόν.
Όλα αυτά φυσικό ήταν να τα παρατηρήσουν, καταγράψουν και αναλύσουν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, διαπιστώνοντας ἰδίοις ὄμμασιν τον καθοριστικό ρόλο, ιδίως του ρυθμού, στη διαφύλαξη, μεταβολή, ή απώλεια, του ήθους τής μουσικής. Ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Ἀριστοτέλης, και άλλοι, διερεύνησαν το ἦθος τοῦ ῥυθμοῦ, τῆς μελῳδίας, τῶν γενῶν, καὶ τῶν ἁρμονιῶν, ἤ τρόπων, όχι μόνον επειδή η μουσική ήταν το υπόβαθρο της παιδείας, αλλά και γιατί, πολύ σωστά, θεωρούσαν τη μουσική δεύτερη γλώσσα, που είναι ικανή να εκφράσει συναισθήματα, ή και ιδέες, όπως και ο λόγος, ασκώντας καταλυτική επίδραση στους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους.

Η Κυβέλη με τύμπανον, μπρούντζινο αγαλματίδιο (2ος αιώνας ΚΧ)
“Οὐκ ἔστιν πρᾶξις ἐν ἀνθρώποις, ἥτις ἄνευ μουσικῆς τελεῖται”, έλεγε ο Ἀριστείδης Κοϊντιλιανός, ενώ για την διαπαιδαγώγηση των νέων, ο Πλούταρχος σημείωνε ότι “διὰ μουσικῆς πλάττειν τε καὶ ῥυθμίζειν ἐπὶ τὸ εὔσχημον”, επειδή η τέχνη τού Ορφέα έχει ευεργετική επίδραση “πρὸς πάντα καὶ πάσαν ἐσπουδασμένην πράξιν”, καταλήγοντας: “Μουσικὴ φαύλη καὶ ἄσματα πονηρὰ ἀκόλαστα ποιοῦσιν ἤθη καὶ βίους ἀνάνδρους καὶ ἀνθρώπους τρυφὴν καὶ μαλακίαν καὶ γυναικοκρασίαν”…
Το ήθος τής μουσικής διακρινόταν στο διασταλτικό (ἤτοι εκείνο που προκαλεί ταραχή ή διέγερση), το συσταλτικό (το αντίθετό του), και το ησυχαστικό (που γαληνεύει τον άνθρωπο). Οι ἐν λόγῳ εμπεριστατωμένες φιλοσοφικές μελέτες στηρίχθηκαν, προφανώς, σε παρατηρήσεις πάνω σε αρχαία λαϊκά δρώμενα, όπως οι μουσικοθεραπευτικές τελετουργίες. Οι φιλόσοφοι διεπίστωσαν ότι κάθε ρυθμική, ή μελωδική, κίνηση προκαλεί συγκεκριμένες συναισθηματικές αντιδράσεις, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα – ανάλογα με τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό· κι έκριναν πως οι ήχοι με τις ευεργετικές επιδράσεις θα πρέπει να εγκωμιάζονται, ενώ οι άλλοι να καυτηριάζονται.
Ήταν, φυσικά, επόμενο η έννοια του ήθους, που βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής τού κάθε φιλοσόφου, να χρησιμοποιηθεί και για τον καυτηριασμό κάθε μουσικού νεωτερισμού, από την πλευρά των συντηρητικών (όπως ήδη είδαμε στο Χρονικό 12. “Μὴ κακούργει τὴν μουσικήν!”). Αυτό δεν σημαίνει πως η αρχαία ελληνική ιδέα περί ήθους είναι τάχα άχρηστη. Αλλιώς, γιατί να έχει υιοθετηθεί από Πέρσες και Άραβες και τόσους άλλους;
“Όμως, αν δεν είναι άχρηστη, σίγουρα είναι παντελώς άγνωστη σήμερα”, λένε οι… αντιφρονούντες. “Γιατί θα πρέπει να μας απασχολεί το ήθος τής μουσικής (και όχι μόνο) σε μια κατ’ εξοχήν ανήθικη από κάθε άποψη εποχή; Δεν είναι… αναχρονισμός;”
Φίλε αναγνώστη, φίλτατε συνταξιδιώτη, δεν νομίζεις ότι για να ’χεις φτάσει ως εδώ, πάει να πει πως υπάρχει λόγος βαθύτερος και σοβαρός;
●
.
Ύστερα από τον Μεσογείου παράπλου, αναζητώντας τον Ορφέα,
βάζουμε πλώρη για Ταρτησσό, στο Κασσιτερίδων αρχιπέλαγος…
Ας ακολουθήσουμε τον… κασσίτερο! (Let’s follow the tin!)
Επόμενο Χρονικό 15. ΠΛΩΡΗ ΓΙΑ RIO DE JANEIRO! (Διασχίζοντας τον Ατλαντικό / Τόσο μακριά, τόσο κοντά) ● Περίπλους – Ελληνοπορτογαλικές Περιηγήσεις ● Ἀτλαντικὴ Ὀδύσσεια

Like this:
Like Loading...