Χρονικό 22. ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ
/ENGLISH/ Chronicle 22. AN IBERIAN PERIPLUS REVIVAL

● Ταρτησσός (Β) ● Αποικίες Προβηγκίας, Ιβηρίας, Μαυρουσίας ● Δρόμος Κασσίτερου ● Δημόκριτος και Πλάτων
● Τοπογραφία τῆς Πέραν
τῶν Ἡρακλείων Στηλῶν Θαλάσσης
του Μιχάλη Λουκοβίκα
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ των Λαών τής Θάλασσας, όπως και την κατάρρευση της εποχής τού μπρούντζου, οι Φοίνικες ξεκίνησαν να οικοδομούν το εμπορικό τους μονοπώλιο κατά τον 11ο ΠΚΧ αιώνα, απολαμβάνοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων, με τους ανταγωνιστές τους να βρίσκονται σε παρακμή. Εφαρμόζοντας το επιτελικό τους σχέδιο, “τράβηξαν κατευθείαν προς την Ιβηρία, για το χρυσάφι, το ασήμι και τον κασσίτερό της”, κι έγιναν εμπορικοί “εταίροι” των Ταρτησίων. Επιτέλους, είχαν καταστεί κύριοι της Μεσογείου! Εκμεταλλευόμενοι και την φιλοξενία των ντόπιων, οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις τους. Τούτο συνάγεται από τα γραφόμενα του Στράβωνα πως “οι Φοίνικες έμεναν στις καλύτερες πόλεις τής Ταρτησσού”.
Αργότερα απέκτησαν το δικό τους λιμάνι στην Ανδαλουσία. Ήταν το Gadir, η “περιτειχισμένη πόλη”, τα Γάδειρα των Ἑλλήνων, ο Gades των Ρωμαίων, το σημερινό Cádiz.(1) Η ίδρυσή του χρονολογείται παραδοσιακά στο 1104, αν και δεν έχουν βρεθεί στρώματα αρχαιολογικά παλαιότερα του 9ου αιώνα ΠΚΧ. Άρα, υποθέτουμε πως αρχικά δεν θα ήταν παρά ένα μικρό εποχικό εμπορικό πόστο. Οι Έλληνες θεωρούσαν πως η πόλη είχε ιδρυθεί από τον Ἡρακλῆ, στο νησάκι Ἐρύθεια του Γηρυόνη, όταν τον σκότωσε. Ένα από τα πασίγνωστά της μνημεία κατά την αρχαιότητα, ήταν ένας ναός αφιερωμένος στον φοινικικό θεό Μελκάρτ, που οι Έλληνες συσχέτιζαν με τον Ηρακλή. Υπήρχε ακόμη κατά τον 1ο αιώνα, και ορισμένοι ιστορικοί, βασιζόμενοι ἐν μέρει στην πληροφορία αυτή, αποφάνθηκαν πως ο μύθος περί Ἡρακλείων στηλῶν ίσως να συνδέεται με τους κίονες του ναού.

Φοινικικό χρυσό δαχτυλίδι με δυο δελφίνια, σύμβολο των Γαδείρων
- (1) Gadir σημαίνει τείχος, ή οχυρό, και αυτό με τη σειρά του πάει να πει πως τα τείχη ήταν το διακριτικό χαρακτηριστικό τής πόλης, σε μια περιοχή κι εποχή που οι πόλεις μάλλον δεν ήταν περιτειχισμένες. Σημαίνει, επιπλέον, πως οι Φοίνικες είχαν ανάγκη τα προστατευτικά τείχη. Εξυπακούεται πως κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν ἐξ ἀρχῆς οι σχέσεις τους με τους ντόπιους…
● Το νησάκι με τον φοινικικό οικισμό, μα και δυο γειτονικά, στον κόλπο των Γαδείρων, έγιναν γνωστά με ελληνικά τοπωνύμια: Ἐρύθεια, Κοτινοῦσα, και Ἀντίπολις.
Σύντομα, όλες οι ακτές γύρω από την στρατηγικής σημασίας περιοχή των δυο θαλασσών και ηπείρων – Μεσογείου και Ἀτλαντικοῦ, Εὐρώπης και Αφρικής – ήταν γεμάτες φοινικικούς οικισμούς. Βρίσκονταν, όμως, συγκεντρωμένοι εκεί κάτω κυρίως, στα νότια, παρά στα βορειότερα παράλια της Ιβηρίας. Ὡς ἐκ τούτου, όταν οι Έλληνες επανεμφανίστηκαν ἐπὶ σκηνῆς, είχαν την άνεση να δημιουργήσουν τα δικά τους ἐμπόρια στις βορειοανατολικές ακτές, προτού ν’ αποπειραθούν με κάποιον τρόπο να εισέλθουν στην φοινικική ζώνη. Τελικά, με την παρότρυνση των Ταρτησσίων, που επιθυμούσαν διακαώς να θέσουν τέρμα στο φοινικικό οικονομικό μονοπώλιο, οι Έλληνες “πάτησαν πόδι” στην Ανδαλουσία, ιδρύοντας τη Μαινάκη, πολύ κοντά στην φοινικική Μάλακα, στα παράλια της Μάλαγας, ενδεχομένως στην θέση τής σημερινής Vélez-Málaga. Κατά τον Μασσαλιώτη περίπλου, του 6ου αιώνα ΠΚΧ (που καταγράφει ένα θαλάσσιο ταξίδι πέριξ τής Ιβηρίας και με βόρεια κατεύθυνση), η Μαινάκη ήταν στην επικράτεια της Ταρτησσού και υπό την αιγίδα της: η Ιβηρία αποτελούσε πόλο έλξης για τους πάντες, λόγω πλούτου και στρατηγικής σπουδαιότητας.

Ντόπιοι, φοινικικοί κι ελληνικοί οικισμοί στην Ταρτησσό: το επίκεντρό της (σε πράσινο)
και η σφαίρα επιρροής της (με διακεκομμένη γραμμή) στη νότια Ιβηρία.
Ως προς την αβεβαιότητα για την ακριβή τοποθεσία τής αποικίας, ο Στράβων, στα Γεωγραφικά του, λέει ότι στην εποχή του (64 ΠΚΧ – 24 ΚΧ) τα ερείπιά της ήταν ακόμη ορατά κοντά στη Μάλακα. Αντιπαραβάλλει, επίσης, την κανονική ελληνική πολεοδομία της,(2) με το ακανόνιστο σημιτικό σχέδιο του φοινικικού οικισμού, καθώς η θέση του υποδηλώνει ένα πυκνοκατοικημένο και άτακτα δομημένο αστικό σύμπλεγμα. Έστω, όμως, και αν μας προβληματίζει ακόμα η ακριβής τοποθεσία και η διάρκεια ζωής τής Μαινάκης, το πιθανότερο είναι πως οι ελληνικές αποικίες στα μεσογειακά παράλια της Ιβηρίας εμφανίστηκαν στον “χάρτη” μετά από την ίδρυση της Μασσαλίας, περί το 600 ΠΚΧ, από τους Φωκαεῖς τής μικρασιατικής Ἰωνίας – κάτι που οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, ν’ αποτρέψουν, διαβλέποντας την οικονομική, μα και στρατηγική της σημασία. Όντως, η Μασσαλία αναδείχθηκε σε ακμάζον εμπορικό κέντρο και σοβαρός αντίπαλος της Καρχηδόνας, πρωτίστως εξαιτίας τού εμπορίου κασσίτερου, που μεταφερόταν διαμέσου τής Γαλατίας-Γαλλίας.
- (2) “Πατέρας” τής πολεοδομίας υπήρξε ο Ἱππόδαμος ὁ Μιλήσιος (498–408 ΠΚΧ) που, εκτός από πολεοδόμος, διετέλεσε ἀρχιτέκτων, μαθηματικός, φυσικός, μετεωρολόγος, και φιλόσοφος. Το πιο σημαντικό στο σχέδιό του, ως δημιουργός τού Ἱπποδάμειου συστήματος, ήταν η μεγάλη ελεύθερη έκταση στο κέντρο τής πόλης, που σὺν τῷ χρόνῳ εξελίχθηκε στην ἀγορά, τον τόπο εμπορικών συναλλαγών, μα και συνεύρεσης των πολιτών, όπου συζητούσαν για τα κοινά.
Στη συνέχεια, οι Φωκαείς ίδρυσαν την Ἀλαλία στην Κορσική, περί το 566 ΠΚΧ, και κινήθηκαν προς την Ιβηρία. Σύμφωνα με ορισμένες λαϊκές παραδόσεις, τουλάχιστον ένας από τους οικισμούς τους, στο βορειοανατολικό άκρο τής Ιβηρίας, η Ῥόδη, ή τα Ῥόδα (νῦν Roses), ανάγεται στον 8ο αιώνα ΠΚΧ, και οι άποικοι ήταν Ῥόδιοι. Πιθανότερο, όμως, φαίνεται να ιδρύθηκε στον 6ο αιώνα από τους Μασσαλιώτες, ίσως μ’ επιμειξία εποίκων από το γειτονικό Ἐμπόριον (νῦν Empúries). Μπορεί, όπως και στην περίπτωση του φοινικικού οικισμού στα Γάδειρα, η Ρόδη να μην ήταν αρχικά τίποτα περισσότερο από ένα μικρό εποχικό εμπορικό πόστο τής Ῥόδου κατά τον 8ο αιώνα ΠΚΧ. Ή, ενδεχομένως, όσοι εγκαταστάθηκαν εκεί δυο αιώνες αργότερα, να ήταν κυρίως Ρόδιοι, που υπηρετούσαν στον στρατό τής Μασσαλίας, μαζί με Κρῆτες, σε ειδική μονάδα, επιφορτισμένη να παρακολουθεί άγρυπνα τις κινήσεις των Καρχηδονίων στη νότια Ιβηρία.
Οι λαϊκές παραδόσεις, αξίζει να σημειωθεί, δεν θα πρέπει να πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς σοβαρή σκέψη ή έρευνα, μόνο και μόνον επειδή είναι “λαϊκές”. Αυτές που αφορούν την Ρόδη, σίγουρα δεν προέκυψαν άνευ λόγου. Πλέοντας προς την Προβηγκία, μαθαίνουμε ότι στον 7ο ΠΚΧ αιώνα, Ρόδιοι έμποροι επισκέπτονταν τα παράλιά της. Ροδίτικα αγγεία αυτού του αιώνα έχουν βρεθεί στην περιοχή τής Μασσαλίας, κοντά στο Istres και το Martigues, καθώς και στο Évenos, δίπλα στην Toulon. Ο Ῥοδανός (Rhône), ο μεγαλύτερος ποταμός τής Προβηγκίας, κι η αρχαία πόλη Ῥοδανουσία, πήραν τ’ όνομά τους από την Ρόδο. Υπάρχει, φυσικά, πρόβλημα με το χάσμα ενός αιώνα σε σχέση με την υποτιθέμενη εγκατάσταση στην ιβηρική Ρόδη. Όμως, ἐν πάσῃ περιπτώσει, τα ίχνη των Ροδίων στην Προβηγκία (και αλλού) είναι σαφώς προγενέστερα των Φωκαέων, των ιδρυτών τής Μασσαλίας.

Ελληνικός αποικισμός στην Προβηγκία και την Κορσική
Έλληνες και από άλλες πόλεις τής Ιωνίας εμπορεύονταν στη δυτική Μεσόγειο, φτάνοντας ως την Ιβηρία, όμως ελάχιστα έχουν διασωθεί από εκείνην την περίοδο. Ως προς τους Φωκαείς, είναι σαφές πως πήγαν εκεί όχι μόνο για να εμπορευτούν, αλλά και για να εγκατασταθούν. Ο μύθος για την ίδρυση της Μασσαλίας, που κατέγραψε ο Ἀριστοτέλης κατά τον 4ο αιώνα ΠΚΧ, καθώς και Λατίνοι συγγραφείς αργότερα, συμβολίζει την επιμειξία μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων: αφηγείται πώς ένας Έλληνας άποικος, ὀνόματι Πρῶτις (ή Εὔξενος), παντρεύτηκε μια τοπική πριγκίπισσα, που λεγόταν Γῦπτις (ή Πέττα), κι έτσι απέκτησε το δικαίωμα να διεκδικήσει ένα κομμάτι γης, όπου θα μπορούσε να ιδρύσει πόλη. Αναμφίβολα, οι επαφές ανάμεσα σε Λίγυρες, Κέλτες, κι Έλληνες, αναπτύχθηκαν από το 600 ΠΚΧ και μετά, στη Μασσαλία, και άλλες αποικίες, όπως οι Agde (Ἀγαθὴ Τύχη), Νίκαια, Antibes (Ἀντίπολις), Μονακό (Μόνοικος). Μια ακόμη Ὀλβία (νῦν Hyères) ιδρύθηκε εδώ, και άλλη μια στη Σαρδηνία.
Δρόμος Κασσίτερου: με αφετηρία την Κορνουάλλη και κατάληξη τη
Μασσαλία, μέσω Μάγχης, Σηκουάνα, Βουργουνδίας, Ροδανού, Σον.

Ο ελληνικής κατασκευής μεταλλικός κρατήρας τού Vix, ο μεγαλύτερος που
έχει βρεθεί (1,63 μ ύψος), στον τάφο
τής Κυρίας τού Vix (περί το 500 ΠΚΧ)
“Η Μασσαλία”, κατά τα λεγόμενα του Charles Ebel στη δεκαετία τού 1960, “δεν ήταν κάποια απομονωμένη ελληνική πόλη, αλλά είχε δημιουργήσει τη δική της αυτοκρατορία στα παράλια της νότιας Γαλατίας κατά τον 4ο αιώνα.” Ωστόσο, η ιδέα περί “Μασσαλιώτιδας Αυτοκρατορίας” δεν είναι πλέον αποδεκτή από διάφορους σκεπτικιστές μελετητές, υπό το φως πρόσφατων αρχαιολογικών στοιχείων, που δείχνουν πως η “χώρα” τής Μασσαλίας (η αγροτική ενδοχώρα υπό τον έλεγχό της) δεν ήταν ποτέ αρκετά μεγάλη. Οι ἐν λόγῳ σκεπτικιστές αμφισβητούν, επιπλέον, την ιδέα τού εξελληνισμού τής νότιας Γαλλίας λόγω Μασσαλίας. Και όμως, η επιρροή τής τελευταίας ήταν αισθητή, σε όλη την έκταση της Γαλατίας, ως την Βρετάνη, λόγω των εμπορικών σχέσεων των Μασσαλιωτών με τους Κέλτες, ιδίως για τη μεταφορά κασσίτερου από την Βρετάνη, ή ακόμη και από την Κορνουάλλη. Προφανώς, την εποχή εκείνη, είχε καθιερωθεί ένας “Δρόμος τού Κασσίτερου”, αναγκαίου για την παραγωγή μπρούντζου, με αφετηρία την Κορνουάλλη, και κατάληξη τη Μασσαλία, μέσω της Μάγχης, κατά μήκος τής κοιλάδας τού Σηκουάνα, της Βουργουνδίας, και των κοιλάδων των Ροδανού και Σον. Κατά την κατάκτηση της Γαλατίας, ο Καίσαρας διεπίστωσε πως οι Ἑλβετοὶ είχαν στην κατοχή τους έγγραφα στα ελληνικά, και πως όλα τα γαλατικά νομίσματα χρησιμοποιούσαν την ελληνική γραφή μέχρι περίπου το 50 ΠΚΧ. Όσο για τα νομίσματα των Μασσαλιωτών, κυκλοφορούσαν ελεύθερα μες στη Γαλατία, επηρεάζοντας τη νομισματοκοπία ακόμη και πέραν τής Μάγχης, στην Βρετανία. Η Μασσαλία αναδείχθηκε και σε κέντρο πολιτισμού, με αποτέλεσμα πολλοί Ρωμαίοι γονείς να στέλνουν εκεί τα παιδιά τους για να μορφωθούν.
Αναβίωση του Μασσαλιώτη περίπλου
ΑΝΑΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΣΣΑΛΙΩΤΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ, ΑΠΟΠΛΕΟΥΜΕ από το λιμάνι της Μασσαλίας και, αφήνοντας πίσω μας το Εμπόριον και την Ρόδη, ρίχνουμε άγκυρα κάπου μεταξύ Βαρκινῶνος και Καλλιπόλεως. Η Βαρκινών, ἤτοι η Βαρκελώνη, εικάζεται πως ιδρύθηκε είτε από τον Ηρακλή, στα μέσα τού 12ου αιώνα, ή από τον Ἁμίλκα Βάρκα, πατέρα τού Ἁννίβα, στο δεύτερο μισό τού 3ου αιώνα ΠΚΧ, όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και οι Λαιαιτανοί, που προσδιορίζονται ως Θρακοΐβηρες. Ορισμένοι ταυτίζουν την Βαρκινώνα με την Καλλίπολι, την μικρή ελληνική αποικία, που περιγράφει ο Αβιηνός στο έργο του, Ora maritima (Θαλάσσιες ακτές), χτισμένη στις όχθες τού ποταμού Llobregat, στον 6ο αιώνα ΠΚΧ. Όμως, αυτή βρισκόταν μάλλον νοτιότερα, ανάμεσα στο Tàrraco (Ταρραγόνα) και το ελληνικό λιμάνι Σάλαυρις (Salou), στην Χρυσή Ακτή (Costa Daurada) τής Καταλονίας.

Η κατ’ Απολλώνιο πορεία των Αργοναυτών: δεν πλησιάζουν καν την Ιβηρία…
● Ο θρύλος για την ίδρυση της Βαρκελώνης από τον Ηρακλή είναι άσχετος με τον αποικισμό τής Ανδαλουσίας, που έγινε μετά από τον 10ο και 11ο άθλο (Γηρυόνης κι Ἑσπερίδες). Το πέρασμά του από την Καταλονία συνδέεται με μια διαφορετική εκδοχή τού μύθου των Ἀργοναυτῶν, κατά την οποία η εκστρατεία τού Ιάσονα δεν έγινε μόνο με την Ἀργώ, αλλά με εννέα πλοία συνολικά. Ένα από αυτά χάθηκε στη διάρκεια θύελλας, στ’ ανοιχτά τής Καταλονίας, και ο Ηρακλής το βρήκε τελικά να έχει συντριβεί στην ακτή, δίπλα σ’ έναν λοφίσκο, αλλά με το πλήρωμα σώο. Οι ἐν λόγῳ Αργοναύτες γοητεύτηκαν τόσο από την τοποθεσία εκείνη, ώστε ίδρυσαν την πόλη Barca Nona (“Ένατο Πλοίο”). Πέρα από την επισήμανση ότι τ’ όνομα της πόλης μοιάζει μ’ εκείνο της Βαρκελώνης μόνο στα λατινικά, να υπενθυμίσω πως ο Ηρακλής εγκατέλειψε τους Αργοναύτες (μάλλον τον εγκατέλειψαν εκείνοι), καθώς αναζητούσε τον σύντροφό του, Ὕλα, στην αρχή ακόμη της εκστρατείας, όταν η Αργώ βρισκόταν στην Προποντίδα. Άλλοι, πάλι, λένε πως ο Ηρακλής έφτασε ως την Κολχίδα με τους Αργοναύτες, και τότε απέκτησε την ζώνη τής βασίλισσας των Ἀμαζόνων, Ἱππολύτης, ενώ μετά σκότωσε τις Στυμφαλίδες όρνιθες (πρόκειται για τον 9ο κι 6ο άθλο του, αντίστοιχα, που δεν έχουν οργανωθεί χρονολογικά). Αλλά και πάλι, δεν ήταν δυνατό να ιδρύσει τη Βαρκελώνη, αφού δεν βρισκόταν μεταξύ των Αργοναυτών κατά την φυγή τους από την Κολχίδα και την περιπλάνησή τους στη Μεσόγειο. Ξέρουμε, όμως, πώς διέφυγαν οι Αργοναύτες;

Το μυστικό τής ορφικής ωδής δεν ήταν η ένταση: μια μόνο φωνή απέναντι σε τόσες πολλές σειρήνες δεν θα μπορούσε να επικρατήσει. Το μυστικό ήταν η ποιότητά της: ένα είδος
μουσικής πρωτάκουστο, που έπνιξε τις φωνές τους κι έπειτα και τις ίδιες…
● Έχουν υπάρξει πάρα πολλές παραλλαγές τής Αργοναυτικής εκστρατείας – όσον αφορά τη διαδρομή και σύνθεσή τους (βλέπε και Χρονικό 15, υποσημειώσεις 7 και 8). Ομοφωνία υπάρχει ως προς την ρότα που ακολούθησαν για να φτάσουν στην Κολχίδα. Αλλά για τον δρόμο τής επιστροφής οι διαφορές είναι τεράστιες. Ο Πίνδαρος (6ος – 5ος αιώνας), στον 4ο Πυθιόνικο, υποστήριξε πως ο Ἰάσων κινήθηκε προς ανατολάς (όχι προς δυσμάς). Οι ποταμοί Φᾶσις και Κῦρος (Rioni και Kura) τον έβγαλαν στην Κασπία κι έπειτα, βάσει των γεωγραφικών γνώσεων της εποχής, στον Ωκεανό που περιβάλλει τη γη. Στη συνέχεια, στράφηκε στα νότια και δυτικά, φτάνοντας στην Ερυθρά Θάλασσα, κι έτσι επέστρεψε στη Μεσόγειο. Ο Ἡρόδωρος ὁ Ἡρακλειώτης (μεταξύ 6ου και 4ου αιώνα ΠΚΧ) υιοθέτησε την πιο ρεαλιστική προσέγγιση πως ο Ἰάσων ακολούθησε την ίδια ρότα στην επιστροφή του. Ο ιστορικός Τίμαιος, από το Ταυρομένιο της Σικελίας (Ταορμίνα, 4ος – 3ος αιώνας ΠΚΧ), ίσως εμπνεόμενος από τον άθλο τού συγχρόνου του, Πυθέα (βλέπε Χρονικό 16. Περίπλοι των κλασικών κι ελληνιστικών χρόνων), να επιτελέσει έναν περίπλου τής Ευρώπης, έδωσε ευρύτερη, “ευρωπαϊκή”, εμβέλεια στον νόστο των Αργοναυτών: ο Ιάσονας, είπε, από τη Μαιώτιδα λίμνη και τον ποταμό Τάναϊ (Αζοφική και Ντον), κατόρθωσε να βρει τον δρόμο του προς τη Βαλτική, κι έπειτα, παραπλέοντας την Ευρώπη, επέστρεψε στην Ἰωλκό. Πολύ πιο λεπτομερή και περιπετειώδη είναι τα Ἀργοναυτικά, του Ἀπολλωνίου Ῥοδίου (3ος αιώνας ΠΚΧ, το μοναδικό ελληνιστικό έπος που διασώζεται), αν και δεν πηγαίνουν πέρα από την Ιταλία. Τέλος, τα Ὀρφέως Ἀργοναυτικά, που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες αργότερα (5ος – 6ος αιώνας ΚΧ), μα στ’ όνομα του Ορφέα, ο οποίος ήταν ένας από τους Αργοναύτες, δανείζονται από διάφορες εκδοχές, για να τονίσουν τον ρόλο τού Θρᾷκα μουσικού και προφήτη. Η αφήγηση είναι μυθολογική, ίσως λόγω της καθημερινής ζωής τού άγνωστου συγγραφέα στο εχθρικό χριστιανικό περιβάλλον, όπου οι παλαιοί θεοί είχαν εκδιωχθεί διὰ τῆς βίας (βλέπε τα επόμενα δυο εμβόλιμα Χρονικά: Η γενοκτονία των Ελλήνων και Θρίαμβος του κρετινισμού). Αν και αρχικά υιοθετεί την εκδοχή τού Πίνδαρου, μόλις βρεθεί στα νερά τής Κασπίας, επιλέγει τη διέξοδο του Τίμαιου, και στρέφεται προς βορρά, όχι προς νότο: ο ποταμός δεν είναι πια ο Ντον, αλλά ο ακόμη μεγαλύτερος Βόλγας. Οι Αργοναύτες βγαίνουν και πάλι στη Βαλτική, κι έτσι έχουμε έναν ακόμη περίπλου τής Ευρώπης.

Στην μνήμη των πολιτών τής Ζακάνθας που αποφάσισαν να πεθάνουν
παρά να πέσουν σε χέρια Καρχηδονίων το 219 π.Χ., του Agustín Querol
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ. Συνεχίζοντας την πλοήγησή μας, και κρατώντας σταθερή τη νοτιοδυτική μας πορεία, φτάνουμε στην Ζάκανθα (Ζάκυνθο), ή Ἄρση, που ίδρυσαν οι Ζακυνθινοί στον 7ο αιώνα ΠΚΧ. Αλώθηκε και καταστράφηκε από τον Αννίβα, το 219 ΠΚΧ, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο, μετά από οκτάμηνη ηρωική αντίσταση των κατοίκων, που την περιέγραψε ο Λίβιος. Ανοικοδομήθηκε από τους Ρωμαίους, που την απέδωσαν ως Saguntum, ἐξ οὗ και το σημερινό της όνομα Sagunto.
Μετά από τη Βαλεντία (Βαλένσια), η πορεία αλλάζει σε νοτιοανατολική, λόγω μιας χερσονήσου που σχηματίζει ο ορεινός όγκος Montgó. Περιπλέοντάς την, καταπλέουμε στο πρώτο λιμάνι που σημειώνεται στον χάρτη τής Ταρτησσού, το Ἡμεροσκοπεῖον, τη σύγχρονη Dénia, στο Alicante τής Βαλένσιας. Τ’ όνομά του, ως Ημερήσια σκοπιά, καταδεικνύει την αρχική χρήση τού ανυψωμένου ακρωτηρίου. Κατά τον Στράβωνα, η πόλη, ίσως και το ακρωτήρι, ονομαζόταν Ἀρτεμίσιο, λόγω του ναού τής Ἀρτέμιδος που υπήρχε εκεί. Το Ημεροσκοπείον ήταν μια ακόμη αποικία των Μασσαλιωτών, με δυο μικρούς οικισμούς στην περιοχή, που τα ονόματά τους δεν έχουν διασωθεί. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν την πόλη Dianium (ἐξ οὗ και το σημερινό της όνομα), από την Diana, το λατινικό αντίστοιχο της Αρτέμιδος. Εκτός από την στρατηγική της θέση, η πόλη ήταν σημαντική και για τα ορυχεία σιδήρου εκεί κοντά.

Η Κυρία τής Ελίκης
Πιο κάτω ήταν η Ἀλθαία (νῦν Altea), κι έπειτα η Ἄκρα Λευκή, ιδρυμένη επίσης από τους Μασσαλιώτες, περί το 325 ΠΚΧ, σ’ ένα Λευκό Ακρωτήρι, ή Ακρόπολη Λευκή, όπως υποδηλώνει τ’ όνομά της. Η αποικία πέρασε υπό τον έλεγχο των Καρχηδονίων, που την χρησιμοποίησαν ως βάση στρατιωτική κι εμπορική. Το καρχηδονιακό όνομα μας είναι άγνωστο. Οι Ρωμαίοι την ονόμασαν Castrum Album, σε αντιστοιχία με το ελληνικό τοπωνύμιο, ή και Lucentum (Λούκεντον, ή Lucentia, Φωτεινή πόλη, Λευκιανή). Η Λευκή Άκρα, κατά τη σύμφωνη γνώμη των περισσοτέρων αρχαιολόγων, δεν είναι άλλη από τη σύγχρονη πόλη τού Alicante.
Κοντά στην Άκρα Λευκή βρισκόταν η Ἑλίκη, το σημερινό Elche. Ιδρύθηκε γύρω στο 600 ΠΚΧ από Αχαιούς, που της έδωσαν τ’ όνομα της γενέτειράς τους.(3) Ο μοιραίος άνθρωπος κι εδώ ήταν ο Αννίβας. Οι Ρωμαίοι την ξανάκτισαν με την ονομασία Ilici. Υπήρχε κι ένας μικρός παράκτιος περιτειχισμένος οικισμός, ο Portus Ilicitanus (Ἰλικιτάνος Λιμήν, Λιμάνι τής Ελίκης). Ο Κλαύδιος Πτολεμαῖος τον αναφέρει στην Γεωγραφικὴ Ὑφήγησί του: είναι η σημερινή Santa Pola, που χτίστηκε με κανονική πολεοδομία, κατά τα ελληνικά πρότυπα, στον 4ο αιώνα ΠΚΧ, δίπλα στον ποταμό Vinalopó, ως ἐμπόριον, προσανατολισμένο κυρίως στις ελληνοϊβηρικές ανταλλαγές. Η ζωή του, όμως, ήταν σύντομη (περίπου 80 χρόνια), γεγονός που δεν συνάδει με τις υποθέσεις πως ίσως εκεί βρισκόταν η μασσαλιώτιδα αποικία, Ἀλωναί, ή Ἀλονίς. Παρά την μνεία τού Πτολεμαίου, λοιπόν, που επιτείνει τη σύγχυση, οι αρχαιολόγοι έστρεψαν την προσοχή τους στη γειτονική Vila Joiosa, ως πιθανή τοποθεσία τής αποικίας. Τα ολοένα και περισσότερα αρχαιολογικά στοιχεία, που βγαίνουν στο φως στη Santa Pola, μαρτυρούν την ελληνική παρουσία. Αν συνυπολογίσουμε την ελληνοϊβηρική γραφή, που ήταν σε χρήση στο Alicante και τη Murcia, παίρνουμε μια ιδέα για τις επαφές Ελλήνων και Ιβήρων στην περιοχή. Το σπουδαιότερο εύρημα είναι η περίφημη Κυρία τής Ελίκης, η Dama de Elche (Dama d’Elx, στα βαλενσιανά), πέτρινη γυναικεία προτομή τού 4ου αιώνα ΠΚΧ, που θεωρείται έξοχο δείγμα ιβηρικής γλυπτικής, μ’ ελληνικές επιρροές. Η Κυρία, διατείνονται ορισμένοι (Εγκυκλοπαίδεια της θρησκείας), συνδέεται “άμεσα” με την Καρχηδόνια θεά Τανίτ. Αν ναι, τότε ίσως ἐλλείψει φοινικικών προτύπων γλυπτικής, το ελληνικό υπόδειγμα δεν είχε αντίπαλο.

Μπρούντζινο νόμισμα: ο πολιούχος Ποσειδώνας
και τ’ όνομα της πόλης “ΕΛΙΚ(η)”, με μια τρίαινα
και δελφίνια στην άλλη πλευρά.
- (3) Η Ἑλίκη ήταν αρχαία πόλη τής Αχαΐας, που εξαφανίστηκε μια νύχτα τού χειμώνα τού 373 ΠΚΧ. Την θεωρούσαν θρυλική, σαν την Ταρτησσό, ως το 2001, που ξαναβρέθηκε στο Δέλτα τής Ελίκης. Η καταστροφή της αποδίδεται σε σεισμό συνοδείᾳ τσουνάμι, με αποτέλεσμα η γη να υποχωρήσει και να καλυφθεί από θάλασσα. Βυθίστηκε “αύτανδρη”, όπως λέμε για ναυάγια πλοίων, αφού δεν σώθηκε κανείς και δεν βρέθηκε ούτε ίχνος των κατοίκων, αν κι επί τόπου κατέφθασε μια δύναμη έρευνας και διάσωσης 2000 ανδρών. Το μόνο που απέμεινε ήταν οι κορυφές ορισμένων οικοδομημάτων, που προεξείχαν από την επιφάνεια της θάλασσας. Περί το 174 ΚΧ, ο Παυσανίας έγραψε πως τα τείχη τής αρχαίας πόλης φαίνονταν ακόμη κάτω από το νερό. Άλλοι έλεγαν πως Ρωμαίοι “τουρίστες” έκαναν συχνά βαρκάδα πάνω από την πόλη για να θαυμάσουν τ’ αγάλματά της! Σὺν τῷ χρόνῳ, η λάσπη σκέπασε τα πάντα και το μέρος βυθίστηκε στη λήθη. Σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πως η καταβύθιση της Ελίκης συνδέεται ίσως με την αφήγηση του Πλάτωνα περί Ατλαντίδας.

Μαστία (Μασσία) > Qart Hadasht > Νέα Καρχηδών > Καρθαγένη
Οι ανταλλαγές τής νοτιοανατολικής Ιβηρίας με Ταρτησσό, Ἑλλάδα, Φοινίκη, ή και Μεγάλη Ελλάδα, αλλά και οι αφομοιωμένες επιρροές τους, οδήγησαν στην εμφάνιση της ιβηρικής κουλτούρας των Contestani (Κοντηστανών), όπως λένε ο Πλίνιος και ο Στράβων. Η Καρθαγένη, η πρώην Μαστία, ή Μασσία, είναι σε αυτήν την περιοχή. Οι Μαστιανοί, ή Μασσιανοί, ήταν φυλή ιβηρική, σύμμαχος της συνομοσπονδίας τής Ταρτησσού. Η πρώτη περιγραφή τής πόλης, με τα υψηλά τείχη, υπάρχει στον Μασσαλιώτη περίπλου, και μετά στον Αβιηνό (Ora maritima). Άλλη αναφορά βρίσκουμε σε συνθήκη Ρώμης και Καρχηδόνας το 348 ΠΚΧ, με τη Μαστία να προσδιορίζεται ως το σύνορο ανάμεσά τους στην Ιβηρία. Ο ορυκτός, αλιευτικός, και αγροτικός της πλούτος, αλλά και το λιμάνι της, από τα καλύτερα της δυτικής Μεσογείου, οδήγησαν τους Καρχηδόνιους στην απόφαση να την “επανιδρύσουν”, το 228, ως Qart Hadasht (“Νέα Πόλη”), τιμώντας την με τ’ όνομα της ίδιας τής Καρχηδόνας. Οι Ρωμαίοι την είπαν Carthago Nova (“Νέα Καρχηδόνα”), για να την ξεχωρίσουν από τη μητρόπολη. Η σπουδαιότητα που οι Καρχηδόνιοι έδωσαν στη “Νέα Πόλη” τους, ώστε ν’ αποτελέσει την ιβηρική τους πρωτεύουσα, αλλά και το εφαλτήριο-ορμητήριό τους για την κατάκτηση της χερσονήσου, αποκαλύπτει πως τα Γάδειρα δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν αυτόν τον σκοπό, εκτός των άλλων, λόγω των ανταγωνιστικών σχέσεων με την φοινικική γαδιτανική αριστοκρατία, που ἐν καιρῷ, ακόμη και προ των Καρχηδονιακών πολέμων, θα κλιμακώνονταν σε ανοιχτές εχθροπραξίες.
Έλληνες και ντόπιοι “ενώθηκαν σὺν τῷ χρόνῳ σ’ ένα ενιαίο κράτος,
αποτελούμενο από βαρβαρικούς κι ελληνικούς θεσμούς”. (Στράβων)
Εισερχόμενοι στην καρχηδονιακή σφαίρα επιρροής, κατανοούμε πλέον τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε το φοινικικό αποικιακό δίκτυο: μέσω της διείσδυσης σε ήδη υφιστάμενους οικισμούς, που σύντομα περνούσαν υπό τον πλήρη τους έλεγχο – χωρίς ν’ αποκλείεται και η χρήση βίας, στην περίπτωση που οι ντόπιοι πρόβαλαν αντίσταση. Και όμως, οι Έλληνες – τουλάχιστον οι Ίωνες, όπως οι Φωκαείς και Μασσαλιώτες, σε αντίθεση με την τακτική των Δωριέων – αντιμετώπιζαν το ζήτημα εντελώς διαφορετικά. Αναφερόμενος στην ίδρυση του Εμπορίου, ο Στράβων έγραψε:
“Οι Εμπορίτες κατοικούσαν παλαιότερα σ’ ένα νησάκι στ’ ανοικτά των ακτών, που πλέον ονομάζεται Παλαιά πόλις· τώρα ζουν στην ηπειρωτική χώρα. Το Εμπόριον είναι μια πόλις διπλή (δίπολις), χωρισμένη με τείχος, γιατί παλαιότερα είχε, ως γείτονες, κάποιους Ινδικήτες… Ενώθηκαν γὰρ σὺν τῷ χρόνῳ σ’ ένα ενιαίο κράτος, αποτελούμενο από βαρβαρικούς κι ελληνικούς θεσμούς, όπως ακριβώς συνέβη και σε πολλές άλλες πόλεις.”
Υπήρχαν, λοιπόν, τρεις φάσεις αποικισμού: α) χωριστός οικισμός, β) ειρηνική συνύπαρξη, με τη δημιουργία πνεύματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μέσω της συνεργασίας, και γ) κοινοπολιτεία.
Οι γείτονες των Contestani προς τα νοτιοδυτικά ήταν οι Bastetani, ή Bastuli (Βαστητανοί, ή Βαστούλοι). Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οι πόλεις τους Baria, Ἄβδηρα, Sexi, Μάλακα, Carteia, και Bailo, αναφέρονται ως φοινικικές αποικίες. Η Baria (Βάρεια: το ψαροχώρι Villaricos, ή η Vera) χρηματοδότησε τις εκστρατείες τού Αννίβα από τα τοπικά ορυχεία αργύρου, καθώς λένε. Ακολουθούν τα Άβδηρα και το Ex, ή Sexi, σημερινό Almuñécar, οι κάτοικοι του οποίου μερικές φορές αποκαλούνται ακόμη Sexitanos (Ἑξιτανῶν πόλις). Ο φοινικικός οικισμός εκεί “ξεφύτρωσε” γύρω στα 800 ΠΚΧ. Όσο για τα Άβδηρα (νῦν Adra), είχαν καλό λιμάνι, που οι Καρχηδόνιοι το χρησιμοποίησαν ως ἐμπόριον. Ελάχιστες φορές διευκρινίζεται πως ήταν πρώην ελληνική αποικία…
Διάλειμμα: Άβδηρα, Δημόκριτος και Πλάτων

Ο Διομήδης κατασπαράζεται από τ’ (ανθρωποφάγα)
άλογά του, του Gustave Moreau
● Δεν είναι η πρώτη φορά που μέρη, τα οποία συνδέονταν, υποτίθεται, με τους Φοίνικες, ή τους Καρχηδόνιους, είναι γνωστά μ’ ελληνικά τοπωνύμια. Το βλέπουμε αυτό και στην περίπτωση των Αβδήρων, είτε της Ανδαλουσίας, ή και της Θρᾴκης. Κατά τον μύθο, και οι δυο πόλεις ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή, στην μνήμη τού συντρόφου του, Ἄβδηρου, που κατασπάραξαν ή τ’ άλογα του Διομήδη κατά τον 8ο Ηράκλειο άθλο, είτε τα βόδια τού Γηρυόνη κατά τον 10ο. Ιστορικά, τα Ἄβδηρα, πόλη-κράτος στις ακτές τής Θράκης, 17 χιλιόμετρα ΒΑ των εκβολών τού Νέστου, σχεδόν απέναντι από την Θάσο, στον νομό Ξάνθης (όπου γεννήθηκα), ιδρύθηκαν το 654 ΠΚΧ, ως αποικία των Κλαζομενῶν. Η ευημερία τους, πάντως, χρονολογείται από το 544, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι της Τέως, ανάμεσά τους και ο ποιητής Ἀνακρέων, μετανάστευσαν στα Άβδηρα, για να γλυτώσουν από τον περσικό ζυγό. Οι Κλαζομένιοι και Τήιοι ήταν Ίωνες της Μικράς Ασίας, στην περιοχή τής Σμύρνης. Τα Άβδηρα απέκτησαν πλούτο κι έγιναν η δεύτερη πιο εύπορη πόλη μεταξύ των συμμάχων τής Αθήνας, αφού ήταν το κυριότερο λιμάνι εμπορικών συναλλαγών με την ενδοχώρα τής Θράκης. Η πόλη λεηλατήθηκε επανειλημμένα, ως πολύτιμο τρόπαιο, από Θράκες, Μακεδόνες (διαφόρων προελεύσεων: Μακεδονίας, Θράκης, Μικρασίας, Συρίας, Αιγύπτου), και Ρωμαίους. Έτσι, στο δεύτερο μισό τού 4ου ΠΚΧ αιώνα, ήρθε η παρακμή – που κάποιοι την απέδωσαν σε άλλα αίτια: μια αθηναϊκή παροιμία, που αναμάσησε ο Κικέρων, έλεγε πως ο αβδηριτικός αέρας ευθύνεται για την ανοησία των κατοίκων! Κι ας συγκαταλέγονταν ανάμεσά τους φιλόσοφοι, όπως λ.χ. οι Δημόκριτος, Πρωταγόρας, Ἀνάξαρχος, και Ἑκαταῖος ὁ Ἀβδηρίτης, που ήταν και ιστορικός. Αλλά και ο Ανακρέων έζησε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς να παρουσιάσει ενδείξεις ιδιωτείας…

Ο Δημόκριτος σε παλιό δεκάδραχμο
● Ο Δημόκριτος (±460 – ±370 ή 357 ΠΚΧ), ο “πατέρας τής σύγχρονης επιστήμης”, πέρασε απαρατήρητος στην Αθήνα. Ο Πλάτων, παρ’ όλο που δεν τον μνημόνευσε ποτέ (αντίθετα, αφιέρωσε έναν διάλογό του στον Πρωταγόρα), αντιπαθούσε τόσο πολύ τον Δημόκριτο, ώστε είχε ζητήσει από τους μαθητές του να καίνε όλα τα βιβλία του που έπεφταν στα χέρια τους!(4) Αποδείχθηκαν άκρως αποτελεσματικοί: οι παραπομπές άλλων συγγραφέων είναι ό,τι γνωρίζουμε από τα έργα του, αφού δεν κατάφεραν να “βγάλουν” τον σκοταδιστικό Μεσαίωνα. Ο Δημόκριτος, και ο δάσκαλός του, Λεύκιππος, από τα Άβδηρα, ή τη Μίλητο, διατύπωσαν την ατομική θεωρία τού σύμπαντος – την ιδέα ότι τα πάντα αποτελούνται από άφθαρτα και αδιαίρετα στοιχεία, τα ἄτομα. Ο Δημόκριτος ταξίδεψε πάρα πολύ, ξοδεύοντας τα χρήματα που του άφησε ο πλούσιος πατέρας του. Εγκωμίασε τους Αιγύπτιους μαθηματικούς, και γνωρίστηκε με τους Χαλδαίους μάγους. Ήταν χαρούμενος, και πάντα έτοιμος να δει την κωμική πλευρά τής ζωής – μα σκόπιμα παρεξηγήθηκε: ισχυρίστηκαν ότι περιγελούσε τους ανθρώπους για την ανοησία τους· γι’ αυτό τον είπαν γελαστό φιλόσοφο, με ἀβδηριτικό (ακατάπαυστο) γέλιο, ή και Ἀβδηρίτη, με την έννοια του χλευαστή, ή είρωνα. Η αθηναϊκή ανοησία για τον αβδηριτικό αέρα θα πρέπει να μεταπήδησε από το στόμα τού Πλάτωνα στα γραπτά τού Κικέρωνα λόγω του Δημόκριτου…
Ο Δημόκριτος πέρασε απαρατήρητος στην Αθήνα. Ο Πλάτων, παρ’ όλο
που δεν τον μνημόνευσε ποτέ, τον αντιπαθούσε τόσο, ώστε ζήτησε από
τους μαθητές του να καίνε τα βιβλία του που έπεφταν στα χέρια τους!

- (4) Διόλου παράξενο είναι που ο Πλάτων, απορρίπτοντας την Ἀθηναϊκὴ δημοκρατία ὡς ῥέπουσα εἰς ἀναρχίαν, φιγουράρει μεταξύ των κορυφαίων απολογητών τής αντιδημοκρατικής σκέψης (περί δημοκρατίας, βλέπε Χρονικό 4). Στην σχετική λίστα υπάρχουν και οι: Friedrich Nietzsche (Γερμανός φιλόσοφος, που απέρριπτε τη δήθεν “δημοκρατία” τής εποχής του ως κληρονομιά τού χριστιανισμού)· Charles Maurras (Γάλλος συγγραφέας, μοναρχοφασίστας, που ζητούσε τη δολοφονία αντιπάλων)· Hubert Lagardelle (Γάλλος συνδικαλιστής, πρώην προυντονιστής, που κατάντησε φασίστας)· Robert Michels (Γερμανοϊταλός κοινωνιολόγος που, ἐκκινῶντας από τον σοσιαλισμό κι επαναστατικό συνδικαλισμό, μεταλλάχθηκε και αυτός σε φασίστα)· Oswald Spengler (Γερμανός ιστορικός, και “κριτικός” υποστηρικτής τού Hitler, αν και τον θεωρούσε χυδαίο)· Carl Schmitt και Martin Heidegger (Γερμανοί ναζιστές φιλόσοφοι)· και ο Elazar Shach (Ισραηλινός ραβίνος, φανατικός υπέρμαχος του εβραϊκού νόμου, κι εχθρός τής δημοκρατίας). Μέσα σε αυτό το κάδρο, και με αυτήν την “παρέα” (εξαιρώντας, φυσικά, τον Nietzsche), ποιο είναι, άραγε, το νόημα, και ποια η αξία, της πλατωνικής Πολιτείας;
● Βλέπε επίσης τα επόμενα δυο εμβόλιμα Χρονικά 23-24, για την ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα στους υπερασπιστές και τους καταπατητές τής Ελευθερίας τής Σκέψης και του Λόγου.
Ο επιστήμονας φιλόσοφος ήταν ντετερμινιστής και υλιστής, πιστεύοντας ότι τα πάντα είναι αποτέλεσμα φυσικών νόμων. Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ή τον Πλάτωνα, προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο χωρίς να τον συνδέει με κάποιον απώτερο σκοπό, ή έσχατη αιτία. Οι ιδεαλιστές ασχολήθηκαν υπέρ το δέον, και για αιώνες, με το τελεολογικό ζήτημα, παρεμποδίζοντας την πρόοδο. Ο Δημόκριτος, ο Λεύκιππος, και ο Ἐπίκουρος, διετύπωσαν τις πρώτες απόψεις περί των σχημάτων και της συνδεσιμότητας των ατόμων. Έτσι, οι θεωρίες τους δείχνουν περισσότερο ευθυγραμμισμένες μ’ εκείνες της σύγχρονης επιστήμης, από οποιεσδήποτε άλλες τής αρχαιότητας. Όμως, η λεγόμενη “εξορία τής ατομικής θεωρίας”, επειδή την απέρριψαν οι Πλάτων και Αριστοτέλης, αλλά και η χριστιανική Εκκλησία, έμοιαζε χωρίς τέλος, ως τον 17ο αιώνα, που την “ανέστησαν” ο Gassendi και ο Descartes. Στο μεταξύ, όλα τα γραπτά των Λεύκιππου και Δημόκριτου, και τα περισσότερα του Επίκουρου, “ἀπωλέσθησαν”. Η απώλεια είναι δυσαναπλήρωτη, αν πάρουμε υπόψη το τεράστιο εύρος τού δημοκρίτειου έργου, πάνω σε ζητήματα ηθικής, φύσης, φυσικής, μαθηματικών, κοσμολογίας, μουσικής, τέχνης και λογοτεχνίας, κ.ά. Αρκεί να πούμε πως ανάμεσα στα έργα αυτού του ταξιδιώτη πανεπιστήμονα φιλοσόφου υπήρχε κι ένα με τίτλο Ὠκεανοῦ περίπλους… Άλλοι τίτλοι που δεν θα διαβάσουμε ποτέ: Πυθαγόρας, Τὸ κέρας τῆς Ἀμάλθειας, Ἐπιπεδόσφαιρες, Περὶ νοῦ, Περὶ πλανητῶν, Περὶ φύσεως, Περὶ ῥυθμῶν καὶ ἁρμονίας, Περὶ ποιήσεως, Περὶ Ὁμήρου, Περὶ ἄσματος, Περὶ ζωγραφικῆς, Περὶ Ἱστορίας, Περὶ τῶν Ἱερῶν γραφῶν τῆς Βαβυλῶνος, Χαλδαϊκὴ διήγησις, Φρυγικὴ διήγησις…

Ο Δημόκριτος σε παλιό χαρτονόμισμα των 100 δραχμών
● Το κάψιμο βιβλίων, που συνιστούσε ο Πλάτων, ήταν από τα αγαπημένα “σπορ” των χριστιανών. Όχι, όμως, το μοναδικό. Μια ακόμη μέθοδος λογοκρισίας ήταν οι αντιγραφές κλασικών έργων στα μεσαιωνικά μοναστήρια. Όπως ομολογεί ακόμη κι ένα παιδί μοναχών, η Catherine Nixey,(5) στη μελέτη της, The Darkening Age – The Christian Destruction of the Classical World (βλέπε και τα επόμενα δυο Χρονικά):
- (5) Η Catherine Nixey ήταν πολύ τυχερή: οι μοναχοί γονείς της ήταν κάθε άλλο παρά δογματικοί (σπάνια εξαίρεση)· έτσι γλύτωσε την “κατήχηση” (πλύση εγκεφάλου).

Μοναχός στον μεσαίωνα αντιγράφοντας χειρόγραφα
“Στα σιωπηλά αντιγραφεία των μοναχών… για να ζητήσουν συγκεκριμένα βιβλία, χρησιμοποιούσαν χειρονομίες: τα βιβλία των παγανιστών τα ζητούσαν με την χειρονομία τής φίμωσης.(6) Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τα έργα των απεχθών συγγραφέων υπέφεραν. Σ’ εποχή κατά την οποία η περγαμηνή σπάνιζε, διέγραψαν πολλούς αρχαίους συγγραφείς, ξύνοντας τις σελίδες ώστε να χρησιμοποιηθούν για πιο εξυψωτικά θέματα. Τα παλίμψηστα – χειρόγραφα όπου ένα κείμενο σβηνόταν πάλι (ψάω πάλιν) – δίνουν τη δυνατότητα να δούμε φευγαλέα τις στιγμές κατά τις οποίες αυτά τ’ αρχαία έργα αφανίστηκαν. Το έργο τού Δημόκριτου, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, και πατέρα τής ατομικής θεωρίας, χάθηκε στο σύνολό του.”
- (6) “Τα εγκεκριμένα από την Εκκλησία βιβλία έφεραν σφραγίδα ή σημάδι με τη λέξη ‘Imprimatur’ – ‘Τυπωθήτω’.” (C. Nixey). Αιώνες μετά, από τέτοιες σφραγίδες θα υπέφερε κι ο Μαγιακόβσκη.
“Αυτή η – επικούρεια [στα ρωμαϊκά χρόνια] – θεωρία προσέφερε μια εναλλακτική ματιά στην ιδέα τού ‘μύθου τής Δημιουργίας’, τονίζοντας ότι τα πάντα στον κόσμο δεν έγιναν από κάποιο θεϊκό ον, αλλ’ από τη σύγκρουση και τον συνδυασμό των ατόμων… Αυτά τα σωματίδια είναι αόρατα με γυμνό μάτι αλλά έχουν τη δική τους δομή και είναι αδύνατο να κοπούν (τέμνω [> ἄ-τομον]) σε μικρότερα σωματίδια. Ό,τι βλέπετε ή αισθάνεστε, υποστηρίζουν αυτοί οι υλιστές, απαρτίζεται από δύο πράγματα: τα άτομα και τον χώρο… Τα διαφορετικά ζωικά είδη εξηγούνται μ’ ένα είδος πρωτο-δαρβινισμού… ‘Κανένα πράγμα δεν γεννιέται ποτέ από το τίποτε με θεϊκή δύναμη’, έγραψε ο Λουκρήτιος στο μεγάλο του ποίημα, Περί της φύσεως των πραγμάτων· ‘κανένα πράγμα δεν επιστρέφει στο τίποτε’. Έτσι, η ατομική θεωρία παραμέριζε μεθοδικά την ανάγκη, ή το ενδεχόμενο, Δημιουργίας,(7) Ἀναστάσεως, Τελικῆς Κρίσεως, Κολάσεως, Παραδείσου και του ίδιου τού Δημιουργοῦ Θεοῦ.

Το αγαπημένο “σπορ” τής χριστιανικής Εκκλησίας: να καίει βιβλία…
- (7) “Σύμφωνα με τη διαβόητη δήλωση ενός χριστιανού θεολόγου, η Δημιουργία συνέβη στις 23 Οκτωβρίου τού 4004 π.Χ.”. (C.N.)
“Στους επόμενους αιώνες, τα κείμενα που περιλάμβαναν τέτοιες επικίνδυνες ιδέες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ‘αίρεσή’ τους… Μερικές από τις σπουδαιότερες μορφές των πρώτων χρόνων τής Εκκλησίας στράφηκαν εναντίον των ατομιστών. Ο Αυγουστίνος απεχθανόταν την ατομική θεωρία για τον ίδιον ακριβώς λόγο που οι ατομικοί την αγαπούσαν: εξασθένιζε τον τρόμο των ανθρώπων σχετικά με την θεία τιμωρία και την Κόλαση..
“Ο Δημόκριτος είχε ίσως κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε ώστε να διαδώσει αυτήν την θεωρία – αν και όχι μόνον αυτήν. Ο Δημόκριτος ήταν ένας εκπληκτικός πολυμαθής και είχε γράψει έργα πάνω σε μια συγκλονιστική γκάμα θεμάτων. Μια κάθε άλλο παρά πλήρης λίστα τίτλων του περιλαμβάνει: Περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ στερεῶν· Περὶ τῆς ἐφαπτομένης τοῦ κύκλου καὶ τῆς σφαίρας· Περὶ τῶν αἰτίων τῶν οὐρανίων φαινομένων· Περὶ τῶν αἰτίων τῶν ἀτμοσφαιρικῶν φαινομένων· Περὶ ἀντανακλάσεως τῶν εἰκόνων· Ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς… Και ο κατάλογος συνεχίζεται. Σήμερα η περιφημότερη θεωρία τού Δημοκρίτου είναι η ατομική του. Τι πρέσβευαν οι άλλες θεωρίες; Δεν έχουμε ιδέα: στους αιώνες που ακολούθησαν, δεν απέμεινε ούτε ένα έργο του. Όπως έγραψε ο επιφανής φυσικός Carlo Rovelli, έχοντας παραθέσει έναν ακόμη μακρύτερο κατάλογο τίτλων τού φιλοσόφου: ‘η απώλεια των έργων τού Δημόκριτου στην ολότητά τους αποτελεί τη μεγαλύτερη πνευματική τραγωδία που προέκυψε από την κατάρρευση του παλαιού κλασικού πολιτισμού’. (Βλέπε το Δημοκρίτου παράρτημα στο τέλος αυτού του Χρονικού).
“Η ατομική θεωρία τού Δημόκριτου, πάντως, κατάφερε να φτάσει ως εμάς – αλλά σε μια λεπτή κλωστή: περιεχόταν σ’ έναν μόνον τόμο τού μεγάλου ποιήματος του Λουκρήτιου, που φυλασσόταν σε μια μόνον γερμανική βιβλιοθήκη, που ένας μόνον τολμηρός κυνηγός βιβλίων θα εύρισκε τελικά και θα έσωζε από την εξαφάνιση. Ο μοναδικός εκείνος τόμος θα είχε μιαν εκπληκτική μετά θάνατον ζωή: προκάλεσε έντονη αίσθηση, επανέφερε την ατομική θεωρία στην ευρωπαϊκή σκέψη, οδήγησε σε αυτό… που χαρακτηρίστηκε ως ‘έκρηξη ενδιαφέροντος για την παγανιστική αρχαιότητα’, κι επηρέασε τον Νεύτωνα, τον Γαλιλαίο, και αργότερα τον Αϊνστάιν.”

Ο βράχος τού Γιβραλτάρ το σούρουπο

Πρωτοαιολικό ή πρωτοϊωνικό κιονόκρανο με ανατολικές επιδράσεις, ναός τού Βάαλ Άμμωνος στα Γάδειρα (7ος αιώνας ΠΚΧ)
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ ΜΑΙΝΑΚΗ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΑ, μετά από αυτό το άκρως ενδιαφέρον “διάλειμμα”, ρίχνουμε, επιτέλους, άγκυρα στον κόλπο τού Γιβραλτάρ. Η Carteia (Καρτηία) βρισκόταν στο βορειότερο σημείο του, στη συμβολή δυο ποταμών, σε υπερυψωμένο έδαφος, με θέα την θάλασσα, ανάμεσα στις σύγχρονες πόλεις τής Algeciras και του Γιβραλτάρ. Η αποικία, κατά τον Στράβωνα, ιδρύθηκε περί το 940 ΠΚΧ, ως ο εμπορικός οικισμός K’rt, δηλαδή “Πόλη” στα φοινικικά (παράβαλε Qart Hadasht, ἤτοι Καρχηδόνα, που πάει να πει “Νέα Πόλη”). Η περιοχή είχε πολλά να προσφέρει σ’ έναν έμπορο. Η ενδοχώρα ήταν πλούσια σε ξυλεία, γεωργικά προϊόντα, μόλυβδο, σίδηρο, χαλκό, ή άργυρο. Οι βαφές ήταν άλλο ένα περιζήτητο εμπόρευμα, και ιδίως εκείνες από τα οστρακοειδή murex, που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή τής πολύτιμης “πορφύρας τής Τύρου” (που, όπως είδαμε, ήταν μινωική: βλέπε Χρονικό 19, υποσημείωση 5). Λόγω στρατηγικής θέσης, η αποικία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους Καρχηδονιακούς πολέμους. Το 206 ΠΚΧ, στη ναυμαχία τής Καρτηίας, οι Καρχηδόνιοι νικήθηκαν από τους Ρωμαίους, που κατέλαβαν την πόλη γύρω στο 190 ΠΚΧ.

Ο κόλπος τού Γιβραλτάρ: Algeciras (δυτικά),
Κάλπη (ανατολικά), και Καρτηία (ανάμεσα)
Διασχίζοντας τις Στήλες και βγαίνοντας στον Ατλαντικό, ακούμε έκπληκτοι πως η πόλη Bailo δεν ήταν άλλη από τα Γάδειρα. Η πληροφορία, ωστόσο, δεν επαληθεύεται, και το πλησιέστερο στ’ όνομα Bailo που μπορεί να βρει κανείς εκεί, είναι το Baelo, κοντά στο σημερινό χωριό Bolonia, στα πέριξ τής Ταρίφας, στο νοτιότερο σημείο τής Ευρώπης – συνεπώς, αρκετά μακριά από το Gadir. Ο οικισμός υπήρξε “ο εμπορικός συνδετικός κρίκος” με τη Βόρεια Αφρική, αλλά τελικά εγκαταλείφθηκε λόγω σεισμών. Συνειδητοποιούμε τότε πως πλέουμε σε περιοχή που αποίκισε ο “Ηρακλής”, ἤτοι οι Μυκηναῖοι: όχι μόνον τα Άβδηρα (ή η Άβδηρος), και η Καρτηία (ή Κάρπεια, Καρπήια, Καρπαία, και Κάρθαια), αλλά και το Bailo (Baelo, Βαίλων, ή Βελών), φαίνεται ότι συνδέονταν με τον μεγάλο ήρωα. Επικαλούμενος τον Τιμοσθένη τὸν Ῥόδιο, ο Στράβωνας έγραψε πως η Καρτηία αρχικά ονομαζόταν Ἡράκλεια – από τον ιδρυτή της. Κάποιοι την ταυτίζουν με την Αλχεσίρας, τη γενέτειρα του Paco de Lucía, στη δυτική πλευρά τού κόλπου· άλλοι, αντίθετα, λένε πως ήταν στην ανατολική πλευρά, πάνω στην Κάλπη, δηλαδή στον βράχο τού Γιβραλτάρ· υπάρχουν κι εκείνοι που τη συνδέουν με την Ταρτησσό, υποστηρίζοντας πως, αφότου η τελευταία χάθηκε, αρκετοί την μπέρδευαν με την Καρτηία (λ.χ. Παυσανίας: “Ταρτησσός, όπως λένε κάποιοι, ήταν το αρχαίο όνομα της Κάρπειας”). Άλλοι οικισμοί τού Ηράκλειου αποικιστικού “άθλου”, ήταν η Μελλαρία (Μενλαρία, ή Μελουρία, νῦν Tarifa), μα και τα Γάδειρα, ενώ κάποιοι φτάνουν να περιλαμβάνουν στον κατάλογο ως και την Ταρτησσό! Ορισμένοι ὀλίγοι, αντιθέτως, ταυτίζουν την θρυλική πόλη με το σημερινό Sanlúcar de Barrameda. Κατά πάσα πιθανότητα, ευσεβείς πόθοι, ἔνθεν κἀκεῖθεν…

Κόλπος Γαδείρων, με τα τρία νησάκια που είχαν
ελληνικά ονόματα: Ερύθεια, Κοτινούσα, Αντίπολις
Όσο για τις Ηράκλειες στήλες, η βόρεια, σ’ ευρωπαϊκό έδαφος, είναι η Κάλπη, ή Ἀλύβη (Γιβραλτάρ), “μικρή σ’ έκταση, μα που ορθώνεται απότομα φτάνοντας σε μεγάλο ύψος, και μοιάζοντας από μακριά με νησί,” ενώ η νότια, η Ἀβύλη (Ceuta), επί αφρικανικού εδάφους, έχει μικρό ύψος. Η ιδιαιτερότητά τους είναι πως τώρα η κυριαρχία τους ασκείται από αλλότριες δυνάμεις: το Γιβραλτάρ, στην Ιβηρία, ελέγχεται από την Βρετανία, η Σέουτα (ή Θέουτα), στο Μαρόκο, από την Ισπανία. Η φοινικική Αβύλη ιδρύθηκε στον 7ο αιώνα ΠΚΧ, και πέρασε στα χέρια των Φωκαέων, που την ονόμασαν Ἑπτὰ Ἀδελφοί. Ως συνήθως, οι Ρωμαίοι απέδωσαν το ελληνικό τοπωνύμιο στα λατινικά ως Septem Fratres, ή απλώς Septem (ἐξ οὗ, ίσως, η τωρινή ονομασία), χρησιμοποιώντας την Ceuta σχεδόν αποκλειστικά ως στρατιωτική βάση. Ήταν προφανής στους πάντες η στρατηγική σπουδαιότητα του Στενού.
Πέρα από την Ceuta, επί αφρικανικού εδάφους, υπάρχει μια επιπλέον αποικία, που χαρακτηρίζεται ως καρχηδονιακός οικισμός των αρχών τού 5ου αιώνα ΠΚΧ (πιθανόν με πρότερη φοινικική παρουσία), ονόματι Τιγγίς (ή Τιγγενίς, η σημερινή Ταγγέρη). Εκμεταλλευόμενοι τη συντριβή των Καρχηδονίων το 480 ΠΚΧ στη Σικελία, οι Φωκαείς θα πρέπει ν’ απέκτησαν τον έλεγχο και αυτής της πόλης, κυριαρχώντας – έστω για λίγο – στην στρατηγικής σημασίας περιοχή, κατά την περίοδο απομονωτισμού των Καρχηδονίων, μετά από την ήττα. Η Τιγγίς, όπως και τόσες άλλες εγκαταστάσεις και πόλεις, στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε φοινικική, ούτε κι ελληνική, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, βερβερική. Σύμφωνα μ’ ελληνορωμαϊκή μυθολογική παράδοση που παραθέτει ο Πλούταρχος, η Τιγγίς ήταν η σύζυγος του γίγαντα Ανταίου, που σκότωσε ο Ηρακλής. Ο Ἀνταῖος ήταν παιδί τού Ποσειδῶνα και της Γαίας, μα και βασιλιάς τής Λιβύης (ἤτοι του Μαγρέμπ). Κατά τη βερβερική μυθολογία, ο ιδρυτής τού οικισμού ήταν ο Σύφαξ, ο γιος τής Τιγγίδος και του Ἡρακλέους. Ο τύμβος τού Ανταίου, με τον γιγάντιο σκελετό του, αποκαλύφθηκε στην Ταγγέρη, από τον Ρωμαίο επαναστάτη Κουίντο Σερτώριο, στον 1ο αιώνα ΠΚΧ. Σε απόσταση 14 χιλιομέτρων προς δυσμάς, βρίσκεται και η “σπηλιά τού Ηρακλή”, όπου, λέει, κοιμήθηκε ο ήρωας, προτού να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων.

Το Στενό τού Γιβραλτάρ με τις Ηράκλειες Στήλες
Η αποικιστική δραστηριότητα φαίνεται πως συνεχίστηκε και μετά από τον Τρωικό πόλεμο, καθώς μαθαίνουμε ότι, παρά τις πλεῖστες ὅσες πληροφορίες περί του αντιθέτου, υπήρξαν όντως ελληνικοί οικισμοί και πέραν των Ηρακλείων στηλών. Ένας βρισκόταν μεταξύ Γαδείρων και της πρωτεύουσας τής Ταρτησσού, στις εκβολές τού ποταμού Guadalete: ήταν ο Μενεσθέως Λιμήν, προφανώς το σημερινό Puerto de Santa María, ή απλώς El Puerto, όπως το λένε οι ντόπιοι.(8) Κατά τον Στράβωνα, μέχρι και οι Γαδιτανοί Φοίνικες θυσίαζαν στο Μαντεῖον τοῦ Μενεσθέως, ενός από τους μνηστήρες τής Ἑλένης, που πολέμησε στον Τρωικό. Μετά όμως, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Θησείδες τον εκδίωξαν από την Αθήνα κι έτσι κατέληξε στην Ιβηρία. (Βλέπε Χρονικό 5, Οι Οδύσσειες του Τρωικού). Τέλος, ένας ακόμη οικισμός, πολύ κοντά δυτικά τής πόλης τής Ουέλβας, ήταν η Καλαθοῦσα, το σημερινό Aljaraque.
- (8) Η λέξη “λιμήν” διατηρείται στο τοπωνύμιο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του: το 711 ΚΧ οι Άραβες (μαζί και οι Μαυρούσιοι) εισέβαλαν στην Ιβηρία και μετονόμασαν το λιμάνι σε Alcante, ή Alcanatif, που σημαίνει Λιμὴν τοῦ Ἅλατος, λόγω της εκεί παραγωγής αλατιού απ’ την εποχή των Φοινίκων. Το 1260, τέλος, οι Καστιλιάνοι τo μετονόμασαν σε Santa María del Puerto.

Η λέαινα της Baena (Córdoba) μ’ ελληνικές
και ανατολικές επιρροές (6ος αιώνας ΠΚΧ)
Ο Μενεσθέως λιμήν, σε “όρους ιστορικούς”, δεν πρέπει να ήταν τόσο παλιός, αφού οι Έλληνες της ομηρικής εποχής – ή, τουλάχιστον, τα προϊόντα τους – άρχισαν να καταφθάνουν στα ιβηρικά λιμάνια κατά τον 9ο–8ο αιώνα ΠΚΧ. Ως προς το ποιοι μετέφεραν τα ελληνικά αγγεία και λοιπά αγαθά, αυτοί κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι Φοίνικες, λόγω φυσικά τής καλλιτεχνικής ποιότητας των εμπορευμάτων, που οι Χαναναίοι δεν ήταν σε θέση να την πετύχουν. Ένα τέτοιο υπέροχο αγγείο, μια αττική κύλιξ, είδος κούπας οινοποσίας, βρέθηκε στο Medellín τού Badajoz, στην ισπανική Extremadura. Η παρουσία αυτού του πανέμορφου κυπέλου, τόσο μακριά από την ακτογραμμή, εξηγείται από τον λεγόμενο “Δρόμο τού Αργύρου”, που θα διέσχιζε τη δυτική Ιβηρία από βορρά προς νότο, για την απρόσκοπτη μεταφορά τού ορυκτού πλούτου τής Γαλικίας στα λιμάνια τής Ταρτησσού.
Ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τα πρότυπα, οι συνήθειες των Ελλήνων, ήταν αδύνατο να μεταφερθούν στην Ιβηρία με φοινικικά πλοία…
Μα εκείνο που τα φοινικικά πλοία ήταν αδύνατο να μεταφέρουν και, συνεπώς, καθιστούσε την ελληνική παρουσία απολύτως αναγκαία στην Ιβηρία, ήταν ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τ’ αρχιτεκτονικά πρότυπα, οι ταφικές συνήθειες των Ελλήνων, καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Παίρνοντας υπόψη πως οι Μινωίτες μπορεί να μην ήταν Έλληνες, φαίνεται πως η πρώτη περίοδος που η Ιβηρία δέχθηκε ελληνικές επιρροές ήταν στην εποχή των Μυκηναίων. Αυτό, όμως, είναι μισή αλήθεια – άρα, μισό (τουλάχιστον) ψέμα – αφού οι Μυκηναίοι εκπολιτίστηκαν χάρη στους Μινωίτες. Επομένως, οι μινωικές και οι μυκηναϊκές επιρροές στις ιβηρικές κουλτούρες ήταν παρόμοιες αν όχι πανομοιότυπες. Τότε ίσως να μην υπήρχε η Ταρτησσός. Οι Μινωίτες και Μυκηναίοι γονιμοποίησαν τις ντόπιες κουλτούρες που βρήκαν εκεί, και ο ταρτήσσιος πολιτισμός βλάστησε κάποια στιγμή αργότερα, όταν πλέον δεν υπήρχαν Έλληνες τριγύρω. Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μισή χιλιετία προκειμένου ν’ αφυπνιστούν από τον λήθαργο των “σκοτεινών χρόνων” τους και να εμφανιστούν ἐκ νέου στην χερσόνησο. Στο μεταξύ, εκείνοι που ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα από την άνθιση του ιβηρικού πολιτισμού ήταν οι Φοίνικες και Καρχηδόνιοι…

Κύριες ελληνικές αποικίες στην Ιβηρία πριν από τις καρχηδονιακές κατακτήσεις (περί το 300 ΠΚΧ): Ῥόδη, Ἐμπόριον, Καλλίπολις, Σάλαυρις, Ἡμεροσκοπεῖον, Ἀλωναί, Ἄκρα Λευκή, Ἑλίκη,
Ἄβδηρα, Μαινάκη, Μενεσθέως Λιμήν, Καλαθοῦσα. Τελικά, βρίσκονται όλες στην Ισπανία.
Έτσι, ο περίπλους τής Ιβηρίας, που επιχείρησα ν’ αναβιώσω σε αυτό το Χρονικό,
κατέληξε να είναι απλώς ένας παράπλους τής Ισπανίας…
Δημοκρίτου παράρτημα
“Ο Ἀριστόξενος, στα Ἱστορικὰ ὑπομνήματά του, λέει πως ο Πλάτων ήθελε να κάψει τα συγγράμματα του Δημόκριτου, όσα θα μπορούσε να μαζέψει, αλλά οι Πυθαγόρειοι Ἀμύκλας και Κλεινίας τον εμπόδισαν, δεδομένου ότι δεν θα αποκόμιζε κανένα όφελος, αφού ήδη κυκλοφορούσαν ευρέως… Ο Πλάτων, αν και αναφέρει όλους σχεδόν τους αρχαίους, δεν μνημονεύει πουθενά τον Δημόκριτο, ούτε καν και όταν θα όφειλε να τον αντικρούσει, προφανώς επειδή γνώριζε πως θα έπρεπε να αντιπαρατεθεί με τον κορυφαίον των φιλοσόφων”… Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων).

Ο Δημόκριτος σε γραμματόσημο
Αποφεύγοντας, λοιπόν, να αντιπαρατεθεί άμεσα, ώστε ν’ αντικρούσει τον Δημόκριτο, ο Πλάτων θέλησε να κάψει το δημοκρίτειο έργο – ένα έργο τεράστιο και αντίστοιχο του πλατωνικού. Την υποχρέωσή του τη μετακύλησε στον μαθητή του, Αριστοτέλη, που έγραψε μια μονογραφία για τον Δημόκριτο, όπου τον εγκωμίαζε για τις στέρεες βάσεις των μελετών του στην φυσική φιλοσοφία, θεωρώντας τον εξέχοντα αντίπαλο. Ίσως γι’ αυτό, η μονογραφία, αν και αριστοτέλεια, “χάθηκε”, και διασώθηκαν μόνον ορισμένα αποσπάσματα, όπως τα παραθέτουν άλλες πηγές. Η απόλυτη κυριαρχία τής πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα ΠΚΧ, και η εξάπλωσή της με ποικίλες πλατωνικές σχολές, πρέπει να ήταν οι αιτίες που παραγκωνίστηκε και αφανίστηκε η σκέψη και το έργο τού Αβδηρίτη. Ό,τι διασώθηκε, δεν κατάφερε να διέλθει από τις “συμπληγάδες” των χριστιανών “ζηλωτών”. Επιπλέον, τα περισσότερα αποσπάσματα που διέσωσαν άλλοι συγγραφείς αφορούν τη δημοκρίτεια ηθική και όχι την φυσική.

Πορτραίτο φιλοσόφου,
μάλλον του Δημοκρίτου
● Κατά τους ατομικούς, ο κόσμος γεννιέται όταν πολλά άτομα διαφόρων σχημάτων συγκεντρώνονται, δημιουργώντας δίνη, που διαχωρίζει τα λεπτά σώματα, κι ενώνει τα βαρύτερα στο κέντρο, σε μια πρωταρχική σφαίρα, την γη. Καθώς είναι άπειρα τα άτομα, ενώ και το κενό είναι άπειρο, ο κόσμος μας είναι κάθε άλλο παρά μοναδικό φαινόμενο. Οι ατομικοί, επομένως, είναι οι πρώτοι που πρότειναν ξεκάθαρα την ιδέα πως υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Στο σύστημά τους βλέπουμε τρία στοιχεία που είναι αιώνια: τα άτομα, το κενό, και η κίνηση (αλλαγή). Όταν ο Δημόκριτος πρότεινε πως η κίνηση-αλλαγή είναι αιώνια, γνώριζε πως έτσι αφαιρούσε κάθε ανθρωπομορφικό στοιχείο από τον φυσικό κόσμο.
Οι μηχανισμοί τής φύσης λειτουργούν χωρίς να ρυθμίζονται από κάποιαν ανώτερη δύναμη. Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα πάντα στην φύση συμβαίνουν χωρίς τάξη και κατά τύχη; Κρίνοντας από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πολλοί μετά από τον Δημόκριτο ερμήνευσαν την ατομική θεωρία με αυτόν τον τρόπο. Στους Νόμους του, ο Πλάτων εξαπολύει δριμύτατη επίθεση ενάντια στον Δημόκριτο (χωρίς, πάντως, να τον κατονομάζει) και στους “κακοήθεις, ασεβείς” φιλοσόφους, που διατείνονται ότι τα μεγάλα και ωραία στον κόσμο έγιναν χωρίς την παρέμβαση κάποιου πνεύματος, ή θεού, και είναι έργα τής φύσης και της τύχης. Αυτοί οι φιλόσοφοι, υποστηρίζει ο Πλάτων, κάνουν λάθος να υποτιμούν τον ρόλο τής ψυχής, στην οποίαν αποδίδουν υλική υπόσταση, όσο και την “ευφυή σκοπιμότητα” που διέπει το σύμπαν. Η διαμάχη με τον Δημόκριτο ίσως να ήταν το κίνητρο για να γράψει ο Πλάτων τον Τίμαιο, όπου επιχειρεί να συγκροτήσει κάποιαν τελεολογική κοσμολογία κόντρα στο δημοκρίτειο σύμπαν, που παρουσιάζεται ως “μηχανιστικό”. Ο Πλάτων και πάλι δεν κατονομάζει τον Δημόκριτο, ούτε όταν υιοθετεί ένα ιδιόμορφο σύστημα μαθηματικού ατομισμού, όπου τα δημοκρίτεια άτομα αντικαθίστανται από κάποια στοιχειώδη τρίγωνα.

Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων)
Η κατά Διογένη εργογραφία τού Δημοκρίτου (σε ιωνική διάλεκτο)
Ἠθικά: Πυθαγόρης | Περὶ τῆς τοῦ σοφοῦ διαθέσεως | Περὶ τῶν ἐν ᾍδου | Περὶ εὐθυμίης | Περὶ ἀνδραγαθίας ἢ περὶ ἀρετῆς | Τριτογένεια | Ὑπομνημάτων ἠθικῶν | Ἀμαλθείης κέρας | Εὐεστὼ (οὐχ εὑρίσκεται) [είχε ήδη “χαθεί” κατά τον 3ο αιώνα ΚΧ].
Φυσικά: Μέγας διάκοσμος | Μικρὸς διάκοσμος | Κοσμογραφίη | Περὶ τῶν πλανήτων | Περὶ φύσεως (α’) | Περὶ ἀνθρώπου φύσιος ἢ Περὶ σαρκός (β’) | Περὶ ψυχῆς: Περὶ νοῦ | Περὶ αἰσθησίων | Περὶ χυμῶν | Περὶ χροῶν | Περὶ τῶν διαφερόντων ῥυσμῶν | Περὶ ἀμειψιρυσμιῶν | Κρατυντήρια (ἐπικριτικὰ τῶν προειρημένων) | Περὶ εἰδώλων ἢ περὶ προνοίας | Περὶ λογικῶν κανὼν (α’, βʹ, γʹ) | Ἀπορημάτων.
Ποικίλα: Αἰτίαι οὐράνιαι | Αἰτίαι ἀέριοι | Αἰτίαι ἐπίπεδοι | Αἰτίαι περὶ φωνῶν | Αἰτίαι περὶ πυρὸς καὶ τῶν ἐν πυρί | Αἰτίαι περὶ σπερμάτων καὶ φυτῶν καὶ καρπῶν | Αἰτίαι περὶ ζῴων (αʹ, βʹ, γʹ) | Αἰτίαι σύμμικτοι | Περὶ τῆς λίθου.
Μαθηματικά: Ἀριθμοί | Περὶ διαφορῆς γνώμης ἢ Περὶ ψαύσιος κύκλου καὶ σφαίρης | Περὶ γεωμετρίης | Γεωμετρικῶν | Περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν (αʹ, βʹ) | Ἅμιλλα κλεψύδρας (καὶ οὐρανοῦ) | Ἐκπετάσματα | Μέγας ἐνιαυτὸς ἢ Ἀστρονομίη, παράπηγμα | Οὐρανογραφίη | Γεωγραφίη | Πολογραφίη | Ἀκτινογραφίη.
Μουσικά: Περὶ ῥυθμῶν καὶ ἁρμονίης | Περὶ ποιήσιος | Περὶ καλλοσύνης ἐπέων | Περὶ εὐφώνων καὶ δυσφώνων γραμμάτων | Περὶ Ὁμήρου ἢ ὀρθοεπείης καὶ γλωσσέων | Περὶ ἀοιδῆς | Περὶ ῥημάτων | Ὀνομαστικῶν.
Τεχνικά: Πρόγνωσις | Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν | Ἰητρικὴ γνώμη | Αἰτίαι περὶ ἀκαιριῶν καὶ ἐπικαιριῶν | Περὶ γεωργίης ἢ Γεωμετρικόν | Περὶ ζωγραφίης | Ὁπλομαχικόν | Τακτικὸν.
Συμπληρωματικά (Τάττουσι δέ τινες κατ’ ἰδίαν ἐκ τῶν Ὑπομνημάτων καὶ ταῦτα): Περὶ τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἱερῶν γραμμάτων | Περὶ τῶν ἐν Μερόῃ | Ὠκεανοῦ περίπλους | Περὶ ἱστορίης | Χαλδαϊκὸς λόγος | Φρύγιος λόγος | Περὶ πυρετοῦ καὶ τῶν ἀπὸ νόσου βησσόντων | Νομικὰ αἴτια | Χειρόκμητα προβλήματα.
Άλλα έργα που αποδίδονται στον Δημόκριτο, προσθέτει ο Διογένης, είναι είτε επιλογές από τα συγγράμματά του, ή όντως μη αυθεντικά.
Στράβωνος περίπλους: ἡ πέραν τῶν Ἡρακλείων στηλῶν περιοχή.
Οὐδεμία μνεία στην Ταρτησσό: στην εποχή του ήταν ήδη παρελθόν…
“… Τῆς δὲ παραλίας ταύτης, εἰς ἣν ὅ τε Βαῖτις καὶ ὁ Ἄνας ἐκδίδωσι, καὶ τῶν ἐσχάτων τῆς Μαυρουσίας εἰς τὸ μεταξὺ ἐμπῖπτον τὸ Ἀτλαντικὸν πέλαγος ποιεῖ τὸν κατὰ Στήλας πορθμόν, καθ’ ὃν ἡ ἐντὸς θάλαττα συνάπτει τῇ ἐκτός. Ἐνταῦθα δὴ ὄρος ἐστὶ τῶν Ἰβήρων τῶν καλουμένων Βαστητανῶν, οὓς καὶ Βαστούλους καλοῦσιν, ἡ Κάλπη, τῇ περιοχῇ μὲν οὐ μέγα, τῷ δ’ ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι. Ἐκπλέουσιν οὖν ἐκ τῆς ἡμετέρας θαλάττης εἰς τὴν ἔξω δεξιόν ἐστι τοῦτο, καὶ πρὸς αὐτὸ Καρτηία πόλις ἐν τετταράκοντα σταδίοις ἀξιόλογος καὶ παλαιά, ναύσταθμόν ποτε γενομένη τῶν Ἰβήρων. Ἔνιοι δὲ καὶ Ἡρακλέους κτίσμα λέγουσιν αὐτήν, ὧν ἐστι καὶ Τιμοσθένης, ὅς φησι καὶ Ἡράκλειαν ὀνομάζεσθαι τὸ παλαιόν, δείκνυσθαί τε μέγαν περίβολον καὶ νεωσοίκους.
“Εἶτα Μενλαρία ταριχείας ἔχουσα, καὶ μετὰ ταῦτα Βελὼν πόλις καὶ ποταμός. Ἐντεῦθεν οἱ διάπλοι μάλιστά εἰσιν εἰς Τίγγιν τῆς Μαυρουσίας καὶ ἐμπόρια καὶ ταριχεῖαι. Ἦν δὲ καὶ Ζῆλις τῆς Τίγγιος ἀστυγείτων, αλλὰ μετῴκισαν ταύτην εἰς τὴν περαίαν Ῥωμαῖοι, καὶ ἐκ τῆς Τίγγιος προσλαβόντες τινάς· ἔπεμψαν δὲ καὶ παρ’ ἑαυτῶν ἐποίκους, καὶ ὠνόμασαν Ἰουλίαν Ἴοζαν τὴν πόλιν. Εἶτα Γάδειρα, πορθμῷ στενῷ διειργομένη νῆσος ἀπὸ τῆς Τουρδητανίας, διέχουσα τῆς Κάλπης περὶ ἑπτακοσίους καὶ πεντήκοντα σταδίους· οἱ δὲ ὀκτακοσίους φασίν. Ἔστι δ’ ἡ νῆσος αὕτη τᾆλλα μὲν οὐθὲν διαφέρουσα τῶν ἄλλων, ἀνδρείᾳ δὲ τῶν ἐνοικούντων τῇ περὶ τὰς ναυτιλίας καὶ φιλίᾳ πρὸς Ῥωμαίους τοσαύτην ἐπίδοσιν εἰς πᾶσαν εὐτυχίαν ἔσχεν, ὥστε, καίπερ ἐσχάτη ἱδρυμένη τῆς γῆς, ὀνομαστοτάτη τῶν ἁπασῶν ἐστιν. Ἀλλὰ περὶ μὲν ταύτης ἐροῦμεν, ὅταν καὶ περὶ τῶν ἄλλων νήσων λέγωμεν.
“Ἐφεξῆς δ’ ἐστὶν ὁ Μενεσθέως καλούμενος λιμὴν καὶ ἡ κατὰ Ἄσταν ἀνάχυσις καὶ Νάβρισσαν. Λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι καὶ τὰς ἐπ’ αὐταῖς πόλεις. Εἶτ’ εὐθὺς αἱ ἐκβολαὶ τοῦ Βαίτιος διχῆ σχιζόμεναι· ἡ δὲ ἀπολαμβανομένη νῆσος ὑπὸ τῶν στομάτων ἑκατόν, ὡς δ’ ἔνιοι, καὶ πλειόνων σταδίων, ἀφορίζει παραλίαν. Ἐνταῦθα δέ που καὶ τὸ μαντεῖον τοῦ Μενεσθέως ἐστί, καὶ ὁ τοῦ Καιπίωνος [Quintus Servilius Caepio] ἵδρυται πύργος ἐπὶ πέτρας ἀμφικλύστου, θαυμασίως κατεσκευασμένος, ὥσπερ ὁ Φάρος, τῆς τῶν πλοϊζομένων σωτηρίας χάριν. Ἥ τε γὰρ ἐκβαλλομένη χοῦς ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ βραχέα ποιεῖ, καὶ χοιραδώδης ἐστὶν ὁ πρὸ αὐτοῦ τόπος, ὥστε δεῖ σημείου τινὸς ἐπιφανοῦς. Ἐντεῦθεν δ’ ὁ τοῦ Βαίτιος ἀνάπλους ἐστὶ καὶ πόλις Ἐβοῦρα καὶ τὸ τῆς [Ἀρτέμιδος] Φωσφόρου ἱερόν, ἣν καλοῦσι Λοῦκεμ δουβίαν [Lucem dubiam]· εἶθ’ οἱ τῶν ἀναχύσεων τῶν ἄλλων ἀνάπλοι· καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Ἄνας ποταμός, δίστομος καὶ οὗτος, καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ἀνάπλους· εἶθ’ ὕ