Περιήγηση 10. ΜΟΥΣΙΚΗ ΨΥΧΗ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ
/ENGLISH/ Voyage 10. MUSIC MADE OF BODY AND SOUL

Αφροδίτη τού Brassempouy: τμήμα ειδωλίου από χαυλιόδοντα μαμούθ – η αρχαιότερη γνωστή απεικόνιση ανθρώπινου προσώπου (23.000 ΠΚΧ)
● Άνθρωπος: Μουσικό Ον ● Μουσική και Φύση ● Μουσική και Γλώσσα ●
“Οι αοιδοί Neanderthal” ● Ερεθίσματα Εμβρύου και “Μωρουδίστικα” ●
Ταλέντο ● Η Τέχνη τής Ψυχής και τής Ομορφιάς ● Έκσταση και Κάθαρση ● Αναστενάρια και η Απήχηση της Μουσικής ● Ήθος τής Μουσικής
του Μιχάλη Λουκοβίκα
“Δεν είναι το ισχυρότερο των ειδών που επιβιώνει, ούτε το ευφυέστερο,
αλλ’ αυτό που είναι πιο δεκτικό
στην αλλαγή.” (Κάρολος Δαρβίνος)
O ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΝ. Αυτό σημαίνει πως το τραγούδι, ο συνδυασμός τής μουσικής με τον λόγο, σε συνάρτηση με την κίνηση, τον τον χορό, αποτελεί ανέκαθεν ένα βασικό χαρακτηριστικό τού είδους, εξυπηρετώντας τις εκάστοτε ανάγκες του. Άλλωστε, αυτή η κατά Παλαμά “τριάδ’ αγία” (μουσική – λόγος – χορός) δείχνει την στενή σχέση ήχου – ψυχής – σώματος.
“Μουσική – λόγος – χορός: τριάδ’ αγία” (Κωστής Παλαμάς)
Το παράξενο είναι πως οι αρχαίοι, ακόμη και οι πρωτόγονοι, διαισθάνονταν την επίδραση του μουσικού ήχου πάνω στα σώματά τους πολύ περισσότερο από τους σύγχρονους ανθρώπους. Προφανώς, ο χριστιανισμός και το δυτικό πνεύμα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την τεράστια υποβάθμιση των αισθήσεών μας. Τώρα, λοιπόν, απαιτείται η συνεργασία εμπειρογνωμόνων πολλών κλάδων, για την πλήρη εμβάθυνση στο εν λόγω θέμα.

Σπηλαιογραφία κυνηγιού στο Lascaux
Το φυσικό ηχητικό “υλικό” παίζει βασικό ρόλο στη γένεση της μουσικής: οι θόρυβοι της Φύσης αποτελούν τις πρώτες “ύλες”, που σιγά-σιγά αρχίζουν να μορφοποιούνται. Ο Δαρβίνος θεωρεί πως ένα αρχικό ερέθισμα είναι οι φωνές των ζώων, ιδίως στην περίοδο αναπαραγωγής, τότε που επικρατεί οργασμός ήχων και κίνησης, σε τέτοιο πλούτο και τόση ποικιλία, ώστε αναπόφευκτα οι άνθρωποι μιμούνται, ανταποκρινόμενοι στο έξοχο κάλεσμα της Χορωδίας τής Φύσης. Όμως και ο άνθρωπος, ως είδος τού ζωικού βασιλείου, έχει εκ γενετής το δικό του “ρεπερτόριο”, που σταδιακά το εμπλουτίζει – αρχικά με τη μίμηση, και αργότερα με την έμπνευση.
Η εμφάνιση της τέχνης συνδέεται άμεσα με τις στοιχειώδεις εκδηλώσεις τής μαγείας, πριν καν αυτή συστηματοποιηθεί σε κάποια μορφή θρησκείας. Η ζωγραφική των σπηλαίων, μεταγενέστερη κατά πολύ της μουσικής, είναι τέχνη ωφελιμιστική: οι άνθρωποι επιδιώκουν να ξορκίσουν το ζώο που ζωγραφίζουν, ώστε να υπάρχει αφθονία θηραμάτων, ή να εξευμενίσουν το “πνεύμα” του, αν πρόκειται για θηρίο που τους προκαλεί δέος. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι σπηλαιογραφίες, κατά κανόνα, δεν βρίσκονται στο “σαλόνι” τής σπηλιάς, αλλά στο βάθος της, στο “ιερό”: είναι οι “εικόνες” τους…
Ο εξευμενισμός τού πνεύματος έχει γενικότερες εφαρμογές: λ.χ. στα φυσικά φαινόμενα, που φαντάζουν υπερφυσικά, ή κατά την ώρα τής δουλειάς, για τον συντονισμό των κινήσεων, αλλά και την καθυπόταξη του “πνεύματος” της πέτρας ή του ξύλου, που οι άνθρωποι θέλουν να μετατρέψουν σ’ εργαλείο. Η μουσική εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο. Χάθηκε, όμως, στα βάθη των αιώνων. Σήμερα, χιλιετίες μετά, έχουμε την πολυτέλεια να θαυμάζουμε τις εικαστικές επιδόσεις των ανθρώπων των σπηλαίων. Ποιος, όμως, μπόρεσε ν’ ακούσει τα τραγούδια τους;
Ρητορικό, μάλλον, το παραπάνω ερώτημα. Υπάρχει, όμως, ένα άλλο που είναι κρίσιμο ν’ απαντηθεί: Τι είναι μουσική; Ποια η προέλευσή της;

Ινδιάνικος χορός των πνευμάτων (ανατολική Καλιφόρνια): οι μορφές σχηματίζουν κυκλικό χορό.
Τι είναι μουσική; Ποια η προέλευσή της;
Η μουσική υπάρχει παντού, σε όλους τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες, ακόμη και στις πιο απομονωμένες φυλές: είναι ένα από τα γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους – ίσως και άλλων ειδών. Σε κάθε περίπτωση, η μουσική επηρεάζεται από το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός πολιτισμού, ή μιας κουλτούρας, όπως η κοινωνικοοικονομική οργάνωση, ο τρόπος ζωής, το κλίμα, η τεχνολογία… Τα συναισθήματα και οι ιδέες που εκφράζει η μουσική, το πότε παίζεται, η στάση έναντι των μουσικών και συνθετών – όλα αυτά ποικίλλουν ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο.
Όπως είπαμε, η μουσική έχει πιθανότατα την αφετηρία της σε ήχους και ρυθμούς τής Φύσης. Οι άνθρωποι μάλλον μιμήθηκαν τα φαινόμενα αυτά, χρησιμοποιώντας παρόμοια μοτίβα, μ’ επανάληψη και τονικότητα. Ακόμα και σήμερα, οι μουσικοί, κάποιες στιγμές, μιμούνται φυσικούς ήχους: λαϊκοί βιολιστές “κελαηδούν”, ή ο Beethoven στην 6η Συμφωνία του, την Ποιμενική, αναδημιουργεί τους ήχους μιας καταιγίδας με αστραπόβροντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ηχομιμητική σχετίζεται με σαμανιστικές πεποιθήσεις ή πρακτικές.(α) Χρησιμεύει επίσης στην ψυχαγωγία και τη διασκέδαση, ή σε πρακτικές λειτουργίες (λ.χ. ως δέλεαρ των ζώων στο κυνήγι).
- (α) Σαμάνος είναι όποιος θεωρείται πως έχει πρόσβαση στον “κόσμο των πνευμάτων”, όταν βρεθεί σε κατάσταση trance (πολύ διαφορετική από την κανονική κατάσταση εγρήγορσης του εγκεφάλου), ενεργώντας ως μάντης ή θεραπευτής.

Μαγδαληνό άλογο (15.000-10.000 ΠΚΧ): ένα από
τα θηράματα της εποχής, πολύ πριν εξημερωθεί.
Αν η μίμηση του κελαηδήματος θεωρείται μουσική, τότε ίσως να είναι και το ίδιο το κελάηδημα! Μάλιστα, σύμφωνα με μια μελέτη “ζωομουσικολογίας”,(β) τα κελαηδήματα βασίζονται πάνω σε μουσικές αρχές: της επανάληψης και του μετασχηματισμού. Και δεν είναι μόνον τα πουλιά: οι φάλαινες και τα δελφίνια έχουν επίσης εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις, ενώ στα τύμπανα και τα κρουστά είναι ασυναγώνιστοι οι πίθηκοι, που κτυπούν κούφια κούτσουρα, ίσως για να ορίζουν τον χώρο τους, μα δημιουργώντας ρυθμικά σχήματα, όπου ορισμένοι ανιχνεύουν στοιχεία “διαλόγου”, “αντιφωνίας”.
- (β) Η ζωομουσικολογία είναι η μελέτη τής “μουσικής” των ζώων, πλην του ανθρώπου· μάλλον, των μουσικών χαρακτηριστικών των ήχων που δημιουργούν, ή ακούν, τα υπόλοιπα ζωικά είδη, ως ένα στοιχείο επικοινωνίας ανάμεσά τους. Περιγράφεται ως “η αισθητική χρήση τής ηχητικής επικοινωνίας μεταξύ ζώων.”
Φυσικά, όλα εξαρτώνται από τον ορισμό που δίνουμε στη μουσική – αν δηλαδή ο “μουσικός” με τους ήχους του έχει πρόθεση να προκαλέσει συγκίνηση, κάτι που μάλλον συνδέεται με την ικανότητά του να κάνει κάποιες στοιχειώδεις σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον. Πριν από 60 με 30 χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι έγιναν καλλιτέχνες, δημιουργώντας κοσμήματα, διάφορα τεχνουργήματα, και σπηλαιογραφίες, ενώ, παράλληλα, άρχισαν να θάβουν τελετουργικά τούς νεκρούς. Επρόκειτο για μια μορφή “πολιτιστικής επανάστασης”. Αν υποθέσουμε πως αυτές οι νέες μορφές συμπεριφοράς υποδηλώνουν την εμφάνιση της συνείδησης, τότε και η μουσική – όπως την ξέρουμε – εμφανίστηκε στην ίδια περίοδο. Όμως, αυτή είναι μια μάλλον στενή αντίληψη περί μουσικής. Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Αφρική μέχρι σήμερα, έτσι και στην προϊστορία, η έννοια της μουσικής είναι ευρύτερη, συμπεριλαμβάνοντας τον χορό, και τη λατρεία. Τότε, μάλιστα, εξυπηρετούσε άμεσα και την επικοινωνία, στους κόλπους μιας ομάδας ανθρώπων, κι έτσι συνέβαλλε στον συντονισμό των ενεργειών, και τη σύσφιξη των σχέσεών τους. Άρα, ο ρόλος της ήταν καθοριστικός για την επιβίωση.

Charles Darwin, του George Richmond
Η μουσική προκαλεί έντονες συγκινήσεις και ανοίγει δρόμους προς άλλες μορφές συνείδησης. Σε γενικές γραμμές, τα έντονα συναισθήματα συνδέονται με την εξέλιξη (αναπαραγωγή κι επιβίωση). Ο Δαρβίνος είχε επισημάνει πόσο σημαντική είναι η μουσική στη σεξουαλική επιλογή.(γ) Το τραγούδι και ο χορός απαιτούν μεγάλα αποθέματα ενέργειας. Ο τραγουδιστής ή χορευτής, λοιπόν, όπως και το παγώνι, που επιδεικνύει τα φτερά του, έχει μέχρι σήμερα περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει κάποιο ταίρι. Υπάρχει, όμως, και αντίλογος: στα περισσότερα είδη, όπου το τραγούδι χρησιμοποιείται για επιλογή συντρόφου, είναι το θηλυκό που επιλέγει, και το αρσενικό που τραγουδά – κατά κανόνα μόνο του. Στο ανθρώπινο είδος, αντίθετα, η μουσική είναι, ως επί το πλείστον, ομαδική δραστηριότητα, όπου συμμετέχουν οι πάντες. Και είναι το μοναδικό θηλαστικό που διαθέτει τέτοιες χορωδίες μικτές (άνδρες, γυναίκες και παιδιά). Κάτι αντίστοιχο βρίσκουμε μόνο σε κάποια είδη ωδικών πτηνών τής Αυστραλίας και της Αφρικής, όπου αρσενικά και θηλυκά κελαηδούν εν χορώ.
- (γ) “Μιλώντας περί σεξουαλικής επιλογής, βλέπουμε πως ο αρχέγονος άνθρωπος, ή μάλλον κάποιος πρώιμος πρόγονος του ανθρώπου, προφανώς πρωτοχρησιμοποίησε την φωνή του αποδίδοντας όντως μουσικές πτώσεις, δηλαδή τραγουδώντας, όπως κάνουν και τώρα κάποιοι γίββωνες πίθηκοι· και ίσως συμπεράνουμε από μια ευρέως διαδεδομένη αναλογία, πως αυτήν τη δυνατότητα θα την χρησιμοποιούσαν ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια της ερωτοτροπίας των φύλων, – εκφράζοντας διάφορα συναισθήματα, όπως αγάπη, ζήλια, θρίαμβο, – αποτελώντας πρόκληση για τους αντιζήλους. Πιθανολογείται, συνεπώς, πως η μίμηση μουσικών κραυγών από αρθρωμένους ήχους ίσως να οδήγησε στην εμφάνιση λέξεων που εξέφραζαν διάφορα πολύπλοκα συναισθήματα.” (Δαρβίνος, Η Καταγωγή τού Ανθρώπου).
Προφανώς, το πρώτο μουσικό “όργανο” ήταν η φωνή τού ανθρώπου, που, έστω και πριν από την κατάκτηση του λόγου, διέθετε μια τεράστια γκάμα εκφραστικών μέσων: τραγούδι, μουρμουρητό, σφύριγμα (άλλη τεράστια γκάμα), ποικίλους ήχους που παράγονται με το στόμα, μίμηση φυσικών ήχων, κραυγή, γέλιο, κλάμα, βήχα, χασμουρητό… (βλέπε Η καταγωγή των ειδών, του Δαρβίνου, σχετικά με τη μουσική και την ομιλία). Προσθέστε σε όλους αυτούς τους ήχους την κίνηση: όχι μόνον τον χορό, αλλ’ επίσης τις γκριμάτσες, τις χειρονομίες, και την επιμέρους κίνηση των μελών τού σώματος (κεφάλι, άνω και κάτω άκρα). Άρα, τα πρώτα κρουστά “όργανα” ήταν τα παλαμάκια, οι κρούσεις των δακτύλων, πέτρες, ξύλα, και ό,τι άλλο είναι χρήσιμο για τον τονισμό τού ρυθμού. Η οργανοποιία εμφανίζεται πολύ αργότερα, όταν ο άνθρωπος αρχίσει να φτιάχνει εργαλεία.

Το αρχαιότερο γνωστό μουσικό όργανο: μια φλογέρα, πιθανόν των Neanderthal,
που τμήμα της βρέθηκε στη Σλοβενία
Να ξεκαθαρίσω, με την ευκαιρία, πως μπορεί να μιλώ περί “ανθρώπων”, αλλά επί της ουσίας αναφέρομαι στους ανθρωπίνους. Τ’ αρχαιότερα εργαλεία, που βρέθηκαν στην Τανζανία, φτιάχτηκαν εδώ και 2,6 εκατομμύρια χρόνια, ήτοι αρκετά πριν από την εμφάνιση των διαφόρων ειδών τού ανθρώπου (Homo). Υποθέτουμε πως τεχνίτες των πρώτων εργαλείων ήταν οι Αυστραλοπίθηκοι, που παρέδωσαν κατόπιν την γνώση τους στον Homo habilis. Οι πρόγονοί μας πέρασαν σε νέα φάση επεξεργασίας εργαλείων πριν από 1,7 εκατομμύρια χρόνια με τον Homo erectus. Υποστηρίζω, λοιπόν, πως ο ήχος προϋπήρξε του λόγου, και πως η μουσική, το τραγούδι a capella (χωρίς οργανική συνοδεία), εμφανίστηκε μαζί με την φωνή, ως χαρακτηριστικό κάποιων ανθρωπίνων, ή και ανθρωποειδών. Είναι, άλλωστε, δεδομένο πως γεννήτορας της μουσικής δεν ήταν ο Homo sapiens – που λέγεται, μάλιστα, πως… υστερούσε μουσικά έναντι του Neanderthal!
Στη μελέτη του The Singing Neanderthals / The Origins of Music, Language, Mind and Body, ο Steven Mithen, αρχαιολόγος και καθηγητής πρώιμης προϊστορίας στο πανεπιστήμιο του Reading στην Αγγλία, αναπτύσσει κυρίως δυο απόψεις: υποστηρίζει α) την παράλληλη εξέλιξη αυτών που ο σύγχρονος άνθρωπος αποκαλεί μουσική και γλώσσα, καθώς και β) μια πρωτότυπή του ιδέα, πως οι Neanderthal διέθεταν μιαν ιδιόμορφη πρωτο-μουσική/γλώσσα: ήταν ολιστική (δεν ήταν αποσπασματική), επιδραστική (επηρεάζοντας τα συναισθήματα και άρα, τη συμπεριφορά εκατέρωθεν), πολυτροπική (με ήχο και κίνηση), μουσική (χρονικά ελεγχόμενη, ρυθμική και μελωδική), και μιμητική (με ηχητικούς συμβολισμούς και χειρονομίες) – “ένας προ-γλωσσικός μουσικός τρόπος σκέψης και δράσης.” Να γιατί οι Manuel de Falla και Federico García Lorca “υποθέτουν πως το chanting [ο ‘προσωδιακός βοκαλισμός’] είναι η πρωταρχική μορφή γλώσσας”, ότι δηλαδή το τραγούδι είναι προγενέστερο της λαλιάς: η “προσῳδία”, κατά τον Αριστόξενο, ήταν “λογώδες μέλος”, δηλαδή η “μελωδία” που προκύπτει κατά την εκφορά τού αρχαίου ελληνικού λόγου, που ήταν μουσικός, και όχι δυναμικός όπως τώρα (βλέπε Περιήγηση 4α).
“Οι αοιδοί Neanderthal” (Steven Mithen)
Εν αρχή ην ο ήχος: η μουσική προηγείται του λόγου
Στην κριτική τού βιβλίου αυτού, η Ellen Dissanayake, του πανεπιστημίου τής Washington στο Seattle, απαριθμεί αρχικά τον… ωκεανό γνώσεων που προϋποθέτει μια ανάλογη μελέτη: εξελικτική θεωρία· εξέλιξη του ανθρώπου (περιβάλλον, τρόπος ζωής, κοινωνική ζωή)· παλαιοαρχαιολογία (στοιχεία περί γλωσσικών και μουσικών ικανοτήτων, και της ανάπτυξής τους)· ανατομία (αυτί, φωνητική οδός, εγκέφαλος και μουσικές ικανότητες)· νευροβιολογία (χημεία εγκεφάλου, πρόσληψη μουσικής και συγκίνηση, νευροανατομία μουσικής)· προέλευση κι εξέλιξη της γλώσσας (ομοιότητες και διαφορές της με τη μουσική, σημασιολογία, σύνταξη, προσωδία)· συστήματα επικοινωνίας παρόμοια με τη μουσική σε άλλα ζώα (λ.χ. πρωτεύοντα, φάλαινες, πουλιά, κλπ.) και η σχέση τους με την ανθρώπινη επικοινωνία· μουσική ψυχολογία και γλωσσική συμπεριφορά βρεφών και παιδιών· εθνομουσικολογία· μουσική τέχνη και πράξη· καθώς και τα πορίσματα της μουσικοθεραπείας και της ψυχολογίας τής μουσικής συγκίνησης. Μπορούμε ν’ αναφέρουμε επίσης τη βιομουσικολογία, και την εξελικτική μουσικολογία.

Επιτιθέμενη Neanderthal: η απεικόνιση στο National Geographic είναι παραπλανητική μάλλον, αφού, κατά το άρθρο, τα γονίδια που συνδέονται με την επιθετικότητα του σύγχρονου ανθρώπου μάλλον απουσίαζαν από το DNA των Neanderthal. Αυτό ίσως εξηγεί και την εξαφάνισή τους…
Οι κατά Mithen “αοιδοί Neanderthal” διέθεταν μεν φωνητική οδό κι έλεγχο της αναπνοής για ν’ αναπτύξουν τον λόγο, όμως τους έλειπε το νευρωνικό δίκτυο, που είναι αναγκαίο για την γλώσσα. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως εν αρχή ην ο ήχος: η μουσική προηγείται του λόγου. Επιπλέον, οι άνθρωποι προ του Sapiens, όπως οι Neanderthal, μάλλον δεν διέθεταν μεταφορική σκέψη – την ικανότητα να έχουν ταυτόχρονα κατά νου πληροφορίες από ποικίλα και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Συμβολικά τεχνουργήματα δεν έχουν βρεθεί στους τόπους κατοικίας τους, κάτι που υποδηλώνει την απουσία συμβολικής σκέψης και, συνεπώς, συμβολικού λόγου: της γλώσσας. Όμως, οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν σε τόσο εχθρικό περιβάλλον, στην εποχή των πάγων, απαιτούσαν πολύπλοκη “συγκινησιακή” επικοινωνία και συνεργασία. Έτσι, ανέπτυξαν ένα “μουσικού τύπου σύστημα επικοινωνίας, πιο σύνθετο κι εξελιγμένο από εκείνα των προηγούμενων ειδών Homo”. O Mithen τονίζει τη σημασία τής “συγκινησιακής ευφυΐας” – της ικανότητας να εκφράζει κανείς τα συναισθήματά του με το πρόσωπο, την φωνή, και το σώμα, και να μπορεί ν’ αποκωδικοποιεί τα συγκινησιακά σήματα των άλλων.
Η Μουσική ως Μητέρα τού Λόγου
(Rousseau, Herder, Humboldt, Darwin)
-
● Η Μουσική (το τραγούδι) ως Μητέρα τού Λόγου (της γλώσσας) είναι ιδέα που συμμερίζονται οι Jean-Jacques Rousseau, Johann Gottfried Herder, Wilhelm von Humboldt, και Darwin. Γίνεται αυτό σαφές εξετάζοντας την προφορά σε διάφορες γλώσσες: πλησιέστερα στην αρχική πηγή βρίσκονται αυτές που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως “μελωδικές” γλώσσες, όπως η κινεζική, όπου η κάθε συλλαβή εκφέρεται σε διαφορετικό φθόγγο (νότα), ή τονικό ύψος (pitch). Έπειτα είναι οι “μουσικές” γλώσσες, όπως η αρχαία ελληνική, όπου μόνον η τονιζόμενη συλλαβή εκφέρεται σε υψηλότερο τονικό ύψος. Κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, μάλιστα, το διάστημα ανάμεσα στην τονισμένη συλλαβή και τις μη τονισμένες έφτανε στο διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα πέμπτης (λ.χ. Mi-Si, βλέπε σχετικά Περιήγηση 9α). Τέλος, είναι οι “δυναμικές” γλώσσες, όπως η νέα ελληνική, όπου ο τονισμός αποδίδεται με την αυξημένη ένταση της φωνής και όχι την αυξημένη οξύτητά της. Κατανοούμε τη διαφορά στην αρχαία ελληνική ποίηση, όπου οι τόνοι δεν επηρεάζουν τον ρυθμό στα ποιητικά μέτρα, κάτι που θα συνέβαινε αν είχαμε δυναμικό τονισμό. Ο ποιητικός ρυθμός ήταν μουσικός, προσωδιακός (εναλλαγή μακρών και βραχέων φωνηέντων), και όχι δυναμικός. (Αρχαία προσῳδία: άσμα με μουσική συνοδεία).
Το εντυπωσιακό είναι πως το τραγούδι ήταν προτιμότερο της ομιλίας. Γιατί, άραγε, τα σύμβολα του λόγου – οι λέξεις – ήταν λιγότερο αξιόπιστα από μια συγκινητική μελωδία; Ποια τα υπέρ και τα κατά τής γλώσσας;
Τι είναι γλώσσα; Ποια η προέλευσή της;
“Τι είναι γλώσσα; Ποια η προέλευσή της;” Αυτό διαβάζουμε στην είσοδο ενός συνεδριακού κέντρου, όπου γίνεται ένα άκρως ενδιαφέρον διεθνές συμπόσιο. Εντός του, φυσικά, οι πάντες… διαφωνούν με τους πάντες, όμως υπάρχει και μια επωδός, όπου όλοι σχεδόν συμφωνούν, κάτι που διέφυγε της προσοχής ακόμη και του Δαρβίνου: προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλώσσας, λένε, είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη στους κόλπους τής φυλής – αυτό που εμείς ονομάζουμε “κοινωνία”! Άρα, κάποιος κοινωνικός μετασχηματισμός αύξησε την εμπιστοσύνη σε πρωτοφανή επίπεδα, απελευθερώνοντας εν δυνάμει γλωσσοπλαστικές ικανότητες, που παρέμεναν ως τότε αδρανείς. Σε κανονικές συνθήκες, όπως είναι γνωστό στους πάντες, “οι λέξεις είναι φτηνές”, “έπεα πτερόεντα”, “λόγια τού αέρα”, σύμβολα αναξιόπιστα, που δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στα μέλη τής φυλής για την επιβίωσή τους – δηλαδή, η γλώσσα ήταν αναξιόπιστη ως βάσιμη εξελικτικά στρατηγική.
Όταν ακούμε μια γάτα να γουργουρίζει, ξέρουμε σίγουρα ότι νιώθει υπέροχα! Εμπιστευόμαστε τον ήχο γιατί, απλούστατα, το ζώο δεν μπορεί να υποκριθεί. Οι φωνές των πρωτευόντων ίσως να μην είναι τόσο αξιόπιστες. Η κοινωνική ευφυΐα τους χαρακτηρίζεται… “μακιαβελική” – ιδιοτελής και δίχως ηθικούς ενδοιασμούς. Συχνά οι πίθηκοι προσπαθούν να εξαπατήσουν τους άλλους, και είναι μονίμως “στην τσίτα”, μπας και “την πατήσουν” και οι ίδιοι! Παραδόξως, αυτό ακριβώς θεωρείται πως εμποδίζει την εξέλιξη της επικοινωνίας τους, ώστε να γίνει παρόμοια με γλώσσα! Το προφορικό σήμα μοιάζει με την κραυγή “Λύκοι!” τού βοσκού που ήθελε να κοροϊδέψει τους άλλους, στην γνωστή ηθικοπλαστική σχολική ιστορία. Μόλις αποδειχθεί ψεύτικο, κανείς δεν το παίρνει τοις μετρητοίς, και αδιαφορεί. Συνεπώς, χρειάζονται κοινωνικά αξιόπιστοι θεσμοί, στους οποίους ο κάθε κατεργάρης, “πίθηκος” ή “βοσκός”, να λογοδοτεί. Σε μια κοινωνία κυνηγών και συλλεκτών τροφής, ο βασικός μηχανισμός που εμπνέει εμπιστοσύνη είναι οι ομαδικές τελετουργίες. (Στην κοινωνία μας, τα παραπάνω εξηγούν επαρκώς την κρίση που μας ταλανίζει…)
“Μωρουδίστικα” και ηχητικά ερεθίσματα εμβρύου

“Αφροδίτη” τού Willendorf (28.000-25.000 ΠΚΧ) – η παρουσία μόνον χαρακτηριστικών αναπαραγωγής, και όχι προσώπου, ίσως υποδηλώνει Μητέρα Θεά.
Έσχατο μα όχι λιγότερο σημαντικό είναι αυτό που ονομάζουμε “μωρουδίστικη γλώσσα” – όχι αυτή των μωρών, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν ακόμη να μιλήσουν, αλλ’ αυτήν που χρησιμοποιούν οι ενήλικες (συνήθως οι μητέρες), όταν απευθύνονται στα βρέφη, αγγίζοντας και χαϊδεύοντάς τα: είναι γλώσσα μελωδική και κυματιστή, μ’ έντονες χειρονομίες, υπερβολικές εκφράσεις τού προσώπου, και ρυθμικές κινήσεις τού κεφαλιού και του σώματος. Πρόκειται, όντως, για γλώσσα, αφού το μωρό καταλαβαίνει το νόημα όλων αυτών των ήχων και κινήσεων: κατανοεί, δηλαδή, τις προθέσεις τής μητέρας του. Με την έννοια αυτή, η εν λόγω γλώσσα είναι παρόμοια με τη μουσική, έχοντας δύο κύριες λειτουργίες: να ενισχύσει την σχέση μητέρας-παιδιού, και να βοηθήσει το βρέφος να μιλήσει. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες επιβίωσής του. Η ικανότητα του ανθρώπου να συγχρονίζεται μ’ έναν εξωτερικό παλμό – που μάλλον είναι άγνωστη στα υπόλοιπα θηλαστικά, ακόμη και στα πρωτεύοντα – απορρέει από την αρχέγονη αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους, η οποία έπειτα μετεξελίχθηκε σ’ ένα είδος πρωτο-μουσικής, αλλά και πρωτο-γλώσσας.
Τα “μωρουδίστικα” έχουν το ίδιο “λεξιλόγιο” σε όλους τους πολιτισμούς. Ο τρόπος που μητέρες και μωρά αυξομειώνουν τις φωνές τους, αλλάζουν ταυτόχρονα εκφράσεις, και κινούν τα χέρια τους, είναι παρόμοιος παντού, παρά τις γλωσσικές διαφορές, όπως ανάμεσα σε μουσικές και δυναμικές γλώσσες. Οι λόγοι μπορεί να είναι γενετικοί, ή και περιβαλλοντικοί – με την έννοια πως όλα τα έμβρυα αναπτύσσονται σε παρόμοιο περιβάλλον, και διαθέτουν ακοή είκοσι εβδομάδες πριν από τη γέννηση, πολύ περισσότερο από ό,τι τα υπόλοιπα ζώα, που στην πλειονότητά τους αποκτούν ακοή αφού γεννηθούν. Στο ίδιο διάστημα, το ανθρώπινο έμβρυο αντιλαμβάνεται επίσης την κίνηση και τον προσανατολισμό. Διαισθάνεται, επιπλέον, τη συγκινησιακή κατάσταση της μητέρας του, μέσω των ήχων στο εσωτερικό τού σώματός της (φωνή, κτύποι καρδιάς, βήματα, πέψη, κλπ.)· έτσι προσαρμόζει τις απαιτήσεις του μετά από τη γέννηση (π.χ. κλάμα), αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πιθανότητες επιβίωσής του. Η ικανότητα του εμβρύου να μαθαίνει και να θυμάται ηχητικά μοτίβα, φαίνεται να επιβεβαιώνει την θεωρία αυτή. Σε αυτήν την περίπτωση, οι εσωτερικοί ήχοι τού ανθρώπινου σώματος, και η σχέση τους με τη συγκινησιακή κατάσταση, πιθανόν να συνδέονται με την σχέση ανάμεσα σε διάφορα ηχητικά-ρυθμικά πρότυπα στη μουσική και το έντονο συγκινησιακό τους φορτίο.
“Το ανθρώπινο ον είναι εκ φύσεως μουσικό ον”. (Iégor Reznikoff)
-
“Ο άνθρωπος”, παρατηρεί ο Iégor Reznikoff,(δ) “είναι ένα ον που μιλά. Είμαι όμως απόλυτα σίγουρος πως είναι και μουσικό ον, ένα ον που τραγουδά, όπως και τα πουλιά κελαηδούν. Είναι γνωστό πως τα διάφορα είδη πουλιών ξεχωρίζουν και από τον τρόπο κελαηδήματος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, που ξεχωρίζουν όχι μόνον από την ομιλία τους, αλλά και από το τραγούδι τους.
- (δ) Τις παρατηρήσεις τού Reznikoff κατέγραψε η Δέσποινα Παϊσίδου-Λαζαρίδου στους Δελφούς το 1986, για την εκπομπή “Όσο ζω μαθαίνω”, στην ραδιοφωνία τής ΕΡΤ-3. Τότε άνοιξε και ο δικός μου δρόμος προς τα ερτζιανά, αναλαμβάνοντας ως ειδικός συνεργάτης, στον πρώτο κύκλο εκπομπών, με θέμα το “Χρονικό τής μουσικής” (ως κειμενογράφος, παρουσιαστής και μουσικός επιμελητής). Έτσι έμαθα τι εστί ραδιόφωνο: παρακολουθώντας την παραγωγό Καίτη Βλάχου, με την απέραντη υπομονή, και την ευρύτητα πνεύματός της: με άφησε να πω από ένα δημόσιο μέσο όλα εκείνα που δεν μου επιτρεπόταν τότε ν’ αναπτύξω σ’ ένα… ιδιωτικό (εφημερίδα Θεσσαλονίκη).

Η εκπαίδευση του Αχιλλέα από τον Χείρωνα (νωπογραφία στο Ηράκλειον, πόλη πλουσιότερη της γειτονικής Πομπηίας)
-
“Αυτά τα χαρακτηριστικά πιστεύω πως εντάσσονται στην ανθρώπινη φύση. Είναι βαθιά συνδεδεμένα με την οργανική φύση τού ανθρώπου – το αυτί του και το λαρύγγι του, δηλαδή τις φωνητικές του ικανότητες. Έτσι γεννιέται, κι έτσι δημιουργείται από τη σύλληψή του. Το παιδί λ.χ. ακούει ακόμη και όταν βρίσκεται ως έμβρυο στη μήτρα τής μάνας του, και θυμάται ορισμένα στοιχεία μουσικής, και την φωνή τής μητέρας του, ή το τραγούδι της.(ε)
- (ε) “Οι φωνές και τα ηχητικά ερεθίσματα στα οποία υποβάλλεται το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όχι μόνο γίνονται αντιληπτά, αλλά και καταγράφονται στην μνήμη του”, διαπίστωσε μια επιστημονική ομάδα, που έκανε σχετική μελέτη. “Έτσι, αν ως έμβρυο άκουγε την απαλή μουσική των φυσικών οργάνων, ως βρέφος ηρεμεί και ησυχάζει αμέσως υπό τους ήχους αυτούς, ενώ κάποιο άλλο μωρό, που δεν είχε τέτοια εμπειρία όσο ήταν στην κοιλιά τής μάνας του, συνεχίζει να στριγκλίζει”…
-
● Επιπλέον, εκτός από τους “αοιδούς Neanderthal”, μαθαίνουμε πως ακόμη και τα έμβρυα “άδουν”! Σύμφωνα με μια έρευνα του Ινστιτούτου Marquès τής Βαρκελώνης, τα έμβρυα αντιδρούν σε ηχητικά ερεθίσματα και “τραγουδούν”… Οι ερευνητές έδειξαν ότι το έμβρυο μπορεί ν’ ανιχνεύει ήχους, και μάλιστα ν’ αντιδρά, κουνώντας το στόμα και την γλώσσα, αποδεικνύοντας ότι τ’ αυτιά των εμβρύων είναι πλήρως ανεπτυγμένα από την 16η εβδομάδα τής κύησης. Η επικεφαλής τής έρευνας είπε ότι τα έμβρυα ανταποκρίθηκαν στη μουσική, κουνώντας το στόμα τους, σαν να προσπαθούσαν να μιλήσουν, ή να τραγουδήσουν. Η μουσική ενεργοποιεί το τμήμα τού εγκεφάλου που συνδέεται με την επικοινωνία, και με το άκουσμά της, τα έμβρυα αντιδρούν με κινήσεις παρόμοιες με αυτές της κραυγής, το πρώτο στάδιο πριν από την ομιλία και το τραγούδι.
-
“Η μουσική έχει βαθιές ρίζες στον άνθρωπο. Το τραγούδι χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Δεν είναι κάτι πρόσφατο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Ο μηχανισμός τής ακοής, και η σχέση που έχει με την ομιλία, χαρακτηρίζονται από περιπλοκότητα κι εντοπίζονται βαθιά μες στον εγκέφαλο. Άρα, δεν μπορεί να είναι κάτι πρόσφατο. Με δυο λόγια: το ανθρώπινο ον είναι εκ φύσεως μουσικό ον.”
Γενικά μιλώντας, τα διάφορα είδη γεννώνται μεν ως tabula rasa, όσον αφορά τις επίκτητες ικανότητές τους – αυτές που πρέπει ν’ αποκτήσουν μετά από τη γέννησή τους, ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες που αντιμετωπίζει το κάθε είδος για την επιβίωσή του. Φέρουν, όμως, στο DNA τους, όλες εκείνες τις κληρονομικές ικανότητες και ιδιότητες, που ξεκίνησαν ως επίκτητες (όρθια στάση, άρθρωση λόγου κ.ά.), και οι οποίες εξασφάλισαν στο είδος την επιβίωσή του κατά τις χιλιετίες τής εξέλιξής του. Εδώ είναι αποθηκευμένη όλη η σοφία τού παρελθόντος – μαζί, φυσικά, με τις μουσικές ικανότητες.
Ωστόσο, η έμφυτη κλίση στη μουσική, το ταλέντο, το μουσικό αυτί, δεν διακρίνουν όλους τούς ανθρώπους, αλλά μάλλον μια μειοψηφία. Πώς γίνεται κάποιοι άνθρωποι να τραγουδούν όμορφα, ή έστω σωστά, και άλλοι, που αγαπούν εξίσου τη μουσική, να είναι φάλτσοι;
-
“Υπάρχει έμφυτη μουσική προδιάθεση, το μουσικό ταλέντο, που πολλές φορές είναι κληρονομικό: απόδειξη η οικογένεια Bach”, λέει ο καθηγητής Δημήτρης Θέμελης. “Αλλά σε γενικές γραμμές, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν μέχρις ένα σημείο μουσική. Οι περισσότεροι είναι παράφωνοι, επειδή δεν έχουν σωστή μουσική παιδεία – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που μπορεί να έχουν κάποιο οργανικό πρόβλημα, λ.χ. βαρηκοΐα. Ή μπορεί ν’ ακούν σωστά και να έχουν κάποια κλίση στη μουσική, αλλά ν’ αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα στους μύες τού λάρυγγα. Έχουμε περιπτώσεις διακεκριμένων μουσικών, παραγωγικών συνθετών, που είναι ‘παράφωνοι’, δηλαδή δεν μπορούν να τραγουδήσουν γι’ αυτόν τον λόγο.”
Πώς, όμως, γίνεται στον Τρίτο Κόσμο, και δη στα χωριά του, οπουδήποτε μακριά από αστικά μητροπολιτικά κέντρα, ήτοι όπου τα παιδιά αναθρέφονται με την φυσική διαδικασία, σχεδόν οι πάντες να τραγουδούν και να χορεύουν σωστά; Ιδού η απάντηση της Ellen Dissanayake:
-
“Δεν είναι η προφορική γλώσσα που επικαλύπτει ή παρεμποδίζει τις μουσικές ικανότητες, αλλά οι συνθήκες των εκσυγχρονισμένων κοινωνιών, οι οποίες έχουν καταστήσει τη μουσική μια εξειδίκευση – ατομικότητα, ανταγωνιστικότητα, κατηγοριοποίηση, και ακαδημαϊσμό – ενισχυμένη από τον υψηλό βαθμό λόγιας (και όχι προφορικής, αυτοσχεδιαστικής) εκπαίδευσης που απαιτείται για να διαβάσει (ή να συνθέσει) κανείς παρτιτούρες, ή και λογοτεχνικά κείμενα. Σε μικρές προ-νεωτερικές κοινωνίες (και σε κάθε μεγάλη σύγχρονη πόλη τής υποσαχάριας Αφρικής, ή και σε παιδιά οπουδήποτε, αν εκτίθενται συχνά-πυκνά σε δημόσιες μουσικές εκδηλώσεις), ο καθένας συμμετέχει στη μουσική – τακτικά, αυθόρμητα, και ολόψυχα – κι έτσι επωφελείται από τα πολλά πλεονεκτήματα προσαρμογής” που η δραστηριότητα αυτή προσφέρει.
Βλέπετε, λοιπόν, πόσο καθοριστικός είναι ο ρόλος τής μητέρας, κι εν γένει του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, για την ανάπτυξη της έμφυτης μουσικής κλίσης σ’ ένα παιδί. Έτσι, μάλλον, εξηγείται η ύπαρξη όχι μόνον μουσικών οικογενειών, μα και μουσικών φυλών, όπως οι τσιγγάνοι και οι μαύροι. Δεν είναι κληρονομικά τα πάντα, παρά τον σημαντικό ρόλο τής κληρονομικότητας: οι εν δυνάμει ικανότητες πρέπει να καλλιεργηθούν, αλλιώς θα παραμείνουν σε υπολανθάνουσα κατάσταση, εν αχρηστία, σαν κάποιο ατροφικό μέλος.
-
“Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Αφροαμερικάνοι έχουν αυτό το θείο δώρο”, σχολιάζει ο Reznikoff, αναφερόμενος στην έμφυτη τάση, το ειδικό ταλέντο. “Οι Αφρικανοί έχουν μεγάλη παράδοση στη μουσική και το τραγούδι. Επιπλέον, έχουν κρατήσει μερικούς πρωτόγονους τρόπους έκφρασης και συναισθήματος, κι έτσι είναι ίσως πιο κοντά στην αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες επίσης αγαπούσαν πολύ το τραγούδι και τον χορό, όπως και οι Άραβες σήμερα.
-
“Αφού είμαστε ανθρώπινα όντα, με την αίσθηση της ακοής και της όρασης, συμβαίνει να έχουμε και σταθερές στην τέχνη. Αυτές οι σταθερές στη μουσική σχετίζονται με τους φυσικούς νόμους τού συντονισμού και της συνήχησης: όταν πάλλεται μια χορδή, ακολουθεί τους νόμους που διέπουν τον ήχο, παράγοντας ήχους και αρμονικές, που ευχαριστούν την ακοή μας – άρα, το σώμα μας ανταποκρίνεται.
-
“Είναι εντυπωσιακό, ένα όργανο σαν την κιθάρα να υπάρχει σε όλους τούς πολιτισμούς. Η συμπεριφορά τής χορδής και των σωμάτων είναι ίδια παντού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους αυλούς. Σημειωτέον πως τα όργανα αυτά χρησιμοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους σε όλους τούς πολιτισμούς. Αλλά μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, κι εκτός από τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, βλέπουμε να υπάρχουν παντού οι ίδιοι μουσικοί νόμοι. Πρόκειται για μια παγκόσμια αντίληψη περί συνήχησης, επειδή ακριβώς έχουμε να κάνουμε μ’ έναν φυσικό νόμο.
-
“Την αντίληψη αυτήν, όμως, την χάσαμε από τις αρχές τού 19ου αιώνα που μπήκε στη μουσική το πιάνο, αλλάζοντας το φυσικό κούρδισμα των οργάνων. Γιατί το πιάνο χορδίζεται διαφορετικά, με τα εξισωμένα διαστήματα της συγκερασμένης κλίμακας. Αυτό το κούρδισμα είναι λαθεμένο, αν το εξετάσουμε από την άποψη του φυσικού συντονισμού. Οφείλεται στην τεράστια ανάπτυξη της μουσικής – αλλά ενός είδους καλλιεργημένης, συναισθηματικής, εγκεφαλικής μουσικής, που εγκατέλειψε την φυσική της βάση, την ριζωμένη στο σώμα και την ψυχή.
-
“Το αντίστοιχο συνέβη και στην ζωγραφική: Έχουμε την αρχαία τέχνη, ή ακόμη και την αγιογραφία, κι έπειτα έχουμε την τέχνη τής ομορφιάς, ακόμη κι αν απεικονίζει αγίους ή την Θεοτόκο. Αν δεις τη Madonna τού Ραφαήλ, είναι πραγματικά όμορφη, οι κινήσεις της είναι όμορφες, και η τέχνη βρίσκεται σε αυτήν την ομορφιά, και όχι στη δύναμη που ασκεί βαθιά μες στην ψυχή σου μια αγιογραφία. Χάσαμε, λοιπόν, αυτές τις βαθιές ρίζες που σχετίζονται με τα βιολογικά μας σώματα – γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε υλικά όντα, που υπακούμε στους φυσικούς νόμους. Τώρα η τέχνη είναι πάρα πολύ εγκεφαλική, όπως λ.χ. η αφηρημένη τέχνη, ή ακόμα η μουσική με ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
-
“Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν λεπτό, φίνο αυτί, που έπιανε όλες τις αποχρώσεις. Η λύρα ήταν μαλακό όργανο, όπως και τα παλιά παραδοσιακά. Αλλά και όταν άκουγε κανείς τη μουσική των οργάνων αυτών, χρησιμοποιούσε πιο πολύ το πνεύμα του – ας θυμηθούμε και τη μεγάλη διάρκεια των κειμένων των παλιών τραγουδιών. Τώρα, βέβαια, έχουμε εκείνα τα τεράστια μηχανήματα με τα πολλά decibel! Όλα τα όργανα είναι ενισχυμένα κι έχουν τροποποιηθεί προς τον σκοπό αυτό. Το βιολί είναι πια σκληρό όργανο, όπως και το πιάνο.
-
“Εγώ, προσωπικά, πιστεύω στην φυσική προσέγγιση της αρχαιότητας – χωρίς να τη μιμούμαστε και να την αντιγράφουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε στη λεπτή ακουστική τής αρχαιότητας, γιατί ο άνθρωπος, εν τέλει, παραμένει ο ίδιος ψυχή τε και σώματι! Αυτοί οι φυσικοί νόμοι – οι τόσο πλούσιοι, που δημιούργησαν όλους εκείνους τους πολιτισμούς – είναι σαν οξυγόνο για μας. Στις μεγαλουπόλεις, βέβαια, μπορεί να ζούμε μες στην ρύπανση της ατμόσφαιρας, αλλά δεν είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτό: είναι καλύτερα ν’ αναπνέουμε καθαρό αέρα…
-
“Σκοπός τής μουσικής στην αρχαιότητα δεν ήταν απλώς η διασκέδαση. Είχε να κάνει κυρίως με τον αόρατο κόσμο. Αυτό ισχύει και για τους πυθαγόρειους, και στη συνέχεια για την πλατωνική σχολή, και παλαιότερα για την ορφική παράδοση, που επηρέασε και την χριστιανική Εκκλησία. Για την ορφική παράδοση, η μουσική χρησιμεύει πράγματι στη σύνδεση με το αόρατο: στην προετοιμασία τού ταξιδιού τής ψυχής μετά θάνατον ως την αιωνιότητα”…

Ορφέας, του Marc Chagall
Ο “λαβύρινθος” τής σκέψης τού Reznikoff, και οι αντιδιαστολές “μαλακών” και “σκληρών” οργάνων, μπορεί να μας μπερδεύουν. Το κλειδί για την κατανόησή του βρίσκεται σ’ εκείνο το πολύ εύστοχο παράδειγμα από τον χώρο τής ζωγραφικής. Οι γλυκές μελωδίες και οι απαλές φωνές λ.χ., στα περισσότερα νανουρίσματα, είναι το αντίστοιχο της Μαντόνας τού Ραφαήλ. Το εντελώς αντίθετο πρότεινε ο Πλάτων για τα παιδιά που δύσκολα τα πιάνει ύπνος: “αι μητέρες ουχ ησυχίαν αυτοίς προσφέρουσιν, αλλά τουναντίον κίνησιν, και ατεχνώς οίον καταυλούσι των παιδίων”. Αν πειραματιστεί κανείς, λένε, βλέπει πως η… πλατωνική τεχνική είναι άκρως αποτελεσματική!
ΑΝΑΛΟΓΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ, φαίνεται, διακατέχει και τους ψυχοθεραπευτές που, (ότ)αν χρησιμοποιούν τη μουσική, επιλέγουν κομμάτια με απαλούς ήχους, έχοντας στο βάθος, για… γαρνιτούρα, νερά να κελαρύζουν και πουλάκια να κελαηδούν. Οι αρχαίοι, κατά τις ψυχοθεραπευτικές τους τελετές, επεδίωκαν ακριβώς το αντίθετο, με την σκόπιμα έντονη και μονότονα επαναλαμβανόμενη μουσική.
Κάθαρσις: ψυχικός και ηθικός εξαγνισμός μέσω διονυσιακής έκστασης…
Οι θεατές τής αρχαίας τραγωδίας υφίσταντο κάθαρση με τα συναισθήματα οίκτου και φόβου που προκαλούσαν τα πάθη
και το τραγικό τέλος των ηρώων. (Αριστοτέλης)
“Τὸ πῦρ καθαίρει, τὸ δὲ ὕδωρ ἀγνίζει”, έλεγε ο Πλούταρχος. Κάθαρση, στην αρχαία Ελλάδα, ονόμαζαν τον ψυχικό και ηθικό εξαγνισμό μέσω διονυσιακής έκστασης.(ς) Παίζοντας κατάλληλες μελωδίες και ρυθμούς, προκαλούσαν την έξαψη του ψυχικά διαταραγμένου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επακολουθήσει η αντίδραση, που θα τον ξανάφερνε στην πρότερή του φυσιολογική κατάσταση. Πρόκειται για μεθόδους μαγείας, που επιβίωναν ακόμη και στον “πολιτισμένο” κόσμο ως τη δεκαετία τού ’60. Τώρα που έχουμε τόσο “εκπολιτιστεί”, δύσκολα μας εξάπτουν οι μουσικοί ήχοι…
- (ς) Αυτή είναι η αρχική σημασία τής λέξης, όχι εκείνη που προβάλλεται σε περιόδους έξαρσης της πολιτικής διαφθοράς. Κάθαρση, κατά τον Αριστοτέλη, υφίσταντο και οι θεατές τής αρχαίας τραγωδίας, με τα συναισθήματα οίκτου και φόβου, που προκαλούσαν τα πάθη και το τραγικό τέλος των ηρώων.

Κυβέλη και Άττις, τρεις Κορύβαντες, Αιών, Ήλιος, Σελήνη, Εωσφόρος, Έσπερος, Ποσειδών, Θέτις, και Γαία, στη
φιάλη τού Parabiago (2ος-4ος αιώνας ΚΧ)
-
“Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο έλος (εστία μολύνσεων και πυρετών), τις συνακόλουθες νευροψυχικές διαταραχές και την ίασή τους με τη μουσική στις θεραπευτικές τελετουργίες των Κορυβάντων και των Βακχίδων”,(ζ) έγραψε η Denise Jourdan-Hemmerdinger στη σύνοψη της ανακοίνωσής της, στο 3ο μουσικολογικό συνέδριο των Δελφών (1988), με θέμα Η μουσική στις θεραπευτικές τελετουργίες των Κορυβάντων και των Βακχίδων. “Αυτά τα δεδομένα επιτρέπουν μια καλύτερη ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Μπορούμε να τ’ ανασυστήσουμε όχι πια μέσα σ’ ένα αποκλειστικά ανορθολογικό πλαίσιο με διάχυτο μυστικισμό, αλλά σε μια πραγματικότητα με τραγικά βιώματα στην ροή τού χρόνου.
- (ζ) Κορύβαντες: ιερείς τής Κυβέλης (ή Ρέας) στην Φρυγία, συνδεδεμένοι με τον Διόνυσο-Βάκχο, που εκτελούσαν οργιαστικούς χορούς, συνοδεία κυμβάλων, κροτάλων, αυλών και τυμπάνων (> κορυβαντισμός (κάθαρση) / κορυβαντιώ). Τις συνοδούς τού Διονύσου, Βακχίδες, Βάκχες, ή Μαινάδες (< μαίνομαι / μανία), τις γνωρίσαμε ήδη ως φόνισσες του Ορφέα (βλέπε προηγούμενη Περιήγηση 9η).
-
“Έτσι, η βιολογική και παθολογική αιτία των παραισθήσεων επανεμφανίζεται ως αρχέτυπο του μυθολογικού και ονειρικού κόσμου τής φαντασίας. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες, μολονότι έδιωξαν τους αρχαίους θεούς, που έπαιζαν κάποιον ρόλο στην θεραπεία, δεν εξάλειψαν την ελονοσία – παλαιά μάστιγα, όπως και ο κόσμος, αλλά πάντοτε παρούσα. Αυτή η μουσικοθεραπεία, η θρακο-φρυγική και ορφικο-πυθαγόρεια, επιβίωσε λίγο-πολύ σε ορισμένες λαϊκές, θρησκευτικές, ή ειδωλολατρικές παραδόσεις.
-
“Σε τι συνίσταντο αυτές οι ιδιαίτερες μουσικές; Σε ποιο επίπεδο της ψυχής και του σώματος επενεργούσαν; Πώς και γιατί ήταν αποτελεσματικές; Τα κείμενα μας δίνουν μια ιδέα. Μπορούμε να φτάσουμε πιο μακριά; Προφανώς, αν επεξεργαστούμε αυτόν τον πλούσιο και πολύμορφο φάκελο, με μια ευτυχή συγκυρία δεδομένων τής γεωγραφικής κι εθνολογικής αιματολογίας, και της ιατρικής ανθρωπολογίας – επιστήμες που διαθέτουν ήδη πληθώρα πληροφοριών – προσθέτοντας τα πορίσματα των εθνομουσικολογικών ερευνών, χωρίς να λησμονούμε τη μεσαιωνική και την αρχαία μουσικολογία, ανατολική και δυτική”.(η)
- (η) Με αυτήν τη… σιβυλλική σύνοψη, η Jourdan-Hemmerdinger θέλησε να προϊδεάσει τους συνέδρους. Δυστυχώς, είχε έναν δεινό αντίπαλο: τον αμείλικτο χρόνο. Μέσα σε λίγη ώρα – όση είχε διατεθεί στους ομιλητές – έπρεπε ν’ αναπτύξει ένα τεράστιο θέμα, που θα μπορούσε ν’ αποτελεί το αντικείμενο ξεχωριστού συνεδρίου. Ο ρυθμός… πολυβόλου που επέλεξε για να προλάβει να τα πει “όλα”, αποδείχθηκε τελικά boomerang – για την ίδια και το εξόχως ενδιαφέρον θέμα της.

Βακχικός χορός μαινάδων στο δάσος, του Gustave Doré
Έστω και αποσπασματικά, πάντως, διάφοροι επιστήμονες πραγματοποίησαν εθνολογικές, εθνομουσικολογικές, και ιατρικές έρευνες στην Αφρική (Αιθιοπία, Σενεγάλη), την Ασία (Ινδία, Ινδοκίνα, Σιβηρία), την Αμερική (Αϊτή, ιθαγενείς Ινδιάνοι κι Εσκιμώοι), αλλά και την Ευρώπη. Στην περιοχή μας, τέτοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα), ειδικά στην περιοχή τού Τάραντα, όπου προέκυψε ο πανέμορφος χορός tarantella, που αποτελούσε παλαιότερα στοιχείο μουσικού εξορκισμού, για την εξουδετέρωση του δηλητηρίου τής αράχνης tarantula.
Στην ίδια παράδοση εντάσσεται κι ένα πρωτίστως θρακικό τελετουργικό, τα αναστενάρια (nestinarstvo στη ΝΑ βουλγαρική Θράκη), που είναι πανάρχαια, αφού τις πρώτες γραπτές πληροφορίες για τελετές πυροβασίας τις βρίσκουμε στις Βάκχες τού Ευριπίδη. Αργότερα, ο Στράβων μίλησε για τις ιέρειες της Αρτέμιδος σε Μικρά Ασία και Ιταλία, που πυροβατούσαν με χαρακτηριστική άνεση. Οι αναστενάρηδες (nestinari) ονομάζονταν στο Βυζάντιο “ψυχάρια” και “ασθενάρια” (εξ ου και αναστενάρια), ενώ γύρω στο 1800, οι τελετές αυτές ήταν διαδεδομένες όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σε όλη τη Μικρασία.
Το πιο εντυπωσιακό στ’ αναστενάρια είναι, προφανέστατα, η ακαΐα – η (τουλάχιστον φαινομενική) κατάργηση ενός φυσικού νόμου. Αυτό το στοιχείο τής τελετής κεντρίζει τόσο την φαντασία, ώστε όλοι σχεδόν ξεχνούν ν’ αναφερθούν στον καθοριστικό ρόλο τής μουσικής και του χορού που, όπως υποστηρίζουν πολλοί ειδικοί, βοηθούν στη συναισθηματική αποφόρτιση, κι έτσι έχουν θεραπευτική επίδραση στους μετέχοντες. Τ’ αναστενάρια, λοιπόν, είναι κατά μια άποψη, ψυχοθεραπευτικό τελετουργικό σύστημα.
Η μουσική και ο χορός βοηθούν στη συναισθηματική αποφόρτιση,
κι έτσι έχουν θεραπευτική επίδραση στους μετέχοντες.
Τα συστήματα αυτά, κατά τον Levi-Strauss, παρέχουν στον ασθενή μια δίοδο έκφρασης ανέκφραστων καταστάσεων. Κατά την θεραπευτική διαδικασία, ο μετέχων δέχεται, εκ των έξω, έναν κοινωνικό μύθο, που δεν παρουσιάζει συγκρούσεις και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην προηγούμενη προσωπική του κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, η πραγματικότητα πιέζεται να ταυτιστεί με τον εν λόγω κοινωνικό μύθο. Χωρίς τη μουσική και τον χορό, όμως, η μέθεξη δεν είναι εφικτή:
-
“Η μονότονος μουσική”, γράφει ο ψυχίατρος Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης στις Παρατηρήσεις εις την πυροβασίαν των αναστενάρηδων και πιθανή εξήγησις της ακαΐας, “αποτελεί προϋπόθεσιν αλλαγής τής ψυχικής διαθέσεως, δημιουργεί ανάλογον συναισθηματικήν κατάστασιν, εξάπτει τα υποφλοιώδη (κινητικά και συναισθηματικά) κέντρα, ώστε τα πάντα να εκτελώνται αυτομάτως και ευχερώς, εξουδετερουμένης της ανασταλτικής δράσεως του φλοιού.
-
“Ο χορός, εν γένει υποκινούμενος και υπό της μουσικής, αποτελεί ως γνωστόν κατά μέγα μέρος αυτοματικήν εκδήλωσιν και αυτός καθεαυτόν νέαν προϋπόθεσιν δια την δημιουργίαν τής όλης ψυχικής εκστατικής καταστάσεως, ο δε θρησκευτικός έτι μάλλον. Δια τούτο όλαι αι πρωτόγονοι θρησκείαι ‘χορεύονται’, όλα τα ευχάριστα γεγονότα ‘χορεύονται’. Κατά τον χορόν υπάρχει συναισθηματική ιδιάζουσα κατάστασις, υπάρχει περισσότερος αυτοματισμός και υποσυνείδητοι λειτουργίαι, υπάρχει μικρά ή μεγάλη απορρόφησις εις εαυτόν και διακοπή τής επαφής προς το περιβάλλον. Θα ηδύνατό τις να είπη ότι ο χορός είναι βαθμίς τις εκστάσεως, ευοδοί το φαινόμενον της εκστάσεως.”
“Ο χορός είναι βαθμίς τις εκστάσεως, ευοδοί το φαινόμενον
της εκστάσεως.” (Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης)
-
“Την τάσιν προς ομαδικήν συνένωσιν φαίνεται ότι, ιδιαιτέρως, συντονίζει η μουσική”, σχολιάζει από την πλευρά του ο Παντελής Κρανιδιώτης, επίσης ψυχίατρος, αναλύοντας Τα αναστενάρια ως ψυχοσωματικόν φαινόμενον. “Ο Κ[ωνσταντίνος] Ρωμαίος τούτο ακριβώς αντελήφθη, όταν λέγει ‘η μουσική κάνει την ανθρώπινη ψυχή να νοιώθει ερημιά τέτοια, που ποθεί να σμίξει με τους άλλους χορευτές για να ζητήσει να ξεσπάσει’. Αφ’ ετέρου ο Π[ολύδωρος] Παπαχριστοδούλου υπογραμμίζει την απήχησιν της μουσικής επί των ατόμων τούτων λέγων ότι η μουσική ‘εξασκεί κάποιαν ιδιαίτερη επίδραση πάνω στο νευρικό σύστημα των υστερόπαθων απλοϊκών χωρικών’.
-
“Ούτως ή άλλως, όμως, και ανεξαρτήτως της ποιότητος του δέκτου, πας τις θα ηννόη την συναρπαστικήν ταύτην δύναμιν της μουσικής, εάν υφίστατο προ παντός το καιρίως συνταρακτικόν ‘νταούλι’ μέσα εις το ‘κονάκι’, όπου ‘πάντες οι θεαταί ανεκινούντο και εταλαντεύοντο’ υπό τους ήχους του.
-
“Ασφαλεστέρα είναι η συναισθηματική εξερέθισις, όσον η μουσική είναι περισσότερο οικεία. Εις τον σκοπόν τούτον τείνει προφανώς ο συγκερασμός τής θρησκευτικής ταύτης τελετής μετ’ ασμάτων, εις τα οποία σαφώς μεθερμηνεύεται η ποικιλία των πλέον πυρηνικών συναισθημάτων τής λαϊκής ψυχοσυνθέσεως και όπου προ πάντων κυριαρχούν τα ηρωικά στοιχεία, τα οποία μόνον εις ερεθιστικήν, αγρίαν έκστασιν δύνανται να φέρουν.
-
“Ο συνδυασμός ούτος φαίνεται πολύ περισσότερον αποδοτικός δια την πρόκλησιν του απαιτουμένου συναισθηματικού οργίου από τα παράγοντα την στατικήν μάλλον έκστασιν εκκλησιαστικά άσματα και τροπάρια, τα οποία ολοκληρωτικώς απουσιάζουν από την θρησκευτικήν ταύτην τελετήν.
-
“Η μουσική αύτη των αναστενάρηδων από αιώνων οικεία δι’ αυτούς είναι δημιούργημα και κτήμα τού ιδικού των συναισθηματισμού, και δια τούτο δύναται ασφαλώς να τον αναστατώνει και δη κατ’ εντόνως ερεθιστικόν τρόπον.(θ) Αλλ’ όμως ενταύθα φαίνεται ότι από την μουσικήν βασικότερον ρόλον παίζει ο ρυθμός και – καθώς λέγει ο μουσικολόγος κ. [Παντελής] Καβακόπουλος – ‘εκείνο το οποίον συνεπαίρνει τους αναστενάρηδες είναι το νταούλι με τους ποικίλους ρυθμούς του’.”
- (θ) Είναι ολοφάνερη η “αφ’ υψηλού” αντιμετώπιση των αναστενάρηδων από τους ψυχιάτρους αυτούς: πρόκειται περί “υστερόπαθων [;] απλοϊκών χωρικών”, με “λαϊκήν ψυχοσύνθεσιν”, διατελούντες “εις ερεθιστικήν, αγρίαν έκστασιν”, που περιγράφεται ως “συναισθηματικόν όργιο”, υπό τους ήχους μιας μουσικής, που είναι “κτήμα τού ιδικού των συναισθηματισμού”… Αναγνωρίζουν, ωστόσο, πως η απήχηση της αναστενάρικης μουσικής και του χορού, σε αυτό ιδίως το περιβάλλον, είναι το ίδιο καταλυτική, “ανεξαρτήτως της ποιότητος του δέκτου”, έχοντας, προφανώς, κατά νου πως, μεταξύ των αναστενάρηδων, φιγουράρουν πλέον και τα ονόματα αρκετών “υστερόπαθων απλοϊκών”… επιστημόνων και διανοουμένων!
Ο πρώτος ήχος που ακούει το έμβρυο είναι ο παλμός τής καρδιάς τής μάνας του. Το στοιχείο τού ρυθμού βρίσκεται στα βάθη τού εγκεφάλου· όταν αυτά εξάπτονται, εξουδετερώνουν τις αναστολές, κι εν εκστάσει ο άνθρωπος ενεργεί πλέον όχι ως άτομο, αλλ’ ως μέλος τής ομάδας.
Ο ΡΥΘΜΟΣ, ΑΡΡΗΚΤΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΟΡΟ, είναι το πρώτο στοιχείο μουσικής που νιώθει ο άνθρωπος. Ακόμη και τώρα, ο πρώτος ήχος που ακούει το έμβρυο, είναι ο ρυθμικός παλμός τής καρδιάς τής μάνας του, πολύ πριν ν’ απολαύσει το τραγούδι της – αν είναι καλλίφωνη, βέβαια. Αλλ’ ακόμη κι αν δεν είναι, το στοιχείο τού ρυθμού μένει καταγεγραμμένο στα βαθύτερα από τα υποφλοιώδη κέντρα τού εγκεφάλου.(ι) Όταν αυτά εξάπτονται, εξουδετερώνουν τις αναστολές τού ανθρώπου, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνεται από έκσταση, και να ενεργεί όχι ως άτομο, αλλ’ ως μέλος τής ομάδας. Γι’ αυτό ακριβώς η μελωδία, το άλλο στοιχείο τής μουσικής, είναι σκόπιμα μονότονη, κι επίμονα επαναλαμβανόμενη, ενώ ο λόγος, όταν υπάρχει, είναι εξίσου στοιχειώδης: για ν’ αποφευχθεί η εκ νέου ενεργοποίηση του φλοιού και να κορυφωθεί η έκσταση.
- (ι) Η μουσική υπήρξε το πρώτο μου επάγγελμα, από την εποχή ήδη των γυμνασιακών μου χρόνων, στο πλευρό τού πατέρα μου, Γιάννη Λουκοβίκα. Θυμάμαι πως από τότε, λόγω και μουσικών γνώσεων, ένιωθα απορία, μα κι ενόχληση, κάθε φορά που ο κόσμος αποθέωνε τον drummer, ή όποιον έπαιζε κρουστά, όταν σόλαρε, παρόλο που η δουλειά του δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο των υπολοίπων μουσικών – οι οποίοι, όμως, ποτέ δεν εισέπρατταν ανάλογα θερμό χειροκρότημα. Η απάντηση σε αυτήν την παιδική μου απορία υπάρχει εδώ…
Ήθος τής μουσικής – ρυθμού, μελωδίας, γενών και τρόπων:
διασταλτικό, συσταλτικό, και ησυχαστικό.
Όλα αυτά φυσικό ήταν να τα παρατηρήσουν, καταγράψουν και αναλύσουν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασιν τον καθοριστικό ρόλο ιδίως του ρυθμού στη διαφύλαξη, μεταβολή, ή απώλεια, του ήθους τής μουσικής. Ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, και άλλοι, διερεύνησαν το ήθος τού ρυθμού, της μελωδίας, των γενών, και των αρμονιών ή τρόπων, όχι μόνον επειδή η μουσική ήταν το υπόβαθρο της παιδείας, αλλά και γιατί – πολύ σωστά – θεωρούσαν τη μουσική ως δεύτερη γλώσσα, ικανή να εκφράσει συναισθήματα και σκέψεις, όπως και ο λόγος, ασκώντας καταλυτική επίδραση στους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους.
-
“Οὐκ ἔστιν πρᾶξις ἐν ἀνθρώποις, ἥτις ἄνευ μουσικῆς τελεῖται”, έλεγε χαρακτηριστικά ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός, ενώ για την διαπαιδαγώγηση των νέων, ο Πλούταρχος σημείωνε ότι “διὰ μουσικῆς πλάττειν τε καὶ ρυθμίζειν επὶ τὸ εὔσχημον”, επειδή η τέχνη τού Ορφέα έχει ευεργετική επίδραση “πρὸς πάντα καὶ πάσαν ἐσπουδασμένην πράξιν”, καταλήγοντας: “Μουσικὴ φαύλη καὶ ἄσματα πονηρὰ ἀκόλαστα ποιοῦσιν ἤθη καὶ βίους ἀνάνδρους καὶ ἀνθρώπους τρυφὴν καὶ μαλακίαν καὶ γυναικοκρασίαν”…
Το ήθος τής μουσικής διακρινόταν στο διασταλτικό – αυτό που προκαλεί ταραχή ή διέγερση – το συσταλτικό – το αντίθετό του – και το ησυχαστικό – που γαληνεύει τον άνθρωπο. Οι εν λόγω εμπεριστατωμένες φιλοσοφικές μελέτες στηρίχθηκαν, προφανώς, σε παρατηρήσεις πάνω σε αρχαία λαϊκά δρώμενα, όπως είναι οι μουσικοθεραπευτικές τελετουργίες. Οι φιλόσοφοι διεπίστωσαν ότι κάθε ρυθμική, ή μελωδική κίνηση, προκαλεί συγκεκριμένες συναισθηματικές αντιδράσεις, με θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα – ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Έκριναν, λοιπόν, πως οι ήχοι με τις ευεργετικές επιδράσεις θα πρέπει να εγκωμιάζονται, και οι άλλοι να καυτηριάζονται.
Ήταν, φυσικά, επόμενο η έννοια του ήθους, που βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής τού κάθε φιλοσόφου, να χρησιμοποιηθεί και για τον καυτηριασμό κάθε μουσικού νεωτερισμού, από την πλευρά των συντηρητικών, όπως είδαμε ήδη στην προηγούμενη Περιήγηση. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει πως η αρχαία ελληνική ιδέα περί ήθους μάς είναι άχρηστη. Αλλιώς, γιατί να έχει υιοθετηθεί από Πέρσες και Άραβες και τόσους άλλους;
Δεν είναι, ωστόσο, η έννοια αυτή παντελώς άγνωστη σήμερα; Γιατί θα πρέπει να μας απασχολεί το ήθος τής μουσικής (και όχι μόνο) σε μια κατ’ εξοχήν ανήθικη από κάθε άποψη εποχή; Δεν είναι… αναχρονισμός;
Φίλε αναγνώστη, φίλτατε συνταξιδιώτη, δεν νομίζεις ότι για να ’χεις φτάσει ως εδώ, πάει να πει πως υπάρχει λόγος βαθύτερος και σοβαρός;
- << Περιήγηση 9β. ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΙ Ή “ΩΔΕΙΑΚΟΙ”;
- >> Σύνοψη 10*. Πλώρη για Rio de Janeiro!
- >> Χρονικό 11. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΠΑΡΑΠΛΟΥΣ-ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Ύστερα από τις Περιηγήσεις τού ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΠΑΡΑΠΛΟΥ, ας
εντρυφήσουμε στα Χρονικά τού ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΔΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥ!