Χρονικό 17. ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ
/ENGLISH/ Chronicle 17. AN IBERIAN PERIPLUS REVIVAL
● Ταρτησσός ● Αποικίες
σε Προβηγκία, Ιβηρία, Μαυρουσία ● Δρόμοι Κασσιτέρου – Αργύρου
σε Γαλατία και Ιβηρία ● Δημόκριτος και Πλάτων
● Αφύπνιση Ελλήνων
από τον Λήθαργο των
“Σκοτεινών Χρόνων”
του Μιχάλη Λουκοβίκα
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ τους οι Φοίνικες άρχισαν να το οικοδομούν στον 11ο ΠΚΧ αιώνα, μετά από τις επιδρομές των Λαών τής Θάλασσας και την κατάρρευση της εποχής τού μπρούντζου, απολαμβάνοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων, δεδομένου πως οι ανταγωνιστές τους διέρχονταν περίοδο μεγάλης παρακμής. Φτάνοντας στην αντίπερα “όχθη” τής Μεσογείου, συνάντησαν τους “αργυρούς” Ταρτήσσιους κι έγιναν εμπορικοί τους “εταίροι”. Εκμεταλλευόμενοι τον πλούτο, αλλά και την φιλοξενία τους, αρκετοί Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις τους. Αυτό συνάγεται από τα γραφόμενα του Στράβωνα, πως “οι Φοίνικες έμεναν στις καλύτερες πόλεις τής Ταρτησσού”.
Αργότερα απέκτησαν το δικό τους λιμάνι στην Ανδαλουσία. Ήταν το Gadir, η “περιτειχισμένη πόλη”, τα Γάδειρα των Ελλήνων, ο Gades των Ρωμαίων, το σημερινό Cádiz.(α) Η ίδρυσή του χρονολογείται παραδοσιακά στο 1104, αν και δεν έχουν βρεθεί στρώματα αρχαιολογικά παλαιότερα του 9ου αιώνα ΠΚΧ. Υποθέτουμε, λοιπόν, πως αρχικά δεν ήταν παρά ένα μικρό εποχικό εμπορικό πόστο. Οι Έλληνες θεωρούσαν πως ήταν ο Ηρακλής αυτός που ίδρυσε την πόλη, στο νησάκι Ερύθεια του Γηρυόνη, όταν τον σκότωσε. Ένα από τα πασίγνωστα μνημεία της κατά την αρχαιότητα, ήταν ένας ναός αφιερωμένος στον θεό των Φοινίκων, Μελκάρτ, που οι Έλληνες συσχέτιζαν με τον Ηρακλή. Υπήρχε ακόμη κατά τον 1ο αιώνα, και κάποιοι ιστορικοί, βασιζόμενοι εν μέρει στην πληροφορία αυτή, αποφάνθηκαν πως ο μύθος περί Ηρακλείων στηλών μπορεί να συνδέεται με τους κίονες του ναού.
- (α) Gadir, σημαίνει τείχος, οχυρό, και αυτό με τη σειρά του πάει να πει πως τα τείχη ήταν το διακριτικό χαρακτηριστικό τής πόλης, σε μια περιοχή κι εποχή που οι πόλεις μάλλον δεν ήταν περιτειχισμένες. Σημαίνει, επιπλέον, πως οι Φοίνικες είχαν ανάγκη αυτά τα προστατευτικά τείχη. Συνεπώς, κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν εξ αρχής οι σχέσεις τους με τους ντόπιους…
● Το νησάκι όπου χτίστηκε ο οικισμός, και τα δυο γειτονικά του, στον κόλπο των Γαδείρων, είχαν ονόματα ελληνικά (όχι φοινικικά): Ερύθεια, Κοτινούσα, Αντίπολις.
Σύντομα, όλες οι ακτές γύρω από την στρατηγικής σημασίας περιοχή των δυο θαλασσών και δυο ηπείρων, Μεσογείου και Ατλαντικού, Ευρώπης και Αφρικής, ήταν γεμάτες φοινικικούς οικισμούς. Βρίσκονταν, όμως, συγκεντρωμένοι εκεί κάτω κυρίως, στα νότια, παρά στα βορειότερα παράλια της Ιβηρίας. Ως εκ τούτου, όταν οι Έλληνες επανεμφανίστηκαν επί σκηνής, είχαν την άνεση να δημιουργήσουν τα δικά τους εμπόρια στις βορειοανατολικές ακτές, προτού ν’ αποπειραθούν με κάποιον τρόπο να εισέλθουν στην φοινικική ζώνη. Τελικά, με την παρότρυνση των Ταρτησσίων, που επιθυμούσαν διακαώς να θέσουν τέρμα στο φοινικικό οικονομικό μονοπώλιο, οι Έλληνες “πάτησαν πόδι” στην Ανδαλουσία, ιδρύοντας τη Μαινάκη, πολύ κοντά στην φοινικική Μάλακα, στα παράλια της σημερινής Μάλαγας. Η Μαινάκη, κατά τον Μασσαλιώτη Περίπλου (που περιγράφει ένα θαλάσσιο ταξίδι στον 6ο αιώνα ΠΚΧ, πέριξ τής Ιβηρίας, με βόρεια κατεύθυνση), βρισκόταν στην επικράτεια της Ταρτησσού και υπό την αιγίδα της: η Ιβηρία ήταν πάρα πολύ σημαντική για να την αγνοήσει κανείς…

Ντόπιοι, φοινικικοί κι ελληνικοί οικισμοί στην Ταρτησσό: το επίκεντρό της (σε πράσινο)
και η σφαίρα επιρροής της (με διακεκομμένη γραμμή) στη νότια Ιβηρία.
Ως προς την αβεβαιότητα για την ακριβή τοποθεσία τής Μαινάκης, ο Στράβων στα Γεωγραφικά του λέει πως στην εποχή του (64 ΠΚΧ–24 ΚΧ), τα ερείπιά της ήταν ακόμη ορατά κοντά στη Μάλακα. Αντιπαραβάλλει, επίσης, την κανονική ελληνική πολεοδομία της,(β) με το ακανόνιστο σημιτικό σχέδιο της φοινικικής αποικίας, που η θέση της υποδηλώνει ένα πυκνοκατοικημένο και άτακτα δομημένο αστικό σύμπλεγμα. Έστω, όμως, και αν μας προβληματίζει ακόμα η ακριβής τοποθεσία και η διάρκεια ζωής τής Μαινάκης, το πιθανότερο είναι πως οι ελληνικές αποικίες στα μεσογειακά παράλια της Ιβηρίας, εμφανίστηκαν στον χάρτη μετά από την ίδρυση της Μασσαλίας, περί το 600 ΠΚΧ, από τους Φωκαείς τής μικρασιατικής Ιωνίας – κάτι που οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, ν’ αποτρέψουν, διαβλέποντας την οικονομική και στρατιωτική της σημασία. Όντως, η Μασσαλία αναδείχθηκε σε ακμάζον εμπορικό κέντρο και σοβαρός αντίπαλος της Καρχηδόνας, πρωτίστως εξαιτίας τού εμπορίου κασσίτερου, που μεταφερόταν διαμέσου της Γαλατίας-Γαλλίας.
- (β) “Πατέρας” τής πολεοδομίας υπήρξε ο Ἱππόδαμος ο Μιλήσιος (498-408 ΠΚΧ), που εκτός από πολεοδόμος, διετέλεσε αρχιτέκτονας, μαθηματικός, φυσικός, μετεωρολόγος, φιλόσοφος, και δημιουργός τού Ιπποδάμειου συστήματος. Το πιο εντυπωσιακό στο σχέδιό του είναι η μεγάλη ελεύθερη έκταση στο κέντρο τής πόλης, που συν τω χρόνω εξελίχθηκε στην αγορά, τον τόπο εμπορικών συναλλαγών, μα και συνεύρεσης των πολιτών, όπου συζητούσαν για τα κοινά.

Η ελληνική αποικία τής Μασσαλίας, του Pierre Puvis de Chavannes (1869)
Οι Φωκαείς ίδρυσαν, στη συνέχεια, την Αλαλία στην Κορσική περί το 566 ΠΚΧ, και κινήθηκαν προς την Ιβηρία. Σύμφωνα με ορισμένες λαϊκές παραδόσεις, τουλάχιστον ένας από τους οικισμούς τους, στο βορειοανατολικό άκρο τής Ιβηρίας, η Ρόδη, ή τα Ρόδα (νυν Roses), ανάγεται στον 8ο αιώνα ΠΚΧ, και οι άποικοι ήταν από το νησί τής Ρόδου. Πιθανότερο, όμως, φαίνεται να ιδρύθηκε στον 5ο αιώνα ΠΚΧ από τους Μασσαλιώτες, ίσως μ’ επιμειξία εποίκων από το γειτονικό Εμπόριον (νυν Empúries). Μπορεί, όπως και στην περίπτωση του φοινικικού οικισμού στα Γάδειρα, η Ρόδη να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μικρό εποχικό εμπορικό πόστο κατά τον 8ο αιώνα. Ή, ενδεχομένως, οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί τρεις αιώνες αργότερα, να ήταν κυρίως Ρόδιοι, που υπηρετούσαν στον στρατό τής Μασσαλίας, μαζί με Κρήτες, σε μια ειδική μονάδα, επιφορτισμένη να παρακολουθεί άγρυπνα τις κινήσεις των Καρχηδονίων στη νότια Ιβηρία.
Οι λαϊκές παραδόσεις, αξίζει να σημειωθεί, δεν πρέπει να πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς σοβαρή σκέψη κι έρευνα, μόνο και μόνο επειδή είναι “λαϊκές”. Αυτές που αφορούν την Ρόδη, σίγουρα δεν προέκυψαν άνευ λόγου. Πλέοντας προς την Προβηγκία, μαθαίνουμε πως Ρόδιοι έμποροι επισκέπτονταν τα παράλιά της στον 7ο ΠΚΧ αιώνα. Ροδίτικα αγγεία αυτού του αιώνα έχουν βρεθεί στην περιοχή τής Μασσαλίας, κοντά στο Istres και το Martigues, καθώς και στο Évenos, δίπλα στην Τουλόν. Ο Ροδανός (Rhône), ο μεγαλύτερος ποταμός τής Προβηγκίας, καθώς και η αρχαία πόλη Ροδανουσία, πήραν τ’ όνομά τους από την Ρόδο. Υπάρχει, φυσικά, πρόβλημα με το χάσμα ενός αιώνα σε σχέση με την υποτιθέμενη εγκατάσταση στην ιβηρική Ρόδη. Όμως, εν πάση περιπτώσει, τα ίχνη των Ροδίων στην Προβηγκία (και αλλού) είναι σαφώς προγενέστερα των Φωκαέων, των ιδρυτών τής Μασσαλίας.
Έλληνες και από άλλες πόλεις τής Ιωνίας εμπορεύονταν, επίσης, στη δυτική Μεσόγειο, φτάνοντας ως την Ιβηρία, όμως ελάχιστα έχουν διασωθεί από εκείνην την περίοδο. Ως προς τους Φωκαείς, είναι σαφές πως πήγαν εκεί όχι μόνο για να εμπορευτούν, αλλά και για να εγκατασταθούν. Ο μύθος για την ίδρυση της Μασσαλίας, που κατέγραψε ο Αριστοτέλης στον 4ο αιώνα ΠΚΧ, καθώς και Λατίνοι συγγραφείς αργότερα, συμβολίζει την επιμειξία μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων, και αφηγείται πώς ένας άποικος, ονόματι Πρώτις (ή Εύξενος), παντρεύτηκε μια τοπική πριγκίπισσα, που λεγόταν Γύπτις (ή Πέττα), κι έτσι απέκτησε το δικαίωμα να διεκδικήσει ένα κομμάτι γης, όπου θα μπορούσε να ιδρύσει πόλη. Αναμφίβολα, οι επαφές ανάμεσα σε Λίγυες, Κέλτες, κι Έλληνες, αναπτύχθηκαν από το 600 ΠΚΧ και μετά, στη Μασσαλία, και άλλες αποικίες, όπως οι Agde (Αγαθή Τύχη), Νίκαια, Antibes (Αντίπολις), Μονακό (Μόνοικος), Εμπόριον και Ρόδη.

Ο ελληνικής κατασκευής μεταλλικός κρατήρας τού Vix, ο μεγαλύτερος που έχει βρεθεί (1,63 μ ύψος), στον τάφο τής “Κυρίας τού Vix”
(περί το 500 ΠΚΧ)
“Η Μασσαλία δεν ήταν κάποια απομονωμένη ελληνική πόλη, αλλά είχε δημιουργήσει τη δική της αυτοκρατορία, στα παράλια της νότιας Γαλατίας κατά τον 4ο αιώνα”, έγραψε ο Charles Ebel στη δεκαετία τού 1960. Ωστόσο, η ιδέα περί “Μασσαλιώτισσας αυτοκρατορίας” δεν είναι πλέον αποδεκτή από διάφορους σκεπτικιστές μελετητές, υπό το φως πρόσφατων αρχαιολογικών στοιχείων, που δείχνουν πως η “χώρα” τής Μασσαλίας (η αγροτική ενδοχώρα υπό τον άμεσο έλεγχό της) δεν ήταν ποτέ αρκετά μεγάλη. Οι ίδιοι σκεπτικιστές αμφισβητούν, επιπλέον, την ιδέα τού εξελληνισμού τής νότιας Γαλλίας λόγω Μασσαλίας. Και όμως, η επιρροή τής τελευταίας ήταν αισθητή, σε όλη την έκταση της Γαλατίας, ως την Βρετάνη, λόγω των εμπορικών σχέσεων των Μασσαλιωτών με τους Κέλτες, ιδίως για τη μεταφορά κασσίτερου από την Βρετάνη, ή ακόμη και από την Κορνουάλλη. Προφανώς, την εποχή εκείνη, είχε καθιερωθεί ένας “Δρόμος τού Κασσίτερου”, αναγκαίου για την παραγωγή μπρούντζου, με αφετηρία την Κορνουάλλη, και κατάληξη τη Μασσαλία, μέσω της Μάγχης, κατά μήκος τής κοιλάδας τού Σηκουάνα, της Βουργουνδίας και των κοιλάδων των Ροδανού και Σον. Κατά την κατάκτηση της Γαλατίας, ο Καίσαρ διεπίστωσε πως οι Ελβετοί είχαν στην κατοχή τους έγγραφα στα ελληνικά, και πως όλα τα γαλατικά νομίσματα χρησιμοποιούσαν την ελληνική γραφή μέχρι περίπου το 50 ΠΚΧ. Όσο για τα νομίσματα των Μασσαλιωτών, κυκλοφορούσαν ελεύθερα στη Γαλατία, επηρεάζοντας έτσι τη νομισματοκοπία ακόμη και πέραν της Μάγχης, στην Βρετανία. Η ελληνική Μασσαλία, τέλος, αναδείχθηκε σε κέντρο πολιτισμού, με αποτέλεσμα πολλοί Ρωμαίοι γονείς να στέλνουν εκεί τα παιδιά τους για να μορφωθούν.
“Δρόμος τού Κασσίτερου”: με αφετηρία την Κορνουάλλη και κατάληξη
τη Μασσαλία, μέσω Μάγχης, Σηκουάνα, Βουργουνδίας, Ροδανού, Σον.
ΑΝΑΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΑΣΣΑΛΙΩΤΗ ΠΕΡΙΠΛΟΥ, αποπλέουμε, όντως, από τη Μασσαλία και, αφήνοντας πίσω μας Εμπόριον και Ρόδη, ρίχνουμε άγκυρα μεταξύ Βαρκινώνος και Καλλιπόλεως. Η Βαρκινών, δηλαδή η Βαρκελώνη, εικάζεται πως ιδρύθηκε είτε από τον Ηρακλή, στα μέσα τού 12ου αιώνα, ή από τον Αμίλκα Βάρκα, πατέρα τού Αννίβα, στο δεύτερο μισό τού 3ου αιώνα ΠΚΧ, όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και οι Λαιαιτανοί, που προσδιορίζονται ως Θρακοΐβηρες. Ορισμένοι ταυτίζουν την Βαρκινώνα με την Καλλίπολι, την μικρή ελληνική αποικία, που περιγράφει ο Αβιηνός στο έργο του, Ora maritima, χτισμένη στις όχθες τού ποταμού Λιοβρεγάτ, κατά τον 6ο αιώνα ΠΚΧ. Όμως, η Καλλίπολις βρισκόταν μάλλον νοτιότερα, ανάμεσα στο Τάρρακο (Ταρραγόνα) και το ελληνικό λιμάνι Σάλαυρις (Salou), στην Χρυσή Ακτή (Costa Daurada) τής Καταλονίας.
-
● Ο θρύλος για την ίδρυση της Βαρκελώνης από τον Ηρακλή είναι άσχετος με τον εποικισμό τής Ανδαλουσίας, που έγινε μετά από τον 10ο και 11ο άθλο (Γηρυόνης κι Εσπερίδες). Το πέρασμά του από την Καταλονία συνδέεται με μια διαφορετική εκδοχή τού μύθου των Αργοναυτών, κατά την οποία η εκστρατεία τού Ιάσονα δεν έγινε μόνο με την Αργώ, αλλά με εννέα πλοία συνολικά. Ένα από αυτά χάθηκε στη διάρκεια θύελλας, στ’ ανοιχτά τής Καταλονίας, και ο Ηρακλής το βρήκε τελικά να έχει συντριβεί στην ακτή, δίπλα σ’ έναν λοφίσκο, αλλά με το πλήρωμα σώο. Οι εν λόγω Αργοναύτες γοητεύτηκαν τόσο από την τοποθεσία εκείνη, ώστε ίδρυσαν την πόλη Barca Nona (“Ένατο Πλοίο”). Πέρα από την επισήμανση ότι τ’ όνομα της πόλης μοιάζει μ’ εκείνο της Βαρκελώνης μόνο στα λατινικά, να υπενθυμίσω πως ο Ηρακλής εγκατέλειψε τους Αργοναύτες (ή… τον εγκατέλειψαν εκείνοι), καθώς αναζητούσε τον σύντροφό του, Ύλα, στην αρχή ακόμη της εκστρατείας, όταν η Αργώ βρισκόταν στην Προποντίδα. Άλλοι, πάλι, λένε πως ο Ηρακλής έφτασε ως την Κολχίδα με τους Αργοναύτες, και τότε απέκτησε την ζώνη τής βασίλισσας των Αμαζόνων, Ἱππολύτης, ενώ σκότωσε και τις Στυμφαλίδες όρνιθες (πρόκειται αντίστοιχα για τον 9ο και 6ο από τους άθλους του, που δεν έχουν χρονολογική συνάφεια). Αλλά και πάλι, δεν ήταν δυνατό να ιδρύσει τη Βαρκελώνη, αφού δεν βρισκόταν μεταξύ των Αργοναυτών κατά την φυγή τους από την Κολχίδα και την περιπλάνησή τους στη Μεσόγειο. Ξέρουμε, όμως, πώς διέφυγαν οι Αργοναύτες;

Το μυστικό τής ορφικής ωδής δεν ήταν η ένταση: μια μόνο φωνή απέναντι σε τόσες πολλές σειρήνες
δεν θα μπορούσε να επικρατήσει. Το μυστικό ήταν η ποιότητά της: ένα είδος μουσικής πρωτάκουστο,
που έπνιξε τις φωνές τους κι έπειτα και τις ίδιες…
-
● Έχουν υπάρξει πάρα πολλές παραλλαγές τής εκστρατείας των Αργοναυτών – σχετικά με τη διαδρομή, ή και τη σύνθεσή τους. Ομοφωνία υπάρχει ως προς την ρότα που ακολούθησαν για να φτάσουν στην Κολχίδα. Αλλά για τον δρόμο τής επιστροφής, οι διαφορές είναι τεράστιες. Ο Πίνδαρος (6ος–5ος αιώνας ΠΚΧ) υποστήριξε στον 4ο Πυθιόνικο πως ο Ιάσων κινήθηκε προς ανατολάς (όχι προς δυσμάς). Οι ποταμοί Φᾶσις και Κῦρος (Rioni και Kura) τον έβγαλαν στην Κασπία κι έπειτα, βάσει των γεωγραφικών γνώσεων της εποχής, στον ποταμό Ωκεανό που περιβάλλει τη γη. Στη συνέχεια, στράφηκε στα νότια και δυτικά, φτάνοντας στην Ερυθρά Θάλασσα, κι έτσι επέστρεψε στη Μεσόγειο. Ο Ηρόδωρος ο Ηρακλειώτης (μεταξύ 6ου και 4ου αιώνα ΠΚΧ) υιοθέτησε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, πως οι Αργοναύτες χρησιμοποίησαν την ίδια ρότα για την επιστροφή τους. Ο ιστορικός Τίμαιος, από το Ταυρομένιο (σύγχρονη Ταορμίνα τής Σικελίας, 4ος–3ος αιώνας ΠΚΧ), ίσως εμπνεόμενος από τον σπουδαίο άθλο τού συγχρόνου του, Πυθέα τού Μασσαλιώτη (βλέπε Χρονικό 1. Μεσογείου παράπλους-περίπλους), να επιτελέσει έναν περίπλου τής Ευρώπης, έδωσε ευρύτερη, “ευρωπαϊκή” εμβέλεια στον νόστο των Αργοναυτών: ο Ιάσονας, είπε, από τη Μαιώτιδα λίμνη και τον ποταμό Τάναϊ (Αζοφική και Ντον), κατάφερε να βρει τον δρόμο του προς τη Βαλτική, κι έπειτα, παραπλέοντας την Ευρώπη, επέστρεψε στην Ιωλκό. Πολύ πιο λεπτομερή και περιπετειώδη είναι τα Αργοναυτικά τού Απολλώνιου Ρόδιου (3ος αιώνας ΠΚΧ, το μοναδικό ελληνιστικό έπος που διασώζεται), αλλά ποτέ δεν πηγαίνουν πέρα από την Ιταλία. Τέλος, τα Ορφέως Αργοναυτικά, που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες αργότερα (5ος–6ος αι. ΚΧ), αλλά στ’ όνομα του Ορφέα, ο οποίος ήταν ένας από τους Αργοναύτες (γύρω στο 1300 ΠΚΧ), δανείζονται από διάφορες εκδοχές, για να τονίσουν τον ρόλο τού Θράκα μουσικού, ποιητή, και προφήτη. Η αφήγηση είναι πιο μυθολογική, ίσως λόγω της καθημερινής ζωής τού άγνωστου συγγραφέα στο εχθρικό χριστιανικό περιβάλλον, αφού οι παλιοί θεοί είχαν εκδιωχθεί διά της βίας (βλέπε το επόμενο εμβόλιμο Χρονικό). Αν και στην αρχή υιοθετεί την εκδοχή τού Πίνδαρου, μόλις βρεθεί στα νερά τής Κασπίας, επιλέγει τη διέξοδο του Τίμαιου, και στρέφεται προς βορρά, όχι προς νότο: ο ποταμός δεν είναι πλέον ο Ντον, αλλά ο ακόμη μεγαλύτερος Βόλγας. Οι Αργοναύτες βγαίνουν και πάλι στη Βαλτική, την Κρόνια θάλασσα, κι έτσι έχουμε έναν επιπλέον περίπλου τής Ευρώπης.

Στην μνήμη των πολιτών τής Ζακάνθας που αποφάσισαν να πεθάνουν
παρά να πέσουν σε χέρια Καρχηδονίων το 219 π.Χ., του Agustín Querol
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΑΣ. Συνεχίζοντας την πλοήγησή μας, και κρατώντας σταθερή τη νοτιοδυτική μας πορεία, φτάνουμε στην Ζάκανθα, ή Ζάκυνθο, ή Άρση, που ίδρυσαν οι Ζακυνθινοί στον 7ο αιώνα ΠΚΧ. Αλώθηκε και καταστράφηκε από τον Αννίβα το 219 ΠΚΧ, κατά τον 2ο Καρχηδονιακό πόλεμο, μετά από οκτάμηνη ηρωική αντίσταση των κατοίκων, που την περιέγραψε ο Λίβιος. Ανοικοδομήθηκε από τους Ρωμαίους, που την απέδωσαν ως Saguntum, εξ ου και το σημερινό της όνομα Sagunto.
Μετά από τη Βαλεντία (Βαλένσια), η πορεία αλλάζει σε νοτιοανατολική, λόγω μιας χερσονήσου που σχηματίζει ο ορεινός όγκος Montgó. Περιπλέοντάς την, καταπλέουμε στο πρώτο λιμάνι που σημειώνεται στον χάρτη τής Ταρτησσού, το Ημεροσκοπείον, τη σύγχρονη Dénia, στο Alicante τής Βαλένσιας. Τ’ όνομά του, Ημερήσια σκοπιά, αποκαλύπτει την αρχική χρήση τού ανυψωμένου ακρωτηρίου. Κατά τον Στράβωνα, η πόλη, όπως και το ακρωτήρι, ονομαζόταν Αρτεμίσιο, λόγω ενός ναού τής Αρτέμιδος που υπήρχε εκεί. Το Ημεροσκοπείον ήταν μια ακόμη αποικία των Μασσαλιωτών, με δυο μικρούς οικισμούς στην περιοχή, που τα ονόματά τους δεν έχουν διασωθεί. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν την πόλη Dianium (εξ ου και το σημερινό της όνομα), από την Diana, το λατινικό αντίστοιχο της Αρτέμιδος. Εκτός από την στρατηγική της θέση, η πόλη ήταν σημαντική και για τα ορυχεία σιδήρου που υπήρχαν εκεί. Πιο κάτω βρισκόταν η Άκρα Λευκή, ιδρυμένη επίσης από τους Μασσαλιώτες, περί το 325 ΠΚΧ, σ’ ένα Λευκό Ακρωτήρι, ή Ακρόπολη Λευκή, όπως υποδηλώνει τ’ όνομά της. Η αποικία πέρασε στον έλεγχο των Καρχηδονίων, που την χρησιμοποίησαν ως στρατιωτική κι εμπορική βάση. Το καρχηδονιακό της όνομα είναι άγνωστο. Οι Ρωμαίοι την αποκαλούσαν Castrum Album, σε αντιστοιχία με το ελληνικό της τοπωνύμιο, ή και Lucentum (Φωτεινή πόλη, Λευκιανή). Η αρχαία Λευκή Άκρα, κατά τη σύμφωνη γνώμη των περισσοτέρων αρχαιολόγων, δεν είναι άλλη από τη σύγχρονη πόλη τού Αλικάντε.
Κοντά στην Άκρα Λευκή βρισκόταν η Ἑλίκη, το σημερινό Elche. Ιδρύθηκε γύρω στο 600 ΠΚΧ από Αχαιούς, που της έδωσαν τ’ όνομα της γενέτειράς τους.(γ) Ο μοιραίος άνθρωπος κι εδώ ήταν ο Αννίβας. Οι Ρωμαίοι την ξανάκτισαν με την ονομασία Ilici. Υπήρχε κι ένας μικρός παράκτιος περιτειχισμένος οικισμός, ο Portus Ilicitanus (Ἰλικιτάνος Λιμήν, Λιμάνι τής Ελίκης), που τον αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος στην Γεωγραφικὴ Ὑφήγησί του: είναι η σημερινή Santa Pola, που χτίστηκε με κανονική πολεοδομία, κατά τα ελληνικά πρότυπα, στον 4ο αιώνα ΠΚΧ, δίπλα στον ποταμό Vinalopó, και λειτούργησε ως εμπόριον, προσανατολισμένο κυρίως στις ελληνοϊβηρικές ανταλλαγές. Η ζωή του, όμως, ήταν σύντομη (περίπου 80 χρόνια), γεγονός που δεν συνάδει με τις υποθέσεις πως ίσως εκεί να βρισκόταν η μασσαλιώτισσα αποικία, Αλωναί, ή Αλονίς. Έτσι, παρά την μνεία τού Πτολεμαίου, που επιτείνει τη σύγχυση, οι αρχαιολόγοι έστρεψαν την προσοχή τους στη γειτονική Vila Joiosa, ως πιθανή τοποθεσία τής εν λόγω αποικίας. Τα ολοένα και περισσότερα αρχαιολογικά στοιχεία που βγαίνουν στο φως στη Santa Pola, μαρτυρούν την εκεί ελληνική παρουσία. Αν συνυπολογίσουμε την ελληνοϊβηρική γραφή, που ήταν σε χρήση στο Alicante και τη Murcia, παίρνουμε μια ιδέα για τις επαφές Ελλήνων και Ιβήρων στην περιοχή. Το σπουδαιότερο εύρημα είναι η περίφημη Κυρία τής Ελίκης, η Dama de Elche (Dama d’Elx, στα βαλενσιανά), μια πέτρινη προτομή γυναίκας, που θεωρείται έξοχο δείγμα ιβηρικής γλυπτικής τού 4ου αιώνα ΠΚΧ, μ’ ελληνικές επιρροές. Διατείνονται κάποιοι (Εγκυκλοπαίδεια της θρησκείας), πως η Κυρία συνδέεται “άμεσα” με την Καρχηδόνια θεά Τανίτ. Αν ναι, ελλείψει φοινικικών προτύπων γλυπτικής, το ελληνικό υπόδειγμα δεν είχε αντίπαλο…

Μπρούντζινο νόμισμα: ο πολιούχος Ποσειδώνας
και τ’ όνομα της πόλης “ΕΛΙΚ(η)”, με μια τρίαινα
και δελφίνια στην άλλη πλευρά.
- (γ) Η Ἑλίκη ήταν αρχαία πόλη τής Αχαΐας, που εξαφανίστηκε μια νύχτα τού χειμώνα τού 373 ΠΚΧ. Θεωρούνταν θρυλική, σαν την Ταρτησσό, ως το 2001, που ξαναβρέθηκε στο δέλτα τής Ελίκης. Η καταστροφή της αποδίδεται σε σεισμό συνοδεία τσουνάμι, με αποτέλεσμα η γη να υποχωρήσει και να καλυφθεί από θάλασσα. Βυθίστηκε “αύτανδρη”, όπως λέμε για ναυάγια πλοίων, αφού δεν σώθηκε κανείς και δεν βρέθηκε ούτε ίχνος των κατοίκων, αν και επί τόπου κατέφθασε μια δύναμη έρευνας και διάσωσης 2000 ανδρών. Το μόνο που απέμεινε ήταν οι κορυφές ορισμένων οικοδομημάτων, που προεξείχαν από την επιφάνεια της θάλασσας. Περί το 174 ΚΧ, ο Παυσανίας έγραψε πως τα τείχη τής αρχαίας πόλης φαίνονταν ακόμη κάτω από το νερό. Άλλοι έλεγαν πως Ρωμαίοι “τουρίστες” έκαναν συχνά βαρκάδα πάνω από την πόλη για να θαυμάσουν τ’ αγάλματά της. Συν τω χρόνω, η λάσπη σκέπασε τα πάντα και το μέρος βυθίστηκε στη λήθη. Σύγχρονοι μελετητές θεωρούν πως η καταβύθιση της Ελίκης συνδέεται πιθανόν με την αφήγηση του Πλάτωνα περί Ατλαντίδας.
Οι εμπορικές επαφές τής ΝΑ Ιβηρίας με την Ταρτησσό, την Ελλάδα, τη Μεγάλη Ελλάδα, και την Φοινίκη, αλλά και οι αφομοιωμένες επιρροές, οδήγησαν στην εμφάνιση της ιβηρικής κουλτούρας των Contestani (Κοντηστανών), όπως λένε ο Πλίνιος και ο Στράβων. Η Καρθαγένη, που παλιά λεγόταν Μαστία, ή Μασσία, είναι σε αυτήν την περιοχή. Οι Μαστιανοί, ή Μασσιανοί, ήταν φυλή ιβηρική, σύμμαχος της συνομοσπονδίας τής Ταρτησσού. Η πρώτη περιγραφή τής πόλης, με τα υψηλά τείχη, υπάρχει στον Μασσαλιώτη περίπλου, και μετά στον Αβιηνό (Ora maritima). Άλλη αναφορά βρίσκουμε σε συνθήκη τής Ρώμης και της Καρχηδόνας το 348 ΠΚΧ, με τη Μαστία να προσδιορίζεται ως το σύνορο ανάμεσά τους στην Ιβηρία. Ο ορυκτός, αλιευτικός, και αγροτικός της πλούτος, αλλά και το λιμάνι της, από τα καλύτερα της δυτικής Μεσογείου, οδήγησαν τους Καρχηδόνιους στην απόφαση να την επανιδρύσουν το 228 ΠΚΧ, ως Qart Hadasht (“Νέα Πόλη”), τιμώντας την με τ’ όνομα της ίδιας τής Καρχηδόνας. Οι Ρωμαίοι την είπαν Carthago Nova (“Νέα Καρχηδόνα”), για να την ξεχωρίζουν από τη μητρόπολη. Η σπουδαιότητα που οι Καρχηδόνιοι έδωσαν στη “Νέα Πόλη” τους, ώστε ν’ αποτελέσει την ιβηρική τους πρωτεύουσα, αλλά και το εφαλτήριο-ορμητήριό τους για την κατάκτηση της χερσονήσου, δείχνει πως τα Γάδειρα δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν αυτόν τον σκοπό, εκτός των άλλων, λόγω των ανταγωνιστικών τους σχέσεων με την φοινικική γαδιτανική αριστοκρατία, οι οποίες εν καιρώ, ακόμη και πριν από τους Καρχηδονιακούς πολέμους, θα κλιμακώνονταν σε ανοιχτές εχθροπραξίες.
Εισερχόμενοι στην καρχηδονιακή σφαίρα επιρροής, κατανοούμε τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε το φοινικικό αποικιακό δίκτυο: μέσω της διείσδυσης σε ήδη υφιστάμενους οικισμούς, που σύντομα περνούσαν υπό τον πλήρη τους έλεγχο – χωρίς ν’ αποκλείεται και η χρήση βίας, σε περίπτωση που οι ντόπιοι πρόβαλαν αντίσταση. Και όμως, οι Έλληνες – τουλάχιστον οι Ίωνες, σαν τους Φωκαείς και Μασσαλιώτες, και σε αντίθεση με την τακτική των Δωριέων – αντιμετώπιζαν το ζήτημα εντελώς διαφορετικά. Αναφερόμενος στην ίδρυση του Εμπορίου, ο Στράβων έγραψε:
Έλληνες και ντόπιοι “ενώθηκαν συν τω χρόνω σ’ ενιαίο κράτος, αποτελούμενο από βαρβαρικούς κι ελληνικούς θεσμούς.” (Στράβων)
-
“Οι Εμπορίτες κατοικούσαν παλαιότερα σ’ ένα νησάκι στ’ ανοικτά των ακτών, που πλέον ονομάζεται Παλαιά πόλις, ενώ τώρα ζουν στην ηπειρωτική χώρα. Το Εμπόριον είναι μια πόλη διπλή (δίπολις), χωρισμένη με τείχος, γιατί παλαιότερα είχε, ως γείτονες, κάποιους Ινδικήτες… Ενώθηκαν γαρ συν τω χρόνω σ’ ενιαίο κράτος, αποτελούμενο από βαρβαρικούς κι ελληνικούς θεσμούς, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες πόλεις.”
Υπήρχαν λοιπόν τρεις φάσεις αποικισμού: α) χωριστός οικισμός, β) ειρηνική συνύπαρξη, με τη δημιουργία πνεύματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μέσω της συνεργασίας, και γ) κοινοπολιτεία.
Οι γείτονες των Contestani προς τα νοτιοδυτικά ήταν οι Bastetani, ή Bastuli (Βαστητανοί, ή Βαστούλοι). Οι πόλεις Baria, Άβδηρα, Sexi, Μάλακα, Carteia, και Bailo, αναφέρονται, ως επί το πλείστον, ως φοινικικές αποικίες. Η Baria, το νυν ψαροχώρι Villaricos, λέγεται πως είχε χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες τού Αννίβα από τα τοπικά ορυχεία αργύρου. Ακολουθούν τα Άβδηρα, και το Ex, ή Sexi, σημερινό Almuñécar, οι κάτοικοι του οποίου μερικές φορές αποκαλούνται ακόμη sexitanos. Ο φοινικικός οικισμός “ξεφύτρωσε” εκεί γύρω στο 800 ΠΚΧ. Όσο για τα Άβδηρα (νυν Adra), διέθεταν καλό λιμάνι, που οι Καρχηδόνιοι το χρησιμοποίησαν ως εμπόριον. Κάποιοι ελάχιστοι αναφέρουν πως ήταν πρώην ελληνική αποικία.

Ο Διομήδης κατασπαράζεται από τ’ άλογά του,
του Gustave Moreau
-
● Δεν είναι η πρώτη φορά που μέρη, τα οποία συνδέονταν, υποτίθεται, με τους Φοίνικες, ή τους Καρχηδόνιους, είναι γνωστά μ’ ελληνικά τοπωνύμια. Το βλέπουμε αυτό και στην περίπτωση των Αβδήρων, είτε της Ανδαλουσίας, ή και της Θράκης. Κατά τον μύθο, και οι δυο πόλεις ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή, στην μνήμη τού συντρόφου του, Άβδηρου, που κατασπάραξαν είτε τ’ άλογα του Διομήδη κατά τον 8ο ηράκλειο άθλο, ή τα βόδια τού Γηρυόνη κατά τον 10ο. Ιστορικά, τα Ἄβδηρα, μια πόλη-κράτος στις ακτές τής Θράκης, 17 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των εκβολών τού ποταμού Νέστου, και σχεδόν απέναντι από την Θάσο, στον νομό Ξάνθης, ιδρύθηκαν το 654 ΠΚΧ, ως αποικία των Κλαζομενών. Η ευημερία τους, πάντως, χρονολογείται από το 544 ΠΚΧ, όταν οι περισσότεροι κάτοικοι της Τέως, ανάμεσά τους και ο ποιητής Ανακρέων, μετανάστευσαν στα Άβδηρα, για να γλιτώσουν από τον περσικό ζυγό. Οι Κλαζομένιοι και οι Τήιοι ήταν Ίωνες της Μικράς Ασίας, από την περιοχή τής Σμύρνης. Τα Άβδηρα απέκτησαν πλούτο κι έγιναν η δεύτερη πιο εύπορη πόλη μεταξύ των συμμάχων τής Αθήνας, αφού ήταν το κύριο λιμάνι εμπορικών συναλλαγών με την ενδοχώρα τής Θράκης. Ως πολύτιμο τρόπαιο, η πόλη λεηλατήθηκε επανειλημμένα από Θράκες, Μακεδόνες (διαφόρων προελεύσεων: Μακεδονίας, Θράκης, Συρίας, Αιγύπτου, Μικρασίας), και Ρωμαίους. Έτσι ήρθε η παρακμή στο δεύτερο μισό τού 4ου ΠΚΧ αιώνα. Ίσως όμως έφταιγαν και οι Αβδηρίτες: αθηναϊκή παροιμία, που αναμάσησε ο Κικέρων, έλεγε πως ο αβδηριτικός αέρας ευθύνεται για την ανοησία τους! Κι ας συγκαταλέγονταν ανάμεσά τους φιλόσοφοι, όπως λ.χ. οι Δημόκριτος, Πρωταγόρας, Ανάξαρχος, και Εκαταίος ο Αβδηρίτης, που ήταν και ιστορικός. Παρομοίως, ο Ανακρέων έμεινε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, χωρίς να παρουσιάσει ενδείξεις ιδιωτείας…
Ο Δημόκριτος, ο “πατέρας τής σύγχρονης επιστήμης”, στην Αθήνα πέρασε απαρατήρητος. Ο Πλάτων, παρόλο που δεν τον μνημόνευσε ποτέ, λέγεται πως τον αντιπαθούσε τόσο, ώστε είχε ζητήσει από τους μαθητές του
να καίνε όλα τα βιβλία του που έπεφταν στα χέρια τους!
-
● Ο Δημόκριτος (περί το 460–370 ΠΚΧ), ο “πατέρας τής σύγχρονης επιστήμης”, πέρασε απαρατήρητος στην Αθήνα. Ο Πλάτων, παρόλο που δεν τον μνημόνευσε ποτέ (αντίθετα, αφιέρωσε έναν διάλογό του στον Πρωταγόρα), λέγεται πως αντιπαθούσε τόσο πολύ τον Δημόκριτο, ώστε είχε ζητήσει από τους μαθητές του να καίνε όλα τα βιβλία του που έπεφταν στα χέρια τους!(δ) Αποδείχθηκαν άκρως αποτελεσματικοί: οι παραπομπές άλλων συγγραφέων είναι ό,τι γνωρίζουμε από τα έργα του, αφού δεν κατάφεραν να “βγάλουν” τον σκοταδιστικό Μεσαίωνα. Ο Δημόκριτος, και ο δάσκαλός του Λεύκιππος, από τη Μίλητο, ή από τα Άβδηρα, διατύπωσαν την ατομική θεωρία τού σύμπαντος – την ιδέα δηλαδή ότι τα πάντα αποτελούνται από ποικίλα άφθαρτα, αδιαίρετα στοιχεία, τα άτομα. Ο Δημόκριτος ταξίδεψε πολύ, ξοδεύοντας τα χρήματα που του άφησε ο πλούσιος πατέρας του. Εγκωμίασε τους Αιγύπτιους μαθηματικούς και γνωρίστηκε με τους Χαλδαίους μάγους. Ήταν χαρούμενος, και πάντα έτοιμος να δει την κωμική πλευρά τής ζωής, κάτι που παρεξήγησαν μεταγενέστεροι συγγραφείς, θεωρώντας ότι περιγελούσε τους ανθρώπους για την ανοησία τους. Οι χαρακτηρισμοί ο γελαστός φιλόσοφος, αβδηριτικό (ακατάπαυστο) γέλιο, και Αβδηρίτης, με την έννοια του χλευαστή, ή είρωνα, παραπέμπουν σίγουρα σε αυτόν. Ακόμη και η αθηναϊκή ανοησία για τον αβδηριτικό αέρα, θα πρέπει να μεταπήδησε από το στόμα τού Πλάτωνα στα γραπτά τού Κικέρωνα εξαιτίας τού Δημόκριτου.
- (δ) Διόλου παράξενο που ο Πλάτων, απορρίπτοντας την Αθηναϊκή δημοκρατία ως ρέπουσα εις αναρχίαν, φιγουράρει μεταξύ των κορυφαίων απολογητών τής αντιδημοκρατικής σκέψης. Στον σχετικό κατάλογο υπάρχουν και οι: Friedrich Nietzsche (Γερμανός φιλόσοφος, που απέρριπτε τη δημοκρατία τής εποχής του ως κληρονομιά τού χριστιανισμού), Charles Maurras (Γάλλος συγγραφέας, μοναρχικός και φασίστας, που έφτασε στο σημείο να ζητά τη δολοφονία αντιπάλων του!), Hubert Lagardelle (Γάλλος συνδικαλιστής, που από τον Proudhon, κατέληξε να γίνει φασίστας!), Robert Michels (Γερμανοϊταλός κοινωνιολόγος, που μεταλλάχθηκε επίσης σε φασίστα, εκκινώντας από τον σοσιαλισμό κι επαναστατικό συνδικαλισμό), Oswald Spengler (Γερμανός ιστορικός, “κριτικός” υποστηρικτής τού Hitler, παρ’ όλο που τον θεωρούσε χυδαίο), Carl Schmitt και Martin Heidegger (Γερμανοί ναζιστές φιλόσοφοι), Elazar Shach (Ισραηλινός φονταμενταλιστής ραβίνος, υπέρμαχος του εβραϊκού νόμου, κι εχθρός τής δημοκρατίας)… Μέσα σε αυτό το κάδρο, και με αυτήν την “παρέα”, ποιο είναι, άραγε, το νόημα, ποια η αξία, της πλατωνικής Πολιτείας; (Περί αυτής, βλέπε Περιήγηση 2*. Περί δημοκρατίας).
● Βλέπε επίσης το επόμενο εμβόλιμο Χρονικό We Don’t Need No Thought Control! (Λέμε όχι στον έλεγχο της σκέψης!), για την ακατάπαυστη πάλη ανάμεσα στους υπερασπιστές και τους καταπατητές τής Ελευθερίας τής Σκέψης και του Λόγου.
-
Ο επιστήμονας φιλόσοφος ήταν ντετερμινιστής και υλιστής, πιστεύοντας ότι τα πάντα είναι αποτέλεσμα φυσικών νόμων. Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ή τον Πλάτωνα, προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο χωρίς να τον συνδέει με κάποιον απώτερο σκοπό, ή έσχατη αιτία. Οι ιδεαλιστές ασχολήθηκαν υπέρ το δέον, και για αιώνες, με το τελεολογικό ζήτημα, παρεμποδίζοντας την πρόοδο. Ο Δημόκριτος, ο Λεύκιππος, και ο Επίκουρος, διετύπωσαν τις πρώτες απόψεις περί των σχημάτων και της συνδεσιμότητας των ατόμων. Έτσι, οι θεωρίες τους δείχνουν περισσότερο ευθυγραμμισμένες μ’ εκείνες της σύγχρονης επιστήμης, από οποιεσδήποτε άλλες θεωρίες τής αρχαιότητας. Όμως, η λεγόμενη “εξορία τής ατομικής θεωρίας”, λόγω της απόρριψής της από πρόσωπα κύρους, σαν τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, έμοιαζε χωρίς τέλος, ως τον 17ο αιώνα, που την “ανέστησαν” ο Gassendi και ο Descartes. Στο μεταξύ, όλα τα γραπτά των Λεύκιππου και Δημόκριτου, αλλά και τα περισσότερα του Επίκουρου, “απωλέσθησαν”. Η απώλεια είναι δυσαναπλήρωτη, αν πάρουμε υπόψη το τεράστιο εύρος τού δημοκρίτειου έργου, πάνω σε ζητήματα ηθικής, φύσης, φυσικής επιστήμης, μαθηματικών, λογοτεχνίας, τεχνικών έργων και σχολίων. Αρκεί να πούμε πως ανάμεσα στα έργα αυτού του ταξιδιώτη επιστήμονα φιλοσόφου υπήρχε κι ένα με τίτλο Ωκεανού περίπλους… Άλλοι τίτλοι που δεν θα διαβάσουμε ποτέ: Πυθαγόρας, Το κέρας τής Αμάλθειας, Επιπεδόσφαιρες, Περί πλανητών, Περί φύσεως, Περί νου, Περί ρυθμών και αρμονίας, Περί ποιήσεως, Περί Ομήρου, Περί άσματος, Περί ζωγραφικής, Περί Ιστορίας, Περί των Ιερών Γραφών τής Βαβυλώνας, Χαλδαϊκή διήγηση, Φρυγική διήγηση…
ΠΑΡΑΠΛΕΟΝΤΑΣ τη Μαινάκη και τη Μάλακα, φτάνουμε στον κόλπο τού Γιβραλτάρ. Η Carteia (Καρτηία) χτίστηκε στο βορειότερο σημείο τού κόλπου, στη συμβολή δυο ποταμών, σε υπερυψωμένο έδαφος, με θέα την θάλασσα, περίπου στα μισά τού δρόμου ανάμεσα στις σύγχρονες πόλεις, Algeciras και Γιβραλτάρ. Η αποικία, κατά τον Στράβωνα, ιδρύθηκε περί το 940 ΠΚΧ, ως ο εμπορικός οικισμός K’rt, δηλαδή “Πόλη” στα φοινικικά (παράβαλε Qart Hadasht, ήτοι Καρχηδόνα, που πάει να πει “Νέα Πόλη”). Η περιοχή είχε πολλά να προσφέρει σ’ έναν έμπορο. Η ενδοχώρα τής Carteia ήταν πλούσια σε ξυλεία, γεωργικά προϊόντα, μόλυβδο, σίδηρο, χαλκό, και ασήμι. Οι βαφές ήταν άλλο ένα περιζήτητο εμπόρευμα, ιδίως εκείνες από τα οστρακοειδή murex, που χρησιμοποιούνταν τότε για την παραγωγή τής πολύτιμης πορφύρας τής Τύρου. Η αποικία, λόγω της στρατηγικής της θέσης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους Καρχηδονιακούς πολέμους. Στη ναυμαχία τής Καρτηίας, το 206 ΠΚΧ, οι Καρχηδόνιοι νικήθηκαν από τους Ρωμαίους, που κατέλαβαν την πόλη γύρω στο 190 ΠΚΧ.

Κόλπος Γαδείρων > του Gades > του Cádiz, με τα τρία αρχαία νησάκια να έχουν ελληνικά (όχι φοινικικά) τοπωνύμια: Ερύθεια, Κοτινούσσα, Αντίπολις
Διασχίζοντας τα στενά και βγαίνοντας στον Ατλαντικό, ακούμε έκπληκτοι πως η πόλη Bailo δεν ήταν άλλη από τα Γάδειρα. Η πληροφορία, ωστόσο, δεν επαληθεύεται, και το πλησιέστερο στ’ όνομα Bailo που μπορεί να βρει κανείς εκεί, είναι το Baelo, κοντά στο σημερινό χωριό Bolonia, στα πέριξ τής Ταρίφας, στο νοτιότερο σημείο τής Ευρώπης – συνεπώς, αρκετά μακριά από το Gadir. Ο οικισμός υπήρξε εμπορικός συνδετικός κρίκος με τη Βόρεια Αφρική (Στράβων: “ἐντεῦθεν οἱ διάπλοι μάλιστά εἰσιν εἰς Τίγγιν τῆς Μαυρουσίας”), αλλά τελικά εγκαταλείφθηκε λόγω σεισμών. Συνειδητοποιούμε τότε πως παραπλέουμε σε περιοχή που αποίκισε ο “Ηρακλής”, ήτοι οι Μυκηναίοι: όχι μόνον τα Άβδηρα (ή η Άβδηρος), και η Καρτηία (ή Κάρπεια, Καρπήια, Καρπαία, και Κάρθαια), αλλά και το Bailo (ή Baelo, ή Βελών), φαίνεται ότι συνδέονταν με τον μεγάλο ήρωα. Επικαλούμενος τον Τιμοσθένη τον Ρόδιο, ο Στράβων έγραψε πως η Καρτηία παλαιότερα ονομαζόταν Ηράκλεια – από τον ιδρυτή της. Ορισμένοι την ταυτίζουν με την Αλχεσίρας, γενέτειρα του Paco de Lucía, στη δυτική πλευρά τού κόλπου· κάποιοι, αντίθετα, λένε πως ήταν στην ανατολική πλευρά, πάνω στην Κάλπη, δηλαδή στον βράχο τού Γιβραλτάρ· και άλλοι, πάλι, τη συνδέουν με την Ταρτησσό, υποστηρίζοντας πως αφότου η τελευταία εξαφανίστηκε, αρκετοί την μπέρδευαν με την Καρτηία (Παυσανίας: “Ταρτησσός, όπως λένε κάποιοι, ήταν το αρχαίο όνομα της Κάρπειας”). Άλλοι οικισμοί τού Ηράκλειου εποικιστικού “άθλου”, ήταν η Μελλαρία, (ή Μελουρία, νυν Tarifa), και, όπως είδαμε, τα Γάδειρα, ενώ μερικοί φτάνουν να περιλαμβάνουν στον κατάλογο ως και την Ταρτησσό! Κάποιοι ολίγοι, αντιθέτως, ταυτίζουν την θρυλική πόλη με το σημερινό Sanlúcar de Barrameda. Ευσεβείς πόθοι ένθεν κακείθεν…
Όσο για τις Ηράκλειες Στήλες, η βόρεια, σ’ ευρωπαϊκό έδαφος, είναι η Κάλπη, ή Αλύβη (Γιβραλτάρ), μικρή σ’ έκταση, μα που ορθώνεται απότομα φτάνοντας σε μεγάλο ύψος, και μοιάζοντας από μακριά με νησί, ενώ η νότια, η Αβύλη (Ceuta), επί αφρικανικού εδάφους, έχει μικρό ύψος. Η ιδιαιτερότητά τους είναι πως τώρα η κυριαρχία τους ασκείται από αλλότριες δυνάμεις: το Γιβραλτάρ, στην Ιβηρία, ελέγχεται από την Βρετανία, η Σέουτα (ή Θέουτα), στο Μαρόκο, από την Ισπανία. Η φοινικική Αβύλη ιδρύθηκε στον 7ο αιώνα ΠΚΧ, και πέρασε στα χέρια των Φωκαέων, που την ονόμασαν Επτά Αδελφοί. Ως συνήθως, οι Ρωμαίοι απέδωσαν το ελληνικό τοπωνύμιο στα λατινικά ως Septem Fratres, ή απλώς Septem (εξ ου η τωρινή ονομασία της), χρησιμοποιώντας την Ceuta σχεδόν αποκλειστικά ως στρατιωτική βάση. Ήταν προφανής στους πάντες η στρατηγική σπουδαιότητα των στενών.
Πέρα από την Ceuta, επί αφρικανικού εδάφους, υπάρχει ένας ακόμη οικισμός, που χαρακτηρίζεται ως καρχηδονιακή αποικία των αρχών τού 5ου αιώνα ΠΚΧ (πιθανόν με πρότερη φοινικική παρουσία), ονόματι Τίγγις (ή Τιγγενίς, η σημερινή Ταγγέρη). Εκμεταλλευόμενοι τη συντριβή των Καρχηδονίων το 480 ΠΚΧ στη Σικελία, οι Φωκαείς θα πρέπει ν’ απέκτησαν τον έλεγχο και αυτής της πόλης, κυριαρχώντας πλήρως στην στρατηγικής σημασίας περιοχή, κατά τη μακρά περίοδο απομονωτισμού των Καρχηδονίων, μετά από την ήττα. Η Τίγγις, στην πραγματικότητα, όπως και τόσες άλλες εγκαταστάσεις, ή πόλεις, δεν ήταν ούτε φοινικική, ούτε κι ελληνική, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, βερβερική. Σύμφωνα μ’ ελληνορωμαϊκή μυθολογική παράδοση, που παραθέτει ο Πλούταρχος, η Τίγγις ήταν η σύζυγος του γίγαντα Ανταίου, που σκότωσε ο Ηρακλής. Ο Ανταίος ήταν παιδί τού Ποσειδώνα και της Γαίας, και βασιλιάς τής Λιβύης (ήτοι του Μαγρέμπ). Κατά τη βερβερική μυθολογία, ιδρυτής τής πόλης ήταν ο Σύφαξ, γιος τής Τίγγιδος και του Ηρακλή. Ο τύμβος τού Ανταίου, με τον γιγάντιο σκελετό του, αποκαλύφθηκε στην Ταγγέρη, από τον Ρωμαίο Quintus Sertorius, στον 1ο αιώνα ΠΚΧ. Σε απόσταση 14 χιλιομέτρων προς δυσμάς, βρίσκεται η “σπηλιά τού Ηρακλή”, όπου, λέει, κοιμήθηκε ο ήρωας, προτού να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων.

Κύριες ελληνικές αποικίες στην Ιβηρία πριν από τις καρχηδονιακές κατακτήσεις (περί το 300 ΠΚΧ): Ρόδη, Εμπόριον, Καλλίπολις, Σάλαυρις, Ημεροσκοπείον, Αλωναί, Άκρα Λευκή, La Picola
(Ελίκης Λιμήν), Άβδηρα (ως πρώην ελληνική αποικία), Μαινάκη, Μενεσθέως Λιμήν, Καλαθούσα.
● Τελικά, βρίσκονται όλες τους στην Ισπανία. Έτσι, ο περίπλους τής Ιβηρίας, που επιχείρησα
ν’ αναβιώσω σε αυτό το Χρονικό, κατέληξε να είναι ένας περίπλους τής Ισπανίας…

Πρωτοαιολικό ή πρωτοϊωνικό κιονόκρανο με ανατολικές επιδράσεις από τον ναό τού Baal Amón στα Γάδειρα
(7ος αιώνας ΠΚΧ)
Η αποικιστική δραστηριότητα φαίνεται πως συνεχίστηκε και μετά από τον Τρωικό πόλεμο, καθώς μαθαίνουμε ότι, παρά τις πλείστες όσες πληροφορίες περί του αντιθέτου, υπήρξαν όντως ελληνικοί (μετέπειτα ρωμαϊκοί) οικισμοί και πέραν των Ηρακλείων Στηλών. Ένας βρισκόταν μεταξύ Γαδείρων και της πρωτεύουσας τής Ταρτησσού, στις εκβολές τού ποταμού Guadalete: ήταν ο Μενεσθέως Λιμήν, μάλλον το σημερινό Puerto de Santa María, ή απλώς El Puerto, όπως το λένε οι ντόπιοι.(ε) Κατά τον Στράβωνα, ως και οι Γαδιτανοί Φοίνικες θυσίαζαν στο Μαντείον τού Μενεσθέως, ενός από τους μνηστήρες τής Ελένης, που πολέμησε στον Τρωικό πόλεμο. Μετά όμως, κατά την Ομήρου Οδύσσεια, οι Θησείδες τον εκδίωξαν από την Αθήνα, και με τους ακολούθους του κατέφυγε στην Ιβηρία. Τέλος, ένας επιπλέον οικισμός, πολύ κοντά δυτικά τής Ουέλβας, ήταν η Καλαθούσα, το σημερινό Aljaraque.
- (ε) Η λέξη “λιμήν” διατηρείται στο τοπωνύμιο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του: το 711 ΚΧ οι Άραβες (Μαυρούσιοι) εισέβαλαν στην Ιβηρία και μετονόμασαν το λιμάνι σε Alcante, ή Alcanatif, που σημαίνει Λιμήν τού Άλατος, λόγω της εκεί παραγωγής αλατιού από την εποχή των Φοινίκων. Το 1260, τέλος, οι Καστιλιάνοι τη μετονόμασαν σε Santa María del Puerto.
Ο Μενεσθέως λιμήν, σε “όρους ιστορικούς”, δεν πρέπει να ήταν τόσο παλιός, αφού οι Έλληνες της ομηρικής εποχής – ή, τουλάχιστον, τα προϊόντα τους – άρχισαν να καταφθάνουν στα ιβηρικά λιμάνια κατά τον 9ο–8ο αιώνα ΠΚΧ. Ως προς το ποιοι μετέφεραν τα ελληνικά αγγεία και λοιπά αγαθά, αυτοί κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι Φοίνικες, λόγω φυσικά τής καλλιτεχνικής ποιότητας των εμπορευμάτων, που οι Χαναναίοι δεν ήταν σε θέση να πετύχουν. Ένα τέτοιο υπέροχο αγγείο, μια αττική κύλιξ, είδος κούπας οινοποσίας, βρέθηκε στο Medellín τού Badajoz, στην ισπανική Extremadura. Η παρουσία αυτού του πανέμορφου κύπελου, τόσο μακριά από την ακτογραμμή, εξηγείται από τον λεγόμενο “Δρόμο τού Αργύρου”, που προφανώς διέσχιζε τη δυτική Ιβηρία από βορρά προς νότο, για την απρόσκοπτη μεταφορά τού ορυκτού πλούτου τής Γαλικίας στα λιμάνια τής Ταρτησσού.
Αυτό που τα φοινικικά πλοία ήταν αδύνατο να μεταφέρουν και, συνεπώς, καθιστούσε την ελληνική παρουσία απολύτως αναγκαία στην Ιβηρία, ήταν ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τ’ αρχιτεκτονικά πρότυπα, οι ταφικές συνήθειες των Ελλήνων, και ούτω καθεξής. Παίρνοντας υπόψη πως οι Μινωίτες μάλλον δεν ήταν Έλληνες, φαίνεται πως η πρώτη περίοδος που η Ιβηρία δέχθηκε ελληνικές επιρροές ήταν στην εποχή των Μυκηναίων. Αυτό, όμως, είναι μισή αλήθεια και, άρα, μισό (τουλάχιστον) ψέμα, δεδομένου πως οι Μυκηναίοι εκπολιτίστηκαν χάρη στους Μινωίτες. Συνεπώς, οι μινωικές και οι μυκηναϊκές επιρροές στις ιβηρικές κουλτούρες ήταν παρόμοιες, αν όχι πανομοιότυπες. Τότε δεν υπήρχε Ταρτησσός. Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι γονιμοποίησαν τις ντόπιες κουλτούρες που βρήκαν εκεί, και ο ταρτήσσιος πολιτισμός βλάστησε κάποια στιγμή αργότερα, όταν πια δεν υπήρχαν Έλληνες τριγύρω. Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μισή χιλιετία προκειμένου να ξυπνήσουν από τον λήθαργο των “σκοτεινών χρόνων” τους και να εμφανιστούν εκ νέου στην χερσόνησο. Στο μεταξύ, εκείνοι που ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα από την άνθιση του ιβηρικού πολιτισμού ήταν οι Φοίνικες…
Ο πολιτισμός, η τέχνη, οι ιδέες, τα πρότυπα, οι συνήθειες των Ελλήνων, ήταν αδύνατο να μεταφερθούν στην Ιβηρία με φοινικικά πλοία…
- >> Χρονικό 17*. “We Don’t Need No Thought Control”
- >> Χρονικό 18. “CARTHAGO DELENDA EST”
- << Χρονικό 16. ΙΒΗΡΙΚΟ “EL DORADO”

Φοινικική διήρης